Το τέλος του αμερικανικού ονείρου

Το τέλος του αμερικανικού ονείρου

Καθώς οι οικονομολόγοι αναγγέλλουν ότι η μεταπολεμική ευημερία έληξε οριστικά, το ΒΗmagazino εξετάζει τον ασθενή

«Οι ερινύες δεν σταματούν ποτέ»: σύντομος, προκλητικός, ποιητικός, ο τίτλος του περιοδικού «New York Magazine» θα κέρδιζε πιθανότατα σε έναν άτυπο διαγωνισμό. Οχι, βέβαια, ότι το θεσμικό χάος μεταξύ Κογκρέσου και Λευκού Οίκου που εκτυλίσσεται από τις αρχές του μήνα στην Ουάσιγκτον περιγράφεται εύκολα. Στο φόντο της σύγκρουσης των Ρεπουμπλικανών με τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα για τον νόμο περί δημόσιου συστήματος Υγείας (Obamacare), η αμερικανική οικονομία ισορροπεί στο χείλος ενός γκρεμού ύψους 16,7 τρισ. δολαρίων - το συνταγματικά κατοχυρωμένο τρέχον όριο δανεισμού της χώρας το οποίο η κυβέρνηση απαγορεύεται να υπερβεί. Αν η πολιτική ηγεσία δεν ερχόταν άμεσα σε συμβιβασμό για την αύξησή του την ενδεκάτη ώρα (κι αυτός μόνο προσωρινός, επομένως τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο του 2014 το έργο ίσως επαναληφθεί), παραμονεύει το άγνωστο: με τα ταμειακά διαθέσιμα στο κόκκινο «θα μπορούσαν να επηρεαστούν σοβαρά οι χρηματαγορές, η οικονομική ανάκαμψη, η απασχόληση και οι αποταμιεύσεις εκατομμυρίων Αμερικανών» δήλωνε διόλου καθησυχαστικά την Παρασκευή 11 Οκτωβρίου ο υπουργός Οικονομικών Τζακ Λου.

Και αν όλα αυτά δεν είναι απλώς πολιτικές αντιπαραθέσεις ή οικονομικές αλχημείες, αλλά συμπτώματα μιας ευρύτερης ασθένειας; Από το τέλος του 2012 ο διάσημος αμερικανός μακροοικονομολόγος Ρόμπερτ Τζ. Γκόρντον, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν, εντάσσει τα θεσμικά αδιέξοδα των ΗΠΑ και τις περιπλοκές του δημόσιου χρέους τους σε ένα μεγάλο αφήγημα που αναμένεται να αναπτύξει στο υπό συγγραφή βιβλίο του «Beyond the Rainbow: The American Standard of Living Since the Civil War» (εκδ. Princeton University Press). Η περίληψή του; Η αμερικανική μεταπολεμική ευμάρεια (και μαζί της η ευρωπαϊκή;) έχουν λάβει οριστικά τέλος.

Ο αμερικανός ασθενής

«Από το 1891 ως το 2007», γράφει σε μια απλοποιημένη εκδοχή της επιχειρηματολογίας του στη «Wall Street Journal», «το αμερικανικό έθνος βίωσε μια ρωμαλέα ετήσια παραγωγική ανάπτυξη της τάξεως του 2% κατ' άτομο. (...) Ο ρυθμός αυτός επέτρεπε να διπλασιάζεται η ποιότητα ζωής κάθε 35 χρόνια». Κάθε γενιά, με άλλα λόγια, μπορούσε να υπολογίζει σε εκπαιδευτικές προοπτικές, επαγγελματική ανέλιξη και βιοτικό επίπεδο 100% υψηλότερο από εκείνο των γονέων της. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Γκόρντον, κάτι τέτοιο στο μέλλον θα απαιτεί κατά πάσα πιθανότητα τρεις γενιές - ή έναν ολόκληρο αιώνα.

Τα αίτια της δραματικής επιβράδυνσης είναι πολλαπλά: η γήρανση του αμερικανικού πληθυσμού, η στασιμότητα της Παιδείας, το αυξανόμενο κόστος της υγειονομικής περίθαλψης και των ενεργειακών πηγών, οι επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης, η άνοδος των ανισοτήτων, η δημοσιονομική λιτότητα ως μέτρο συγκράτησης του καλπάζοντος δημόσιου χρέους. Στο υπόβαθρο όλων των παραπάνω βρίσκεται η ιδιαιτερότητα που αποδίδει στο ιστορικό γεγονός της «Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης».

Τα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή της εξάπλωσης του ηλεκτρισμού, της κατασκευής της μηχανής εσωτερικής καύσεως και της διάδοσης του αυτοκινήτου, της επινόησης του τηλεφώνου, του φωνόγραφου και του κινηματογράφου, εξαπέλυσαν δυνάμεις μοναδικές και ανεπανάληπτες στην ανθρώπινη Ιστορία - με έμφαση στο «ανεπανάληπτες». Για τον Γκόρντον όσα ακολούθησαν (τηλεόραση, υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα) ήταν προεκτάσεις των δραματικών εκείνων καινοτομιών, όχι αυτοτελείς νέες κατευθύνσεις. Η αλήθεια είναι, έλεγε στο περιοδικό «New York Magazine» στις 21 Ιουλίου, ότι για να συντηρήσει απλώς την τωρινή ευρωστία της η αμερικανική οικονομία «χρειαζόμαστε καινοτομίες οκτώ φορές σημαντικότερες από τις προηγούμενες». Και πόσο πιθανό είναι να προκύπτει σε τακτική βάση μια Βιομηχανική Επανάσταση μεγεθυσμένη επί οκτώ;

Λόγοι και αντίλογοι

Αντιρρήσεις υπάρχουν. Ο Ερικ Μπρίνγιολφσον του ΜΙΤ, για παράδειγμα, ειδικός στα οικονομικά της τεχνολογίας, αφού άκουσε προσεκτικά τον Γκόρντον να εκθέτει την προσεχή ζοφερότητα στο ετήσιο συνέδριο TED την άνοιξη του 2013 στο Λονγκ Μπιτς, δήλωσε πειστικά: «Η ανάπτυξη δεν πέθανε». Για τον Μπρίνγιολφσον, η ανθρωπότητα βρίσκεται στο κατώφλι της επανάστασης της τεχνητής νοημοσύνης που θα συμπαρασύρει το υπόλοιπο οικοδόμημα σε μια κούρσα προς το μέλλον: «Σκεφτείτε ότι ένα παιδικό PlayStation σήμερα διαθέτει περισσότερη ισχύ από έναν οποιονδήποτε στρατιωτικό υπερυπολογιστή του 1996».

Σε επίπεδο κατώτερο του ακαδημαϊκού, η αισιοδοξία δεν παύει να πετά σε άσπρα σύννεφα: ο Αλ Γκορ μόλις εξέδωσε το νέο βιβλίο του με τίτλο «The Future» (εκδ. Random House), όπου απαριθμεί «έξι κινητήριες δυνάμεις της παγκόσμιας αλλαγής», ο συγγραφέας έργων εκλαϊκευμένης επιστήμης και θεωρητικός της επικοινωνίας Στίβεν Τζόνσον βλέπει στο «Future Perfect» (εκδ. Penguin) την πρόοδο να έρχεται καταπάνω μας με τη μορφή μιας «δικτυωμένης εποχής». Ακόμη, όμως, και όσοι τεκμηριωμένα αντικρούουν τον Γκόρντον δεν δηλώνουν τυφλοί - υπάρχει όντως ένα χέρι που γράφει κάτι στον τοίχο, το ερώτημα είναι αν πρόκειται για τις βιβλικές λέξεις «μανή, θεκέλ, φάρες» που ανήγγειλαν το τέλος της βαβυλωνιακής ηγεμονίας. Μιλώντας στο «New York Magazine», ο ίδιος ο Μπρίνγιολφσον σημειώνει ότι το 65% των αμερικανών εργαζομένων σήμερα δραστηριοποιείται στην «επεξεργασία πληροφοριών», διαδικασία που η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να εκτελέσει καλύτερα, ακριβέστερα και γρηγορότερα από τον άνθρωπο. Αρα; «Το πρόβλημα είναι οι δουλειές» παραδέχεται.

Το κοινό ευρωπαϊκό βαγόνι

Τι υπαινίσσονται, ωστόσο, όλα αυτά για εμάς εδώ στην Ευρώπη; Περίπου όσα θα σήμαιναν και οι διαταραχές στην τροχιά ενός πλανήτη για τους δορυφόρους του. Διαχρονικά η Αμερική λειτούργησε ως η ατμομηχανή της Δύσης, η Ευρώπη ως ο συρμός της. Παρ' ότι ο Παγκόσμιος Δείκτης Καινοτομίας (Global Innovation Index) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταγράφει έξι μέλη της ΕΕ εντός της πρώτης δεκάδας για το 2012, παρά το επίτευγμα του CERN και του Μεγάλου Επιταχυντή Αδρονίων, η διανοητική πρωτοπορία συμβαδίζει με την επιχειρηματική υστέρηση: επιστημονική πρόοδος, μηδέν απασχόληση, ολόκληρη η σαιξπηρική τραγωδία της Γηραιάς Ηπείρου με δυο λόγια. Και το ευρωπαϊκό μοντέλο, μείξη κεϊνσιανισμού και ελεύθερης αγοράς πλασμένη σε άλλους καιρούς για άλλους κανόνες, λαμβάνοντας αντικρουόμενα σήματα στη διασταύρωση νομισματικής αναταραχής και πολιτικής απραξίας, έχει κάνει στάση από το 2008, όταν οι τράπεζες εισέπραξαν τα γραμμάτια της αμερικανικής κρίσης των ενυπόθηκων δανείων: 26 εκατ. ανέργους, 120 εκατ. νέους κάτω από το όριο της φτώχειας καταμετρά διεθνής έρευνα του Ερυθρού Σταυρού για το α΄ εξάμηνο του 2013.

Υπάρχει μια διάχυτη δυσθυμία στον αέρα της ηπείρου και η έκφρασή της αλλού κινητοποιεί 

«αγανακτισμένους» του Διαδικτύου, αλλού παράγει απελπισμένους νέους, αλλού εκτρέφει οπαδούς της Ακροδεξιάς - όλοι έτοιμοι για σύγκρουση με τους κρατούντες, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης. Το αδιέξοδο των τελευταίων διατυπώνουν επιγραμματικά οι διεθνούς φήμης καθηγητές Νταρόν Ατσέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον των Πανεπιστημίων ΜΙΤ και Χάρβαρντ αντίστοιχα, σε ένα υποκεφάλαιο του βιβλίου τους «Why Nations Fail» (εκδ. Profile): «Δεν μπορείς να κατασκευάσεις μηχανικά την ευημερία».  

Για το άπιαστο όραμα της οργανικής συγκρότησης της ευημερίας, το ζητούμενο των ημερών, ο Ρόμπερτ Γκόρντον δεν έχει και πολλά να μας πει. Στην καλύτερη περίπτωση υπόσχεται στην Αμερική μια αναιμική ανάπτυξη της τάξεως του 1%, ενώ η μόνη βεβαιότητά του, που τεκμηριώνεται και από ανεξάρτητα στοιχεία, είναι αυτή της αύξουσας ανισότητας: εντός του 2012, σύμφωνα με δεδομένα ερευνητών του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, ο λόγος της στις ΗΠΑ ξεπέρασε το προηγούμενο ρεκόρ του 1928 - έτους πριν από το «κραχ» της Γουόλ Στριτ. Αν οι προβλέψεις ακόμη και σοβαρότατων οικονομολόγων δεν είχαν πέσει θεαματικά έξω την τελευταία πενταετία, ίσως και να ενέδιδε κανείς προκαταβολικά στον πειρασμό της κατάθλιψης.  

[*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013]
KAΡΑΣΑΡΙΝΗΣ ΜΑΡΚΟΣ

ΠΗΓΗ