Πώς αντιμετωπίζεται η συμφωνία Ιράν-μεγάλων δυνάμεων
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Bibi Netanyahu έκανε λόγο για “ιστορικό λάθος”: το αν πρόκειται (και από τίνος την οπτική γωνία) για “λάθος”, μένει να φανεί στο προσεχές μάλλον – όμως η εξάμηνης διάρκειας ενδιάμεση συμφωνία που υπέγραψαν στην Γενεύη οι υπουργοί Εξωτερικών του Ιράν και της ομάδας “5+1” (μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ συν τη Γερμανία) σχετικά με το επίμαχο πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης δικαιούται ήδη τον χαρακτηρισμό “ιστορική”, καθώς διαθέτει τη δυναμική να αναδιατάξει το σύστημα συμμαχιών στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, αλλά και τις υφιστάμενες ισορροπίες στη διεθνή αγορά ενέργειας.
Η συμφωνία προβλέπει την απαλλαγή της δοκιμαζόμενης ιρανικής οικονομίας από κυρώσεις ύψους 7 δισ. δολαρίων, με αντάλλαγμα τον περιορισμό του εμπλουτισμού ουρανίου σε επίπεδα κάτω του 20%. Πρόκειται για έναν συμβιβασμό ο οποίος διασώσει το γόητρο και των δύο πλευρών, εφόσον δεν αμφισβητεί εν γένει το νόμιμο δικαίωμα της Τεχεράνης στις δραστηριότητες εμπλουτισμού, αλλά διατηρεί την πίεση που συνιστά ο κύριος όγκος των κυρώσεων. Οι πρόσφατες δηλώσεις του αγιατολλάχ Hamenei περί των “κόκκινων γραμμών” της Τεχεράνης (οι πιο σκληρές αφότου η διαπραγμάτευση πέρασε στην παρούσα φάση της) αποδεικνύεται ότι περισσότερο απέβλεπαν στο να καθησυχάσουν το εγχώριο ακροατήριο ότι δεν εγκαταλείπονται ζωτικά εθνικά συμφέροντα.
Αντίθετα, για το Ισραήλ, το οποίο δια του Netanyahu δήλωσε ότι δεν δεσμεύεται από την συμφωνία της Γενεύης, η διεθνής κοινότητα επαναλαμβάνει το λάθος του 2007 όταν δόθηκαν κίνητρα στη Βόρειο Κορέα ώστε να σταματήσει ο εμπλουτισμός πλουτωνίου, μόνο και μόνο για να επαναληφθούν οι βορειοκορεατικές πυρηνικές δοκιμές πέντε χρόνια αργότερα.
Το timing ήταν κρίσιμο, καθώς η επταετής διαπραγμάτευση απέκτησε νέα πνοή με την εκλογή το καλοκαίρι το μετριοπαθούς Hassan Rowhani στην ιρανική προεδρία. Κυρίως όμως, η επίτευξη συμφωνίας οφείλεται, κατά τον Gideon Rachman των Financial Times, στην πίεση χρόνου που δημιουργούσε αφενός η προοπτική ανάπτυξης του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος σε μη αντιστρεπτά επίπεδα το 2014 και αφετέρου η ανάγκη να προληφθεί η ανασύνταξη όσων έχουν κάθε συμφέρον να τορπιλισθεί μια εξομάλυνση των σχέσεων του Ιράν με τη Δύση. Πρόσφατη άλλωστε είναι η αναπάντεχη αντίδραση της Γαλλίας η οποία απέτρεψε την ολοκλήρωση του deal
Η ύπατη εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την Εξωτερική Πολιτική βαρώνη Ashton, σε μια σπάνια στην άχρωμη θητεία της επιτυχία, πιστώνεται με τους χειρισμούς οι οποίοι έδωσαν την τελική ώθηση στην διαπραγμάτευση. Ωστόσο, το κρίσιμο στοιχείο ήταν η βούληση της Ουάσιγκτον (όπως αυτή είχε γίνει γνωστή με διαρροές στον Τύπο ήδη λίγο πριν την επανεκλογή του Baracak Obama και όπως συνιστούσαν βαριά ονόματα της αμερικανικής στρατηγικής σκέψης σαν τους Zbigniew Brzezinski και Brent Scowcroft) να “κλείσει” το συγκεκριμένο μέτωπο.
Αν η δημοσίως εκτυλισσόμενη διπλωματική προσπάθεια είχε το δικό της σασπένς, η διαπραγμάτευση ουσίας πραγματοποιήθηκε, όπως αποκαλύπτει το Associated Press, σε σειρά συναντήσεων που έλαβαν χώρα ήδη από τον Μάρτιο στο Μουσκάτ, με τη διευκόλυνση του βασιλιά Qaboos του Ομάν, ανάμεσα σε εκπροσώπους του Ιράν και τους William Burns (υφυπουργό Εξωτερικών) και Jake Sullivan (σύμβουλο εξωτερικής πολιτικής του αντιπροέδρου Biden) από αμερικανικής πλευράς.
Το ότι οι συναντήσεις αυτές κρατήθηκαν μέχρι πρόσφατα μυστικές ακόμη και από τα υπόλοιπα μέλη της “Ομάδας 5+1” ή άλλους συμμάχους των ΗΠΑ αποτυπώνει ξεκάθαρα την εκτίμηση της Ουάσιγκτον ότι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την εξασφάλιση συμφωνίας προέρχονται “εξ οικείων”. Πράγματι, ο επιθετικός τόνος που συνεχίζει να υιοθετεί η ισραηλινή ηγεσία (ακόμη και μετά την προσχώρηση στο deal του Francois Hollande, στον οποίο την προηγούμενη εβδομάδα επιφυλάχθηκε υποδοχή ήρωα στο Ισραήλ) σημαίνει ότι ο Netanyahu κρίνει ευνοϊκό τον υπέρ της χώρας του συσχετισμό στο αμερικανικό Κογκρέσο, όπου Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί κοινοβουλευτικοί απειλούν με την υιοθέτηση και νέων κυρώσεων κατά του Ιράν, διακινδυνεύοντας ένα προεδρικό βέτο και φορτώνοντας ακόμη περισσότερο το “καλάθι” των περίπλοκων σχέσεων του Λευκού Οίκου με το Καπιτώλιο. Ένα δεύτερο χαρτί στα χέρια του Ισραήλ είναι βέβαια η ανάληψη δράσης εναντίον του Ιράν, αν όχι μορφή ανοικτής στρατιωτικής ενέργειας, τουλάχιστον, όπερ και το πιθανότερο, με τη μορφή μυστικών επιχειρήσεων σαμποτάζ.
Ακόμη λιγότερο προβλέψιμη είναι η αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας, η οποία έχει τη δυνατότητα να σκληρύνει τη στάση της είτε στην επόμενη Συνέλευση του OPEC στις 4 Δεκεμβρίου, είτε στο μέτωπο της Συρίας (όπου οι υπό την επιρροή της ισλαμιστές αντάρτες έχουν πρακτικά εκτοπίσει κάθε άλλο είδος αντιπολίτευσης στον Assad). Κυρίως όμως, μένει να φανεί αν προτίθεται να υλοποιήσει την απειλή της να αποκτήσει πυρηνικά όπλα με τη βοήθεια του Πακιστάν (το οπλοστάσιο του οποίου αποτελεί εν πολλοίς μιαν εξωχώρια σαουδαραβική “επένδυση”).
Τόσο στο Ριάντ όσο και στο Τελ Αβίβ γίνεται αντιληπτό ότι η Ουάσιγκτον επιχειρεί να διευκολύνει το πέρασμά της σε μια φάση ελέγχου της Μέσης Ανατολής “από το πίσω κάθισμα” εξισορροπώντας με νέα ανοίγματα την έως τώρα “αποκλειστική” σχέση της με το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία που είχε οδηγηθεί σε μιαν οιονεί αντιστροφή της σχέσης πάτρωνα και “πελάτη”. Άλλωστε, η σταδιακή επαναπρόσδεση στη Μόσχα των κρατών του μετασοβιετικού χώρου (Ουκρανία, Αζερπμαϊτζάν, Κεντρική Ασία), οι βλέψεις της Κίνας και της Ινδίας προς τις μεσανατολικές πηγές ενέργειας και το ανοιχτό ερώτημα της σταθεροποίησης του Αφγανιστάν μετά το 2014 επέβαλαν το ξαναμοίρασμα της τράπουλας.
Του Κώστα Ράπτη
http://www.capital.gr/gmessages/showTopic.asp?id=4092340&nid=1913832