Αρκεί μία φράση








Ο νεαρός υπάλληλος του ξενοδοχείου στο Τορόντο δεν ήταν παραπάνω από 25 χρόνων. Ενώ βοηθούσε να μεταφέρω τη βαλίτσα στο ταξί, ρώτησε για πού ταξιδεύω. Οταν άκουσε «Ελλάδα», το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Ενας φίλος μου επέστρεψε μόλις από τη Σαντορίνη», σχολίασε. «Ποιες ήταν οι εντυπώσεις του;» ρώτησα. «Μου είπε πως είναι ένα μέρος που πρέπει κάθε άνθρωπος να μπορέσει να δει πριν πεθάνει...» Ευχήθηκε καλό ταξίδι στον ίδιο τόνο, με μιαν ευλογημένη απλότητα και αμεσότητα, με την οποία ορισμένοι λαοί επικοινωνούν χωρίς να θεωρούν ότι ανακοινώνουν σκέψεις βαρυσήμαντες για κάθε ζήτημα. Ο νεαρός υπάλληλος δεν ήταν ο μόνος Καναδός που αντέδρασε με οικειότητα στις συστάσεις «Ελλάδα» ή «Αθήνα», στη διάρκεια της 7ήμερης παραμονής μας στην πόλη. Οι περισσότεροι που συναντήσαμε είτε είχαν οι ίδιοι επισκεφθεί τη χώρα μας ή είχαν κάποιο φίλο που είχε κάνει διακοπές σε νησί ή είχαν πιο στενή σχέση με Ελληνες. Παράδειγμα, μια Φιλιππινέζα σε ένα καφέ ήταν παντρεμένη με Ελληνα από τη Σάμο, τον οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, «γιατί έβγαινε συνέχεια με τους φίλους του και πήγαινε στα μπουζούκια»!
Πόσο και πώς αξιοποιείται άραγε η τόσο ελκυστική εικόνα του τόπου μας σε μια περιοχή του πλανήτη στην οποία υπάρχουν ρίζες και παράδοση; Η ελληνική κοινότητα του Τορόντο μετράει 102 χρόνια ζωής, 150.000 μέλη, είναι άρτια οργανωμένη με σχολεία (φοιτούν 1.000 παιδιά), αθλητικά, πολιτιστικά κέντρα, κοινωνικές υπηρεσίες. «Εδώ και περίπου δύο χρόνια λαμβάνω καθημερινά γύρω στα 25 μέιλ από Ελληνες που ζητούν πληροφορίες για να έρθουν στον Καναδά· δικαστές, πανεπιστημιακούς, γιατρούς. Με τη μετανάστευση ανθρώπων υψηλού μορφωτικού επιπέδου, η κρίση στη χώρα γίνεται διπλή», επισημαίνει ο κ. Ερμής Ιορδάνους, γενικός γραμματέας της ελληνικής κοινότητας.
Η συζήτηση μαζί του και με τη δημοτική σύμβουλο Μαρία Φραγκιαδάκη αναδεικνύει θέματα που χρονίζουν, άλλα λόγω αδιαφορίας άλλα λόγω «ιδιομορφίας» των ελληνικών γραφειοκρατικών δομών. Ελληνοκαναδοί που έστησαν επιχειρήσεις στη χώρα μας επέστρεψαν απογοητευμένοι. Κάποιοι μάλιστα είχαν επενδύσει και χρήματα που έχασαν, καθώς δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένοι με το ελληνικό «σύστημα» συναλλαγής και εξυπηρέτησης με το αζημίωτο. Ετσι, ο ενθουσιασμός τους «να προωθηθεί ο τουρισμός στην Ελλάδα» ή «ελληνικά προϊόντα στην καναδική αγορά» –είδαμε σε διεθνή, δημοφιλή αλυσίδα καφέ να πωλείται αποκλειστικά «ελληνικό γιαούρτι»– προσκρούει σε νωπές ακόμη αρνητικές εμπειρίες.
Οι γενιές των Ελλήνων της διασποράς διαμορφώνουν, ανάλογα με τις εποχές και τις συνθήκες, διαφορετικά χαρακτηριστικά, η επαφή με τον τόπο των γονέων ή των παππούδων τους είναι εν πολλοίς διαμεσολαβημένη, οι πληροφορίες που αντλούν, ενώ έχουν την αμεσότητα του Διαδικτύου, δεν είναι πάντα υπεύθυνες και ανεπηρέαστες από εμμονές ή συναισθήματα. Η ελληνική κοινότητα του Τορόντο αντιλαμβάνεται την καταστροφή της χώρας, πάσχει και συμπάσχει. Η βοήθεια που μπορεί να προσφέρει δεν χρειάζεται να είναι πάντα οικονομική. Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός έχει δυνατότητες διείσδυσης, εάν οι σχέσεις καλλιεργηθούν συστηματικά και επίμονα. Το πρόσφατο αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο στο Διεθνές Φεστιβάλ του Τορόντο και η απήχηση που είχε είναι μια καλή πρώτη ύλη, που δεν θα έπρεπε να μείνει ανεκμετάλλευτη. Οι στέρεες γέφυρες ανάμεσα σε δύο χώρες δεν είναι μόνο στενά εμπορικές ή επιχειρηματικές. Συχνά, μία φράση, όπως αυτή του νεαρού για τη Σαντορίνη, ή ένα πλάνο ταινίας είναι η καλύτερη σπορά, με καρπούς πλούσιους και εθιστικούς.

Της Μαρίας Κατσουνάκη
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_18/09/2013_519134