…Αγαπούσε το σούσι

(...)
Γιατί, άραγε, δεν σιωπούν στις κοινωνικές οξύνσεις περιμένοντας τη νηνεμία, ενώ αντίθετα πετάγονται κάθε τόσο επιλεκτικά εναντίον αυτών που βρίσκονται κάτω και όχι για τους πάνω, για να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους; 

Μα, σέβονται την ιδεολογία τους και το κοινωνικό στάτους τους. Εχουν συνείδηση της οργανικής σύνδεσής τους με το σύστημα. Και επιπλέον τους εξυπηρέτησε και οφείλουν να το υπηρετούν.
(...)


  

1.

…Αγαπούσε το σούσι

Το tweet της για τον 19χρονο Θανάση που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιχείρησε να αιτιολογήσει με άρθρο της στο protagon.gr η συγγραφέας Λένα Διβάνη.

«Η είδηση μόλις έχει κυκλοφορήσει. “Ενα παιδί χωρίς εισιτήριο πήδηξε έξω από το τρόλεϊ για να αποφύγει τον ελεγκτή και τραυματίστηκε”. Τίποτα άλλο. [...] Και τότε σταματάω στην άκρη του δρόμου και γράφω τη φράση που αν ήξερα ότι το παιδί ήταν ήδη νεκρό, αν μπορούσα να υποψιαστώ τον αρρωστημένο οχετό που θα εξαπέλυε, ποτέ δεν θα έγραφα.[...] Πού την είδαν την ασέβεια στον νεκρό; Ούτε που ξέραμε τότε ότι ήταν νεκρός. Και κανείς δεν ρώτησε τίποτα. Ανοιξαν απλώς τα σαγόνια και κατασπάραζαν» αναφέρει η συγγραφέας.



Ο Δ. Σαββόπουλος στην παράσταση του «Πλούτου» στην Επίδαυρο, όπως έγραψαν οι εφημερίδες, «τα είπε έξω από τα δόντια». «Παίρναμε διακοποδάνεια για να πάμε στο Μπαλί, αγοράζαμε τζιπάρες, καπνίζαμε πούρα, τρώγαμε σούσι…», μάλωσε τους θεατές και κατ’ επέκταση όλους μας.

Ποιος, ο Νιόνιος, που ήλθε με οτοστόπ από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, με ένα φορτηγό που το φόρτωσαν εργάτες «χαμάληδες», με αγαθά που μόχθησαν άνθρωποι να τα παράξουν, με έναν οδηγό να λαγοκοιμάται στο τιμόνι από την κούραση…

Από το 1963 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, που καταγράφηκε η ιδεολογική μετάλλαξη του Σαββόπουλου, υπήρχαν κοινωνικές τάξεις, πλούσιοι και φτωχοί, χαμάληδες και εισοδηματίες. Προφανώς, από τότε με τον τόσο πλούτο, που άγνωστο πώς συσσωρεύτηκε, δεν υπάρχουν πια κοινωνικές διακρίσεις. Οι χαμάληδες του τότε πηγαίνανε, μέχρι που ξέσπασε η κρίση, με το Καγιέν τους παρκαρισμένο στην τράπεζα, για να πάρουν το διακοποδάνειο και μετά στο γκουρμέ εστιατόριο απολάμβαναν το σούσι τους τη συνοδεία κουβανέζικου πούρου…

Σε αυτή την παραμυθένια ατμόσφαιρα, πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετική η οικογένεια του πιτσιρικά που έχασε τη ζωή του στο τρόλεϊ. Κατάντησε εθισμένος στο σούσι. Το όποιο χαρτζιλίκι, αν υπήρχε, των άνεργων γονιών του το έσπρωχνε στο σούσι, γενόμενος τζαμπατζής, έτσι ακριβώς όπως τον ξεμπρόστιασε η συγγραφέας και πανεπιστημιακός κ. Λ. Διβάνη.

Τι συμβαίνει άραγε σε πολλούς από τους λεγόμενους πνευματικούς μας ανθρώπους; Ηλίθιους δεν μπορείς να τους πεις. Οτι ζουν σε έναν γυάλινο κόσμο που έφτιαξαν για να κρατιούνται μακριά από τα βιοποριστικά προβλήματα της πλέμπας, ισχύει εν μέρει. Σε κάθε περίπτωση όμως, στην εποχή και της ηλεκτρονικής ενημέρωσης, δεν είναι απομονωμένοι ως άλλες Μαρίες Αντουανέτες.

Γιατί, άραγε, δεν σιωπούν στις κοινωνικές οξύνσεις περιμένοντας τη νηνεμία, ενώ αντίθετα πετάγονται κάθε τόσο επιλεκτικά εναντίον αυτών που βρίσκονται κάτω και όχι για τους πάνω, για να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους;

Μα, σέβονται την ιδεολογία τους και το κοινωνικό στάτους τους. Εχουν συνείδηση της οργανικής σύνδεσής τους με το σύστημα. Και επιπλέον τους εξυπηρέτησε και οφείλουν να το υπηρετούν.

Για παράδειγμα, ο Σαββόπουλος, στον οποίο αναφερόμαστε με περίσσια πίκρα, γιατί ονειρευτήκαμε και μεγαλώσαμε με τα τραγούδια του, επί Μητσοτάκη περιδιάβαινε επ’ αμοιβή τα ανά την επικράτεια στρατόπεδα, επί Σημίτη – Καραμανλή στους Ολυμπιακούς Αγώνες, εκπομπή στην κρατική τηλεόραση, για να μην πούμε για τις αρπαχτές που κάνουν στους -κατ’ αυτούς υπανάπτυκτους- χαχόλους της επαρχίας.

Τέλος, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, πετάγονται ως αρνητική διαφήμιση του εαυτού τους μόνο και μόνο για να μην ξεχαστεί το όνομά τους, ιδιαίτερα σε περιόδους απουσίας έμπνευσης και παραγωγής «πνευματικών» αγαθών.

Η κ. Διβάνη, φίλε Πέτρο, δεν «χρησιμοποίησε μια λάθος λέξη τη λάθος στιγμή». Το αντίθετο. Και τη σωστή λέξη -τζαμπατζής- και τη σωστή στιγμή, όταν το σύστημα την είχε ανάγκη.

Δεν έχουν νόημα άλλα επιχειρήματα. Μόνο η απλούστερη της αριθμητικής. Υπάρχουν 1.382.000 επίσημα καταγεγραμμένοι άνεργοι, εκ των οποίων 800.000 είναι νέοι 15- 24 ετών, στην ηλικία δηλαδή του «τζαμπατζή» νέου, ενώ 600.000 απ’ αυτούς βρίσκονται στην απόλυτη φτώχεια. Τι θα κάνουν λοιπόν για να ικανοποιήσουν τις κοινωνικές σας προδιαγραφές. Να μην τρώνε, να μην ντύνονται, να μην κυκλοφορούν, κυρίως να μη μιλούν…

Τους παραδέχομαι, πάντως, αυτούς τους τύπους. Εχουν βαθιά επίγνωση ότι διεξάγεται ένας αμείλικτος πόλεμος. Υπηρετούν με συνέπεια το στρατόπεδό τους.

Εμείς;


Του Μάκη Μπαλαούρα
http://www.efsyn.gr/?p=94358










2.

Στο ντιβάνι της Διβάνη και της διανόησης

Το πρόβλημα με την ελληνική διανόηση δεν είναι ότι σιωπά και κοιμάται. Είναι ότι χωνεύει ακόμη. Χορτάτη, φουσκωμένη, κάνει όπως ακριβώς αυτός που ανάμεσα στα απομεινάρια των όσων καταβρόχθισε, υπόσχεται ενοχικά πως δεν θα το ξανακάνει. Ρεύεται τα πλούσια εδέσματα, νιώθει, χορτάτος πια, την άσχημη γεύση στο στόμα και μετατρέπεται για λίγο σε νομιμόφρονα της καλής διατροφής. Όσο κρατά η χώνεψη.
Ποια είναι η διανόηση στη χώρα, θα ρωτήσει κάποιος. Ποια είναι πρέπει να απαντήσω κι εγώ γιατί υπάρχει κίνδυνος να αδικήσω πολλούς. Αναφέρομαι λοιπόν, στους ανθρώπους αυτούς, που είτε το άξιζαν είτε όχι, κυριάρχησαν σε αυτό που λέμε “γράμματα και τέχνες”. Το όνομά τους μπαίνει δίπλα στα τραγούδια, στα βιβλία, σε έργα δημιουργίας και βέβαια πανεπιστημιακές μελέτες. Σε αυτούς αναφέρομαι και εξαιρώ (δυστυχώς χωρίς την καταγραφή των ονομάτων) το κομμάτι από αυτούς που στάθηκε ουσιαστικά πνευματικό και είναι ίσως και άγνωστο.
“Πού είναι οι άνθρωποι της διανόησης;” ακούγεται συχνά τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Πώς βοηθάνε την Ελλάδα; Πώς βοηθάνε τους ανθρώπους της; Πώς στέκονται απέναντι στην κρίση;
Τον Ιούνιο του 2011, 32 “άνθρωποι του πνεύματος” υπέγραψαν ένα κείμενο για την εθνική σωτηρία, ζητώντας από τους Έλληνες να αντιπαλέψουν τον λαϊκισμό και να δείξουν υπευθυνότητα. Στους επόμενους μήνες, υπήρξαν επίσης φωνές από τον ίδιο χώρο σαν αυτή της Κικής Δημουλά που μίλησαν για το διεκδικούμενο παγκάκι της Κυψέλης, της Σώτης Τριανταφύλλου, της οποία η γνώση και ο κοσμοπολιτισμός οδηγούσαν με ασφάλεια στο συμπέρασμα πως μας χρειάζεται ένα “καθαρτήριο” και της Λένας Διβάνη, που τοποθετήθηκε όπως τοποθετήθηκε για κάποιον 18χρονο νεκρό “τζαμπατζή”.
Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του, πόσο μάλλον όταν ζει επί χρόνια πουλώντας απόψεις. Το πρόβλημα δεν είναι οι απόψεις όσων εκφράστηκαν, όπως εκφράστηκαν, αλλά η ρηχότητα. Το γεγονός πως άνθρωποι που γράφουν βιβλία και παράγουν σκέψη και πολιτισμό, φτάνουν στο σημείο να αντιμετωπίζουν μια σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα με όρους καφενείου .Αντί να αναλύσουν αυτό που συμβαίνει, αντί να πάρουν την πρωτοβουλία να το εξηγήσουν στον κόσμο, αντί να συγκρουστούν με τα αδιέξοδα, γίνονται οπαδοί ενός κοινωνικού μακαρθισμού, που προγράφει κατηγορίες ανθρώπων, που απαιτεί θυσιαστήρια, που θέλει κάποιον να φταίει αλλά προς θεού, όχι στο ύψος της εξουσίας.
Με την αυτάρκεια του τυχαίου ημιμαθή, έχει άποψη που κατακρίνει συμπεριφορές, τον κοινωνικό παρασιτισμό και φτάνει ακόμη παραπέρα. Σχεδόν αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως παράσιτο. Και αν βρεθεί κάποιος περισσότερο αφελής και λιγότερο διανοούμενος να ρωτήσει “και τι έκανε αυτή η διανόηση όταν όλα αυτά συνέβαιναν στην Ελλάδα;” σίγουρα οι οπαδοί του αυτομαστιγωτικού διανοουμενισμού, έχουν να δείξουν πολλές φωτογραφίες τους με υπουργούς, πρωθυπουργούς και επιχειρηματίες,σ τους οποίους έκαναν προσιτή την χαρισματική τους προσωπικότητα.
Μετά την Μεταπολίτευση, η ελληνική διανόηση, καβάλα στο όχημα της αμφισβήτησης που αυτόματα οδηγούσε στην κοινωνική καταξίωση, άγγιξε όνειρα, οραματικές πολιτικές, αγωνίες. Μετά τη δεκαετία του ’80 με μεγάλη ευκολία μετεπιβιβάστηκε σε BMW και τζιπ, τραγούδησε σε συναυλίες με μαύρο χρήμα, έγραψε κλεψίτυπα βιβλία, συνωμότησε στους διαδρόμους των Πανεπιστημίων για να εξασφαλίσει θέσεις καθηγητή που δεν άξιζε, προσκύνησε την ευνοιοκρατία, τον κομματικό καιροσκοπισμό, τους αγράμματους φαύλους που κυβερνούσαν.
Η μέγιστη διανοητική διαδικασία στην οποία μπήκε η διανόηση που σήμερα βρυχάται, είναι των αποδοτικών δημοσίων σχέσεων. Για μια θέση στο Φεστιβάλ, στο πανεπιστήμιο, στο Εθνικό Κέντρο Τάδε, στο Πολιτιστικό Κέντρο Δείνα. Διανόηση με απόδοση τίτλων, με εμφανίσεις στην τηλεόραση, ζαλισμένη από τα πάρτι, ταλαιπωρημένη από τους ψυχολόγους της.
Σήμερα, από το ντιβάνι της κυρίας Διβάνη, το τραπέζι του μεγάλου φαγοποτιού ή το κρεβάτι μιας αιμομικτικής πολιτιστικής Αθήνας, η διανόηση ανησυχεί. Δεν ανησυχεί για την Ελλάδα, αλλά για να μην χάσει προνόμια. Γι” αυτό σαν τις Κατίνες της γειτονιάς, σηκώνει το δάχτυλο και δείχνει το απέναντι σπίτι που ρίχτηκε στην ακολασία, που διέπραξε τη μοιχεία, που φταίει για τα κακά του χωριού.
Με την ίδια ευκολία θεώρησε νομοτελειακό φαινόμενο και αποδέχθηκε, την ξεφτίλα της ελληνικής τηλεόρασης, τα σκάνδαλα Βενιζέλου στο Υπουργείο Πολιτισμού, τον κρατικοδίαιτο επιδοματικό πολιτισμό.

Είναι μια διανόηση που αποδέχθηκε ο κινηματογράφος να παράγει μόνο με κρατική επιδότηση, σαν να είναι βαμβάκι στον κάμπο της Λάρισας. Που θεωρούσε πως τα Φεστιβάλ, δηλαδή ο τρόπος ανάδειξης του πολιτισμού, ήταν τα ίδια πολιτισμός. Που στα Πανεπιστήμια ανέδειξε τους εξυπηρετικούς προσδοκώντας το ανταποδοτικό τέλος της δικής τους ανάδειξης.
Η διανόηση στην Ελλάδα, δεν υπήρξε μόνο εγωιστική και συμφεροντολόγος. Λειτούργησε με το δικό της star system, συνέτριψε όσους δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στο σύστημα των δημοσίων σχέσεων, καταδίκασε στην ανωνυμία όσους δεν φωτογραφήθηκαν με όλους τους μελλοντικούς τροφίμους του Κορυδαλλού. Οι κυρίες και οι κύριοι της διανόησης που βρίζουν ένα κομμάτι της κοινωνίας αντί να γίνονται παράδειγμα για όλη την κοινωνία, δεν υπήρξαν μόνο ομοτράπεζοι και ομοκρέβατοι της πολιτικής ελίτ, αλλά της παρείχαν και όλα τα άλλοθι της τέχνης και του πολιτισμού.
Οι εραστές του σκυλάδικου έγιναν άνθρωποι της τέχνης επειδή συναναστρέφονταν τον τάδε σκηνοθέτη και ο υπουργός πολιτισμού μετατρεπόταν σε τόσο περισσότερο άνθρωπο του πολιτισμού όσο μεγαλύετερες ήταν οι επιχορηγήσεις.
Αυτή η διανόηση πού και πού στραβομουτσούνιαζε υποκριτικά για την παρουσίαση της υποκριτικής τέχνης του Ρουβά στην Επίδαυρο, αλλά δεν είχε κανένα πρόβλημα να θεωρεί μέντορα πολιτισμού αυτόν που επέλεξε να πάει τον Σάκη στο Αρχαίο Θέατρο. Οι προσωπικές τους αντιπαραθέσεις δεν ήταν αντιπαραθέσεις ιδεών, αλλά ζήλια και φθόνος.
Η διανόηση έπαψε να έχει ως κινητήριο μοχλό τις κοινωνικές αντιθέσεις και την υπαρξιακή αναζήτηση και απέκτησε κινητικότητα μέσω της κυνικότητας ή της ψυχεδελικής εσωστρέφειας. Έλεγε στα βιβλία της όσα θα έπρεπε να πει στον ψυχίατρό της.
Η διανόηση, σιγά σιγά έγινε ανήμπορη να αναλύει και να εκφράζει και έγινε ρηχή όπως οι εκφραστές της, γύρω από το μεγάλο τραπέζι της εξουσίας. Άλλος έτρωγε χαβιάρι και άλλος τα ψίχουλα, ευελπιστώντας πως θα έρθει και η δική του ώρα.
Είναι λογικό, η διανόηση σήμερα να συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται. Διαφορετικά φοβάται πως θα χαθεί μαζί με την ψεύτικη εικόνα της.
Αδυνατεί να καταλάβει τι συμβαίνει στην κοινωνία γιατί απουσιάζει πολλά χρόνια απ” αυτή. Δεν έχει την ελάχιστη ικανότητα να ξεχωρίσει το δευτερεύον (παρασιτικά φαινόμενα, διαφθορά, γραφειοκρατία), από το πρωτεύον που είναι όσα δημιουργούν την κρίση και αυτά τα φαινόμενα, που είναι οι πολιτικές. Οι πολιτικές των φίλων της. Έτσι, αναμασά ευχολόγια και αγαπησιάρικες ενωτικές θεωρίες ευθύνης, επιδεικνύοντας πλήρη ανευθυνότητα. Με βουδιστική στωικότητα την ώρα του πολέμου, αυτή η διανόηση είναι έτοιμη να στηλιτεύσει το φαινόμενο του τζαμπατζή, του ταβερνιάρη που φοροδιαφεύγει, της συμπεριφοράς που μας κάνει ανεύθυνους. Δεν θα το επεκτείνει όμως ως την απόφαση του Βενιζέλου να χαρίσει 2 δις στη SIEMENS, ούτε ως την απόφαση του Σαμαρά να κάνει πιο πλούσιους τους Τραπεζίτες. Οι έλληνες διανοητές επιλέγουν το πεδίο της μικροκοσμικής ευθύνης του διπλανού. Όχι της ευθύνης συνολικά.
Η διανόηση είναι συνένοχη. Όχι μόνο πολιτικά, αλλά ποινικά. Ποιός καθηγητής Πανεπιστημίου να αντιταχθεί, ποιός μεγαλοσυνθέτης να κάνει αντίσταση, ποιός συγγραφέαςνα αποδώσει ευθύνη. Με το που θα το κάνει, θα βγουν στη δημοσιότητα τα πανεπιστημιακά κονδύλια που έπαιξε στο χρηματιστήριο, οι Μη κυβερνητικές Οργανώσεις του που έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, οι επιδοτήσεις που πήρε για ένα βιβλίο που διάβασαν 200 άτομα.
Η γενίκευση είναι φασισμός. Το να αποδίδεις αυτά τα χαρακτηριστικά σε όλη τη διανόηση είναι άδικο. Η υγιής διανόηση λοιπόν, ας αποφύγει τη γενίκευση. Ας αυτοεξαιρεθεί, βγαίνοντας μπροστά. Παράγοντας σκέψη, τέχνη, πολιτισμό.
ΥΓ: Συμμερίζομαι πραγματικά πως υπάρχει το φαινόμενο της ανθρωποφαγίας για κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους στο διαδίκτυο που δεν ελέγχεται όπως τα ΜΜΕ ώστε να αποφευχθούν ακρότητες ή να φτιαχτούν προφίλ. Ωστόσο υπάρχει και δική τους ευθύνη γιατί προτίμησαν την αρένα του θεάματος, αντί τον θρόνο του διανοητή.

του Κώστα Βαξεβάνη
http://www.koutipandoras.gr