Η εκδίκηση της ψαροκασέλας

(...)
Η ψαροκασέλα επανήλθε θριαμβευτικά στη ζωή μας, μαζί της και η παράδοση που αρνηθήκαμε και πληγώσαμε. Η οποία αποδεικνύεται (ευτυχώς) εφτάψυχη και άκρως ικανή να συνδιαλεχθεί αρμονικά και δημιουργικά με την εξέλιξη, το νέο, το μοντέρνο. Αυτή είναι η εκδίκησή της. Αλλά και η δική μας ευκαιρία να θυμηθούμε πράγματα που είχαμε ξεχάσει και που σήμερα - στην εποχή, επιπλέον, της ομογενοποίησης, όπου όλα τα σπίτια μοιάζουν να είναι το ίδιο σπίτι - γλυκαίνουν την καθημερινότητά μας.
(...)



Αφού υποβαθμίσαμε και πετάξαμε τα ταπεινά αντικείμενα του πατρικού σπιτιού, τώρα πληρώνουμε αδρά για να τα αποκτήσουμε ξανά

Παρατηρώ κάτι ολόλευκα, άκρως μινιμαλιστικά, νησιώτικα σπίτια στις σελίδες των περιοδικών, η αναπαλαίωση των οποίων θα πρέπει να στοίχισε πολλά χρήματα. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, διακοσμητές και όποιος άλλος συμμετείχε στο φιλόδοξο σχέδιο μπορούν να είναι υπερήφανοι για τη δουλειά τους. Με πιο υπερήφανους από όλους τους ιδιοκτήτες, οι οποίοι όχι μόνο απέκτησαν την εξοχική κατοικία των ονείρων τους, αλλά έβαλαν και ένα λιθαράκι στην αναβίωση-διατήρηση της ελληνικής παράδοσης στήνοντας ένα σπιτικό που σέβεται την τοπική αρχιτεκτονική.

Δεν μπορώ, όμως, να μη χαμογελάσω ειρωνικά όποτε, για παράδειγμα, βλέπω το φανάρι - εκείνο το «κλουβί» από μέταλλο, σύρμα και ξύλο που χρησιμοποιούσαν οι γιαγιάδες μας για να συντηρούν τα τρόφιμα και να τα προφυλάσσουν από έντομα ή ποντίκια, όταν ακόμη δεν είχαν ηλεκτρικό ψυγείο - να κρέμεται από το ταβάνι όχι της κουζίνας, αλλά του σαλονιού ως... εικαστική λεπτομέρεια, ως σκελετός σε ένα ντιζαϊνάτο φωτιστικό οροφής, ως κηροπήγιο-θήκη για πανάκριβα κεριά με άρωμα μπισκότου, lemon pie κτλ., τα οποία συνήθως λυπάσαι να κάψεις. Ή όταν βλέπω τη φουφού για τα ψάρια, η θέση της οποίας ήταν πάντα στην αυλή, να δεσπόζει πάνω στην κρυστάλλινη τραπεζαρία ως κασπό για μπονσάι. Μου φαίνεται κωμικό, αντικείμενα τόσο ταπεινά όσο αυτά (και άλλα πολλά) να ανασύρονται από τις αποθήκες με τα αζήτητα και να επανεμφανίζονται ως «ψαγμένα» μπιμπελό σε σαλόνια απίστευτης (ενίοτε μέσα στην απλότητά τους) πολυτέλειας.

Τα σίδερα με το κάρβουνο γίνονται ανθοδοχεία για συνθέσεις ικεμπάνα. Οι προχειροκαρφωμένες, σχεδόν αυτοσχέδιες, ξύλινες πιατοθήκες βάφονται με «τολμηρά» χρώματα για να φιλοξενήσουν τα, διακοσμητικά πλέον, τσίγκινα πιάτα με τις ζωγραφιές που σταματήσαμε να χρησιμοποιούμε όταν μάθαμε ότι ο τσίγκος μπορεί να είναι επικίνδυνος για την υγεία μας. Το πρώτο ψυγείο της οικογένειας, το οποίο λειτουργούσε με πλάκες πάγου που αγόραζες από τον παγοπώλη, περνάει στο σαλόνι και γίνεται αποθηκευτικό ερμάριο για πούρα - Αβάνας ή μη. Στο ράφι από πάνω του, τοποθετημένα στη σειρά, μερικά ακροκέραμα: έχουν περισσέψει από τα νεοκλασικά που κατέρρευσαν ή κατεδαφίστηκαν, προκειμένου να αποκτήσει η νιόπαντρη κόρη του ιδιοκτήτη τους ρετιρέ διαμπερές, και τα αγόρασαν από το Μοναστηράκι έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, για να πέσει λίγο η εξωφρενική τιμή τους. Στοιχίζει, είναι αλήθεια, η επιστροφή στην παράδοση, σε ένα αγαθό που, αφού το απωλέσαμε, ξανάγινε μόδα.

Ωραία μόδα, δεν λέω, όμως δεν μπορώ και να μην επισημάνω τον παραλογισμό: αυτά που είχαμε στα χέρια μας, αφού τα υποβαθμίσαμε και τα πετάξαμε, τώρα τα χρυσοπληρώνουμε για να τα αποκτήσουμε ξανά. Επρεπε να προσλάβουμε διακοσμητή για να ξαναθυμηθούμε τη νησιώτικη λιτότητα που χαρακτήριζε τα σπίτια των γιαγιάδων μας, γυναικών που, παρ' ότι δεν είχαν ιδέα από αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων, έφτιαξαν πρώτες τα περιβάλλοντα που τώρα διαφημίζονται ως η επιτομή της αιγαιοπελαγίτικης αρχοντιάς, για την αναβίωση της οποίας φέρνουμε ακόμη και «ειδικούς» από το εξωτερικό: το ασπρόμαυρο (ή, τέλος πάντων, το δίχρωμο) πλακάκι στο πάτωμα της κουζίνας, το ξύλινο βαμμένο πάτωμα στο σαλόνι και στις κρεβατοκάμαρες, το λευκό των τοίχων, τις γλάστρες με τα βασιλικά και το τρισαΐ (το λένε και αρμπαρόριζα) στα παράθυρα τα γνωρίζαμε προτού τα ανακαλύψουν οι αγγλίδες και οι αμερικανίδες Μάρθες Στιούαρτ που ήρθαν από το πουθενά για να μας δείξουν τα αμπελοχώραφά μας.

Επρεπε να εγκαταλειφθούν και να γκρεμιστούν χωριά ολόκληρα στη Βόρεια Ελλάδα για να θυμηθούμε τη γοητεία της πέτρας και να αρχίσουμε να μετατρέπουμε τα χαλάσματα σε ακριβούς ξενώνες. Επρεπε να πουλήσουμε το παλιό μεταλλικό κρεβάτι ως παλιοσίδερα στον παλιατζή για να το ξαναγοράσουμε, όταν το είδαμε να πλασάρεται από τα περιοδικά διακόσμησης ως το άκρον άωτον της κομψότητας που πωλείται χρυσάφι. Μας πήρε πολύ χρόνο για να επανεκτιμήσουμε τα υψηλής (ενίοτε) αισθητικής αντικείμενα-έπιπλα της οικογένειάς μας που κάποτε θεωρούσαμε... ενοχοποιητικά στοιχεία της ταπεινής καταγωγής μας. Μας πήρε πολύ χρόνο για να αναγνωρίσουμε τη φινέτσα του ζωγραφισμένου από κάποιον αυτοδίδακτο καλλιτέχνη μπαούλου με τα μάλλινα: το βαφτίσαμε ψαροκασέλα και το αποσύραμε στην αποθήκη, για να το θυμηθούμε όταν κόντευε να διαλυθεί από το σαράκι και να το πλακώσουμε στις ενέσεις, ελπίζοντας στην «ανάστασή» του.

Η ψαροκασέλα επανήλθε θριαμβευτικά στη ζωή μας, μαζί της και η παράδοση που αρνηθήκαμε και πληγώσαμε. Η οποία αποδεικνύεται (ευτυχώς) εφτάψυχη και άκρως ικανή να συνδιαλεχθεί αρμονικά και δημιουργικά με την εξέλιξη, το νέο, το μοντέρνο. Αυτή είναι η εκδίκησή της. Αλλά και η δική μας ευκαιρία να θυμηθούμε πράγματα που είχαμε ξεχάσει και που σήμερα - στην εποχή, επιπλέον, της ομογενοποίησης, όπου όλα τα σπίτια μοιάζουν να είναι το ίδιο σπίτι - γλυκαίνουν την καθημερινότητά μας. Να θυμηθούμε, για παράδειγμα, ότι ήμασταν τα παιδιά που έπρεπε να φάνε όλη τη σούπα τους για να εμφανιστεί στον πάτο του τσίγκινου πιάτου η ζωγραφιά με το λιβάδι και τα δύο προβατάκια ή με τα λουλούδια και την πολύχρωμη πεταλούδα... 

 Βίδος Κοσμάς 
''BHmagazino''  
13 Οκτωβρίου 2013