Η "επίθεση ειρήνης" της Μόσχας


“Γκάφα” δεν ήταν. Ή και αν ήταν μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια. Πάντως η ταχύτητα με την οποία έτρεξαν οι εξελίξεις, μετά την εκτός κειμένου αποστροφή του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών John Kerry στο Λονδίνο ότι η ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον της Συρίας θα μπορούσε να αποφευχθεί στο απίθανο ενδεχόμενο ποου η κυβέρνηση Assad συμφωνούσε να παραδώσει το χημικό οπλοστάσιό της, υποδηλώνει έναν βαθμό συντονισμού.

Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι εντός ολίγων ωρών, με αντανακλαστικά ασυνήθιστα για τη ρωσική διπλωματία, ο Ρώσος υπουργός Sergei Lavrov απηύθυνε στη Δαμασκό πρόταση που

  προβλέπει πρώτον την συγκέντρωση του χημικού της οπλοστασίου σε ασφαλείς τοποθεσίες, δεύτερον την καταστροφή του υπό διεθνή επίβλεψη και τρίτον την προσχώρηση της Συρίας στη Σύμβαση για την απαγόρευση των Χημικών Όπλων. Ούτε το ότι ο επισκεπτόμενος της Μόσχα Σύρος ομόλογός του Wald Mouallem καλωσόρισε την πρόταση.


Είναι κυρίως το ότι ο ίδιος ο Barack Obama στις τηλεοπτικές συνεντεύξεις που είχε προγραμματίσει προκειμένου να πείσει το Κογκρέσο να υποστηρίξει το σχέδιό του περί Συρίας δήλωσε ανοικτά ότι η ρωσική πρόταση θα μπορούσε να αποτελέσει “σημείο καμπής” (breakthrough), αν δεν αποτελεί απλώς παρελκυστική τακτική. Τόνισε δε ότι “αν πραγματικά συμβεί” η Δαμασκός να παραδώσει το χημικό οπλοστάσιό της, ο ίδιος είναι έτοιμος να αναστείλει τα προγραμματιζόμενα αεροπορικά πλήγματα εναντίον της συριακής στρατιωτικής υποδομής.

Είχε προηγηθεί η άμεση αντίδραση του γ.γ. του ΟΗΕ Ban KI Moon, ο οποίος εμφανίσθηκε έτοιμος να συγκαλέσει σχετικά το Συμβούλιο Ασφαλείας, καθώς και η επιφυλακτικά θετική αντίδραση του Βρετανού πρωθυπουργού David Cameron, της Γερμανίδας καγκελαρίου Angela Merkel (πάντοτε πρόθυμης να μεσολαβήσει σε εκτονωτική κατεύθυνση). Από την πλευρά του ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Laurent Fabius έθεσε τον όρο να υπάρξει ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας το οποίο θα προειδοποιεί με “σοβαρές επιπτώσεις”, αν δεν υλοποιηθεί ταχέως η καταστροφή του συριακού χημικού οπλοστασίου, και να παραπεμφθούν στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο οι υπεύθυνοι της επίθεσης της 21ης Αυγούστου στα περίχωρα της Δαμασκού.

Οι έξαλλες αντιδράσεις των εκπροσώπων της εξόριστης συριακής αντιπολίτευσης υποδηλώνουν ότι όντως έχει δρομολογηθεί μια διαφορετική δυναμική.

Η “κακοφωνία” στους κόλπους της αμερικανικής ηγεσίας (με τους αξιωματούχους του Λευκού Οίκου και του State Department να δηλώνουν ότι η αποστροφή Kerry ήταν “ρητορική” λίγες ώρες πριν ο ίδιος ο πρόεδρος εμφανισθεί σχετικά θετικός) δεν αποκρύπτει το γεγονός ότι η ρωσική διπλωματία προσφέρει αυτή τη στιγμή υπηρεσίες (και χρόνο) όχι μόνο στον Assad αλλά και στον Obama, απαλλάσσοντάς τον από την ανάγκη να αντιμετωπίσει άμεσα τις ψηφοφορίες στη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων που προεξοφλούσαν (τουλάχιστον η δεύτερη) μια μεγάλη πολιτική ήττα του.

Υπενθυμίζεται ότι παρά το “βαρύ κλίμα” που επικράτησε την προηγούμενη εβδομάδα στη Σύνοδο Κορυφής της G20, οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ρωσίας συμφώνησαν να παραμείνουν σε επαφή οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών, ενώ στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε ο Barack Obama πολύ χαρακτηριστικά δήλωσε ότι “είναι ανοικτός σε ιδέες”, του Κογκρέσου ή των διεθνών εταίρων, που θα εξασφάλιζαν, χωρίς την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, την τήρηση των διεθνών κανόνων ως προς τα χημικά όπλα.

Να σημειωθεί ότι η ρωσική πρόταση έχει σοβαρές προεκτάσεις που δεν γίνονται αντιληπτές με την πρώτη ματιά, καθώς η μεταφορά του συριακού οπλοστασίου από τα περίπου 60 σημεία που εκτιμάται ότι έχει διασπαρεί προς “ασφαλείς τοποθεσίες” εντός της συριακής επικράτειας θέτει ζήτημα αναστολής των εχθροπραξιών και ανάπτυξης διεθνών παρατηρητών που θα επιβεβαιώσουν την υλοποίηση του σχεδίου. (Μπορεί κανείς εδώ να θυμηθεί τις “μπλε σάπκες”, ήτοι τους κυανόκρανους ρωσικής προελεύσεως, που για καιρό συζητούνταν ως ειρηνευτική δύναμη στην περιοχή). 

Επιπλέον, κάθε τυχόν επίθεση με χημικά όπλα στο μέλλον θα ενοχοποιεί περισσότερο τους αντάρτες παρά το καθεστώς. Και το κυριότερο: η προσχώρηση της Συρίας στον οργανισμό της Σύμβασης για την απαγόρευση των Χημικών Όπλων δημιουργεί περιφερειακό ντόμινο, εφόσον οι μόνες χώρες που δεν έχουν υπογράφει τη σύμβαση είναι η Βόρειος Κορέα, η Αγκόλα, το Νότιο Σουδάν, η Συρία και η Αίγυπτος (οι δύο τελευταίες επικαλούμενες την απειλή που συνιστά το ισραηλινό πυρηνικό οπλοστάσιο), ενώ η Μιανμάρ και το Ισραήλ δεν την έχουν επικυρώσει. Οι ευαισθησίες του Ιράν, ως της χώρας που έχει υποστεί περισσότερο από οποιανδήποτε άλλη τον εφιάλτη των χημικών όπλων κατά τον πόλεμο με το Ιράκ του Saddam Hussein, ερμηνεύουν ίσως την προθυμία της "φίλης Δαμασκού" να προσυπογράψει την Σύμβαση.

Του Κώστα Ράπτη
http://www.capital.gr/gmessages/showTopic.asp?id=3968398&nid=1867700
10-9-2013








ΣΧΕΤΙΚΑ