Το ευρωπαϊκό όχημα στο γερμανικό μονόδρομο

Valeriu Kurtu

Μεγάλος θόρυβος έχει προκληθεί με αφορμή τα στοιχεία για το γερμανικό πλεόνασμα και αναζητούνται(;) από την ΕΕ τρόποι αντιμετώπισής του...
 
Η Κομισιόν έβαλε στο στόχαστρο το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, αφού παραβιάζεται ουσιαστικά το Σύμφωνο Σταθερότητας, ενώ πρόεδρος της Κομισιόν Μανουέλ Μπαρόζο δήλωσε ότι «η Γερμανία μπορεί να κάνει περισσότερα προκειμένου να μπορούν και άλλες χώρες να αναδείξουν τα προτερήματά τους».

Στα «Επίκαιρα» που κυκλοφορούν ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπης Παυλόπουλος δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Γερμανική Ενοποίηση versus Ευρωπαϊκής Ενοποίησης» και με υπότιτλο τον τίτλο της συγκεκριμένης ανάρτησης.

Ο κ. Παυλόπουλος υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι:
«Κορυφαία» επιλογή της Γερμανίας ως προς τη διασφάλιση του ηγετικού οικονομικού της ρόλου εν μέσω παγκόσμιας κρίσης υπήρξε –και παραμένει πάντοτε- η με κάθε μέσο διατήρηση –και, γιατί όχι, ενίσχυση- της ανταγωνιστικότητάς της.  Αφού, κατά τους κανόνες της οικονομίας, μόνον αυτή μπορεί να εγγυηθεί την πλεονασματική της υπεροχή.
Το σκοπό αυτό λοιπόν η Γερμανία ούτε καν επιχείρησε να τον επιτύχει με μέσα που είναι συμβατά, έστω και στοιχειωδώς, με τις απαιτήσεις μιας ενιαίας ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής.  Ήτοι μιας πολιτικής που προϋποθέτει την «αναθέρμανση» της δικής της οικονομίας, μέσω λελογισμένης πληθωριστικής τάσης, η οποία επιτυγχάνεται δια της οδού της ενίσχυσης της εσωτερικής ζήτησης.  Έτσι ώστε να τηρηθούν κάποιοι κανόνες τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των ασθενέστερων κρατών-μελών της Ευρωζώνης.  Όλως αντιθέτως, η Γερμανία επέλεξε το δρόμο του «στραγγαλισμού» της ανταγωνιστικότητας των κρατών αυτών, στο βωμό των δικών της σκοπιμοτήτων.»

Η ανάλυση του Spiegel
Σε ανάλυση που δημοσίευσε το περιοδικό Der Spiegel στην ιστοσελίδα του, και παρουσιάζεται στα ελληνικά από την Deutsche Welle, για την αντιμετώπιση του γερμανικού πλεονάσματος, αναφέρεται ότι δεν υπάρχει η «τέλεια λύση», αλλά μια σειρά προτάσεων που ακούγονται, με πολλά επιχειρήματα υπέρ αλλά και πολλά κατά.

Μια από τις προτάσεις που ακούγονται συχνά είναι να προχωρήσει η Γερμανία σε μια γενναία αύξηση των μισθών. Έτσι οι Γερμανοί θα είχαν περισσότερα στην τσέπη τους και κατά συνέπεια θα μπορούσαν να ξοδέψουν περισσότερα για εισαγόμενα προϊόντα. Γεγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι εργαζόμενοι στη Γερμανία είδαν τους μισθούς τους να αυξάνονται με το σταγονόμετρο ενώ στη χειρότερη περίπτωση υπέστησαν μείωση του πραγματικού τους εισοδήματος λόγω του πληθωρισμού.

Μια δεύτερη πρόταση είναι να συμβάλει η γερμανική κυβέρνηση στην αύξηση του καθαρού εισοδήματος, μειώνοντας, για παράδειγμα, τους φόρους και συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην αύξηση της ζήτησης. Πρόκειται για μια πρόταση την οποία στηρίζει και ο επίτροπος Νομισματικών Υποθέσεων Όλι Ρεν, όπως σημειώνει το Spiegel.

Πέραν του ότι η φορολογική πολιτική είναι από τα πλέον διαφιλονικούμενα ζητήματα στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης, η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης θα ωφελούσε ελάχιστα τις χώρες της νοτίου Ευρώπης. Όπως έδειξε έρευνα της Κομισιόν από το 2012, η αύξηση της ζήτησης κατά 1 % στη Γερμανία θα επέφερε βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου μόνον σε πολύ κοντινές γειτονικές χώρες, όπως την Τσεχία. Ακόμη και εκεί, όμως, η βελτίωση δεν θα ξεπερνούσε το 0,1%. Σε Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία το αντίστοιχο ποσοστό θα ήταν μόλις 0,02 %, ενώ στην Ελλάδα ακόμη χαμηλότερο.

Η τρίτη πρόταση αφορά στην αύξηση των επενδύσεων. Όπως σχολιάζει και ο Πέτερ Μπόφινγκερ, ένας εκ των πέντε σοφών της γερμανικής οικονομίας: «Έχουμε μια τεράστια αδυναμία επενδύσεων. Τον τελευταίο χρόνο οι ιδιωτικές επενδύσεις βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Γεγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια τόσο το κράτος όσο και οι επιχειρήσεις έχουν επενδύσει ελάχιστα. Το γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών υποστηρίζει ότι απαιτούνται ετησίως περί τα 75 δισ. ευρώ για επενδύσεις σε έργα υποδομής.

Το επιχείρημα εδώ είναι απλό: από τις επενδύσεις θα ωφελούνταν και ξένες επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα θα δημιουργούνταν θέσεις εργασίας και θα αυξανόταν η ζήτηση.

To spiegel στην ανάλυσή του καταλήγει ότι ένα από τα διδάγματα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, ωστόσο, είναι ότι συχνά στο παρελθόν τα οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίστηκαν με την ανάληψη νέων χρεών.

Η αντιμετώπιση λοιπόν του γερμανικού πλεονάσματος στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί ένα από τα μεγάλα στοιχήματα ζωτικής σημασίας για το επόμενο διάστημα. Η συνέχιση της ακολουθούμενης γερμανικής πολιτικής μπορεί να αποβεί μοιραία για το ήδη τραυματισμένο ευρωπαϊκό εγχείρημα.

http://www.epikaira.gr/epikairo.php?id=68732&categories_id=632