Οι Παναγιές όταν ήταν αρχαίες





1.

Δεκαπενταυγουστιάτικο προσκύνημα στην Παναγιά την Αθηνιώτισσα, γνωστή και ως Παρθενώνας...

Οι Αθηναίοι στη βυζαντινή περίοδο είχαν κάθε λόγο να γιορτάσουν το Δεκαπενταύγουστο πάνω στην Ακρόπολη. Ανηφορίζοντας στο βράχο μπορούσαν να ανάψουν το καντηλάκι της Παναγίας της Σπηλιώτισσας, που διατηρείται μέχρι σήμερα πάνω από το Θέατρο Διονύσου στο φυσικό σπήλαιο όπου δεσπόζει το χορηγικό μνημείο του Θρασύλλου, κι έπειτα να ακολουθήσουν το χωμάτινο μονοπάτι και να ανεβούν να αποθέσουν τα τάματά τους στο λαμπρό ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, στην τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική που ήταν κτισμένη στον Παρθενώνα.

Ο χριστιανικός Παρθενώνας (σκίτσο του Μανώλη Κορρέ)

Ασφαλώς θα προσεύχονταν εμπρός στην ιερή εικόνα της Παναγιάς που κατά την παράδοση εικονογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, αλλά την εικόνα αυτή πήραν οι άγγελοι και τη μετέφεραν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου για να τη βρουν εκεί οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, όπως λένε οι θρύλοι, και να ιδρύσουν κοντά στην Τραπεζούντα το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, που υπήρξε η απαντοχή του Ποντιακού Ελληνισμού για 16 αιώνες.
Τα πολύχρονα αναστηλωτικά έργα της Ακρόπολης έχουν δώσει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που χρειάζονταν οι μελετητές του Παρθενώνα για να ξανασχεδιάσουν την Παναγία την Αθηνιώτισσα, όπως ακριβώς ήταν.
Ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ Μανώλης Κορρές την έχει περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια, όπως και ο πρόεδρος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, Χαράλαμπος Μπούρας. Αναφέρουν πως η αρχαία λατρεία πρέπει να σταμάτησε στον Παρθενώνα τον 5ο αιώνα. Μετατράπηκε σε ναό χριστιανικό πιθανότατα επί Ιουστινιανού, αλλά «η πρώτη ασφαλής απόδειξη για τη νέα του χρήση είναι τον επόμενο αιώνα», σύμφωνα με τον Μ. Κορρέ.
«Η μετατροπή του επετεύχθη με σχετικά μικρές επεμβάσεις: με τρεις θύρες που ανοίχτηκαν στο μεσότοιχο, το δυτικό διαμέρισμα συνδέθηκε με τον κυρίως ναό και ανέλαβε τη λειτουργία του νάρθηκα με είσοδο, όχι μόνο από τη δυτική θύρα, αλλά και από τις δύο άλλες που ανοίχτηκαν στους πλευρικούς τοίχους».

Αλλη είσοδος

Είναι σαφές πως η εκκλησία είχε αντίθετο προσανατολισμό από τον αρχαίο ναό, αφού η είσοδος γινόταν από την πλευρά που αντικρίζουμε σήμερα μόλις αφήσουμε πίσω μας τα Προπύλαια, ενώ οι αρχαίοι έβλεπαν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς μπαίνοντας από την ανατολική πλευρά (ακριβώς απέναντι). Εκείνη η πόρτα, η ανατολική, καταργήθηκε και «το άνοιγμά της, διευρυμένο κάπως, διαμορφώθηκε σε τόξο μετώπου μιας μεγάλης αψίδος, η οποία κτίστηκε στο μέσον του προνάου. Η αρχική αψίδα ήταν ημικυκλική, κτισμένη με λίθους από αρχαία μνημεία».
Στο βορειοδυτικό τμήμα του νάρθηκα υπήρχε ένα ορθογώνιο βαπτιστήριο με μια ορθογώνια κολυμπήθρα στο μέσον διαμορφωμένη από όρθιες μαρμαρόπλακες. Για την κολυμπήθρα είχε αφαιρεθεί μια πλάκα του αρχαίου δαπέδου. Ξύλινα πατάρια στις δύο πλευρές δημιουργούσαν το υπερώον στον κυρίως ναό, που φωτιζόταν από τρία παράθυρα κοντά στην ξύλινη στέγη. Η μετατροπή του Παρθενώνα σε εκκλησία «υπήρξε παράγων γενικά θετικός για την περαιτέρω διατήρηση του μνημείου», αναφέρει ο κ. Κορρές. «Ωστόσο και αυτή με τη σειρά της είχε ως συνέπεια μερικές πολύ βαριές καταστροφές», προσθέτει. Την απολάξευση των μετοπών και την καθαίρεση μεγάλων αγαλμάτων που ήταν στο κέντρο του αετώματος της ανατολικής πλευράς όταν υψώθηκε η αψίδα του ιερού της Παναγίας.


Οι εργασίες στην Ακρόπολη αποκάλυψαν πολλά στοιχεία για τους ναούς στην περιοχή 

 Από τα χαράγματα στους κίονες του Παρθενώνα, το «λίθινο χρονικό» της πόλης των Αθηνών, γίνεται σαφές ότι ο χριστιανικός ναός είναι αφιερωμένος στη μνήμη της Θεομήτορος, που για πολλούς αιώνες είναι γνωστός ως Παναγία η Αθηνιώτισσα. Μέχρι το 841 αναφέρεται ως Επισκοπή. Από τότε φαίνεται πως προάγεται σε Αρχιεπισκοπή και προ του 981 σε Μητρόπολη. Κάποιοι αρχιεπίσκοποι (θαμμένοι μέσα στον Παρθενώνα) συνέδεσαν το όνομά τους με το μνημείο, γιατί υπήρξαν σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Μιχαήλ Χωνιάτης, αλλά και γιατί προέβησαν σε εκτεταμένα οικοδομικά έργα, όπως ο Νικόλαος του Αγιοθεοδωρίτου (1166-1175), στον οποίο αποδίδεται το γκρέμισμα της παλιάς αψίδας και το κτίσιμο μιας πολύ μεγαλύτερης, με παχύτερους τοίχους και ημιεξαγωνική εξωτερική επιφάνεια. Τότε διαμορφώθηκαν στις τρεις πλευρές της αψίδας και ισάριθμα δίλοβα παράθυρα.

Αθέατος πύργος

Αργότερα κτίστηκε στον οπισθόναο ένας ορθογώνιος πύργος με ελικοειδή σκάλα, που διατηρείται αθέατος μέχρι σήμερα. Ο πύργος αυτός αρχικά εξείχε από τη στέγη, γι' αυτό εικάζεται πως λειτουργούσε ως πύργος κατόπτευσης ή το πιθανότερο ως κωδωνοστάσιο. Πάντως, το 12ο αιώνα ο ναός τοιχογραφήθηκε. Ο λειτουργικός εξοπλισμός του διαμορφώθηκε συν τω χρόνω.
Στην αριστερή πλευρά του προνάρθηκα υπήρχε μεγάλη λεκάνη νερού (φιάλη) και στο ιερό τρεις μαρμάρινες τράπεζες, που ίσως χρησίμευαν ως παρεκκλήσια. Το δάπεδο του ιερού στο μεσαίο κλίτος ήταν υπερυψωμένο, όπως και το δάπεδο της αψίδας κάτω από το οποίο υπήρχε δεξαμενή νερού. Ο άμβωνας ήταν μαρμάρινος και επιβλητικός. «Δυστυχώς ο μαρμάρινος εξοπλισμός του Παρθενώνα (τέμπλο, θυρώματα, θρόνοι, σύνθρονο, κιονίσκοι παραθύρων) έχει καταστραφεί ή δεν κατέστη δυνατόν να αναγνωριστεί μεταξύ των πολυάριθμων μεσοβυζαντινών που βρέθηκαν στην Ακρόπολη, μεγάλος αριθμός από τα οποία μεταφέρθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο», σύμφωνα με τον κ. Μπούρα. Οσο για το περίφημο ψηφιδωτό της Θεομήτορος με το Θείο Βρέφος, που κοσμούσε τον κόγχη του ιερού, δεν ξέρει κανείς πότε ακριβώς κατασκευάστηκε. Η εκκλησία πάντως επειδή αποτελούσε υπερτοπικό προσκύνημα ήταν γεμάτη από πολύτιμα σκεύη, βιβλία, έπιπλα και αναρίθμητα τάματα. Ακόμη και η θύρα του έφερε επάργυρες διακοσμήσεις.

Στη σπηλιά

Σήμερα, το μόνο απομεινάρι της λατρείας της Παναγιάς στην Ακρόπολη είναι στη σπηλιά του βράχου, σε ύψος 30 μέτρων από την ορχήστρα του Θεάτρου του Διονύσου, άγνωστο και απρόσιτο στους κοινούς θνητούς. Μόνο οι τεχνίτες της αναστήλωσης του χορηγικού μνημείου, που έκτισε ο Θράσυλλος το 320/319 π.Χ., ίσως ανεβούν σήμερα το απόγευμα ή αύριο να ανάψουν το καντήλι της Κυρα-Παναγιάς που διαμορφώθηκε στους χριστιανικούς χρόνους.
Οι πολυάριθμοι επισκέπτες της Ακρόπολης δεν θα αντιληφθούν πως πίσω από τη σκαλωσιά των έργων για την ανασύνθεση του αρχαίου μνημείου κρύβεται ο ναΐσκος της Παναγίας της Σπηλιώτισσας, που «διατηρεί όλα τα στοιχεία ενός οργανωμένου παρεκκλησίου», μας είπε ο αναστηλωτής του χορηγικού μνημείου, Κωνσταντίνος Μπολέτης. Εχει τοίχους κτιστούς εντός του φυσικού σπηλαίου, οι οποίοι μάλιστα είναι τοιχογραφημένοι.

Ελληνες πιστοί

Σε ένα σχέδιο του Τζέιμς Στιούαρτ του 1753, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, απεικονίζεται μια οικογένεια Ελλήνων πιστών να περιμένει τον παπά και ένα αγοράκι να κρατάει τα κεριά στο χέρι στο μονοπάτι προς την Παναγιά του Βράχου. Η είσοδος της σπηλιάς καλύπτεται από το μαρμάρινο θύρωμα του χορηγικού μνημείου που αναστηλώνεται με βάση τις σχεδιαστικές αποτυπώσεις των ξένων περιηγητών.
Ηταν ένα μαρμάρινο δωρικού ρυθμού μνημείο που έκλεινε την είσοδο του σπηλαίου. Αποτελείτο από δύο βαθμίδες με τρεις παραστάδες. Τα κενά ανάμεσά τους έκλειναν με θύρες. Πάνω στις παραστάδες ακουμπούσε θριγκός επί του οποίου ήταν ο χορηγικός τρίποδας που είχε κερδίσει ο Θράσυλλος σε θεατρικούς αγώνες. Πενήντα χρόνια αργότερα, ο γιος του Θρασύλλου, ο Θρασικλής, ανάρτησε εκατέρωθεν του τρίποδα του πατέρα του τους δύο δικούς του χορηγικούς τρίποδες. Στο εσωτερικό της σπηλιάς, ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας αναφέρει πως ήταν ένα ανάγλυφο σύμπλεγμα του Απόλλωνα και της Αρτεμης που σφάζουν τα παιδιά της Νιόβης. Με την πάροδο κάποιων αιώνων, χρειάστηκε το μνημείο να επισκευαστεί. Η επισκευή του έγινε το 400 μ.Χ. και ίσως τότε τοποθετήθηκε εντός του σπηλαίου άγαλμα του Διονύσου, που απεικονίζεται σε σχέδια περιηγητών του 19ου αιώνα. Το άγαλμα αυτό τελικά εκλάπη, όπως και τα Γλυπτά του Παρθενώνα, από τον Ελγιν και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Με την επικράτηση του χριστιανισμού, το εσωτερικό του σπηλαίου μετατράπηκε σε εκκλησάκι. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους της Α' Εφορείας Ακρόπολης, «σε αυτή τη φάση ανήκει η σαρκοφάγος που βρέθηκε στο εσωτερικό του σπηλαίου, η μικρή σκάλα που οδηγεί σε δώμα, καθώς και τμήματα τοιχογραφιών που διατηρούνται στους τοίχους». Στο πλαίσιο των έργων αναστήλωσης του χορηγικού μνημείου συντηρήθηκαν και οι τοιχογραφίες του ναΐσκου. 

Της ΝΙΝΕΤΤΑΣ ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ
 www.enet.gr 
14-8-2013





2.

Η Λατρεία της Μεγαλόχαρης στας Αθήνας

Σε καμμιά πόλη στον κόσμο δεν λατρεύτηκε η Παναγία τόσο, όσο εδώ στην Αθήνα, και καμμιά πόλη ανάλογα με τον πληθυσμό της, δεν είχε τόσες εκκλησίες και Μοναστήρια κτισμένα στʼ όνομα της Θεομήτορος, όσα είχαν άλλοτε αι Αθήναι. Αυτό νομίζω πως οφείλεται σε δυο αξιοπρόσεχτα γεγονότα. Γεγονότα πʼ έχουν συνδέσει την Παναγία με την πόλη του Φωτός και του Πνεύματος.
Ερχόμεθα στο πρώτο. Όπως μας λέγει η παράδοση της πίστης μας, όταν ο Χριστός αποφάσισε να πάρει από τον πρόσκαιρο κόσμο την Μητέρα του για να την έχει πλάϊ του, την ειδοποίησε τρεις μέρες πριν μʼ έναν Άγγελο Του. Μετά το άγγελμα αυτό, η Μεγαλόχαρη ανέβηκε στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί και να ευχαριστήσει το παιδί της. Ταυτόχρονα νεφέλαι άρπαξαν από τα πέρατα της γης τους Αποστόλους και τους έφεραν στο σπίτι της Παναγίας για να παρευρίσκωνται κατά την κοίμησή Της, και εκεί άραντες το σώμα με ύμνους και ψαλμούς έφεραν εις το Χωρίον Γεθσημανή, και έθαψαν το πανάχραντό της σώμα.
Αι νεφέλαι τότε συνάρπαξαν μαζί με τους Αγίους Αποστόλους, και ένα σοφό Αθηναίο Βουλευτή και Αρειοπαγίτη, τον Ιερόθεο, για να παρευρίσκεται και αυτός στην εκφορά, σαν ένας εκπρόσωπος της πρωτεύουσας πόλης του κόσμου. Ο τόσο αδικοξεχασμένος σοφός Αθηναίος Ιερόθεος, ήταν κατά την γνώμη μερικών Εκκλησιαστικών ιστορικών, ο πρώτος Αθηναίος που κατηχήθηκε στην πίστη του Χριστού, από αυτόν τον Απόστολο Παύλο. Λέγουν μάλιστα ότι χειροτονήθηκε και πρώτος Επίσκοπος Αθηνών, και ότι αυτός έπειτα μυσταγωγεί στη νέα πίστη τον Θείο Διονύσιο. Τον Ιερόθεο αποκαλούν ακόμα και «έξαρχον των θείων υμνωδιών». Αλλά και αυτός ο Άγιος Διονύσιος εις το έργον του «Περί Θείων Ονομάτων» (Κεφ. Γ) λέγει για τον Ιερόθεο: «Όλος εκδημών, όλος εξιστάμενος εαυτού, και την προς τα υμνούμενα κοινωνίαν πάσχων, και παρά πάντων ηκούετο και εωράτο γνωρίμων και μη γνωρίμων, θεόληπτος είναι και θείος υμνολόγος κρινόμενος».
Με αυτό το γεγονός, που παρευρέθηκε στην κοίμηση της Θεοτόκου ένας σοφός από τους Αθηναίους τόσο κολακεύθηκαν, ώστε θεώρησαν την Μεγαλόχαρη σαν κάτι δικό τους. Τον πρώτο Χριστιανικό Ναό που δημιουργούν στας Αθήνας, ίσως στον πρώτο αιώνα μ.Χ., κάτω από το πέλμα των Ρωμαίων και τον κατατρεγμό των Εθνικών, τον αφιέρωσαν στʼ όνομα της Παναγίας. Ο Γερμανός ιστορικός Φερδινάνδος Γρηγορόβιος μας ιστορεί, πως στας Αθήνας οι πρώτοι Χριστιανοί, ανοικοδομούν Ναό της Αθηναίας Παναγίας. Ότι εκεί εφυλάσσετο η Εικόνα της, που πρωτοζωγράφισε ο Απόστολος Λουκάς. Η περίφημη αυτή εικόνα στην μετέπειτα εποχή, και επί Αυτοκρατορίας του Θεοδοσίου του μεγάλου, μεταφέρεται στην Τραπεζούντα, από δύο Αθηναίους Οσίους, Βαρνάβα και Σωφρόνιο. Εκεί την τοποθέτησαν σʼ ένα Μοναστήρι πάνω στο όρος Σουμελά. Το γνωστό και θαυματουργό στην Βυζαντινή εποχή ως «η Μονή της Παναγίας του Σουμελά».
Το βέβαιο είναι πως ο Απόστολος Λουκάς θα έμενε και στας Αθήνας, αφού τα περσότερα στερνά του χρόνια τα πέρασε στην Αχαΐα, και ίσως να πέθανε στας Πάτρας υπέργηρος 86 χρονών . Ίσως και η εικόνα του με τη Μεγαλόχαρη να είχε τον Αθηναϊκόν της τύπο. Την περίφημη όμως εικόνα, έργο και πόνημα του Αποστόλου Λουκά, την διεκδικούν πολλές πόλεις, Εκκλησιές και Μοναστήρια. Ασφαλώς και αυτή θα κατέληξε στην Κωνσταντινούπολι όπου συνήθιζαν οι Αυτοκράτορες να συγκεντρώνουν, όλα τα Άγια και τα Ιερά της απέραντης Αυτοκρατορίας των.
Αυτός ο πρώτος Αθηναϊκός Ναός, που μνημονεύει ο Γρηγορόβιος, ίσως νάταν η πανάρχαια Εκκλησία Η Μεγάλη Παναγιά, που σώθηκε ως την απελευθέρωσή μας, κτισμένη πάνω στις βάσεις της παλιάς. Τον Ναό αυτό κατεδαφίσαμε εμείς, οι ελεύθεροι πλέον Έλληνες προ ενός αιώνος. Είναι κι αυτό ένα από τα πάμπολλα εγκλήματα που διεπράξαμε κατά των Βυζαντινών Μνημείων της πόλης μας. Η Μεγάλη Παναγία βρισκόταν στο τετράγωνο του Αδριανού (Παλαιά Αγορά). Ήταν στολισμένη με θαυμάσιες Βυζαντινές τοιχογραφίες, και ένα μέρος απʼ αυτές αντέγραψε ο Bute όπως και ο Couchand όπως βλέπουμε στο έργο του «Choix dʼ Eglises Byzantine en Grιce». Την κατεδάφισε για αρχαιολογικές ανασκαφές η Αρχαιολογική Εταιρεία. Επίσης τη Μεγάλη Παναγιά αναφέρει και ο αείμνηστος Επίσκοπος Μεσσηνίας Πανάρετος, και λέγει πως ονομάσθηκε Μεγάλη Παναγιά, γιατί εκτός από την αρχαιότητά της, υπήρχε εκεί φυλαγμένη η αρχαιοτάτη εικόνα των Αθηνών, έργον και ιστόρημα του Αποστόλου Λουκά. Ο Ιεράρχης όμως τοποθετεί την οικοδομή της μεταξύ του Δʼ και Εʼ αιώνος. Καταλήγει δε με τα ακόλουθα αποκαρδιωτικά: «Το τετράγωνον του Αδριανού εν ω κείται η Εκκλησία της Μεγάλης Παναγίας, απαλλασσόμενον μετʼ ου πολύ, των αγοραίων ασχημιών, παραδίδεται τη Αρχαιολογική Εταιρεία. Δεν πιστεύω τα αξιότιμα Μέλη να διατάξωσι τον εξαφανισμόν του ιστορικού Χριστιανικού Μνημείου συμμερισθέντας καθʼ όλους τους αιώνας τα δυστυχήματα και τας πικράς περιπετείας των Αθηνών». 

### 


Ερχόμεθα τώρα εις το δεύτερον γεγονός, του δεσμού της Παναγίας με την πόλη μας. Οι αρχαίοι Αθηναίοι λάτρευαν περισσότερο απʼ όλους τους Θεούς των, την Παρθένα Αθηνά, που ο Ναός της, ο Παρθενών, πάνω στο Βράχο ήταν το καύχημα και η περηφάνειά των. Όταν τέλος αυτός ο Ναός της Παρθένου Αθηνάς μετετράπηκε σε Εκκλησιά της Αειπαρθένου Μαρίας της Αθηναίας ή Αθηνιώτισσας, οι κάτοικοι της πόλης ενσυνείδητα νόμισαν και πίστεψαν, πως η Παρθένα Μαρία ήταν σαν συνέχεια της Παρθένας Θεάς Αθηνάς, προστάτρια της πόλης των. Νόμισαν ακόμα πως δημιουργήθηκε μεταξύ των δύο Θείων γυναικών ένας κρίκος που συνέδεσε την παλιά με την νέα θρησκεία, και η νέα παρέσυρε εύκολα τον αρχαίο κόσμο στο νέο δόγμα του Χριστού.
Εξ άλλου η Αθηναία Παναγία, ή Αθηνιώτισσα, ηταν γνωστή σʼ όλο το Βυζάντιο, σαν κάτι ξέχωρο και θαυμαστό. Για τον τύπο της Αθηναίας Παναγίας έχουμε και ένα άλλο αξιοπρόσεχτο γεγονός. Ο ιστορικός Τάσος Νερούτσος, αναφέρει για μια θαυμάσια Αθηναϊκή εικόνα της Θεομήτορος, που μεταφέρθηκε απʼ εδώ στην Αίγυπτο. Αυτή η εικών ήταν η Αθηναία Παναγία η Γοργοεπήκοος, έργο προ του 11ου αιώνα. Περί αυτής λέγει αυτολεξί «σανίς μεγάλη πολυραγής, περίβρωτος και περίτριβος υπό του χρόνου». Παριστάνει την υπεραγίαν Θεοτόκον εις φυσικόν μέγεθος ορθίαν κατά τύπον αρχαϊκόν καθʼ όσον αποβλέπει την στάσιν την ευθυγραμμίαν, και την διάταξιν των πτυχών του ιματισμού. Η γραφή απομιμείται το άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου.
Αλλά δεν έχουμε κιʼ άλλες μεταβυζαντινές και Βυζαντινές Εκκλησίες των Αθηνών που οι τοιχογραφίες των είναι εντελώς Ελληνικού τύπου; όπως της Αγίας Βαρβάρας στο Ψυχικό; Στον θόλο του Ναού απεκαλύφθηκε προ πέντε ετών [1945] μια μεγάλη τοιχογραφία με τον Ευαγγελισμοό, που ο Αρχάγγελος είναι εντελώς Ελληνικού τύπου. Τα πτερά του είναι διαφανή και οι πτυχές του χιτώνος του μαρτυρούν μια αρτία σωματική ανατομική διαύγεια. Η στάση του Αρχαγγέλου παρομοιάζει με το γνωστό ακέφαλο άγαλμα «η νίκη της Σαμοθράκης».επίσης όλη η τοιχογραφία πλαισιώνεται από κυγκλιδώματα εντελώς Ελληνικού ρυθμού.
Δεν γνωρίζομε πότε ακριβώς ο Παρθενών μετετράπηκε σε Εκκλησία της Θεομήτορος. Ίσως να έγινε στην εποχή του Θεοδοσίου του μικρού, που ως Αυτοκράτωρ πρόσταξε να καταστραφούν μέχρις εδάφους όλοι οι Ναοί των Εθνικών εδώ στας Αθήνας. Με την επέμβαση όμως της γυναικός του Ευδοκίας (Αθηναϊδος), ανέστειλε την πρώτη του διαταγή με νέα, που ώριζε, να μην καταστραφούν αλλά να κλεισθούν μέχρις ότου μεταβληθούν σε Χριστιανικές Εκκλησίες. Ο ιστορικός Σουρμελή, άγνωστο που βασιζόμενος, αναφέρει ότι τότε ο Ναός της Παρθένου Αθηνάς ωνομάσθηκε της Παρθένου Μαρίας, και ο Ναός του Ολυμπίου Διός (οι κολώνες) σε Ναό του Σωτήρος. Η παράδοση μας λέγει ακόμα πως η Αθηναία Αυγούστα, λάμπρυνε τας Αθήνας με δώδεκα μεγαλόπρεπες Εκκλησίες, που μεταξύ αυτών, μερικοί ιστορικοί συγκαταλέγουν τον ωραίο Βυζαντρινό Ναό «της Παναγίας Σώτηρας του Λυκοδήμου». Ο Ναός αυτός ανήκε αρχικά σε μια πανάρχαια αρχοντική οικογένεια των Λύκων ή Λυκοδήμων. Στην ίδια οικογένεια ανήκε και το «ιερό της Δήμητρας (Τελεστήριο)», δηλαδή στο μέρος πούναι τώρα η Μονή της Θεοτόκου της Καισαριανής. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ο αρχαίος Ναός έγινε Εκκλησία και Μοναστήρι. Από τα ανάγλυφα και την αρχιτεκτονική του ίσως νʼάγινε κατά τον 4ον ή 5ον αιώνα. Η Παναγία Σώτηρα του Λυκοδήμου είναι οικοδόμημα του Ηʼ ή Θʼ αιώνος, ίσως έργον της δευτέρας Αθηναίας Αυτοκράτειρας, της Ειρήνης της Αθηναίας, που κιʼ αυτή κόσμησε την πατρίδα της με περίλαμπρους Ναούς. Αυτό είναι πιστευτό από τον αρχιτεκτονικό ρυθμό. Αναφέρω ειδικά γιʼ αυτόν τον ωραίο Ναό, το μεγαλύτερο και ωραιότερο Βυζαντινό Μνημείο της πόλης μας, που βρίσκεται τώρα στα χέρια των Ρώσσων, δηλαδή το Ρωσσικό Ναό, την Αγία Τριάδα στην οδό Φιλελλήνων. Βρέθηκαν Έλληνες στην αρχή που χάρισαν το Μνημείο στους Ρώσσους προ ενός και πλέον αιώνος. Δυστυχώς στον πρώτο αιώνα της απελευθερώσεώς μας, η περιφρόνηση του νέου Έλληνα για τα Βυζαντινά του Μνημεία ήταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ασυνείδητα τα γκρέμιζε για ρυμοτομία και τα χάριζε σε ξένους σαν νʼάσαν αμπελοχώραφά του. Αυτό λίγο πολύ θάμοιαζε σαν εμείς μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης να χαρίζαμε τον Άγιο Δημήτριο ή άλλο Βυζαντινό Ναό της πόλης στους Σλαύους. Νομίζω πως είναι καιρός αυτός ο Ναός να επιστραφή μέ κάθε τρόπο στην πόλη των Αθηνών. 

### 


Στην εποχή της Τουρκοκρατίας η τότε μικρή Αθήνα, είχε Εκκλησίες μόνο στʼ όνομα της Μεγαλόχαρης πάνω από τρείς δωδεκάδες. Οι σκλαβωμένοι Αθηναίοι κράτησαν με μεγάλη θεοσέβεια όλους τους Βυζαντινούς ναούς των προγόνων των, που οι περισσότεροι ήσαν αρχοντικοί οικογενειακοί και γνωστοί με τʼ όνομα του Κτήτορος. Όπως η Παναγιά του Αγγέλου (Μπενιζέλου) επί της οδού Φωκίωνος, η Παναγιά η Βλασαρού, η Παναγιά η Γοργοεπήκοος (ο σημερινός Άγιος Ελευθέριος) η Παναγιά της Δουρβέγαινας, η Κυρά του Κανδήλι, η Παναγιά Καπνικαρέα (Βυζαντινός Ναός του 9ου αιώνος, που σώθηκε από βέβαια κατεδάφηση, χάρις στην επέμβαση του Λουδοβίκου πατρός του Όθωνος), η Παναγιά Χρυσοκαστριώτισσα, η Κυμηγιάτισσα, η Σώτηρα του Λυκοδήμου (Ρωσ. Ναός). Η μεγάλη Παναγιά που αναφέραμε, η Παντάνασσα, η Παναγία η Πελεκαρίχη (Μητροπολιτικός Ναός επί Τουρκοκρατίας), Η Κυρά της Πέτρας, η Πυργιώτισσα, η Ροδακινιώτισσα, η Χρυσοροΐδενα (της οικογενείας Ροΐδη), η Ρούμπη, η Χρυσοσπηλιώτισσα και άλλες που για την περιγραφή των χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο. Και τα περισσότερα Μεγάλα Μοναστήρια γύρω στην Αθήνα ήσαν αφιερωμένα στʼ όνομα της Μεγαλόχαρης, όπως τα δυο πανάρχαια της Καισαριανής και του Δαφνιού, τα εισόδια της Θεοτόκου, και η Κοίμησις της Θεοτόκου, και τα άλλα δύο μεγάλα Μεταβυζαντινά, της Πεντέλης και της Σαλαμίνος, και τα δύο αφιερωμένα στην Κοίμηση της Θεοτόκου. 

###
Στη Βυζαντινή εποχή και απʼ όλα τα Μοναστήρια και Εκκλησιές των Αθηνών, η πιο φημισμένη πούχε και πρωτεύουσα θέση στην Αυτοκρατορία, ήταν πάνω στο Βράχο η Παναγιά η Αθηνιώτισσα. Στην Αθηναία Παναγιά ήρθε μόνο και μόνο να προσευχηθή και να ευχαριστήσει τη Μεγαλόχαρη, για τις περίλαμπρες νίκες του ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος. 

Βύρων Κωνσταντάρας

Ελληνική Δημιουργία, τ. 61, 1950
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=3613






3.

Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ  ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

τοῦ Κώστα Β. Καραστάθη


(Ἀπόσπασμα ἀπό τό ὁμώνυμο μελέτημα
πού δημοσιεύεται στό βιβλίο τοῦ Κώστα Β. Καραστάθη
«Τά πάθη τοῦ Γένους», Ἐκδόσεις «Τῆνος»)

Στό καλύτερο Μουσεῖο τοῦ κόσμου, τό Μουσεῖο τῆς Ἀκροπόλεως, καταπώς ἔκριναν οἱ Βρεττανοί δημοσιογράφοι, οἱ ἐπισκέπτες του στό τέλος τῆς ξενάγησής τους, πληροφοροῦνται ἀπό βίντεο  ὅτι ὁ Παρθενώνας διετέλεσε καί χριστιανικός ναός. Αὐτό μονάχα. Γιά πόσα χρόνια ὑπῆρξε χριστιανικός ναός τό μαρτυρεῖ ὁ τίτλος τοῦ παρόντος σημειώματος. Γιά τό ποιά ἦταν ἡ εἰκόνα του ὡς χριστιανικοῦ ναοῦ γίνεται λόγος παρακάτω.
Στούς μακρούς αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἡ Ἀθήνα ἦταν μιά μικρή καί ἄσημη πόλη, πού τήν περιέκλειναν χαμηλά τείχη, μά πού εἶχε πάντοτε κορώνα καί στολίδι της τήν Ἀκρόπολη μέ τά ἐξαίσια μνημεῖα  της.

Ὁ περικαλλής ναός τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς ἀπό τόν 5ο αἰώνα μ. Χ. ἔγινε χριστιανικός. Ἀρχικά ἀφιερώθηκε στήν Ἁγία Σοφία τοῦ Θεοῦ καί ἀργότερα – πιθανότατα στούς χρόνους τοῦ Ἰουστινιανοῦ – στήν Παναγία, καί ἔλαβε τό ὄνομα «Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισα». Τιμώμενος πρῶτα στό ὄνομα τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς καί ἀργότερα στ’ ὄνομα  τῆς Παρθένου Μαρίας,  ὁ ναός ἐξακολούθησε νά  εἶναι ἕνας αἰώνιος Παρθενώνας!
Ἀφότου ὁ ναός παραδόθηκε στή χριστιανική λατρεία, δέχτηκε κάποιες προσθῆκες καί μεταβολές στό ἐσωτερικό του καί στό ἀνατολικό ἀέτωμα. Σημειώνουμε τίς κυριότερες ἀπό αὐτές:
Ὁ ναός χτίστηκε ὁλόγυρα καί ἀπόκτησε ἀντίθετο προσανατολισμό, ἀπό ἐκεῖνον πού εἶχε ὡς εἰδωλολατρικός. Δηλαδή ὁ ἀρχαῖος ὀπισθόδομος μετασχηματίστηκε σέ νάρθηκα καί ὁ ἀρχαῖος πρόναος, στ’ ἀνατολικά, ὑψώθηκε κατά ἕνα σκαλί καί μετασχηματίστηκε σέ ἱερό. Στό μεσότοιχο πού χώριζε τό σηκό ἀπό τόν κυρίως Παρθενώνα, ἀνοίχτηκε μεγάλη πύλη.
Ἐξωτερικά ὁ τοῖχος τοῦ ἱεροῦ χτίστηκε τρίπλευρος, μά ἐσωτερικά σχημάτιζε κόγχη. Στό ἱερό χτίστηκε μεγάλη ἁψίδα ἀπό ἄσπρο μάρμαρο ἡ ὁποία στηριζόταν  σέ δύο κολόνες. Ἡ ἀρχαία εἴσοδος στό ναό ἀπό ἀνατολικά κλείστηκε. Φεγγίτης ἀνοίχτηκε στό ἀέτωμα τῆς ἴδιας πλευρᾶς, πού φράζονταν ἀπό μοσχοβίτη λίθο μέ τρύπες κυκλικά, ἀπό τίς ὁποῖες περνοῦσε ὁ πρωινός ἥλιος καί περιέλουζε μέ τό φῶς του τά Ἅγια τῶν Ἁγίων πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἀπό τίς δυό πλευρές τοῦ ἱεροῦ προστέθηκε τοῖχος γιά τήν Πρόθεση καί τό Διακονικό. Τό τέμπλο ἦταν μαρμάρινο. Κάποιες ἀπό τίς πολυάριθμες κολόνες στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ ἀφαιρέθηκαν. Στή νοτιοδυτική γωνία τοῦ νάρθηκα ὑψώθηκε μικρό καμπαναριό.
Οἱ ἐσωτερικοί τοῖχοι καλύφτηκαν ἀπό θαυάσιες τοιχογραφίες καί ψηφιδωτά μέ διάφορες χριστιανικές παραστάσεις καί εἰκόνες ἁγίων. Στήν κεντρική κόγχη καί μέσα σέ ὁλόχρυσο φόντο ὑπῆρχε ἡ τοιχογραφία τῆς Παναγίας διανθισμένη μέ πολύχρωμες ψηφίδες. Στό νότιο τοῖχο εἰκονιζόταν ἡ Σταύρωση. Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος, οἱ Μυροφόρες, ὁ Ἄγγελος μπροστά στό μνημεῖο. Στό δυτικό τοῖχο εἰκονίζονταν διάφορες παραστάσεις ἀπό τό βίο τοῦ Χριστοῦ. Στό βορινό τοῖχο ὑπῆρχαν τοιχογραφίες ὄρθιων ἁγίων. Στόν ὀπισθόδομο (νάρθηκα) ἡ Παναγία εἰκονιζόταν βρεφοκρατούσα καί καθισμένη, ὅπως ἡ Πλατυτέρα, σέ θρόνο, ἀνάμεσα σέ δύο ἀγγέλους καί ἄλλα ἱερά πρόσωπα.
Πάνω ἀπό   τήν Ἁγία Τράπεζα ὑπῆρχε μαρμάρινο κουβούκλιο, τό ὁποῖο στηριζόταν σέ τέσσερις κιονίσκους  ἀπό πορφυρίτη μέ μαρμάρινα καί ἐπίχρυσα κιονόκρανα κορινθιακοῦ ρυθμοῦ.
Χαμηλά στή βάση τῆς κόγχης καί κάτω ἀκριβῶς ἀπό τό φεγγίτη, στό μέσο μιᾶς ἡμικύκλιας ἐξέδρας  βρισκόταν ὁ μαρμάρινος ἐπισκοπικός θρόνος. Δεξιά καί ἀριστερά τῆς κεντρικῆς κόγχης ἦταν ἡ Πρόθεση καί τό Διακονικό ἄριστα ἁγιογραφημένα.
Ξύλινα κάγκελα χώριζαν τό Ἅγιο βῆμα ἀπό τό  σολέα καί στηρίζονταν στούς ἐνδιάμεσους κίονες ἀπό ἴασπη. Ὁ μαρμάρινος ἄμβωνας στή θέση του. Ἀντίκρυ σ’ αὐτόν καί κοντά στό δεξιό ψαλτήρι βρισκόταν ὁ μαρμάρινος θρόνος  στηριγμένος σέ χαμηλούς κιονίσκους. Ἔργο ἐξαίσιας τέχνης ἦταν καί ὁ θρόνος. Εἶχε σφίγγες ἀντί γιά γωνιές καί στό πίσω μέρος του ἀνάγλυφη γυναικεία μορφή  μέ φτεροῦγες, πού ἀναδύονταν μέσα ἀπό  φυλλώματα ἀγκαθιῶν.
Ἕναν ἀρχαῖο βωμό τόν εἶχαν μετατρέψει σέ κολυμβήθρα, λαξεύοντας στό πάνω μέρος του ἕνα βαθούλωμα, δίχως νά καταστρέψουν τά βούκρανα, τίς γιρλάντες ἀπό καρπούς καί φύλλα, τά στεφάνια καί τ΄ ἄλλα ἀνάγλυφα στολίδια του καί τόν εἶχαν τοποθετήσει σέ μιά γωνιά τοῦ ναοῦ.
Πάνω στίς κολόνες χαράχτηκαν καιρούς διάφορες ἐπικλήσεις στήν Παναγία ἀπό κληρικούς, ψάλτες, δομέστιχους, ἀναγνῶστες, σακκελάριους καί ἄλλους. Αὐτά τά χαράγματα, περισσότερα ἀπό διακόσια, χρονολογοῦνται ἀπό τό 550 μ. Χ. μέχρι καί τούς νεότερους χρόνους. Στήν τελευταία κολόνα διακρίνεται ὁ Σταυρός, πού κατά τήν παράδοση εἶχε χαράξει ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, κατά τή στιγμή τοῦ φοβεροῦ σεισμοῦ τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας τήν προφητική φράση «Ἤ ὁ κόσμος χάνεται ἤ Θεός πεθαίνει».
Ὁ Παρθενώνας στούς βυζαντινούς χρόνους παρουσιάζει τούτη τήν πρωτοτυπία καί μοναδικότητα ἀνάμεσα στούς χριστιανικούς ναούς:  Καί στήν ἐσωτερική καί στήν ἐξωτερική του ὄψη ἀκτινοβολεῖ ἐξαίσια τέχνη. Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας εἶχαν φροντίσει γιά τήν ἐξωτερική ὀμορφιά του, καταπώς συνήθιζαν γιά τούς ναούς τους, καί οἱ χριστιανοί ἀργότερα ἐπιμελήθηκαν τόν ἐσωτερικό καλλωπισμό του, καταπώς τό θεωροῦσαν χρέος τους, στολίζοντάς τον μέ θαυμάσιες εἰκόνες καί πανάκριβα ἱερά σκεύη. Ἔτσι ὁ περίλαμπρος τοῦτος ναός συνδύαζε τή διπλή τελειότητα δύο διαφορετικῶν ἐποχῶν καί διαφορετικῶν πολιτισμῶν τῶν Ἑλλήνων. Ἔδωσε πράγματι τίς λαμπρότερες ὧρες τοῦ ἑλληνισμοῦ, τίς δύο κορυφαῖες στιγμές τῆς ἀνόδου του, μιά ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Περικλέους καί τήν ἄλλη ἀπό τά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Βασίλειου τοῦ Βουλγαροκτόνου.
Μπροστά σ’ αὐτόν τό ναό στάθηκε μέ δέος ὁ τελευταῖος πρίν τήν Κουγκέστα μηροπολίτης Ἀθηνῶν Μιχαήλ Χωνιάτης καί ἐξεφώνησε τόν περίφημο εἰσβατήριο λόγο του:
«Ὡς φοβερός ὁ τόπος οὗτος. Οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ’ ἤ οἶκος Θεοῦ καί αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ κἀντεῦθεν τό ὑπερουράνιον τοῦτο φῶς ἀκοίμητον εἰσρεῖ δεῦρο, οὐκ ἀμαυρούμενον ἡμέρας, οὐ διακοπτόμενον νυκτί, ἄξυλον, ἄυλον, ἀκραιφνέστατον, ἀειλαμπές, ἀειφανές, ἀβεβήλοις καί πιστοῖς ὄμμασι…»
Ἡ φορητή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας, κατά μιά παράδοση, ἦταν ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ.
Ἡ Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα εἰκονίζεται καί στό μολυβδόβουλο τοῦ Μιχαήλ Χωνιάτη μέ στεφάνι στό κεφάλι, δεξιοκρατούσα, καί μέ τό ἀριστερό χέρι της προτεταμένο μπροστά στό  στῆθος της.
Μετά τήν Κουγκέστα (1204) ἡ Ἀθήνα, μαζί καί ὁ ναός τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας, περιῆλθαν διαδοχικά στά χέρια τῶν Φράγκων (Βουργουνδίων ὥς τό 1311), τῶν Καταλάνων (1311-1388) τῶν Φλωρεντίνων Άτσαγιόλι (1388-1405) καί, τέλος, τῶν Τούρκων. Οἱ Φράγγοι ἔκαναν καθεδρικό ναό τους τήν Παναγία τήν Ἀθηνιώτισσα (Ecclesia maior, ekklesia de santa Maria di Atene) καί παλάτια τους τά Προπύλαια. Οἱ Τοῦρκοι τόν ἔκαναν τζαμί.
Σεβαστός κι ἀνέγγιχτος ὁ Παρθενώνας ἀπό χριστιανούς καί βαρβάρους ὅλων τῶν έποχῶν, καταστράφηκε ἀπό βόμπα τοῦ χριστιανοῦ Μοροζίνη τό 1687, ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅτι οἱ Τοῦρκοι τόν χρησιμοποιοῦσαν ὡς μπαρουταποθήκη, καί μάλιστα μετά τήν ἀνατίναξη τοῦ ὑπέρλαμπρου ναοῦ, ἔσπευσε νά συγχαρεῖ τούς πυροβολητές του γιά τήν εὐστοχία τους!


http://christianvivliografia.wordpress.com/tag/%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%B1-E1%BC%80%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1/


ΣΧΕΤΙΚΑ



[ http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=286660 ]






ΠΕΡΙΟΔΟΙ


ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ
ΑΡΧΑΪΚΗ
ΚΛΑΣΙΚΗ
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ
ΡΩΜΑΪΚΗ
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ
ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΤΗΡΙΩΝ