Πολικός θρήνος

''A container of ashes might one day be thrown from the sky, 
 which could burn the land and boil the oceans'' ... 


(...)
Ώσπου ένα πρωϊνό, αφού είχα χορτάσει τον ύπνο μου με χορταστικά όνειρα, ξάπλωσα πάνω στο χώμα. Άκουγα την καρδιά μου. Άκουγα την αναπνοή μου. Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, η καρδιά μου ατονούσε. Σαν εκκρεμές ξεκούρδιστο. Η αναπνοή μου είχε επιβραδυνθεί. Κάποια στιγμή, άκουγα μόνο τον ηλεκτρισμό τού αίματος μου. Ώσπου σταμάτησε κι αυτός. 
Είχα πεθάνει. 
Οι φώκιες σύρθηκαν ως εμένα. Άρχισαν να κλαίνε και να οδύρονται. Μελανομονούσες θρηνωδοί. Τα ψάρια έβγαζαν το κεφάλι τους από το νερό. Μού φάνηκε ότι τα μάτια τους ήταν δακρυσμένα. Ή  μήπως ήταν από το θαλασσινό νερό;    






Έχουμε απομείνει περί τις 25.000 πολικές αρκούδες. Οι περισσότερες από εμάς έχουμε χάσει βάρος...
 
Η κλιματική αλλαγή έχει χτυπήσει τους βιοτόπους μας. Αναζητάμε τροφή και δεν βρίσκουμε. Ενώ είχαμε προειδοποιήσει τους ανθρώπους.
   
Μα, αυτοί δεν ήθελαν να μάς ακούσουν. Ήθελαν να παράγουν όλο και περισσότερα προϊόντα. Οι καμινάδες τών εργοστασίων ξερνούν στον ουρανό νυχθημερόν καυσαέρια.
     
Οι αποχετευτικοί αγωγοί τους ρίχνουν τα απόβλητά τους σε ποτάμια και θάλασσες. Δεν επιλέξαμε εμείς να να πεθάνουμε. Οι άνθρωποι επέλεξαν να μάς δολοφονήσουν. Ενώ τους είχαμε προειδοποιήσει...
     
Είμαι μία πολική αρκούδα. Μάλλον ήμουν μία πολική αρκούδα. Τώρα ό,τι είχε απομείνει πάνω μου είναι η λευκή γούνα μου και ο σκελετός μου. Είμαι μία νεκρή λευκή αρκούδα. Κάποτε ήμουν όμορφη, πολύ όμορφη, βουτούσα στα φιόρδ γιά να πιάσω κανένα ψάρι κι αυτό έλαμπε στα δόντια μου, καθώς σπαρταρούσε. Δεν ήμουν επαγγελματίας φονιάς. Σκότωνα γιά να φάω.
   
Δεν ήταν λίγες φορές που ορεγόμουν και καμμία φώκια. Την λυπόμουνα την κακομοίρα, όταν όμως βουτούσα την μούρη μου μέσα στα παγωμένα νερά και την άρπαζα, ήταν που η κοιλιά ανυπόφορα γουργούριζε. Είναι αλήθεια ότι την σκότωνα, αλλά ζωάκι είμαι. Πείτε ξέρετε κανέναν άλλο τρόπο γιά να καταπραΰνω την πείνα μου; 
       
Ήμουν λευκή, τα μόνα σημεία που μαύριζαν ήταν τα μάτια μου, η μουσούδα μου και τα αυτιά μου. Τώρα είμαι παντού μαύρη. Τώρα κείτομαι στο νορβηγικό νησί Σβάλμπαρντ τής Αρκτικής νεκρή. Κάτι κύριοι με κόκκινα αδιάβροχα με εξετάζουν γιά να διαπιστώσουν, εάν είμαι νεκρή. Είμαι νεκρή, τους λέω. Δεν με ακούνε. Έχουν κάτι εργαλεία με φώτα και με εξετάζουν. Όμως εμένα έχει σταματήσει να χτυπάει πλέον η καρδιά μου.
    
Οι επιστήμονες με γνώριζαν. Με φώναζαν με το όνομα κάποιας σκανδιναβικής θεάς. Δεν θυμάμαι το όνομά μου. Και τι νόημα έχει να το θυμάμαι, αφού τώρα είμαι νεκρή και μόνον νεκρή. Τα διεθνή Μέσα έγραψαν ότι πέθανα από ασιτία. Μού τράβηξαν και κάτι «ωραίες» φωτογραφίες. Εγώ δεν ήξερα να γράφω και να φωτογραφίζω. Δεν είχα δει στη ζωή μου μολύβι και φωτογραφική μηχανή. Κάτι φορητά μηχανήματα με φωτεινή οθόνη, τα έβλεπα μέσα στην νύχτα, και νόμιζα ότι ήταν φακοί.  Άλλες φορές νόμιζα ότι ήταν νανόσπιτα. Αν και είχα τις αμφιβολίες μου, γιατί μία πολυταξιδεμένη πολική αρκούδα μού είχε πει ότι οι νάνοι ζουν στο δάσος κι όχι στους πάγους.
      
Είμαι μία νεκρή αρκούδα. Έχω πεθάνει από ασιτία. Ταξίδεψα γιά να βρω τον θάνατο μέχρι και πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από την περιοχή, όπου ζούσα μόνιμα. Με είχε κόψει η λόρδα και ήθελα να βάλω κάτι στο στόμα μου. Έμως, οι πάγοι εκεί που πατάω και δίνω ένα άλμα γιά να πιάσω το θήραμά μου, έχουν λιώσει. Τα θερμά ύδατα έχουν εισβάλλει στα φιόρδ και ο βιότοπός μου έχει καταστραφεί. Έτσι δεν μπορώ να έχω πρόσβαση στα θηράματά μου.
   
Οι μέρες περνούσαν. Είχα αρχίσει να αδυνατίζω. Στην αρχή ζαλιζόμουνα. Αλλά έκανα υπομονή. Ένα χιλιόμετρο ακόμη θα είναι το τυχερό μου, έλεγα στον εαυτό μου. Όμως τα χιλιόμετρα δεν τρώγονται. Κι άλλο χιλιόμετρο, κι όλο χιλιόμετρο, κι άλλο, κι άλλο...Όσο «έτρωγα» χιλιόμετρα, είχα αρχίσει να χάνω τις αισθήσεις μου. Άρχισα να βλέπω όνειρα με φρέσκα ψάρια και φρέσκες φώκιες. Έκανα μία κίνηση με τα νύχια τών ποδιών μου να τα πιάσω. Σήκωνα τα μπροστινά μου πόδια και έκοβα «φέτες» τον αέρα. Ορμούσα με την μουσούδα μου προς την κατεύθυνσή τους, αλλά ματαιοπονούσα. Κατάλαβα ότι από την αφαγιά είχα παραισθήσεις. Και οι παραισθήσεις δεν τρώγονται...
     
Ώσπου ένα πρωϊνό, αφού είχα χορτάσει τον ύπνο μου με χορταστικά όνειρα, ξάπλωσα πάνω στο χώμα. Άκουγα την καρδιά μου. Άκουγα την αναπνοή μου. Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, η καρδιά μου ατονούσε. Σαν εκκρεμές ξεκούρδιστο. Η αναπνοή μου είχε επιβραδυνθεί. Κάποια στιγμή, άκουγα μόνο τον ηλεκτρισμό τού αίματος μου. Ώσπου σταμάτησε κι αυτός. Είχα πεθάνει. Οι φώκιες σύρθηκαν ως εμένα. Άρχισαν να κλαίνε και να οδύρονται. Μελανομονούσες θρηνωδοί. Τα ψάρια έβγαζαν το κεφάλι τους από το νερό. Μού φάνηκε ότι τα μάτια τους ήταν δακρυσμένα. Ή  μήπως ήταν από το θαλασσινό νερό;     

ΥΓ. Πολική αρκούδα εντοπίστηκε νεκρή στην Αρκτική Ζώνη τής Νορβηγίας. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι έπεσε θύμα τής κλιματικής αλλαγής.  

Του Βασίλη Καλαμαρά
 www.epikaira.gr 
10-8-2013

ΣΧΕΤΙΚΑ

   














































"Koyaanisqatsi"



''A container of ashes might one day be thrown from the sky, 
 which could burn the land and boil the oceans'' ...