Έτσι φτάσαμε στον πάτο….
(...)
Μια συγνώμη, ένα σ’ αγαπώ, που φιμώθηκαν και δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Πόσα θ΄ άλλαζαν άραγε, αν εσύ τα έλεγες;
Αν εσύ ακολουθούσες τα θέλω σου;
Αν εσύ δεν επέβαλλες στο παιδί σου να ακολουθήσει τα δικά σου όνειρα;
Αν προσπαθούσες να πιάσεις την ουσία και όχι την επιφάνεια;
Αν έσκιζες συμβόλαια και έσφιγγες χέρια;
(...)
Ο χρόνος ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα και για το 2013. Άλλη μια χρονιά φτάνει στο τέρμα και μια άλλη, καινούργια, τη διαδέχεται. Όσο περνάνε οι μέρες συνειδητοποιώ, πως ο χρόνος κυλάει μπροστά, αλλά εμείς γυρνάμε πίσω.
Όλο και πλησιάζουμε, προς την παλαιολιθική εποχή, όπου ο άνθρωπος επινοούσε διάφορα τεχνάσματα για να μπορεί να επιβιώσει. Τότε (ο άνθρωπος) δεν ήταν εξημερωμένος, στο να ζει και να συνυπάρχει με άλλους ανθρώπους. Μήπως αυτό συμβαίνει και σήμερα; Μήπως αυτό έφταιξε τελικά; Μήπως το «ΕΓΩ» , άλλη μια αιτία, για τον πάτο του τώρα;
Σαφώς και υπάρχουν άνθρωποι, που μπορούν να γαληνέψουν τη ψυχή σου, να διαβάσουν τη σιωπή σου, τις σκέψεις σου, να «αποκρυπτογραφήσουν» τα δάκρυα σου. «Ένας άνθρωπος δεν είναι ώριμος, μέχρι να έχει τόσο την ικανότητα, όσο και την προθυμία να δει τον εαυτό του σαν κάποιον μαζί με άλλους, και να συμπεριφέρεται στους άλλους όπως θα ‘θελε να συμπεριφέρονται σ’ αυτόν».
Δυστυχώς όμως, ζούμε στην εποχή που ο φόβος πρωταγωνιστεί και αποξενώνει. Μην τυχόν και κάποιος μας πλησιάσει και αύριο μας εγκαταλείψει. Μόνο, που αυτός, που σ΄ αγαπάει, δε σ’ εγκαταλείπει ποτέ. Είναι δίπλα σου, στη χαρά σου, στον πόνο σου, στη θλίψη σου, στην αρρώστια σου, σε κάθε σου βήμα και σε κάθε σου μονοπάτι. Όποιο και να είναι αυτό!
Η καταπίεση συμπρωταγωνιστεί. Συναντάς ανθρώπους με απωθημένα, με όνειρα που κλείστηκαν ή ξεχάστηκαν σε ένα παλιό συρτάρι, σαν γραπτά που ο χρόνος τα ξεθώριασε. Δεν έγιναν, δεν πάλεψαν, γι’ αυτό που ήθελαν, και έγιναν αυτό που κάποιοι τους κατεύθυναν. Η ζήλεια κυριαρχεί. Γιατί αυτός και όχι εγώ; Οι επικρίσεις και οι κατακρίσεις βροχή. Ποιοι είμαστε όμως εμείς για να κρίνουμε και για να κατακρίνουμε; Άνθρωποι δεν είμαστε; Σκοτεινές μέρες δε συναντάμε όλοι στη ζωή μας;
Η αρρώστια, ο θάνατος και η όποια άλλη συμφορά, κάνει διακρίσεις; Δε βλέπει όνομα στο κουδούνι, απλά εισβάλλει. Σήμερα είμαι εγώ, αύριο είσαι εσύ. «Το μέλλον, μας χτυπά την πόρτα και όλες οι ιδέες εκτός από τις προκαταλήψεις, θα έχουν την ευκαιρία, να εμφανιστούν και να τις αξιολογήσουν οι άνθρωποι. Το άχρηστο θα χαθεί. Δεν είμαστε κριτές, των ονείρων του πλησίον μας για να τα λογοκρίνουμε.
Για να έχουμε πίστη στο δρόμο μας, δεν είναι ανάγκη, να αποδείξουμε ότι ο δρόμος του άλλου είναι λανθασμένος». Μήπως έφτασε η ώρα, να αναλογιστούμε, για το που σφάλλαμε εμείς και όχι οι άλλοι. Μήπως είναι η στιγμή για μια αυτοκριτική; Μήπως, οι απαντήσεις, στα αμέτρητα, «γιατί», είναι απλά μέσα σου; Μήπως γίναμε ξένοι με ανθρώπους οικείους, από δικιά μας βούληση; Μήπως γίναμε ξένοι γιατί ανέκαθεν ήμασταν ξένοι; Η μοναδική σχέση που είχαμε ως άνθρωπος προς άνθρωπος ήταν ένα άτυπο συμβόλαιο, προς εξυπηρέτηση συμφερόντων; Ματαιοδοξία, χρήματα, κοινή εμπειρία, σανίδα σωτηρίας, καθημερινή επαφή. Εδώ, συναντάμε, το φαίνεσθε ή το είναι; «Πολλοί σ’ αγαπούν όταν ο ήλιος λάμπει» είτε γιατί βρίσκεσαι σε θέση ισχύος, είτε γιατί βρίσκεσαι στο φως της δημοσιότητας, είτε γιατί εσύ ο ίδιος γίνεσαι ήλιος και φωτίζεις σκοτάδια.
Στην καταιγίδα, πόσοι είναι αυτοί που σ’ αγαπούν; Πόσοι είναι δίπλα σου για να σου σφίξουν δυνατά το χέρι και να σου πουν «Είμαι δίπλα σου, όλα θα πάνε καλά»; Λίγοι, ελάχιστοι, κανείς.
Παρατηρώντας, τα χρονολόγια, των social media, συναντάς κάποιους χρήστες (διαδικτύου), που προσπαθούν να φωνάξουν μέσα από ένα «τοίχο», βγάζοντας άναρθρες κραυγές από φωνές που κλείστηκαν. Ανθρώπους που χύνουν δηλητήριο και μίσος, γιατί δεν έγιναν αυτό που ήθελαν. «Σκλαβωμένα» συναισθήματα που δεν «ελευθερώθηκαν». Μια συγνώμη, ένα σ’ αγαπώ, που φιμώθηκαν και δεν ειπώθηκαν ποτέ. Πόσα θ΄ άλλαζαν άραγε, αν εσύ τα έλεγες; Αν εσύ ακολουθούσες τα θέλω σου; Αν εσύ δεν επέβαλλες στο παιδί σου να ακολουθήσει τα δικά σου όνειρα; Αν προσπαθούσες να πιάσεις την ουσία και όχι την επιφάνεια; Αν έσκιζες συμβόλαια και έσφιγγες χέρια;
«Το πώς θα είμαστε μεγαλώνοντας, (σε όποια ηλικία και να είμαστε), θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο ζήσαμε. Μπορεί να καταλήξουμε σαν πόλη φάντασμα ή σαν γενναιόδωρο δέντρο, που συνεχίζει να είναι σημαντικό, ακόμα κι όταν πια δεν μπορεί να στέκεται όρθιο».
Της ΕΛΛΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ