Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα



Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; 

Αφιέρωμα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη 

Έργο του Κωνσταντίνου Έσσλιν

1.

Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα:

Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών


Πτυχές μιας δύσκολης συμβίωσης

Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάζονταν θριαμβευτής στη Σμύρνη το Μάιο του 1919, κανένας δεν περίμενε την κατάληξη που θα είχε η Μεγάλη Ιδέα, με αποκορύφωμα όσα διαδραματίστηκαν στην ίδια πόλη τρία χρόνια αργότερα. Η κατάρρευση του μετώπου και η εκκένωση των μικρασιατικών παραλίων από τον ελληνικό στρατό, άφησε έκθετους τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς. Κατά την άτακτη υποχώρηση του στρατού και κυρίως μετά την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, περίπου 1.500.000 άτομα εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους και ήρθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Η κοινωνική γεωγραφία της χώρας άλλαξε άμεσα. Η Ελλάδα του 1930 ήταν μια «άλλη χώρα» σε σχέση με αυτή του 1920.
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου εκδηλώθηκε το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 από τμήματα του ελληνικού στρατού που είχαν διαφύγει στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Επικεφαλής του κινήματος τέθηκαν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς και ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, οι οποίοι απαίτησαν και πέτυχαν τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Οι εξελίξεις αυτές εξασφάλισαν στην Επαναστατική Επιτροπή μια ευρεία λαϊκή υποστήριξη, ενώ ταυτόχρονα συσπείρωσαν τους αντιβενιζελικούς εναντίον της.   
Η κρισιμότητα της πολιτικής κατάστασης κορυφώθηκε όταν δύο μόλις μήνες μετά την πολιτική αλλαγή της 15ης Σεπτεμβρίου 1922, εκτελέστηκε στο Γουδή η ηγεσία της αντιβενιζελικής παράταξης: ο αρχιστράτηγος της στρατιάς στη Μ. Ασία Γεώργιος Χατζηανέστης, ο υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής, και οι τρεις τελευταίοι πρωθυπουργοί της χώρας Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος και Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης. Συνειδητά και μη, οι αντιβενιζελικοί συνέδεσαν την άφιξη των προσφύγων με την καταδίκη και εκτέλεση της πολιτικής τους ηγεσίας, γεγονός που όρισε από πολύ νωρίς το πολιτικό χάσμα που τους χώριζε από αυτούς.   
Δεν ήταν όμως μόνο οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών του 1922 που διαμόρφωσαν την ελληνική πραγματικότητα. Οι αντοχές, κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές, της ελληνικής κοινωνίας είχαν ήδη δοκιμαστεί σκληρά. Είχε προηγηθεί μια ολόκληρη δεκαετία συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων που είχε αρχίσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, συνεχίστηκε με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ολοκληρώθηκε με την αποστολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Μ. Ασία. Ήδη από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και λόγω των διωγμών του ελληνικού στοιχείου που αυτοί προκάλεσαν, ένα πρώτο μεγάλο κύμα προσφύγων είχε φτάσει στην Ελλάδα. Την περίοδο 1912-1919 ζήτησαν καταφύγιο εντός των ελληνικών συνόρων περίπου 800.000 πρόσφυγες, προερχόμενοι από την τότε βουλγαρική Θράκη, την ανατολική Θράκη, τη Βόρειο Ήπειρο, τη Μ. Ασία, τον Πόντο, τη Νότιο Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την ιταλοκρατούμενη Μ. Ασία και την Αίγυπτο.[1] Ένα σημαντικό τμήμα των προσφύγων αυτών επανήλθε στις εστίες του μετά το 1919, όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και κατέλαβε την ευρύτερη περιοχή της, για να επιστρέψουν εκ νέου ως πρόσφυγες μετά το 1922.
Σε πολιτικό επίπεδο, τη σύμπνοια και την εθνική έπαρση της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων, διαδέχθηκε ο εθνικός διχασμός ανάμεσα σε βασιλικούς και βενιζελικούς κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου. Η τεταμένη πολιτική κατάσταση σε συνδυασμό με την οικονομική επιβάρυνση των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων, δοκίμασαν σκληρά τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας. Ένα μεγάλο τμήμα του ενεργού εργατικού δυναμικού βρίσκονταν σε διαρκή επιστράτευση, γεγονός που συνεπαγόταν πέρα από το ψυχολογικό και ένα βαρύ οικονομικό κόστος για τις οικογένειές τους. Επιπρόσθετα, οι τουλάχιστον 50.000 νεκροί του ελληνικού στρατού υπήρξαν το βαρύ αντίτιμο που πλήρωσε η ελληνική κοινωνία στα πεδία των μαχών.[2]
Έτσι λοιπόν, αν και υπήρχε ήδη από το 1914 εμπειρία στη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος, το μέγεθος του προσφυγικού κύματος μετά το 1922, η οξυμμένη πολιτική κατάσταση και η οικονομική και ψυχολογική εξάντληση των κατοίκων του ελληνικού κράτους, συνιστούσαν το εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον εντός του οποίου καλούνταν να συμβιώσουν οι παλαιοί και οι νέοι πολίτες της χώρας.

Η άφιξη των προσφύγων

Από τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1922 χιλιάδες πρόσφυγες άρχισαν να καταφθάνουν καθημερινά με πλοία στο λιμάνι του Πειραιά. Σε μια κατάσταση πραγματικού χάους, με την πολιτική ηγεσία σε πλήρη κατάρρευση, έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για την υποδοχή των προσφύγων. Το φθινόπωρο του 1922 όλοι οι δημόσιοι χώροι της Αθήνας και του Πειραιά είχαν «καταληφθεί» από πρόσφυγες. Κεντρικές πλατείες και δρόμοι, δημόσιες υπηρεσίες, θέατρα, ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, αποθήκες και υπόστεγα «στέγαζαν» χιλιάδες ανθρώπους. Τον Σεπτέμβριο του 1922, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας έκδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία επιτρεπόταν η τοποθέτηση κλινών στους διαδρόμους των ξενοδοχείων, ενώ παράλληλα ίδρυσε γραφεία εξεύρεσης εργασίας σε Αθήνα και Πειραιά, ανακοινώνοντας ότι «πάντες οι έχοντες ανάγκην υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ως και οι ζητούντες εργασίαν δύνανται να προσφύγωσιν εις τα άνω γραφεία.[3]
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1922, σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου του δημάρχου Αθηνών, περίπου 70.000 πρόσφυγες διέμεναν σε 130 πρόχειρους καταυλισμούς διάσπαρτους σε ολόκληρη την πόλη. Η δημοτική αρχή επιδόθηκε σε ένα αγώνα με το χρόνο για να καθαρίσει και να διαμορφώσει κατάλληλα χώρους στους οποίους θα μπορούσαν να διαμείνουν προσωρινά οι πρόσφυγες. Άμεσα παραχωρήθηκαν χώροι στο Σταθμό Λαρίσσης, στους στρατώνες του Ρουφ, στο Νέο Κόσμο, στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης, στη Γούβα Παγκρατίου και στη συνοικία Άρεως. Επίσης πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στον εσωτερικό χώρο του Πολυτεχνείου, στα υπόγεια του Υπουργείου Επισιτισμού, ενώ διαμορφώθηκαν κατάλληλα οι χώροι των λουτρών στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων όπου εγκαταστάθηκαν 150 άτομα, ο χώρος των Παλαιών Σφαγείων όπου βρήκαν στέγη 600 πρόσφυγες και ο χώρος του Δημοτικού Θεάτρου για να φιλοξενήσει 1.300 άτομα. Παράλληλα, οι υπηρεσίες του δήμου κατασκεύασαν τέσσερα μεγάλα περίπτερα στην οδό Πέτρας στον Κολωνό, όπου στεγάστηκαν 500 οικογένειες προσφύγων.[4]     
Πρόσφυγες στεγάστηκαν επίσης στο «αεροδρόμιον Γουδίου», το οποίο επιτάχθηκε για αυτό τον σκοπό, στο Εθνικό Θέατρο, στο θέατρο Ολύμπια, στο Ζάππειο Μέγαρο, στα Παλαιά Ανάκτορα, σε όλα τα σχολεία του Πειραιά και σε μεγάλο αριθμό σχολείων της Αθήνας, σε αποθήκες του Δημοσίου, σε εργοστάσια, ακόμα και σε όλες τις χαρτοπαικτικές λέσχες όπου εγκαταστάθηκαν «οι της καλλιτέρας κοινωνικής τάξεως πρόσφυγες» με την καταβολή ανάλογου μισθώματος. Παράλληλα το Βαρβάκειο στην οδό Αθηνάς και η Αστυκλινική Αθηνών μετατράπηκαν σε νοσοκομεία προσφύγων.[5]
Χαρακτηριστική της κατάστασης που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες μετά την αποβίβασή τους στο λιμάνι του Πειραιά, είναι η εικόνα που καταγράφεται στην αφήγηση της Τασίας Χρυσάφη – Ακερμανίδου. Η Ακερμανίδου ήταν από τα παιδιά που γεννήθηκαν πάνω στα πλοία κατά τη διάρκεια μεταφοράς των προσφύγων στην Ελλάδα. Όταν η οικογένειά της έφτασε μετά από πολυήμερο ταξίδι στο λιμάνι του Πειραιά, βρέθηκε αντιμέτωπη με την παρακάτω εικόνα:
«Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου […] πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”, ούτε όχι δεν λέγανε “τσ!” κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε. Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. “Ήρθαν οι “πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας”, έτσι λέγανε.»[6]
Μετά από περιπλάνηση αρκετών ημερών, η οικογένεια Ακερμανίδη βρήκε στέγη με τη βοήθεια μιας γυναίκας που έμενε στη συνοικία της Γαργαρέττας κάτω από την Ακρόπολη. Ο μοναδικός χώρος που μπορούσε να τους προσφέρει ήταν ένα κοτέτσι στην αυλή του σπιτιού της. Αφού πρώτα έσφαξε τη μοναδική κότα που είχε και ασβέστωσε καλά το χώρο, το κοτέτσι αποτέλεσε το πρώτο «σπίτι» της οικογένειας Ακερμανίδη για ένα τουλάχιστον μήνα μετά την άφιξή της στην Αθήνα.  

Τα πεδία εκδήλωσης των αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς


Επιτάξεις ακινήτων και αναγκαστικές απαλλοτριώσεις

Μια πρώτη ένδειξη των νέων δεδομένων που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων στην Αθήνα, προκύπτει από την κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού της. Σύμφωνα με την τελευταία, πριν την άφιξη των προσφύγων του 1922, απογραφή πληθυσμού, το 1920 στην Αθήνα κατοικούσαν 297.276 άτομα. [7] Οκτώ μόλις χρόνια μετά, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, η Αθήνα είχε πληθυσμό 459.211 ατόμων, ο οποίος κατηγοριοποιούνταν ως εξής: 131.810 γηγενείς, 129.380 πρόσφυγες και 198.021 εσωτερικοί μετανάστες. [8] Αν ληφθεί υπόψη το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό θνησιμότητας ανάμεσα στους πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι περίπου 150.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα την πρώτη πενταετία μετά την μικρασιατική καταστροφή. Μόνο από τους αριθμούς γίνεται κατανοητό ότι η αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε το μεγαλύτερο έως τότε, και ίσως έως σήμερα, εγχείρημα που ανέλαβε το ελληνικό κράτος. 
Στο χαοτικό κλίμα που προκλήθηκε από την άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων εξαθλιωμένων ανθρώπων, το πρώτο μέτρο της Επαναστατικής Επιτροπής που ανέλαβε την εξουσία με την άφιξή της στην Αθήνα στις 15 Σεπτέμβρη του 1922,[9] ήταν η επίταξη δημοσίων κτιρίων (κυρίως σχολίων) αλλά και ιδιωτικών, για την προσωρινή εγκατάσταση προσφύγων. Το μέτρο της επίταξης - όπως κωδικοποιήθηκε και επεκτάθηκε με τα νομοθετικά διατάγματα της 11ης Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων» και της 22ας Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων ακινήτων» [10] - προκάλεσε τις πρώτες προστριβές ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους της πόλης. Το γεγονός ότι όλοι οι δημόσιοι χώροι είχαν κατακλιστεί από πρόσφυγες, ότι δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν τα σχολεία λόγω της εγκατάστασης προσφύγων σε αυτά, αλλά κυρίως η αναγκαστική συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων στα ίδια σπίτια, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες από την πλευρά των γηγενών.
Η αναγκαστική συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων στα σπίτια των πρώτων, έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστεί για να αποφευχθούν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Έπρεπε λοιπόν το συντομότερο δυνατό να κατασκευαστούν οικήματα σε χώρους εκτός του οικιστικού ιστού της πόλης με στόχο να στεγαστούν σε αυτά οι πρόσφυγες που διέμεναν στα επιταγμένα σπίτια των γηγενών, αλλά και στους επιταγμένους δημόσιους χώρους όπως τα σχολεία. Η προσπάθεια της «Επαναστάσεως» να εξομαλύνει την κατάσταση προσέκρουε στην αντίδραση των προσφύγων που διέμεναν σε σκηνές ή πρόχειρα καταλύματα. Έτσι όταν τον Μάιο του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) κατασκεύασε τα πρώτα ξύλινα οικήματα στην Καισαριανή για να στεγάσει μέρος των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στα επιταγμένα σπίτια των Αθηναίων, οι πρόσφυγες που ζούσαν σε σκηνές και παραπήγματα στη συνοικία, διεκδίκησαν την απόδοση των οικημάτων σε αυτούς. Σε περιπτώσεις σαν και αυτή, όπου το κράτος έπρεπε να εφαρμόσει την όποια πολιτική αποκατάστασης, η σύγκρουση συμφερόντων δημιουργούσε ένα ακόμα πεδίο προστριβών ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς.
Η στάση των κρατικών αξιωματούχων και υπαλλήλων, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της αποκατάστασης και στη συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, καθώς οι πρόσφυγες δεν είχαν ενταχθεί ακόμα στον κρατικό μηχανισμό, γίνονταν αντιληπτή από τους πρόσφυγες ως εχθρική απέναντί τους λόγω της καταγωγής τους. Το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς τους υπαλλήλους και αξιωματούχους εκμεταλλεύτηκαν τη δεινή θέση των προσφύγων για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη, δημιούργησε τη στερεοτυπική εικόνα του διεφθαρμένου παλαιοελλαδίτη κρατικού υπαλλήλου. Ο Παναγιώτης Σταμπούλος διέμενε με την οικογένειά του σε σκηνή στον πρόχειρο καταυλισμό πίσω από το νοσοκομείο Συγγρού, στην περιοχή όπου αργότερα δημιουργήθηκε η συνοικία της Καισαριανής. Η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει για την οικογένειά του ένα από τα ξύλινα οικήματα που έχτισε το Ταμείο Περιθάλψεως τον Μάιο του 1923, είναι χαρακτηριστική:
«Ο Μητσοτάκης είναι Κρήτας, υπάλληλος του ταμείου περιθάλψεως, σε αυτόν είχε ανατεθεί η διεύθυνσις στεγάσεως προσφύγων, και η υπηρεσία του στεγάζετο εις τα παλαιά Ανάκτορα […] Ήταν κατεργάρης, τα κατάφερνε  θαυμάσια, και χρηματίζετο από τους πλουσίους Αθηναίους των οποίων τα μέγαρα είχαν επιταχθεί για τους πρόσφυγας. Γιαυτό εις τα παραπήγματα του καταυλισμού μας μετέφερε τις οικογένειες των επιταγμένων σπιτιών των Αθηναίων […] Μέσα στον σορόν των γυναικών που κατάκλυζε καθημερινώς το γραφείον του υπήρχαν φυσικά !!! και νοστιμούλες γυναίκες, ή κορίτσια, οι υπάλληλοί του καταλλήλως πλησίαζαν όσες από αυτές ημπορούσαν, και από μίαν ιδιαιτέραν είσοδον τες περνούσαν εις το γραφείον του. Εκεί εγένετο ο συνδυασμός του γλεντιού και της διαφθοράς και κατόπιν μερικές από αυτές προηγούντο στην Στέγασιν. Βλέποντας αυτά τα πράγματα, πίστευα πως δεν θα κατόρθωνα τίποτα με την νομιμόφρονα τακτική μου, και μια μέρα έχασα την υπομονή μου μπήκα στο γραφείον του δια της βίας, και όταν ξαφνικά είδα το παζάρεμα της Στεγάσεως και της διαφθοράς των προαναφερθέντων γυναικών, νευρίασα, και πάνω από το γραφείον του πήρα ένα βαρύ μελανοδοχείον το πέταξα στα μούτρα του Μητσοτάκη. Αυτό ήταν !!!»[11]           
Πέρα όμως από τις επιτάξεις ακινήτων, οι σχέσεις ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους της Αθήνας δοκιμάστηκαν και από τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που διενεργούσε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ). Η οικιστική αποκατάσταση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων, απαιτούσε την εξεύρεση κατάλληλων εκτάσεων για να πραγματοποιηθεί.

Στην προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κοινωνικών αναταραχών που προέκυπταν από τις επιτάξεις δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, οι αρχές που ήταν επιφορτισμένες με την οικιστική αποκατάσταση των προσφύγων, πρόκριναν τη λύση της δημιουργίας προσφυγικών συνοικισμών σε «ασφαλή» απόσταση από τον υπάρχοντα οικιστικό ιστό της Αθήνας και του Πειραιά. Η επιλογή αυτής της λύσης συνεπαγόταν εκτεταμένες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους όπου το ιδιοκτησιακό καθεστώς χαρακτηρίζονταν από τη σχεδόν παντελή απουσία δημόσιας περιουσίας, οι εκτάσεις αυτές έπρεπε να βρεθούν μέσω της απαλλοτρίωσης ιδιωτικών περιουσιών. Σύμφωνα με τη Λίλα Λεοντίδου, οι αρχές προχώρησαν σ’ ένα προμελετημένο και εσκεμμένο αποκλεισμό και γεωγραφικό διαχωρισμό των προσφύγων, καθώς «οι 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί συνοικισμοί που δημιουργήθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου τόσο από την ΕΑΠ, όσο και από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, απείχαν 1-4 χλμ. από τα όρια της οικοδομημένης κατά το 1922 περιοχής».[12]
Μετά την έλευση των προσφύγων δημιουργήθηκαν οι συνοικίες της Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας, Ν. Σμύρνης, Ν. Χαλκηδόνας, Περιστερίου, Καισαριανής, Βύρωνα, Υμηττού καθώς και μεγάλος αριθμός μικρότερων. Ουσιαστικά η άφιξη των προσφύγων είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας πόλης, εξέλιξη που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική γεωγραφία της πρωτεύουσας.
Αν και σε πολλές περιπτώσεις ακολουθήθηκε η πολιτική της αγοράς ή απαλλοτρίωσης μεγάλων ιδιοκτησιών – π.χ. ο αρχικός πυρήνας της Ν. Ιωνίας δημιουργήθηκε σε ιδιοκτησία 1.230 στρεμμάτων που αγόρασε τον Αύγουστο του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων από το Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου[13] – σε άλλες πραγματοποιήθηκαν αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και μικρών ιδιοκτησιών.
Αυτές κυρίως οι περιπτώσεις, όπου η εγκατάσταση των προσφύγων έθιγε πολλούς μικροϊδιοκτήτες, αποτέλεσαν άλλο ένα πεδίο σύγκρουσης προσφύγων και γηγενών. Για παράδειγμα, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που πραγματοποιήθηκαν στον Κοπανά, περιοχή στα σύνορα του Βύρωνα με τον Υμηττό, προκάλεσαν τη δυναμική αντίδραση των κατοίκων. Σε άρθρο αντιβενιζελικής εφημερίδας με τίτλο: «Από τα σκάνδαλα των απαλλοτριώσεων. Η συνοικία Κοπανά εν αναστατώσει. Απειλείται αιματοχυσία», γινόταν λόγος για το «κράτος των προσφύγων» το οποίο στερούσε από τους γηγενείς τις ιδιοκτησίες τους για να τις προσφέρει στους πρόσφυγες, οι οποίοι τις πουλούσαν εκ νέου «προς 50 και 60 δραχ. τον πήχυν» για να αποκομίσουν κέρδη.
Η εφημερίδα κατηγορεί το βουλευτή της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων Ιασωνίδη και την ΕΑΠ, για την απόδοση ιδιοκτησιών στους διάφορους «Αρπαξόγλου και Αποζημιωσόγλου», χαρακτηρίζοντας την πράξη αυτή ως διωγμό των γηγενών. Ο αρθογράφος προειδοποιούσε ότι εάν δεν σταματούσε η κατεδάφιση κτιρίων από την ΕΑΠ, «ασφαλώς θα ευρεθώμεν τάχιστα προ εμφυλίου σπαραγμού εις την γωνίαν αυτήν των Αθηνών». Σύμφωνα με το άρθρο, οι γηγενείς κάτοικοι του Κοπανά έλαβαν την απόφαση να «αντιτάξουν την βίαν κατά της βίας, αποφασισμένοι να αποκρούσουν δια των όπλων, κάθε νέαν επιδρομήν των πειρατών αυτών της ξηράς». Η εφημερίδα ζητούσε την απόδοση δικαιοσύνης «εκτός εάν ο νέος υπουργός της Προνοίας φρονεί ότι οι γηγενείς πρέπει να μεταβληθούν εις δουλοπαροίκους των ψηφοφόρων του κ. Ιασωνίδου.»[14] 



[1] Υπουργείον Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των προσφύγων 1917-1920, Αθήνα, 1920, σ. 5.
[2] Τη δεκαετία 1912-1922 κόστος της ελληνικής κοινωνίας σε ανθρώπινες ζωές ήταν μεγάλο. Χωρίς να υπολογίσουμε τις απώλειες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες πάντως υπολείπονταν των δύο άλλων πολεμικών συγκρούσεων της δεκαετίας, στους Βαλκανικούς Πολέμους ο ελληνικός στρατός είχε απώλειες 8.200 ανδρών, ενώ στη Μικρασιατική Εκστρατεία 37.270 ανδρών, Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, τόμος Α΄, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2000, σ. 51.
[3] Σκριπ, 6 και 9 Σεπτεμβρίου 1922.
[4] Εμπρός, 5 Δεκεμβρίου 1922.
[5] Εμπρός, 21 Σεπτεμβρίου 1922, 1 Οκτωβρίου 1922 και 5 Δεκεμβρίου 1922.
[6] Τασία Χρυσάφη – Ακερμανίδου, συνέντευξη στον γράφοντα 3-10-2006.
[7] Λίλα Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά,  1909-1940, Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1989, σ. 48.
[8] Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου, «Πόλεις και ύπαιθρος. Μετασχηματισμοί και   αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο του εθνικού χώρου», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.) Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τ. Β1: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002, σ. 64.
[9] Η Επαναστατική Επιτροπή αποτελούσε την αρχηγική ομάδα του στρατιωτικού κινήματος που ανέλαβε την εξουσία αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, γνωστό ως «Επανάσταση του 1922». Επικεφαλής του κινήματος ήταν ο συνταγματάρχης Ν. Πλαστήρας, ο συνταγματάρχης Σ. Γονατάς και ο ναύαρχος Αλ. Χατζηκυριάκος.
[10] Απόφασης της 15ης Σεπτεμβρίου 1922. Περισσότερα για το μέτρο της επίταξης βλ. Βίκα Δ. Γκιζέλη, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1999, σ. 69-87.
[11] Παναγιώτης Σταμπούλος, αδημοσίευτο χειρόγραφο ημερολόγιο, Ιστορικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού, Δήμος Καισαριανής, σ. 106.
[12] Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής, σ. 209.
[13] Όλγα Βογιατζόγλου, «Η βιομηχανική εγκατάσταση των προσφύγων στη Νέα Ιωνία παράμετρος της αστικής εγκατάστασης» στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1999, σ. 148.
[14] Εμπρός, 21 Ιουλίου 1928.    

2. Πρόσφυγες στην Αθήνα: 
Οι συνοικισμοί και η πολιτισμική ετερότητα 

Οι προσφυγικοί συνοικισμοί
Όμως ποια ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία τους; Σε μια από τις πρώτες δημοσιογραφικές έρευνες στις προσφυγικές συνοικίες – τέτοιου είδους έρευνες παρουσιάζονταν συχνά σε όλες τις εφημερίδες του Μεσοπολέμου – αρθογράφος του Ριζοσπάστη επισκέφτηκε το συνοικισμό της Καισαριανής τον Μάιο του 1925.
Σ’ ένα μακροσκελές άρθρο προσπάθησε να αποτυπώσει τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εντόπιζαν ήταν ο συνωστισμός των οικογενειών στα δωμάτια των ξύλινων παραγκών: «Σ’ ένα δωμάτιο 3 ½ μέτρων με 2 ½ κάθονται 7-9 άτομα, σε πολλά δε κάθονται και δύο – τρεις οικογένειες με συνολικό αριθμό ατόμων 10-12, αν και το κανονικό κατά τους υπολογισμούς τουλάχιστον της Ε.Α.Π. πρέπει να είναι μόνον τέσσερα ή πέντε άτομα.»[1]
Σαφώς μεγαλύτερο ήταν το πρόβλημα της παντελούς έλλειψης υποδομών για την ύδρευση της Καισαριανής. Το μέγεθος του προβλήματος καταγράφεται στο εν λόγω άρθρο με την αναφορά στην ύπαρξη ενός μεγάλου ντεπόζιτου χωρητικότητας 500 οκάδων, από το οποίο έπρεπε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των περίπου 10.000 κατοίκων του συνοικισμού. Την κατάσταση επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι η παροχή του νερού όχι μόνο δεν ήταν συνεχής, αλλά διαρκούσε μόλις μία ώρα ημερησίως. Την άθλια εικόνα που παρουσίαζε η ζωή στη συνοικία, συμπλήρωναν οι μόνιμα υπερχειλισμένες κοινές τουαλέτες, αλλά και τα βρώμικα νερά που αναμεμειγμένα με τις ακαθαρσίες των ζώων – οι πολυάριθμοι πλανόδιοι επαγγελματίες της συνοικίας είχαν άλογα και γαϊδούρια που τα χρησιμοποιούσαν για να περιφέρουν τα εμπορεύματά τους, ενώ παράλληλα πολλές οικογένειες συντηρούσαν κατσίκες, κότες και γουρούνια προς ιδία κατανάλωση – διέρχονταν από τους δρόμους αποτελώντας μεγάλη απειλή για τη δημόσια υγεία.
Όταν ο Ριζοσπάστης θα επιστρέψει στην Καισαριανή οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά, τον Μάιο του 1932, η κατάσταση όχι μόνο δεν είχε βελτιωθεί, αλλά είχε επιδεινωθεί λόγω της ανυπαρξίας ουσιαστικών παρεμβάσεων σε θέματα υποδομών και του υπερδιπλασιασμού του πληθυσμού, που αριθμούσε πλέον περίπου 25.000 κατοίκους:
«Ένας μαύρος πολτός κυλάει σιγαλά, γεμάτος βρωμιές κι ακαθαρσίες […] Εδώ δα μπροστά μας τα παιδάκια παίζουν με τη ζωή τους. Τσαλαβουτούν αξένοιαστα μες στα βρωμερά νερά, που σκορπάνε δηλητήριο […] Ένα αγεράκι σηκώνει μπόλικη σκόνη […] Τα δωμάτια γεμίζουν, του κάκου τρέχουν οι γυναίκες να κλείνουν τα πατζούρια […] Το νεροζούμι που βράζει στη φουφού γέμισε κι’ όλας από σκόνη […] Τα Λαγκάδια. Έτσι λέγονται κάτι μακρυνές παράγγες σα μάντρες, δίχως χωρίσματα. Σε κάθε μια από δαύτες ζούνε περί τις 70 – 80 οικογένειες […] Για φαντασθήτε περί τις 400 ψυχές σ’ αυτούς τους “στρατώνες”. Έχουν μωρά, αρρώστους, γέρους, άλλος τραγουδάει, τ’ άλλο κλαίει, κειν’ εκεί η οικογένεια έχει φασαρίες. Είνε υποχρεωμένοι όλοι αυτοί που στεγάζονται κάτω από την ίδια στέγη, νύχτα η μέρα νάνε σε ανησυχία μεγάλη.»[2]
Όμως ακόμη και δύο ολόκληρες δεκαετίες μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, οι κάτοικοι των προσφυγικών συνοικιών εξακολουθούσαν να ζουν σε «τρισάθλια» δωμάτια. Ο Ξενοφών Φιλέρης περιγράφει το σπίτι, για την ακρίβεια το δωμάτιο, όπου ζούσαν δύο φίλοι του και η μητέρα τους στο Βύρωνα την περίοδο της Κατοχής:
«Μ’ άλλα λόγια, σκέτη δυστυχία. Χωρίς έπιπλα, χωρίς νερό και ηλεκτρικό, χωρίς κρεβάτια, χωρίς τίποτα. Κοιμόντουσαν κατάχαμα πάνω σε κουρελούδες και στην πόρτα είχαν βάλει έναν μπερντέ για να τους προστατεύει από τον αέρα. Μόνο ένα τραπεζάκι – κι αυτό κουτσό -, τρία σκαμνάκια, μια λάμπα πετρελαίου, μια φουφού και μερικά πήλινα πιάτα υπήρχαν μέσα σ’ αυτήν την τρώγλη. Μια τρώγλη όμως, που η μάνα τους την είχε πάντα πεντακάθαρη, έλαμπε από πάστρα».[3]
Αν τα άρθρα του Ριζοσπάστη παρουσίαζαν την άθλια κατάσταση που επικρατούσε στις λαϊκές προσφυγικές συνοικίες με στόχο την ανάδειξη των προβλημάτων επιβίωσης των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων που οφείλονταν στην αδιαφορία των αστικών κυβερνήσεων, η αρθογραφία των αντιβενιζελικών κυρίως εφημερίδων, προσέγγιζε τα ίδια προβλήματα από μια διαφορετική οπτική. Σε άρθρο της με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαθαίνουν Ελληνικά αλλά μιλούν Τούρκικα», η εφημερίδα Εμπρός επισήμαινε τον «εθνικό» κίνδυνο που συνιστούσαν οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες. Σ’ ένα ρεπορτάζ αφιερωμένο στις ελλείψεις των εκπαιδευτικών υποδομών στη συνοικία των Ποδαράδων (Νέα Ιωνία), αρθογράφος της εφημερίδας επισκέφτηκε το τοπικό σχολείο. Συνομιλώντας με το διευθυντή του και με μαθητές, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο «συνοικισμός της Σαφραμπόλεως κατοικείται ως επί το πλείστον από Έλληνας τουρκοφώνους και όπως είναι φυσικόν, όπως συμβαίνει δυστυχώς και με τους αλβανοφώνους της Αττικής, τα παιδάκια ομιλούν την τουρκικήν».[4]

Καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών του σχολείου είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, η χρησιμοποίηση της τουρκικής γλώσσας από αυτούς οφειλόταν στο γεγονός ότι τόσο στο οικογενειακό περιβάλλον όσο και στη γειτονιά, οι κάτοικοι μιλούσαν την τουρκική και όχι την ελληνική γλώσσα που τους ήταν άγνωστη. Αντιμέτωπο με αυτή την κατάσταση το ελληνικό σχολείο δεν καλούνταν απλά να εκπληρώσει το εκπαιδευτικό του έργο, αλλά και να υλοποιήσει μια εθνική «αποστολή», να «σπάσει» αυτή τη συνέχεια «δημιουργώντας» ελληνόφωνα παιδιά από τουρκόφωνους γονείς. Σε αυτή τη λογική, ο αρθογράφος καλούσε το κράτος να λάβει μέτρα ενάντια στο φαινόμενο ενισχύοντας τις εκπαιδευτικές υποδομές «δια να απαλλαγώμεν του αίσχους, να ομιλούν Ελληνόπουλα, εις την πρωτεύουσαν του Ελληνισμού την τουρκικήν.»[5]
Στην ίδια λογική, αλλά μέσα από τη διαπραγμάτευση ενός άλλου μεγάλου προβλήματος που παρουσιάζονταν στις προσφυγικές συνοικίες, κινούταν ένα ακόμα άρθρο της ίδιας εφημερίδας. Όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία του αρθογράφου, ο οικιστικός διαχωρισμός των προσφύγων από τους γηγενείς, περιλάμβανε μεταξύ άλλων, και τη διάσταση της προστασίας του «υγιούς» τμήματος του πληθυσμού από τις μεταδοτικές ασθένειες που είχαν «εγκατασταθεί» μαζί με τους πρόσφυγες στους συνοικισμούς. Την εποχή που «επάρατη νόσος» ήταν η φυματίωση, οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν με τρόμο την ασθένεια αυτή να αποδεκατίζει τους κατοίκους των προσφυγικών συνοικισμών που είχαν «περικυκλώσει» το κέντρο της πόλης.
Στις αρχές του Δεκέμβρη του 1927, όταν ο δημοσιογράφος επισκέφτηκε το συνοικισμό των Νέων Σφαγείων, αντίκρισε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Και σε αυτόν τον προσφυγικό συνοικισμό, όλα ευνοούσαν τη διάδοση των μεταδοτικών ασθενειών και κυρίως της φυματίωσης: οικογένειες στοιβαγμένες σε δωμάτια, κοινά αποχωρητήρια χωρίς καμία μέριμνα για την εκκένωση των οχετών, διάτρητες στέγες και ξύλινα χωρίσματα οικιών από τα οποία περνούσαν ο κρύος αέρας και η βροχή και τέλος μια τεράστια τάφρος γεμάτη σκουπίδια, τα οποία «έχουν πολτοποιηθεί με την πάροδο του χρόνου […] Δυσώδης οσμή προσβάλλει την όσφρηση παντός επισκέπτου και αποπνίγει…»[6] Ο δημοσιογράφος παρουσιάζει την οικτρή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι περίπου 5.000 κάτοικοι των Νέων Σφαγείων, για να καταλήξει ότι οι προσφυγικοί συνοικισμοί αποτελούσαν εστίες μεταδοτικών ασθενειών που απειλούσαν τη δημόσια υγεία όχι μόνο των προσφύγων, αλλά κυρίως των γηγενών κατοίκων του κέντρου της πρωτεύουσας:
«Το γεγονός όσον και αν είνε θλιβερόν δια τους πρόσφυγας θα είχεν ολιγώτερον σημασίαν, αν δεν εξεδηλούτο ένα φαινόμενον. Ότι δηλαδή όσοι δύνανται να εξοικονομήσουν κάποιο περίσσευμα φεύγουν εκ των Νέων Σφαγείων και εγκαθίστανται εις τας Αθήνας με τους ασθενείς των, μεταφυτεύοντες ούτω τα μικρόβια των νόσων εις τον πληθυσμόν της πρωτευούσης […] Αν δεν κινηθούν [οι αρμόδιοι] προβλέπω μεν τάχιστα επερχομένην την ημέραν καθ’ ην – δεν φαιδρολογούμεν – ο άλλος πληθυσμός της Ελλάδος θα αναρτίση εις τα πρόθυρα των Αθηνών πινακίδας “πόλις της φθίσεως και της χολέρας”.»[7]
Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ήταν τόσο αυτό των εξαιρετικά υψηλών ποσοστών θνησιμότητας των προσφύγων λόγω της φυματίωσης, που εύρισκε ευνοϊκές συνθήκες εξάπλωσης στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Το πρόβλημα εντοπιζόταν στον κίνδυνο «εξόδου» της φυματίωσης από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, στον κίνδυνο δηλαδή να προσβληθεί μαζικά το υγιές τμήμα του πληθυσμού. Σε αυτό το απόσπασμα αντανακλάται ξεκάθαρα η αντίληψη που κυριαρχούσε ανάμεσα στους γηγενείς: οι πρόσφυγες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ήταν ένα βάρος ανεκτό όσο αυτοί περιορίζονταν στους συνοικισμούς τους, αλλά επικίνδυνο όταν εμφανίζονταν στο ζωτικό χώρο των γηγενών.                    

Η πολιτισμική ετερότητα των προσφύγων
 

Αν λοιπόν το κέντρο της πόλης και οι συνοικίες του αποτελούσαν το ζωτικό χώρο των γηγενών, η «τακτοποίηση» των προσφύγων στις προσφυγικές συνοικίες, ο χωροταξικός διαχωρισμός τους από τους γηγενείς που αντανακλούσε την κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση, οδήγησε στη δημιουργία του δικού τους διακριτού ζωτικού χώρου. Με αυτό τον τρόπο η προσπάθεια άμβλυνσης των κοινωνικών επιπτώσεων που είχε το σοκ της άφιξης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο λεκανοπέδιο, οδήγησε στη συντήρηση των διαχωριστικών γραμμών. Μπορεί λοιπόν να αποφευχθήκαν οι έντονες προστριβές που προκαλούσε η συμβίωση στα επιταγμένα κτίρια και οικίες, παράλληλα όμως ο χωροταξικός διαχωρισμός συντηρούσε τη διάκριση γηγενών και προσφύγων, λειτουργώντας ανασταλτικά στη διαδικασία ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Με άλλα λόγια, η περιθωριοποίηση των προσφύγων υπονόμευε την κοινωνική συνοχή σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και οικονομικής ρευστότητας.

Οι προσφυγικές συνοικίες υπήρξαν λοιπόν οι ζωτικοί χώροι όπου οι πρόσφυγες επιχείρησαν να ανασυγκροτηθούν οικονομικά και κοινωνικά. Έχοντας απωλέσει τις περιουσίες τους και σε μεγάλο βαθμό την επαγγελματική τους ενασχόληση, οι πρόσφυγες συσπειρώθηκαν γύρω από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά στην προσπάθειά τους να ανασυγκροτηθούν. Αν και υπήρξαν φορείς διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων (τουρκόφωνοι αγρότες από την περιοχή του Πόντου, ελληνόφωνοι αστοί της Σμύρνης ή καραμανλήδες αγρότες και έμποροι από τη μικρασιατική ενδοχώρα), η εμπειρία της προσφυγιάς λειτούργησε ομοιογενοποιητικά δημιουργώντας μια νέα και κοινή σε μεγάλο βαθμό ταυτότητα. Οι πρόσφυγες αντί να εισέλθουν σε μια διαδικασία πολιτισμικής αφομοίωσης, χρησιμοποίησαν τα ιδιαίτερα αυτά πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά ως στρατηγική επιβίωσης και διεκδίκησης.
Από τη στιγμή που έφεραν την εμπειρία μιας διαφορετικά οργανωμένης κοινωνίας - οι ελληνικές κοινότητες στις οποίες ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια δεν ήταν οργανωμένες με βάση τις ταξικές αλλά τις πολιτισμικές διαφορές – όσα τους διέκριναν σε πολιτισμικό επίπεδο με τους γηγενείς απέκτησαν μεγάλη βαρύτητα για την εσωτερική τους συνοχή. Έτσι, τα πρώτα κυρίως χρόνια της εγκατάστασης, η παράδοση αντίστασης και ανυπακοής απέναντι στις οθωμανικές αρχές που έφεραν από τα μικρασιατικά παράλια, εκδηλώθηκε στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας μέσα από καταλήψεις οικοπέδων και δημοσίων οικημάτων και την αυθαίρετη δόμηση οικιών.

Η «παραβατικότητα» των προσφύγων. Καταλήψεις οικημάτων και αυθαίρετη δόμηση

Απέναντι σ’ ένα κρατικό μηχανισμό που αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στο τεράστιο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, αυτοί ανέλαβαν την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους προτάσσοντας την αυτενέργεια και σε πολλές περιπτώσεις την παραβατικότητα, ως στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας. Έτσι με την άφιξη των προσφύγων εμφανίστηκε το φαινόμενο της αυθαίρετης δόμησης σε μαζικό επίπεδο, ως μια διαδικασία που συμπλήρωνε την αδυναμία του κράτους να προσφέρει φτηνή στέγη. Παράλληλα η αυθαίρετη δόμηση λειτουργούσε ως δικλείδα ασφαλείας που εκτόνωνε τις κοινωνικές εντάσεις, τόσο ως ένας τρόπος άμεσης εξασφάλισης στέγης, όσο και ως μια μορφή οικονομικής δραστηριότητας που πρόσφερε εργασία σε σημαντικό αριθμό προσφύγων.

Ο πατέρας της Ευτυχίας Μορίκη ξεκινώντας από τη γειτονιά που είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά του στα Ταταύλα, άρχισε να χτίζει αυθαίρετα οικήματα για τη στέγαση προσφύγων. Σύντομα εξελίχθηκε σε εργολάβο που διέθετε συνεργεία για το χτίσιμο αυθαιρέτων σε διάφορους προσφυγικούς συνοικισμούς. Λόγω της «ιδιομορφίας» της - οι εργασίες έπρεπε να γίνουν νύκτα και να ολοκληρωθούν μέσα σε μερικές ώρες - η δουλειά αυτή εξασφάλιζε πολύ καλά μεροκάματα. Στην αφήγησή της η Ευτυχία Μορίκη περιγράφει τη διαδικασία ανέγερσης των αυθαιρέτων, αλλά και την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σχέση που αναπτύσσονταν ανάμεσα στους εργολάβους και τους εκπροσώπους του νόμου, σχετικοποιώντας τη διαχωριστική γραμμή που διέκρινε το νόμιμο από το παράνομο:
«Το χτίσαμε σε 24 ώρες. Επήρε και κάνα δυό-τρεις άλλους και το ‘χτισε. Όσο θες μεγάλο ας τόκανες μέσα σε μια νύχτα για να μη σε πιάσουνε, χωρίς άδεια. Και να του ρίξεις από πάνω σκεπή, δεν είχε δικαίωμα να σου το γκρεμίσουνε. Έχτισε στη Πετρούπολη πολλά ο πατέρας μου και στη Νέα Σμύρνη. Αλλά και να σ’ έπιανε κανένας, ο χωροφύλακας […] άμα του ‘βαζες ένα πακέτο τσιγάρα ή ένα πενηντάρι στο χέρι, στραβά μάτια. Τι μισθό είχανε; Και είχε γίνει έτσι, είχε βρει καμπόσους, τους έλεγε “εγώ σήμερα θα κάνω αυτό. Αν έχεις βάρδια τράβα από κει μην έρθεις απ’ τον δρόμο μας και εκτεθείς, πάρε και δέκα δραχμές. Άσε να βάλουμε [κόσμο στα σπίτια] που είμαστε στ’ αντίσκηνα […] και να χωρίσουνε [να αραιώσουν] και οι οικογένειες”.»[8]
Η αυθαίρετη δόμηση στις προσφυγικές συνοικίες υπήρξε μια συλλογική διαδικασία. Οι ίδιοι οι κάτοικοι της συνοικίας συμμετείχαν στην ανέγερση των αυθαίρετων οικημάτων, ενισχύοντας μέσα από αυτή τη διαδικασία τους μεταξύ τους δεσμούς. Επιπρόσθετα, το κατεπείγον της ανάγκης για στέγαση οικογενειών που ζούσαν σε σκηνές ή ήταν άστεγες, αναιρούσε στην πράξη το νόμο. Στις συνειδήσεις των προσφύγων αυτό που ήταν παράνομο σύμφωνα με το κράτος, ήταν απόλυτα νομιμοποιημένο και επιβεβλημένο λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους και της ιδιαίτερης αλληλεγγύης που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους.

Σε αυτή τη λογική, οι βαθειά θρησκευόμενοι Πόντιοι κάτοικοι της Καλλιθέας έλαβαν την απόφαση να χτίσουν αυθαίρετα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στην οποία θα μπορούσαν να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Σύμφωνα με την αφήγηση του Γιάννη Κακουλίδη, ένα πρωί σε αλάνα μεταξύ των οδών Φιλαρέτου και Ελ. Βενιζέλου όπου τα πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα, εμφανίστηκαν ξαφνικά κάρα φορτωμένα με ξυλεία και πολλοί μάστορες οι οποίοι βιαστικά άρχισαν τις εργασίες μέχρι αργά το βράδυ. Η δουλειά αυτή ξεκίνησε εκ νέου νωρίς την επόμενη ημέρα και ολοκληρώθηκε μετά την άφιξη ενός φορτίου με κεραμίδια τα οποία τοποθετήθηκαν από τους μάστορες σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, «ενώ ο κόσμος τους φώναζε: “γρήγορα παιδιά!”». Τα πιτσιρίκια κατάλαβαν λίγο αργότερα το λόγο της βιασύνης όλων των κατοίκων που είχαν μαζευτεί στην αλάνα: «[…] κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν: “Έρχονται, έρχονται!”. Γύρισα να δω ποιοι έρχονται και βλέπω τους χωροφύλακες. Ύστερα κάποιος άλλος φώναξε: “να φύγουν οι άντρες και τα παιδιά. Να μείνουν μόνο οι γυναίκες” […] Το τι είδαν τα μάτια μας, δεν περιγράφεται. Να βαράνε οι χωροφύλακες με τα γκλομπ, να βαράνε οι γυναίκες με τα ξύλα…»[9]
Η αυτενέργεια και η ανυπακοή των προσφύγων δεν εκδηλώθηκε μόνο μέσα από την αυθαίρετη δόμηση οικιών. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου πρόσφυγες καταλάμβαναν εκτάσεις σε κτήματα μεγαλοϊδιοκτητών, αλλά και οικήματα της ΕΑΠ. Για παράδειγμα ομάδα προσφύγων από την Αργυρούπολη του Πόντου, που είχαν εγκατασταθεί πρόχειρα στην Καλλιθέα, κατέλαβαν το φθινόπωρο του 1926 έκταση του κτήματος Γερουλάνου από την οποία εκδιώχθηκαν μετά την επέμβαση της χωροφυλακής. Μετά από νέες προσπάθειες πέτυχαν την απαλλοτρίωση 300 στρεμμάτων όπου εγκαταστάθηκαν είκοσι οικογένειες. Οι οικογένειες αυτές αποτέλεσαν τον πυρήνα του οικισμού από τον οποίο προέκυψε η σημερινή Αργυρούπολη.[10]   
Η πιο εντυπωσιακή δυναμική επιχείρηση των προσφύγων στην Αθήνα, ήταν αυτή της ταυτόχρονης κατάληψης οικημάτων της ΕΑΠ σε Καισαριανή, Βύρωνα και Ν. Ιωνία. Και σε αυτή την περίπτωση πρωτοστάτησαν οι γυναίκες των συνοικιών, οι οποίες μάλιστα συγκρούστηκαν με τις τότε δυνάμεις καταστολής κατά τη διάρκεια εκτεταμένων επεισοδίων που διήρκησαν μια ολόκληρη ημέρα. Στο Βύρωνα οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν όταν μετά τη σύλληψη 15 γυναικών από τη στρατιωτική δύναμη που επενέβη και την κράτησή τους στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, πολυάριθμη ομάδα γυναικών επιτέθηκε «διά λίθων και ξύλων» στη στρατιωτική δύναμη. Η ένταση της σύγκρουσης ήταν τέτοια που παρά το γεγονός ότι ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε εντολή στους στρατιώτες «όπως γεμίσουν τα όπλα των και επιβάλουν πάση θυσία την τάξιν», αυτό δεν κατέστη δυνατό. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν ο σοβαρός τραυματισμός μιας εγκύου η οποία απέβαλε, ο ελαφρότερος άλλων έξι γυναικών και 15 παιδιών.[11]  
Ο κεντρικός ρόλος των γυναικών σε όλες τις διεκδικήσεις των κατοίκων στις φτωχές προσφυγικές συνοικίες, έχει να κάνει με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και με τις στρατηγικές επιβίωσης που αυτοί ακολούθησαν. Λόγω των διωγμών που υπέστη το ελληνικό στοιχείο στη Μ. Ασία, το ποσοστό των ορφανών από πατέρα οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στους φτωχούς προσφυγικούς συνοικισμούς ήταν εξαιρετικά μεγάλο. Επιπρόσθετα, η έκθεση των γυναικών στους κινδύνους που συνεπάγονταν η αντιπαράθεση με τις αρχές, λειτούργησε ως μια στρατηγική επιβίωσης. Ο «αποδεκατισμένος» ενεργός ανδρικός πληθυσμός που κατάφερε να φτάσει στην Αθήνα, έπρεπε να «προστατευθεί». Πέρα από τη βαρύτητα που είχε η παρουσία του άνδρα για κάθε οικογένεια στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς, η προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρότησης των προσφυγικών οικογενειών στηρίζονταν κυρίως στην ανδρική εργασία, λόγω των σαφώς καλύτερων αμοιβών που απολάμβανε το ανδρικό σε σχέση με το γυναικείο εργατικό δυναμικό.


3.

Οι πρόσφυγες ως απειλή για την ηθική τάξη

Δεν ήταν όμως τόσο οι πράξεις αυτές που ανησυχούσαν τους γηγενείς της πόλης, τουλάχιστον όπως η ανησυχία αυτή καταγράφονταν στις εφημερίδες της εποχής. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί, πέρα από τους κινδύνους που αναφέρθηκαν παραπάνω, αποτελούσαν απειλή για την υπάρχουσα ηθική τάξη. Αν οι πρόσφυγες μέσα από την έντονη κοινωνικότητα και την καθημερινή εκδήλωση των διαφορετικών πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών, προσπαθούσαν να ενισχύσουν τη συνοχή των τοπικών κοινωνιών και να «διασκεδάσουν» τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα της νέας τους ζωής, οι γηγενείς έβλεπαν στην κοινωνικότητα αυτή μια σειρά από κινδύνους που αφορούσαν τη διασάλευση της ηθικής τάξης. Η διαφορετική μουσική, η «εξωτική» κουζίνα, η ανατολίτικη θηλυκότητα και η χρήση της τουρκικής γλώσσας, από τουρκόφωνους αλλά και ελληνόφωνους πρόσφυγες, υπήρξαν τα κύρια γνωρίσματα της καθημερινότητας στους προσφυγικούς συνοικισμούς που «τρομοκρατούσαν» κάποιους από τους γηγενείς, όπως κατέγραφαν οι σύγχρονοι αρθογράφοι.

Όπως προκύπτει από πολλές μαρτυρίες, η μουσική και το τραγούδι υπήρξαν από τις κυριότερες «ιεροτελεστίες» μέσω των οποίων τα μέλη της κοινότητας επαναβεβαίωναν την κοινή τους ταυτότητα. Ο Γιάννης Κακουλίδης θυμάται τη μεγάλη εντύπωση που του έκανε μια σκηνή κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Καισαριανή το 1930. Μετά από ατελείωτο χορό και τραγούδι κάποια στιγμή ο επικεφαλής της κομπανίας βιολιστής Αναστάσης Μπαλτάς, «κάνει νόημα να σταματήσουν όλοι και αρχίζει ο τραγουδιστής της κομπανίας έναν αμανέ στα τούρκικα, με συνοδεία τον Μπαλτά με το βιολί του, και βλέπω όλα τα μάτια να τρέχουν δάκρυα. Τα έχασα κυριολεκτικά. Κοίταζα από ‘δω κι από ‘κει· όλοι κλαίγανε. Ρωτώ τη μητέρα μου: “Γιατί κλαίνε;”. “Θα σου πω στο σπίτι” μου απαντά και βέβαια σπίτι δεν μου είπε τίποτα.»[1]
Η μουσική και το τραγούδι που έκανε τους πρόσφυγες να κλαίνε από συγκίνηση, τραγουδημένο μάλιστα στα τούρκικα, για κάποιους άλλους αποτελούσε δείγμα υπανάπτυξης και παρακμής. Σε άρθρο της πειραιώτικης εφημερίδας Θάρρος, καταγράφεται το άγχος του συντάκτη για την τύχη των δημοτικών τραγουδιών, της «εθνικής» μουσικής των Ελλήνων, καθώς η δισκογραφία είχε στραφεί προς τους ανατολίτικους αμανέδες: «Απλούστατα, οι βρωμεροί αμανέδες εξορισθέντες από τον τόπον τους ευρήκαν εις την Ελλάδα μίαν δευτέραν πατρίδα, ενώ η εθνική μουσική των Ελλήνων πηγαίνει περίπατον».[2]
Οι φόβοι των ανθρώπων για τους οποίους ο αμανές ήταν ξένος, είτε διότι ήταν παλαιοελλαδίτες, είτε ακόμη και πρόσφυγες που ανήκαν στην αστική τάξη και έβλεπαν τον αμανέ ως στοιχείο πολιτισμικής παρακμής, καθησυχάστηκαν όταν τον Νοέμβριο του 1937 η δικτατορία της 4ης Αυγούστου απαγόρευσε τους αμανέδες ως «αναχρονιστικά άσματα». Αυτό που «τρόμαζε» τους γηγενείς και τους προσφυγικής καταγωγής αστούς της Αθήνας, ήταν ότι διέβλεπαν όχι μόνο στον αμανέ αλλά γενικότερα στην έντονη κοινωνικότητα των λαϊκών στρωμάτων τον κίνδυνο ανατροπής της ηθικής τάξης. Οι νέοι της «καλής τάξης» που ελκύονταν από τη μόδα του αμανέ και των «ντάνσιγκ» της Κοκκινιάς, όπου ο αμανές και το ρεμπέτικο αναμιγνύονταν με το φοξ-τροτ και το τσάρλεστον, υπήρχε κίνδυνος να «παρασυρθούν» από τις «φιλήδονες ανατολίτισσες» οι οποίες προσδοκούσαν μ’ ένα επιτυχημένο γάμο να «αποδράσουν» από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών, θέμα για το οποίο θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.   
Μπορεί λοιπόν αυτού του είδους η αρθογραφία να διαμόρφωνε τις απόψεις ανθρώπων που δεν συγχρωτίζονταν με τους πρόσφυγες, τα πράγματα όμως ήταν διαφορετικά για όσους είχαν αναπτύξει σχέσεις με το προσφυγικό στοιχείο. Οι κίνδυνοι που διέβλεπαν κάποιοι στις εκδηλώσεις του προσφυγικού λαϊκού πολιτισμού, δεν φαίνεται να ίσχυαν για ορισμένα γηγενή λαϊκά στρώματα. Σε πλήρη αντίθεση με την επιχειρηματολογία των άρθρων που παρουσιάζονταν στις εφημερίδες της εποχής, έρχονται τα λόγια του Μάρκου Βαμβακάρη αλλά και πολλών άλλων μη προσφυγικής καταγωγής δημιουργών του ρεμπέτικου. Ο Βαμβακάρης «έβλεπε» το διαφορετικό τρόπο διασκέδασης και την έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων ως ιδιαίτερα θετικό στοιχείο, γεγονός που καταδεικνύει τους ποικίλους τρόπους προσέγγισης του «προβλήματος» της πολιτισμικής ετερότητας των προσφύγων: «Αυτοί οι ανθρώποι ήτανε μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλοι οι πρόσφυγες μηδενός εξαιρουμένου. Μπορεί να δούλευε όλη τη βδομάδα σα σκύλος αλλά το Σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πάει, να δείξει, να κάνει […] Όπως μέχρι τώρα από τους πρόσφυγες, και κοντά στους πρόσφυγες μάθαν και οι δικοί μας τώρα.»[3]
Ο Βαμβακάρης διέκρινε στην καθημερινότητα των προσφύγων ένα πολιτισμικό πλούτο, ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, που έλκυε όσους γηγενείς ξεπερνούσαν τις στερεοτυπικές απεικονίσεις των προσφύγων ως «αρπακτικών» των περιουσιών τους ή «ανήθικων τουρκομεριτών» που απειλούσαν τα ήθη της Παλαιάς Ελλάδας. Σε αντίθεση με τον αρθογράφο της εφημερίδας Θάρρος, ο οποίος προειδοποιούσε για τους κινδύνους που διέτρεχε το δημοτικό τραγούδι από τη «μόδα» των αμανέδων, ο Βαμβακάρης αναφέρεται στον εμπλουτισμό της ελληνικής μουσικής που προκλήθηκε από την άφιξη μεγάλων μικρασιατών μουσικών, γεγονός που «έσπασε» τη μονοκρατορία του δημοτικού τραγουδιού ανοίγοντας το δρόμο για το ρεμπέτικο: «Πρώτα είχαμε δω πέρα, οι δικοί μας οι μουσικοί επαίζανε σχεδόν μόνο τα δημοτικά. Ποτέ κανένα μανεδάκι. Ενώ αυτοί εδώ όταν ήρθαν αρχινήσανε τσιφτετέλια, συρτά, πολλά, πολλά πράγματα. Μανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα, πολλά.»[4]
Η μεγάλη επιτυχία της μουσικής των προσφύγων, που τόσο πολύ ανησύχησε κάποιους από τους παλιούς κατοίκους της πρωτεύουσας, εντοπίζεται τόσο στην ποικιλία των ήχων και των ρυθμών της, όσο και στη σαφώς μεγαλύτερη εξοικείωση των μουσικών της με τους κανόνες της αγοράς. Αυτό συνέβη διότι στην πλειοψηφία τους οι μικρασιάτες μουσικοί «προέρχονταν από ένα γνησίως αστικό περιβάλλον», γνώριζαν πως «να ανιχνεύουν τη ζήτηση ώστε να προσανατολίζουν την παραγωγή τους» και να εκμεταλλεύονται «τις τεχνικές της διαφήμισης».[5] Τα προβλήματα που δημιουργούσε η μουσική των προσφύγων δεν αφορούσαν μόνο τους ακροατές, αλλά και τους ίδιους τους μουσικούς. Η άφιξη σπουδαίων μουσικών από τη Μ. Ασία και η κυριαρχία τους στην αγορά της εποχής, έθετε στο περιθώριο τους «παλαιοελλαδίτες» δημιουργούς και ερμηνευτές, συγκροτώντας ένα ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης προσφύγων και γηγενών. Όπως επισημαίνει ο Μανόλης Αθανασάκης:
«Στους ρυθμούς των μικρασιατικών τραγουδιών συναντάμε το συρτό, τον μπάλο, το τσιφτετέλι, τον καλαματιανό, τα ζεϊμπέκικα, τους καρσιλαμάδες, το χασάπικο και το χασαποσέρβικο. Ακόμη, έχουν καταγραφεί πολλά τραγούδια με δυτικούς ρυθμούς, όπως ταγκό, βαλς, εμβατήρια κ.α. […] Για τους λόγους αυτούς ελάχιστοι απ’ τους “Παλαιοελλαδίτες” συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές μπορούσαν να επιβιώσουν και να διακριθούν σ’ αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον».[6] 

    Η «προκλητικότητα» της ανατολίτισσας

    Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση για τα χρηστά ήθη των γηγενών πήγαζε από τον έκδηλο «ηδονισμό» των «γυναικών της Ανατολής». Το αρνητικό στερεότυπο της «φιλήδονης» προσφυγοπούλας, ανεξάρτητα από την οικονομική της επιφάνεια και την κοινωνική της καταγωγή, υπήρξε δημοφιλές ανάμεσα στους γηγενείς. Οι αναφορές στις εφημερίδες και τα περιοδικά του Μεσοπολέμου, συγκρότησαν την εικόνα της προσφυγοπούλας των λαϊκών συνοικιών, η οποία μέσα από τη σύναψη σχέσεων με γηγενείς νέους επεδίωκε την εξασφάλιση μιας καλλίτερης ζωής μακριά από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών.

    Σε αυτά τα άρθρα αποτυπώνονταν εικόνες γυναικών που κάπνιζαν επιδεικτικά, φορούσαν ρούχα που αποκάλυπταν τους ώμους και τις γάμπες τους, χόρευαν προκλητικά με διάφορους άνδρες και τραγουδούσαν άσεμνα τραγούδια. Η έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων γινόταν αντιληπτή από τους γηγενείς, σε ότι είχε να κάνει με το γυναικείο προσφυγικό πληθυσμό, ως στοιχείο ηθικής έκπτωσης. Η κοινωνικότητα των προσφύγων, ο διαφορετικός τρόπος διασκέδασης και η βαρύτητα που αυτή είχε για την οργάνωση της καθημερινότητάς τους, αποτυπώνεται παραστατικά στην αφήγηση μιας Αρμένισσας που επισκέφτηκε τη συνοικία της Κοκκινιάς:
    «Μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά. Λες και ήταν πανηγύρι. Πολύς κόσμος κυκλοφορούσε χαρούμενος. Ταβέρνες, καφενεία γεμάτα κόσμο. Ορχήστρες ανατολίτικες. Κορίτσια τραγουδούσαν στη σειρά καθισμένες με τους οργανοπαίκτες. Τα πεζοδρόμια μέχρι και το δρόμο γεμάτα τραπεζάκια. Τα ούζα, τα σις κεμπάπ, τα τζατζίκια, οι παστουρμάδες και τα σαγανάκια μοσκοβολούσαν».[7]
    Η περιγραφή της «διαφορετικής» Κοκκινιάς ολοκληρώνονταν με την αναφορά στις σχέσεις ανάμεσα στους γηγενείς νέους και τις προσφυγοπούλες. Οι νέοι αυτοί που ελκύονταν από τη ζωή μιας συνοικίας, η οποία δεν «έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά», «παρασύρονταν» από τα «θέλγητρα» των «γυναικών της ανατολής», σ’ ένα «εξωτικό» περιβάλλον όπου η μουσική, το ποτό, ο χορός και το φαγητό, συνέθεταν το «σκηνικό». Η αντίληψη των γηγενών για τις προσφυγοπούλες που προσπαθούσαν να «τυλίξουν» τα αγόρια τους, καταγράφεται παραστατικά στη συνέχεια της περιγραφής για τη ζωή στην Κοκκινιά, η οποία είχε μετατραπεί σε κέντρο διασκέδασης όχι μόνο του Πειραιά αλλά και της Αθήνας:
    «Εδώ […] πέφτει πολύ χρήμα. Όλοι οι νέοι της Αθήνας και του Πειραιά έρχονται για να διασκεδάσουν. Έχουν ξετρελαθεί με τα κορίτσια, τις προσφυγοπούλες. Τις βρίσκουν πιο όμορφες και πιο εξελιγμένες. Στην αρχή ήρθαν για διασκέδαση και να βρουν καμία καμωματού. Όμως γρήγορα του τυλίγει κάποια και παντρεύονται. Οι ντόπιοι έχουν κατατρομάξει για τα παιδιά τους. Τα χάνουν από το δικό τους περιβάλλον. Κάθε γονιός φοβάται μην τυχόν πάρει ο γιος του καμία προσφυγοπούλα δίχως προίκα».[8]   
    Το στερεότυπο για τη «φιλήδονη ανατολίτισσα» δεν περιορίζονταν στην περίπτωση των κοριτσιών από τις φτωχές προσφυγικές συνοικίες. Για διαφορετικούς λόγους, στο «στόχαστρο» των επικρίσεων βρέθηκαν και οι εύπορες γυναίκες προσφυγικής καταγωγής. Στη δική τους περίπτωση το πρόβλημα δεν εντοπίζονταν στην προσπάθειά τους να «παρασύρουν» τους νέους γηγενείς σε ένα «κερδοφόρο» γάμο, αλλά στο «νεοπλουτισμό» τους, στη διεκδίκηση δηλαδή μιας θέσης στην αθηναϊκή αστική τάξη. Μια από τις χαρακτηριστικότερες και πλουσιότερες σε εικόνες καταγραφές αυτού του στερεοτύπου προσφέρει μακροσκελές άρθρο του «δυτικοτραφή» αστού συγγραφέα Κώστα Ουράνη στην εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος στις 10 Ιουλίου 1923. Σε αυτό το άρθρο ο Ουράνης προσπαθούσε να θέσει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα «νεόπλουτα θηλυκά» και τις «κυρίες» που προέρχονταν από την παλαιά αθηναϊκή αστική τάξη. Παρ’ όλα αυτά, σε μια δεύτερη ανάγνωση, τα λόγια του αντανακλούν μια διττή αίσθηση απώθησης και παράλληλα γοητείας που προκαλούσε η παρουσία τους, οι «χυδαίοι» αλλά και ταυτόχρονα ελκυστικοί τρόποι τους:
    «Είναι γυναίκες που αρέσκονται πολύ να προκαλούν. Έχουν λευκή και απαλή επιδερμίδα, είναι όλες με υποβλητικές καμπυλότητες […] και μάτια […] γεμάτα ηδονισμό […] Αρέσκονται […] σε μια πολυτέλεια νεοπλουτική, στα φαγητά με παχιές σάλτσες, […] στις πολύ δυνατές μυρωδιές και στις θορυβώδεις διασκεδάσεις, τις γεμάτες σπατάλη και χυδαία χαρά […] καπνίζουν με ηδονή και αγαπούν να είναι διαρκώς άνεργες και να φλυαρούν. Δεν έχουν πάνω τους καμία αρχοντιά […] Δεν είναι “κυρίες”. Είναι θηλυκά. Το κλίμα της Ανατολής τις έκανε μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες […] Πολλές, υπό το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει το μεσοφόρι, όταν δε περπατούν μέσα στον ήλιο οι γραμμές του σώματός των διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια. Με γυμνούς λαιμούς, με γυμνά μπράτσα […] προκαλούν την προσοχή που ανοίγει το στόμα και ξυπνούν αιφνίδιους πόθους […] Κάπου κάπου βλέπει κανείς μερικές νεαρές γυναίκες ντυμένες με διακριτική κομψότητα, με βλέμμα που κοιτάζει από ψηλά, με βάδισμα αργό και περήφανο […] είναι αυτές, οι Αθηναίες. Αλλά εκτοπισμένες.»[9]
    Τα λόγια του Ουράνη αντανακλούσαν το φόβο των γηγενών – και αυτός ήταν ένας διαταξικός φόβος από την εργατική έως την αστική τάξη – για τη μορφή που θα έπαιρνε η πρωτεύουσα μετά την άφιξη των προσφύγων, για το ποιος τρόπος ζωής, ποια ήθη, θα επικρατούσαν. Η απογοήτευση, ιδιαίτερα της αστικής τάξης των παλαιών κατοίκων της πόλης, καταγράφονταν με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στα περίφημα λόγια του εκδότη της Καθημερινής Γεωργίου Βλάχου: «Το σύμβολο της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από την “προσφυγικήν αγέλην”. Η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη μόνο των “καθαρών” Ελλήνων, αλλά και πόλη των προσφύγων».[10]

    Ο κεντρικός ρόλος που είχαν οι γυναίκες στη δημόσια ζωή των προσφυγικών συνοικισμών, δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας διαδικασίας χειραφέτησής τους. Οι ανάγκες της επιβίωσης «αναβάθμισαν» το ρόλο της γυναίκας στις προσφυγικές συνοικίες. Ήταν αυτές οι ανάγκες που «ώθησαν» μαζικά τις γυναίκες προς την εργασία και την «έξοδο» στο δημόσιο χώρο. Ανεξάρτητα από το μεγάλο ποσοστό οικογενειών ορφανών από πατέρα, οι μητέρες και οι κόρες τους ανέλαβαν ένα μεγάλο κομμάτι για το βιοπορισμό κάθε προσφυγικής οικογένειας.
    Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρονται σε πίνακα της Κοινωνίας των Εθνών που συντάχθηκε τον Ιούνιο του 1926, για την αναλογία των κατοίκων σε σχέση με το φύλλο και την ηλικία στις τέσσερις μεγάλες προσφυγικές συνοικίες. Στις ηλικίες άνω των 16 ετών, καταγράφηκαν 2.392 άνδρες και 4.479 γυναίκες στο Βύρωνα, 2.367 άνδρες και 4.268 γυναίκες στην Καισαριανή, 4.030 άνδρες και 6.360 γυναίκες στη Νέα Ιωνία και 7.240 άνδρες και 11.068 άνδρες στην Κοκκινιά.[11] Έτσι στους τέσσερις παραπάνω μεγαλύτερους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας, είχαν εγκατασταθεί το 1926, συνολικά 16.029 άνδρες και 26.175 γυναίκες άνω των 16 ετών, γεγονός που πιστοποιεί τη μεγάλη ανισοκατανομή ανάμεσα στα δύο φύλλα και τον εκ των πραγμάτων σημαντικό ρόλο που καλούνταν να διαδραματίσουν οι γυναίκες στην προσπάθεια των προσφύγων να ανασυγκροτηθούν οικονομικά και κοινωνικά.
    Η μαζική γυναικεία εργασία, η έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων, αλλά και πιθανότατα τα χαμηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού που κατέγραφαν οι γυναίκες προσφυγικής καταγωγής σε σχέση με τις γηγενείς - σύμφωνα με τον Α. Αιγίδη, η απογραφή πληθυσμού του 1928 αποδείκνυε «ότι η γυναικεία παίδευσις είχε προοδεύσει μεταξύ του υποδούλου Ελληνισμού πολύ ενωρίτερον από τον ελεύθερον, διότι εκείνος είχεν εγκαταλείψει εγκαιρότερον τας οπισθοδρομικάς περί γυναικός αρχάς του παρελθόντος αιώνος και ίδρυσεν ενωρίτερον ανώτερα εκπαιδευτήρια της θηλείας νεότητος»[12] - παρουσίαζαν μια «απειλητική» εικόνα για την επικρατούσα ηθική τάξη.
    Οι επιπτώσεις του «προσφυγικού πολιτισμικού σοκ» στην αθηναϊκή και γενικότερα ελληνική κοινωνία δεν ήταν μονοσήμαντες. Η εισαγωγή πολλών νέων και διαφορετικών «τρόπων ζωής» δημιούργησε αντιδράσεις που πολλές φορές ξεπερνούσαν το δίπολο πρόσφυγες – γηγενείς. Πίσω από τις αντιδράσεις του αστικού κόσμου, μέσω των εφημερίδων και των περιοδικών της εποχής, μπορεί κανείς να διακρίνει τη διαμάχη ανάμεσα στον «ανώτερο» πολιτισμό της αστικής τάξης και τον «ευτελή» των λαϊκών στρωμάτων. Ανεξάρτητα λοιπόν από τη γηγενή ή προσφυγική καταγωγή της – π.χ. στο «μέτωπο» που δημιουργήθηκε ενάντια στον αμανέ συμμετείχαν και πρόσφυγες των μεσοαστικών ή και ανώτερων αστικών στρωμάτων που έβλεπαν σ’ αυτόν ένα θλιβερό απομεινάρι της οθωμανικής «σκλαβιάς» – η αστική τάξη της πόλης εκλάμβανε την έντονη κοινωνικότητα και την κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων ως απειλή απέναντι στην επικρατούσα ηθική τάξη.
    Η άφιξη των προσφύγων - δεδομένης της κοινωνικής «ισοπέδωσης» που υπέστησαν καθώς ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση που κατείχαν στις χριστιανικές κοινότητες των μικρασιατικών παραλίων αποτελούσαν πλέον ένα εξαθλιωμένο αδιαφοροποίητο σύνολο – λειτούργησε ευεργετικά για την ανάπτυξη του λαϊκού πολιτισμού στην Αθήνα. Η άνθηση που γνώρισε η λαϊκή κουλτούρα στο Μεσοπόλεμο, αντιμετωπίστηκε ως απειλή από τη γηγενή και προσφυγική αστική τάξη, οδηγώντας στις διώξεις και απαγορεύσεις των κύριων εκφράσεών της (ρεμπέτικα, χασικλίδικα, αμανέδες, καραγκιόζης) κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, υπό την υποστήριξη και τους επαίνους της αστικής τάξης.
    Η δυναμική εμφάνιση του λαϊκού πολιτισμού μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα – η οποία σε μεγάλο βαθμό είχε να κάνει με την άμεση και ευρεία «συνάντηση» της μικρασιάτικης και της ντόπιας λαϊκής κουλτούρας στο αστικό περιβάλλον της πόλης με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη λαϊκή μουσική της πόλης, το ρεμπέτικο – «έσπαγε» το δίπολο πρόσφυγες και γηγενείς, συγκροτώντας μια ταξική «συμμαχία» ανάμεσα σε γηγενείς και πρόσφυγες αστούς που αισθάνονταν ότι απειλείται η πρωτοκαθεδρία της «ανώτερης» κουλτούρας.    

    *Διαβάστε αύριο το τέταρτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος για το προσφυγικό ζήτημα στην μεσοπολεμική Αθήνα


    [1] Κακουλίδης, Τα παιδιά της βροχής, σ. 25.
    [2] Θάρρος, 14 Ιανουαρίου 1935, παρατίθεται στο Κώστας Βλησίδης, Όψεις του ρεμπέτικου, Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2004, σ. 19.
    [3] Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Μάρκος Βαμβακάρης. Αυτοβιογραφία, Αθήνα, Παπαζήσης, 1978, σ. 96.
    [4] Στο ίδιο.
    [5] Μανόλης Αθανασάκης, «Ρεμπέτικο, το τραγούδι των ξεριζωμένων», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμος Β1, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002, σ. 170.
    [6] Στο ίδιο, σ. 171.
    [7] Παρατίθεται στο Νέαρχος Γεωργιάδης, Ρεμπέτικο και πολιτική, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1999, σ. 36.
    [8] Στο ίδιο.
    [9] Παρατίθεται στο Βασίλης Τζανακάρης, Στο όνομα της προσφυγίας. Από τα δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922 στην αβασίλευτη δημοκρατία του 1924, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2009, σ. 168-170.
    [10] Από άρθρο του Γ. Βλάχου στην Καθημερινή της 16 Ιουλίου 1928, παρατίθεται στο Σπύρος Καράβας, «Η προσφυγική ψήφος στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο του μεσοπολέμου», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 9ος, 1992, σ. 142.
    [11] Κοινωνία των Εθνών, Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, Φιλοκτήτης και Μαρία Βεϊνόγλου (μτφ.), Αθήνα, Τροχαλία, 1997, σ. 144.
    [12] Παρατίθεται στο Λίζα Μιχελή, Προσφύγων βίος και πολιτισμός. Από τις πόλεις της Ελάσσονος Ασίας στα τοπία της παράγκας και του πισσόχαρτου, Αθήνα, Δρώμενα, 1992, σ. 216. 


    ΠΗΓΗ
    26,27,28-10-2013


    ΑΘΗΝΑ. Πρόσφυγες στο δημοτικό Θέατρο (1922)





    ΣΧΕΤΙΚΑ   

    Πρόσφυγες του 1922, Σμύρνη, Αθήνα, Πειραιάς (George Magarian)




    Προσφυγικό ζήτημα (μικρασιατική καταστροφή)
    ΤΟ 1922 ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
    Απόγονοι Μικρασιατών