Σε βλέπω, σ’ ακούω
(...)
Μας βλέπουν και μας ακούνε ανά πάσα στιγμή. Ακόμη κι η τελεία που θα μπει στο τέλος αυτής της φράσης αυτού του κειμένου θα καταγραφεί. Δεν ξέρω σε τι θα τους φανεί χρήσιμη κάποτε. Ίσως είναι το τεκμήριο ενός στυγερού μου εγκλήματος κατά του κράτους, ίσως το σημείο στίξης που απλώς θα με κάνει post mortem διάσημο, όπως έκανε διάσημο τον Σαραμάγκου η γενική απέχθεια στις τελείες και στα άλλα σημεία στίξης. Ίσως είναι η τελεία που πρέπει να βάλουμε στην ανοχή και στην αμεριμνησία μας απέναντι σ’ όσους μας βλέπουν, μας ακούνε, μας καταγράφουν, μας φακελώνουν και μας καταστρέφουν.
Την ώρα που πληκτρολογώ αυτά τα
γράμματα, αυτές τις φράσεις, όσο κοντοστέκομαι στις λέξεις, σβήνω τη μια και
ψάχνω άλλη, ένας γιγαντιαίος σέρβερ που δεν ξέρω πού ακριβώς βρίσκεται -υποθέτω
κάπου στη Silicon Valley- καταγράφει κι αποθηκεύει κάθε δισταγμό και κάθε
αποφασιστική μου κίνηση. Εφόσον το laptop μου είναι συνεχώς online και κάθε λίγο
ανατρέχω στις μηχανές αναζήτησης για να ψάξω μια πληροφορία, να στείλω ή να πάρω
ένα μήνυμα, να χαζέψω, να λύσω ένα Sudoku ή να κρυφοκοιτάξω μια τσόντα, ό,τι
κάνω με τα μάτια και τα χέρια μεταξύ οθόνης και πληκτρολογίου απομνημονεύεται σε
έναν τεράστιο ψηφιακό εγκέφαλο. Δεν είναι βέβαιο ότι οι πληροφορίες που διαθέτει
αυτός ο «Μεγάλος Αδελφός» για μένα ή για καθένα από τους 2,5 δισεκατομμύρια
χρήστες του Διαδίκτυου θα του είναι ποτέ χρήσιμες. Αλλά έχει όλες τις
δυνατότητες να τις χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή εις βάρος μου και εις βάρος
οποιουδήποτε. Το ίδιο συμβαίνει με τους περίπου 6 δισεκατομμύρια χρήστες κινητών
και σταθερών τηλεφώνων, το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού, οι συνομιλίες των
οποίων μπορούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να καταγραφούν, να αποθηκευτούν, να
απομαγνητοφωνηθούν και να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους, αν παραστεί
ανάγκη.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι
ιδιωτικές ή κρατικές υπηρεσίες παροχής ψηφιακών επικοινωνιών έχουν τα
τεχνολογικά μέσα να το κάνουν. Έχουν επίσης το νομικό πρόσχημα να το κάνουν,
χάρη σε σειρά νομοθετημάτων που θεσπίστηκαν εν ονόματι της δημόσιας ασφάλειας ή
της αντιτρομοκρατίας (ιδιαίτερα μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους). Και
κατά κανόνα έχουν και τη συναίνεσή μας να το κάνουν. Άλλοτε με τη μορφή της
φαρδιάς πλατιάς υπογραφής μας στα συμβόλαια σύνδεσης που υπογράφουμε χωρίς να
διαβάσουμε, κι άλλοτε με την αθώα κι ανυποψίαστη συμβολή μας στην «αναβάθμιση»
των υπηρεσιών που μας παρέχουν οι μηχανές αναζήτησης, οι εταιρείες εξυπηρέτησης
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, οι εταιρείες παροχής λειτουργικών συστημάτων και τα
social media.
Κάθε φορά που ο πάροχος ενός
προγράμματος το οποίο μου είναι απαραίτητο μου στέλνει ένα άδολο μηνυματάκι περί
αναβάθμισής του και «νέων όρων προστασίας απορρήτου», κάθε φορά που η υπηρεσία
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προσθέτει λειτουργίες και δυνατότητες που η χρήση τους
απαιτεί την «αποδοχή» μου, το δικό μου «ναι» ή «όχι» στους όρους που κατά κανόνα
δεν διαβάζω δεν είναι μια πράξη δημοκρατίας στον κυβερνοχώρο, αλλά μια κίνηση
συνενοχής. Παρ’ ότι η ψηφιακή τεχνολογία προκαλεί μια έκρηξη νέας
κοινωνικότητας, μας οδηγεί ταυτόχρονα σε μια τρομακτική αύξηση της ιδιώτευσης.
Και -σχιζοειδώς αντιφατικό αυτό- παρ’ ότι στο νέο σύμπαν της ψηφιακής
κοινωνικότητας ιδιωτεύουμε περισσότερο από ποτέ, ο χώρος της προστατευμένης
ιδιωτικότητας εξαφανίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Μας βλέπουν και μας ακούνε,
χωρίς να τους βλέπουμε και να τους ακούμε.
Το παράδοξο είναι πως αυτή η
δικτατορία της παρακολούθησης δεν φαίνεται να ενοχλεί τους περισσότερους. Ίσα
ίσα που σε ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αναπτύσσεται μια κουλτούρα
εθελοδουλείας και αυτο-έκθεσης, ένας αυτοπαθής ναρκισσισμός που ουδεμία σχέση
έχει, φυσικά, με την παρρησία της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας (δικαίωμα και
υποχρέωση της δημόσιας γνώμης). «Εγώ με την καινούργια γκόμενα φιλιόμαστε»,
«Είμαστε στα Starbucks και πίνουμε καφέ», «Σας αρέσουν αυτές οι γόβες; Τις
παίρνω;». Η φωτογραφία, το σχόλιο και το κυνήγι των likes στις ιστοσελίδες
«κοινωνικής δικτύωσης», όπου ένα παράξενο πλήθος δημοσιοποιεί κάθε εκδήλωση της
ασημαντότητάς του, αναμένοντας την επιδοκιμασία από εκατοντάδες ή χιλιάδες
«φίλους», είναι πρωτίστως ένας μηχανισμός συναινετικής παρακολούθησης,
διαμόρφωσης κοινωνικού, οικονομικού και τελικά καταναλωτικού προφίλ για κάθε
χρήστη τους, η ιστοσελίδα του οποίου πλημμυρίζει από στοχευμένα διαφημιστικά
«μπανεράκια».
Φυσικά, τα social media, το
Διαδίκτυο, οι τηλεπικοινωνίες δεν είναι μόνο «Μεγάλος Αδελφός». Δεν τα
δαιμονοποιώ λόγω προσωπικής τεχνολογικής καθυστέρησης, ημιαναλφαβητισμού και
καχυποψίας. Όλα είναι ταυτόχρονα δεσμοί κοινωνικοποίησης, δίαυλοι διαλόγου,
δημόσιας γνώμης, ζύμωσης. Αλλά είναι πρωτίστως μια αγορά, μια τεράστια αγορά
πληροφοριών για τις τάσεις, τις προτιμήσεις, τα γούστα, τις ιδιοτροπίες, τα
μυστικά και τα ψέματα του ατόμου και του πλήθους. Η συλλογή και αξιοποίηση αυτών
των πληροφοριών είναι το κίνητρο όλων αυτών που επενδύουν εκατοντάδες
δισεκατομμύρια κάθε χρόνο στην ανάπτυξη της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Η
παρακολούθηση, η καταγραφή και η επεξεργασία αυτών των σημαντικών ή ασήμαντων
πληροφοριών για καθέναν από μας είναι πυρήνας και όρος ύπαρξης της παγκόσμιας
ψηφιακής μηχανής και αγοράς. Ειδάλλως δεν θα είχαν κανένα λόγο να ξοδεύουν έστω
κι ένα ευρώ για να ικανοποιήσουν τις αδηφάγες επικοινωνιακές μας επιθυμίες πριν
καν τις εκφράσουμε.
Κοντά στον βασιλικό ποτίζεται κι η
γλάστρα. Όποιος υποκρίνεται ότι εκπλήσσεται από τις αποκαλύψεις για τις
αμοιβαίες παρακολουθήσεις ΗΠΑ - Ευρώπης ακόμη και στο ανώτατο επίπεδο των ηγετών
είναι ή βλαξ ή ύποπτος συνενοχής. Όταν οι τηλεπικοινωνιακές συνήθειες εμού του
ασημαντότατου είναι τόσο σημαντικές για την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ώστε να
προσπαθεί καθημερινά και επίμονα να με αποσπάσει από τον ανταγωνιστή της, όταν
το Χ social medium καταφέρνει να πέσει διάνα στο ποιοι χρήστες ή bloggers θα μ’
ενδιέφεραν να τους «ακολουθήσω» (η ιδεολογική και πολιτική ευστοχία τους με
κάνει ν’ ανατριχιάζω), γιατί θα ήταν αδιάφορες οι τηλεφωνικές συνομιλίες της
Μέρκελ για την αμερικανική NSA ή τη ρωσική FSB; Το έκαναν από την εποχή της Μάτα
Χάρι, του Ράιλι και του Φίλμπι. Γιατί δεν θα το κάνουν τώρα που η τεχνολογία
τους απαλλάσσει από τα ρίσκα των ανθρώπινων αδυναμιών;
Το σοβαρό και νέο -πέρα από τον
γραφικό τζαμπαμαγκισμό του Πάγκαλου, που έκανε την εβδομαδιαία πλάκα του για να
μείνει στο προσκήνιο του μηδενός- είναι ότι έχει επέλθει μια τεράστια
τεχνολογική -και τελικά πολιτική, κοινωνική και οικονομική- αλλαγή στον
μηχανισμό του «Μεγάλου Αδελφού». Η αμερικανική NSA μπορεί να παρακολουθεί τη
Γερμανίδα Μέρκελ και τον Κινέζο Σι Τζινπίνγκ χρησιμοποιώντας και γερμανικής
κατασκευής δορυφόρους ή κινεζικούς μικροεπεξεργαστές, αλλά αυτό είναι μόλις μια
ελάχιστη ένδειξη της ώσμωσης που έχει επέλθει ανάμεσα στους ιδιωτικούς και τους
κρατικούς «μηχανισμούς» παρακολούθησης. Το «παγκόσμιο ψηφιακό χωριό» είναι ένα
τεράστιο σύμπλεγμα από ιδιωτικούς και κρατικούς δορυφόρους τηλεπικοινωνιών και
μετάδοσης δεδομένων, κρατικές και ιδιωτικές υπηρεσίες παροχής ψηφιακών υπηρεσιών
που λειτουργούν χωρίς στεγανά, με διαρκή συνέργεια, αλλά και ανταγωνισμό. Η
δράση των μυστικών υπηρεσιών -είτε αναπτύσσεται με πρόσχημα την «εθνική»
ασφάλεια, είτε την «κοινωνική»- στην πραγματικότητα είναι ένα απειροελάχιστο
τμήμα αυτού του παγκόσμιου «νέφους» παρακολούθησης που αναπτύσσεται ερήμην μας,
αλλά και με την ανυποψίαστη συναίνεσή μας. Κι είναι αδύνατη χωρίς τη συνεργασία
των ιδιωτικών πυλώνων του που, κατά τα λοιπά, νοιάζονται απλώς για το
καταναλωτικό μας προφίλ και τα όλο και λιγότερα λεφτά μας.
Μας βλέπουν και μας ακούνε ανά
πάσα στιγμή. Ακόμη κι η τελεία που θα μπει στο τέλος αυτής της φράσης αυτού του
κειμένου θα καταγραφεί. Δεν ξέρω σε τι θα τους φανεί χρήσιμη κάποτε. Ίσως είναι
το τεκμήριο ενός στυγερού μου εγκλήματος κατά του κράτους, ίσως το σημείο στίξης
που απλώς θα με κάνει post mortem διάσημο, όπως έκανε διάσημο τον Σαραμάγκου η
γενική απέχθεια στις τελείες και στα άλλα σημεία στίξης. Ίσως είναι η τελεία που
πρέπει να βάλουμε στην ανοχή και στην αμεριμνησία μας απέναντι σ’ όσους μας
βλέπουν, μας ακούνε, μας καταγράφουν, μας φακελώνουν και μας καταστρέφουν.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Αισθήματα έχω αδερφικά
για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά
που με χιόνια και βροχές
να με φυλάνε έχουν
διαταγές.
Μικρόφωνα βάζουν για ν’
ακούν
όσα από το στόμα μου
περνούν
τραγούδια και
βρισιές κι αστεία
στον
καμπινέ και στην τραπεζαρία.
Αδέρφια μου ασφαλίτες, εσείς
μόνο
τον δικό μου ξέρετε
τον πόνο.
Εσείς ξέρετε πως
η σκέψη μου είναι διαρκώς
τρυφερή και παθιασμένη
στον αγώνα αφιερωμένη.
Λόγια που αλλιώς θα ’χαν
χαθεί
στα μαγνητόφωνά σας
έχουνε γραφτεί.
Και για
ύπνο όταν πάτε
τα
τραγούδια μου ξέρω τραγουδάτε.
Ευχαριστώ γι αυτό πολύ
συνεργάτες μου πιστοί.
Βολφ
Μπίρμαν, «Μπαλάντα για τους ασφαλίτες» (Μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ, για τον
δίσκο του Θ. Μικρούτσικου, «Πολιτικά τραγούδια»)
(Επενδυτής, 2/11/2013)
http://kibi-blog.blogspot.gr/2013/11/blog-post.html