Η λογική του Keynes
Αυτό που βέβαια μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι ο πλούτος του ή ο τρόπος απόκτησης του, αλλά το ότι γνώριζε και σεβόταν τις ανησυχίες των πλουσίων – μία εκ των οποίων είναι η ασφάλεια των χρημάτων τους, με την έννοια της σωστής τοποθέτησης τους.
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σίγουρα ενδιαφέρουσες οι σκέψεις του, με βάση τις οποίες η καλύτερη επένδυση των πλουσίων μίας χώρας, εφόσον δεν σχεδιάζουν να την εγκαταλείψουν, είναι η πληρωμή υψηλότερων φόρων και μισθών – φυσικά υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης ενός σταθερού και ορθολογικού φορολογικού πλαισίου, ενός «φιλικού», μη γραφειοκρατικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς επίσης μίας μη διεφθαρμένης πολιτικής ηγεσίας, η οποία να έχει την εμπιστοσύνη των Πολιτών.
Με την πρώτη ματιά βέβαια, η σκέψη αυτή φαίνεται ανόητη – αφού τόσο οι φόροι, όσο και οι αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων, μειώνουν τα καθαρά έσοδα των πλουσίων. Εν τούτοις, εάν δινόταν η απαιτούμενη σημασία στο γεγονός ότι, τα υπερβάλλοντα χρήματα, αυτά δηλαδή που δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών, δεν έχουν αξία (αυτού καθαυτού), ενώ η ασφαλής επένδυση τους δεν είναι καθόλου εύκολη, ίσως κατανοούσαμε τη συγκεκριμένη σκέψη.
Ειδικότερα, η «τοποθέτηση» τους στο κράτος (φόροι), καθώς επίσης στους εργαζομένους (μισθοί) έχει ένα σημαντικότατο πλεονέκτημα, το οποίο τελικά πολλαπλασιάζει τα επενδυμένα χρήματα: το ότι τόσο το κράτος, όσο και οι φτωχοί εργαζόμενοι, δεν αποταμιεύουν τα επί πλέον χρήματα που εισπράττουν αλλά, αντίθετα, τα καταναλώνουν σχεδόν αμέσως.
Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται γενικότερα η ζήτηση, η οποία κάνει συμφέρουσες τις επενδύσεις στην παραγωγή – στην πραγματική οικονομία λοιπόν, αντί στις χρηματιστηριακές αγορές, όπου οι συνήθεις φούσκες που προκαλούνται καταστρέφουν κυρίως τους πλουσίους. Αυτό δεν αφορά μόνο τα ελλειμματικά κράτη, αλλά και τα πλεονασματικά – τα οποία αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, από τα ίδια τα πλεονάσματα τους.
Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, θα αναφερθούμε στο παράδειγμα της Γερμανίας – ερμηνεύοντας ταυτόχρονα την αιτία της αύξησης του δικού της χρηματιστηριακού δείκτη (DAX), σε επίπεδα ρεκόρ (προηγούμενο κείμενο):
.
Η ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Μόνο το 2012, το πλεόνασμα της Γερμανίας έφτασε τα 188 δις € – ενώ από την αρχή της παρούσης χιλιετίας έχει ανέλθει στα συνολικά 2 τρις €. Ουσιαστικά βέβαια, τα πλεονάσματα είναι αποταμιεύσεις – αφού πουλάει κανείς προϊόντα στο εξωτερικό, λαμβάνοντας έναντι αυτών χρήματα, τα οποία όμως δεν ξοδεύει.
Περαιτέρω, όταν τα πλεονάσματα αυξάνουν τις αποταμιεύσεις στη Γερμανία, στις ελλειμματικές χώρες συμβαίνει το αντίθετο: επειδή εισάγουν περισσότερα προϊόντα από αυτά που εξάγουν, αναγκάζονται να δανεισθούν από το εξωτερικό για να τα πληρώσουν.
Στην προκειμένη περίπτωση, ένας από τους μεγάλους πιστωτές ήταν η Γερμανία – η οποία υποχρεωνόταν κατά κάποιον τρόπο να δανείζει τα χρήματα που της περίσσευαν, από τα πλεονάσματα που συσσώρευε κάθε χρόνο, για να έχουν τη δυνατότητα οι ελλειμματικές χώρες να συνεχίζουν να αγοράζουν τα προϊόντα της.
Κάποια στιγμή όμως, τόσο τα κράτη στο εξωτερικό, όσο και οι επιχειρήσεις τους υπερχρεώθηκαν – με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξοφλήσουν τα χρέη τους απέναντι στη Γερμανία. Στα πλαίσια αυτά, οι Γερμανοί ιδιώτες έχουν χάσει το ποσόν των 600 δις € μεταξύ των ετών 2006 και 2012 – δηλαδή, το ένα τρίτο σχεδόν των συνολικών πλεονασμάτων της χώρας τους, από το έτος 2000.
Το ποσόν αυτό θα αυξηθεί ενδεχομένως ακόμη περισσότερο, εάν κράτη όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία κλπ. αθετήσουν τις πληρωμές των ομολόγων δανεισμού τους - αδυνατώντας με τη σειρά τους να ανταπεξέλθουν, όταν ο ιδιωτικός τους τομέας καταρρέει.
Συνεχίζοντας οι Γερμανοί ιδιώτες, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο να χάσουν ακόμη περισσότερα χρήματα, έχουν πάψει πλέον να δανείζουν το εξωτερικό. Επομένως, περιορίζονται οι εξαγωγές τους, οπότε το ΑΕΠ της χώρας τους, τα έσοδα της κοκ.
Από την άλλη πλευρά όμως, τα χρήματα που παραμένουν στο εσωτερικό της Γερμανίας πρέπει είτε να επενδυθούν, είτε να δανεισθούν σε άλλες επιχειρήσεις ή νοικοκυριά – κάτι που φυσικά είναι δύσκολο, αφού
(α) κανένας δεν επενδύει όταν μειώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης, λόγω περιορισμού των εξαγωγών - η γερμανική οικονομία αυξάνεται με ρυθμό μόλις 0,5%,
(β) τα επιτόκια δανεισμού στο εσωτερικό είναι υπερβολικά χαμηλά (άρα μη κερδοφόρα), λόγω της μεγάλης προσφοράς, ενώ
(γ) οι Γερμανοί πολίτες είναι σχεδόν φανατικοί αποταμιευτές, προτιμώντας τις τραπεζικές καταθέσεις σε μετρητά, από οτιδήποτε άλλο.
Σας αποτέλεσμα των παραπάνω, οι γερμανικές τράπεζες υποχρεώνονται να αναλαμβάνουν υψηλά ρίσκα, έχοντας στη διάθεση τους πολλά χρήματα.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, τα χρήματα καταλήγουν είτε στην αγορά ακινήτων, δημιουργώντας φούσκα (κατά την κεντρική τράπεζα της χώρας, η φούσκα υπολογίζεται στο 20% της αξίας των ακινήτων), είτε στα χρηματιστήρια.
Ακριβώς για το λόγο αυτό, ο βασικός δείκτης μετοχών (DAX) έχει φτάσει στα επίπεδα ρεκόρ των 9.000 μονάδων – χωρίς όμως να οφείλεται στα πακέτα ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Η.Π.Α. κοκ.), αφού ο δανεισμός είναι σχεδόν μηδενικός.
Κάποια στιγμή λοιπόν θα εκραγούν και οι δύο φούσκες (όσο πιο πολύ αργήσουν, τόσο πιο μεγάλες θα γίνουν), με αποτέλεσμα να χαθούν πάρα πολλά χρήματα – κυρίως βέβαια αυτά των πλουσίων, αφού και στη Γερμανία οι εισοδηματικές ανισότητες είναι τεράστιες, με το ποσοστό των φτωχών να αυξάνεται συνεχώς.
Εάν λοιπόν η Γερμανία αύξανε την εσωτερική της κατανάλωση, με τη βοήθεια των «στοχευόμενων» φόρων (μερική αναδιανομή εισοδημάτων), καθώς επίσης με τις αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων της, θα έχανε πολύ λιγότερα χρήματα – αφού δεν θα είχε ανάγκη τα εξαγωγικά πλεονάσματα, ούτε να επενδυθούν οι εξ αυτών προερχόμενες αποταμιεύσεις, σε εσωτερικές φούσκες.
Παράλληλα, θα αυξανόταν οι εξαγωγές των άλλων χωρών της Ευρωζώνης προς τη γερμανική αγορά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ξανά οι προϋποθέσεις εξόφλησης των χρεών τους προς τη Γερμανία και τις επιχειρήσεις της.
Τα γεγονότα αυτά συνηγορούν στη θέση του Keynes, σύμφωνα με την οποία η καλύτερη επένδυση των πλουσίων μίας χώρας, εφόσον φυσικά δεν σχεδιάζουν να την εγκαταλείψουν, είναι η πληρωμή υψηλότερων φόρων και μισθών.
Παρά το ότι όμως το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας δεν λειτουργεί σωστά, ενώ η Ευρωζώνη κινδυνεύει, η κυβέρνηση της επιμένει στην πολιτική λιτότητας που ακολουθεί πιστά από το 2000 (Agenda 2010) – ενώ οι εισοδηματικά ισχυρότεροι Γερμανοί συνεχίζουν να αρνούνται την υψηλότερη φορολόγηση των κερδών τους ή τις αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων, αν και χάνουν συνεχώς χρήματα.
Αδυνατούν δε να κατανοήσουν πως, εκτός του ότι θα χάσουν και άλλα χρήματα από το εξωτερικό, κάποια στιγμή η φούσκα στην οικονομία τους (χρηματιστήρια, ακίνητα), η οποία ανατροφοδοτείται από τα συνεχώς αυξανόμενα κέρδη τους, θα εκραγεί – μη «συμμεριζόμενοι» τον Keynes ούτε σαν οικονομολόγο, ούτε σαν επενδυτή. Η αλαζονεία τους αυτή όμως θα πληρωθεί πάρα πολύ ακριβά – αν και δυστυχώς θα πληρώσουν και εκείνοι, οι οποίοι δεν ευθύνονται καθόλου.
.
Η ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Η Ελλάδα έχει ένα εντελώς διαφορετικό πρόβλημα, στο οποίο δεν αναφέρονται τα περισσότερα οικονομικά προγράμματα των πολιτικών κομμάτων. Δυστυχώς, παρά το ότι αποτελεί βασικό μέρος της αναζητούμενης λύσης, σε σχέση με την εναλλακτική δυνατότητα των μνημονίων και της εκδίωξης της Τρόικας - η οποία είναι απολύτως απαραίτητη, πριν είναι πολύ αργά.
Το πρόβλημα αυτό συνοψίζεται στην ανυπαρξία ενός σταθερού και ορθολογικού φορολογικού πλαισίου, ενός φιλικού, μη γραφειοκρατικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς επίσης στην ύπαρξη μίας ανεπαρκούς πολιτικής ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στην οποία δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη οι Πολίτες.
Εάν επιλυόταν το τριπλό αυτό πρόβλημα, σε συνδυασμό με τη μακροπρόθεσμη εξόφληση του δημοσίου χρέους με χαμηλά επιτόκια (ήδη έχει εξασφαλισθεί, ενώ μας προτείνεται ακόμη μεγαλύτερη επιμήκυνση της αποπληρωμής των υφισταμένων ομολόγων, με χαμηλά επιτόκια), τότε η Ελλάδα θα τα κατάφερνε – αφού θα μπορούσε να δρομολογηθεί η εσωτερική χρηματοδότηση του χρέους, καθώς επίσης να καταπολεμηθούν τα δύο μεγαλύτερα δεινά της: η ύφεση και η ανεργία.
Ας μην ξεχνάμε ότι έχουν διαφύγει εύλογα στο εξωτερικό, λόγω ακριβώς των παραπάνω προβλημάτων, πάνω από 100 δις €. Τα χρήματα αυτά, μαζί με τις υπάρχουσες καταθέσεις (160 δις €), θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τόσο το χρέος, όσο και την ανάπτυξη (επενδύσεις). Ας σημειωθεί δε εδώ ότι, για τις τράπεζες και τις καταθέσεις τους ισχύουν άλλα πράγματα (άρθρο, ανάλυση).
Στον πίνακα που ακολουθεί υπολογίζεται ο χρόνος που θα απαιτούταν από διάφορες χώρες, για τη μείωση του χρέους τους κατά 50% – με την προϋπόθεση του περιορισμού των επιτοκίων δανεισμού τους, σε επίπεδα ίσα με το ρυθμό ανάπτυξης.
.
.
Όπως φαίνεται, εάν η Ελλάδα επετύγχανε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4%, σε περίπου 22 έτη το χρέος της θα υποχωρούσε στο 90% του ΑΕΠ του 2013 – ενώ, εάν αυξανόταν το ΑΕΠ στα προηγούμενα επίπεδα, το χρέος θα μειωνόταν ακόμη περισσότερο. Αυτό που απαιτείται βέβαια από τις αγορές δεν είναι η εξόφληση του χρέους, αλλά η ομαλή εξυπηρέτηση του – κάτι που, ειδικά όσον αφορά την πάμπλουτη χώρα μας, δεν είναι καθόλου δύσκολο.
Όλα όσα αναφέρονται λοιπόν, σχετικά με τη δήθεν μη βιωσιμότητα του χρέους μας (πόσο μάλλον όταν, επί πλέον των παραπάνω, μπορούμε και πρέπει να διεκδικήσουμε τις πολεμικές αποζημιώσεις, να «τιτλοποιήσουμε» τον υπόγειο πλούτο, να εισάγουμε το ΤΑΙΠΕΔ στο χρηματιστήριο, να ελεγχθεί λογιστικά το χρέος, έτσι ώστε να μειωθεί νόμιμα κοκ.), είναι κατά την άποψη μας ανοησίες – ενώ απλά «διαιωνίζουν» την παραμονή της Τρόικας και της Γερμανίας στα εδάφη μας, με τελικό αποτέλεσμα τη λεηλασία τόσο της ιδιωτικής, όσο και της δημόσιας περιουσίας μας.
Βασίλης Βιλιάρδος
http://www.analyst.gr/2013/10/29/3714/
Βασίλης Βιλιάρδος
http://www.analyst.gr/2013/10/29/3714/