'' Ρεμάλι, μας δημεύουν κάθε περιουσιακό στοιχείο, ...τα ρεμάλια.''

(...)
  μας δημεύουν κάθε περιουσιακό στοιχείο... τα ρεμάλια.
 Δημεύουν χωρίς να ορίζουν νέο τοπίο. 
Ούτε στη Σοβιετική Ένωση! 
Πλιάτσικο κανονικό. 
Μας τιμωρούν με βαναυσότητα, γιατί έτσι!
(...)

 Σκίτσο  του ΠΑΝΟΥ ΜΑΡΑΓΚΟΥ


1.

Ρεμάλι, μας «δημεύουν», τα ρεμάλια

Κάθε παρέα έχει και το ρεμάλι της. Το ίδιο και η δική μας. Τα ρεμάλια μερικές φορές καβατζάρουν γλυκά αισθήματα από την παρέα, σε αναντιστοιχία με το γεγονός ότι είναι ρεμάλια. Ίσως γιατί η ζωή και οι επιλογές τους φαντάζουν σαν «ξωτική» διαδρομή στα μάτια των «σωστών». Το συμπαθούσα το ρεμάλι και του στάθηκα σε κάθε δυσκολία της ζωής του, παρ' όλο ότι μονίμως του τραβούσα και ένα γενναίο χεσίδι που κατέληγε «Αν νομίζεις ότι θα σε γηροκομήσω, κάνεις λάθος. Θα μείνεις μόνος σου στο τέλος. Μα, δεν ντρέπεσαι; Δεν έχεις, ρε μαλάκα, ίχνος αυτοεκτίμησης; Μια ζωή τον εύκολο δρόμο. Τον χωρίς σκέψη. Πώς ξόδεψες έτσι άσπλαχνα τον ιδρώτα και των γονιών σου ακόμα; Θα μεγαλώσεις ποτέ; Δεν θα έχεις να φας, έτσι όπως πας».
Εν συντομία. Το ρεμάλι μας μπήκε στο πανεπιστήμιο με δόξα και τιμές (εκείνα τα χρόνια! Παίζει ρόλο η διευκρίνιση). Η επιλογή σπουδών του, τον κατηύθυνε σχεδόν αναγκαστικά, στην αγκαλιά του ελληνικού κράτους. Μετά από μερικά χρόνια το ρεμάλι και ενώ ήταν στο τσακ να εξασφαλίσει σύνταξη (από βρέφος εξασφάλιζες εκείνα τα χρόνια σύνταξη) δήλωσε παραίτηση γιατί «βαρέθηκα τη μαλακία». Τον λες μέχρι και υγιή άνθρωπο (αν δεις το έργο από άλλη οπτική) κι ας έπεσαν οι γονείς του στα πόδια του φωνάζοντας «θα πεθάνεις στην ψάθα». Εύκολες τις είχε ανέκαθεν τις θεατρικές παραστάσεις ο Έλλην γονιός. Αλλά στο επόμενο κεφάλαιο του έργου, το ρεμάλι, πούλησε αυτόματα το ένα από τα δυο περιουσιακά στοιχεία που του είχαν γράψει οι γονείς του, για να κάνει τα λεφτά κάτι «γενικώς». «Τον ιδρώτα» τους τον γλέντησε. Με τζόγο και αιδοία. Παρέα τα πηδήξαμε. Τόσες περιγραφές που χόρτασα για έκαστον εκ των αιδοίων. Είχε το συνήθειο να διηγείται με κάθε λεπτομέρεια. Και 'γω το συνήθειο να τρελαίνομαι για διηγήσεις, ιδίως ρεμαλίων. Από μικροφώνου τον χαιρετούσαν οι τραγουδιάρες με το που έμπαινε στα μπουζούκια. Μεγάλες τιμές! Και κείνος αρέσκονταν να καμαρώνει, ότι ένα βράδυ έριξε όλα τα λουλούδια στον ανεμιστήρα του σκυλάδικου, για παιχνίδι. Τον έφτυσα. Για χρόνια κόψαμε επαφή. Μάλλον στέγνωσε και το σάλιο του πατέρα του και μετακόμισε στους ουρανούς. Πάει ο ένας. «Από τον καημό του» όπως έλεγε η μάνα του. Το ρεμάλι κάποτε πέρασε και από της φυλακής τα σίδερα. Από 'κει επικοινώνησε μαζί μου. Ήξερε! Όλα τα ρεμάλια είναι χειριστικά. Έσπευσα. Είπα θα βάλει μυαλό. Ήταν για γέλια και για κλάματα. Μέχρι και στην παρανομία διέκρινες το ότι γεννήθηκε τεμπελόσκυλο. Όπως στο ανέκδοτο που ο Τοτός τύπωσε 700ευρω. Α, ρε ρεμάλι! Μετά έπαθε μια μεταστροφή ίσα που να του γράψει η μάνα του άλλο ακίνητο. Πέθανε η μάνα. Ελευθερώθηκε και η επικαρπία. Την κράταγε σφιχτά η δόλια στα χεράκια της μέχρι τον τάφο. Πούλησε το ακίνητο αυτομάτως. Πριν την κρίση που είχαν βαρβάτη αξία. «Σε σιχάθηκα!» του είπα εγώ. Γλέντι! Έστω πιο συγκρατημένο. Είχε βάλει πενταετές πλάνο διαβίωσης. Τον βγάζει ακόμα δυο, μπορεί και τρία χρόνια. Ένα βράδυ βαθιάς αυτοκριτικής το ρεμάλι έβαλε τα κλάματα. Μη σας ξεγελάει. Είναι ένα ακόμα επεισόδιο. Το ξέρω το ρεμάλι. Αλλά μέχρι και μένα με συγκίνησε. Όχι γι΄ αυτά που είπε αλλά γιατί, καθώς έσκυψε, μέτρησα πολλές άσπρες τρίχες στα μαλλιά του. Ασπρίσαμε, ρεμαλάκι μου. Εσύ από 'κει, εγώ από 'δω. Δυο άκρα που αγκαλιάζονταν κατά διαστήματα, από τα μαθηματικά δικά μου χρόνια (5 χρόνια μας χωρίζουν) κι ας τους χώριζαν χιλιόμετρα αξιών.
Με παραδεχόταν το ρεμάλι. Το έλεγε. «Σε παραδέχομαι. Εσύ τους σεβάστηκες. Τα κατάφερες». Αλήθεια έλεγε. Κάθε τι που μου χαρίστηκε σαν ματωμένη σημαία το διαφύλαξα. Κάθε βήμα μου ακολουθούσε τον διασκελισμό των δικών μου ποδιών και μόνο. Κι είχα ένα μότο που δεν το προσπέρασα. Το να ενεργεί ο χορτασμένος ως πεινασμένος είναι η ύψιστη κατάντια. Περιουσιακό στοιχείο και διαχρονικά επενδυτικό θεώρησα την ανατροφή των παιδιών και τις σχέσεις με τους «σημαντικούς» μας. Γι΄ αυτές κοπίασα εξίσου με την απόκτηση υλικών αγαθών. Το χρήμα το έβαζα συνώνυμο του κόπου και υποκλίθηκα στη διαφύλαξη όσο και στην απόκτηση. Με γνώση και εντιμότητα δηλώνω ότι δεν ξιπάστηκα.  
Προχθές μπήκα στο σπίτι μετά από διακοπές. (Ας μείνει μεταξύ μας. Το να δηλώνεις «διακοπές» μπορεί να φαντάζει προκλητικό στις μέρες μας. Ενοχικοί καταντήσαμε για όλα οι έντιμοι). Μάζεψα τους φακέλους, κάθισα στο γραφείο, καταμέτρησα. ΦΑΠ 2010 στις αρχές του χρόνου, ΦΑΠ 2011, ΦΑΠ 2012 που απαιτείται η πληρωμή του αν και ΔΕΝ εστάλη, αναμένω ΦΑΠ 2013, εφορία 2012, έπεται 2013 με φόρο όσα και δηλώνω ως εισόδημα (σας το ορκίζομαι), πετρέλαιο θέρμανσης δεν προβλέπεται μείωση, ΔΕΗ ήρθε με το χαράτσι, (πρώτη δόση, ακολουθούν άλλες τέσσερις), τέλη κυκλοφορίας υπολογίζοντας φέτος την εμπορική του αξία μου πήραν το αυτοκίνητο. Καλορίζικό τους! Έπονται ακίνητα. Προωθείται φορολόγηση αγροτεμαχίων. 
Ρεμάλι, μας δημεύουν κάθε περιουσιακό στοιχείο... τα ρεμάλια. Δημεύουν χωρίς να ορίζουν νέο τοπίο. Ούτε στη Σοβιετική Ένωση! Πλιάτσικο κανονικό. Μας τιμωρούν με βαναυσότητα, γιατί έτσι! Οι ανέντιμοι κέρδισαν και τούτη την παρτίδα. Σε τούτον τον τόπο του αίσχους. Ρεμάλι, καλά εσύ που έχεις ακόμα δυο-τρία χρόνια. Έχει πλάκα... Σε ορίζω έως και προνοητικό!
Αναγκαία διευκρίνιση. Δεν λιγουρεύτηκα ποτέ τη ζωή του ρεμαλιού. Ποτέ δεν με ξεγέλασε ότι και καλά ήταν «ξέγνοιαστη». Η ξεγνοιασιά κλείνει ισολογισμό μετά τα –ήντα. Ζόρικη η συγκατοίκηση με Ερινύες. Λαλίστατες. Σου παίρνουν τ΄ αφτιά. Και η μοναξιά θερίζει στα ρεμάλια. Τη χώρα μου οικτίρω. Και τον εαυτό μου ως «ένοικο».
Για κάθε έντιμο, γνωστικό πολίτη, θυμώνω και πονάω. Για κάθε υγιές που καίγεται λες και η μεγαλύτερη αγωνία των πολιτικών μας είναι, μην και ξαναφυτρώσει.
Ρεμάλι μου, η ζωή είναι παρτίδα με άγνωστο τέλος. Εσύ τα έφαγες, εμάς μας τα «δημεύουν». Εσύ αυτοτιμωρείσαι με το πάσο σου. Εμάς μας τιμωρούν χωρίς λόγο. Δεν θα σε γηροκομήσω... Ενδέχεται να με γηροκομήσεις εσύ

Ρέα Βιτάλη

http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.oikonomia&id=27328




 Σκίτσα  του ΠΑΝΟΥ ΜΑΡΑΓΚΟΥ

2

Προς την ανεπρόκοπη κα Εξουσία

Υπάρχουνε κι αυτοί– κι είναι πολλοί– που δεν θέλουνε να ξεγελάσουν καμία Εφορία σου, ούτε ν’ αποκρύψουν κέρδη. Ψάχνουν απεγνωσμένα να εξοικονομήσουν ένα ποσό, να διασώσουν ένα απόθεμα για να μην τους πνίξει η θηλιά που τη σφίγγεις κάθε μέρα στον λαιμό τους. Ούτε κλέφτες είναι, ούτε κάνουν τη μεγάλη ζωή. Η δική σου αλλοπρόσαλλη πολιτική, η ατελέσφορη, τους εξωθεί στην ανεντιμότητα.
Κι όπως σ’ ένα σπίτι κρύβει κάποιος το μηνιάτικό του από τον τζογαδόρο ή τον πρεζάκια, έτσι προσπαθούν να γλιτώσουν απ’ τα νύχια σου πολλοί –πάρα πολλοί– νοικοκυραίοι. Για να μην ψοφήσουν στην ψάθα.
Γιατί, ενώ πληρώνουν ένα σωρό λεφτά για παροχές υποτίθεται των Δημόσιων Υπηρεσιών σου, αναγκάζονται να ξανά πληρώσουν για τις ίδιες παροχές σε Ιδιώτες. Κρατάς απ’ τις πετσοκομμένες τους συντάξεις και μισθούς για την Εκπαίδευση, και δίνουνε τα μαλλιοκέφαλά τους σε φροντιστήρια (αφού εσύ είσαι ανίκανη να φτιάξεις μια Δημόσια Παιδεία της προκοπής). Τους παρακρατάς τεράστια ποσά για την Υγεία, και πληρώνουν του κόσμου τα λεφτά σε φακελάκια και γιατρούς (γιατί είσαι ανήμπορη να ελέγξεις την κατάσταση). 
Απ’ το κομπόδεμα που προσπαθούν να κρύψουν απ’ τις Εφορίες σου, θα πληρώσουν τη ΔΕΗ και τ’ αλλεπάλληλα χαράτσια σου, τις δυσθεώρητες τιμές στα σούπερ-μάρκετ (που εσύ, σαν εξουσία, δεν μπορείς να συμμαζέψεις), τις ιδιωτικές ασφάλειες που τις χρυσοπληρώνουν γιατί η αστυνομία σου είναι ανύπαρκτη• και το χειρότερο, απ’ τα κρυμμένα συντηρούν, τρία χρόνια τώρα, μέλη άνεργα της οικογένειάς τους. Γιατί να σου τα δώσουν εσένα;
Άλλωστε, σε υποψιάζονται οι πάντες– και δικαίως– ότι από τους φόρους που μαζεύεις, θα βολέψεις τους δικούς σου, θα τα ξοδέψεις στις πελατειακές σου πρακτικές και θα εξυπηρετήσεις αθέμιτα προνόμια και κρατικές σπατάλες. (Αν δεν στα βγάζανε προχτές στη φόρα, θα χάριζες διπλές συντάξεις στο σινάφι σου, κι ο μέεεγας Αβραμόπουλος θα μας χαιρέταγε από το σκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας). Χρόνια πριν, αλλά και τα τελευταία τέσσερα της κρίσης, έχεις αποδειχτεί ανάξια να κουμαντάρεις τα του οίκου σου.
Όχι, δεν σου έχουνε καμιά εμπιστοσύνη, γι’ αυτό και κρύβουν το γλίσχρο τους περίσσευμα. Αν το φανερώσουν, θα πέσεις πάνω τους σαν αρπακτικό. Δεν τολμάς να τα μαζέψεις απ’ τους επιτήδειους κι απομυζάς τους έντιμους. Γι’ αυτούς μιλώ– όχι τους κομπιναδόρους που ανέκαθεν συνομιλείς με άνεση στη γλώσσα τους– αλλά τους τίμιους. Αυτούς υπερασπίζομαι. Γιατί να σε εμπιστευτούν, λοιπόν;
Και είναι πολλοί αυτοί που δεν θα ήθελαν να αποκρύψουν τίποτα, αν ήσουν ικανή εσύ σαν εξουσία να εγγυηθείς μία ποιότητα ζωής, να τους εξασφαλίσεις μια Εκπαίδευση σωστή για τα παιδιά τους, ένα σύστημα υγείας• να κατοχυρώσεις την αξιοκρατία, να συγκροτήσεις ένα Κράτος ευνομίας και Δικαίου. Δεν θα είχανε αντίρρηση καμιά να σου τα δώσουν, αν ήξεραν ότι τα έδιναν σε φερέγγυους και αξιόπιστους πολιτικούς. Για να υπάρχει ένα όφελος ανταποδοτικό, στο σύνολο.
Και τώρα, τι έχει αλλάξει; Τίποτα. Όλα τα παλιά κουσούρια και τα χούγια σου τα κράτησες. (Δύο τρεις έντιμοι μονάχα στο πολιτικό προσωπικό, ένθεν κακείθεν, δεν φέρνουνε την Άνοιξη). Χωρίς σχεδιασμό και στόχο, εξακολουθείτε πεισματικά να αρνείσθε τις οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις κι αλλαγές• αποφεύγετε οι πάντες την κατάργηση άχρηστων Υπηρεσιών και Οργανισμών. Τους διατηρείτε αλώβητους για να κρατάτε σε αναμονή (ερχόμενοι και απερχόμενοι) τους κομματικούς σας φίλους και πελάτες.
Δεν έχετε αλλάξει στο παραμικρό. Και τώρα, ετοιμάζεστε να την πέσετε ξανά –φαίνεται να πλησιάζει το κακό –σε μισθωτούς, συνταξιούχους: σ’ αυτούς που το παλεύουν, παρ' όλα αυτά, να διασώσουν τα τελευταία ίχνη της αξιοπρέπειάς τους.

Κώστας Λογαράς

http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.politiki&id=27222

  Σκίτσο  του ΠΑΝΟΥ ΜΑΡΑΓΚΟΥ