Ο μύθος της πόλης

(...)
Η απογύμνωση της Αθήνας από τα «μυθικά» στοιχεία τα οποία φέρνει στην πόλη η δημόσια τέχνη, αποστερεί τους κατοίκους της από τους παράλληλους κόσμους, που είναι αναγκαίο όχι μόνο να υπονοούνται ή να υποφωτίζονται, αλλά να δηλώνονται προσδίδοντας νόημα στην αστική εμπειρία.
(...)



Επηρεασμένος από το βιβλίο της Ζακλίν ντε Ρομιγύ «Τι πιστεύω» (που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Σώτης Τριανταφύλλου), επιχείρησα να δω την Αθήνα με τα μάτια της. Και αποφεύγοντας, σκοπίμως, την απευθείας σύνδεση με τον κλασικό κόσμο, στάθηκα στα νοήματα της ομορφιάς, της ευτυχίας και της λύπης, στην κλίμακα την απλή, τη μείζονα, τη σοφή, που εμπεριέχει το Μέγα και το Ελασσον, σε μια ζυγαριά που αποφεύγει τις υπερβολές, τις διαστρεβλώσεις και τις μεγεθύνσεις.
Και αν θελήσει να δει κανείς την Αθήνα σαν μία σκηνή πάνω στην οποία, ή πίσω από αυτή, υπάρχει το φιλοσοφικό απόσταγμα της ανθρώπινης διαδρομής, θα πρέπει να αναζητήσει τη δημόσια έκφραση της τέχνης. Και εκεί, θα διαπιστώσει ότι λείπει, απουσιάζει μεγαλοφώνως, η δημόσια γλυπτική, ή τουλάχιστον είναι περιορισμένη, δεδομένη, περιθωριοποιημένη, και πάντα υπό την απειλή του βανδαλισμού, του τελευταίου μονίμως υπό καθεστώς ανοχής.
Στους δρόμους της Αθήνας περπατάω και πρέπει να επιστρατεύω τον κόσμο της φαντασίας, της μνήμης, της βιωμένης ή της δανεικής, για να νιώσω την πόλη πέρα από την καθημερινότητά της. Είναι η ανάγκη, που θα έλεγε η Ζακλίν ντε Ρομιγύ, για το απλό μεγαλείο, όπως το βίωνε όταν αποτραβιόταν στον κήπο της και έβλεπε τα παιχνίδια της σκιάς και του ήλιου στις φυλλωσιές. Και αυτό το παιχνίδι επίσης είναι η πόλη. Είναι η εμπειρία της σκέψης και των αισθήσεων.
Γι’ αυτό ακόμη και η προέκταση ενός υποβλητικού χριστουγεννιάτικου στολισμού μπορεί να υπηρετήσει την ανάγκη για το άυλο, για τον μύθο της πόλης. Αυτόν που κάνει το βίωμα της καθημερινότητας πολύπτυχο, βαθύ και ελαστικό προς το παρελθόν και το μέλλον. Σκέφτομαι όλα αυτά τα γλυπτά, νεοκλασικά και νεότερα, που μένουν φυλακισμένα σε αποθήκες ή συλλογές, και που θα μπορούσαν να αλλάξουν μεμιάς το παραμύθι της πόλης. Τα σκέφτομαι σε δρόμους και πλατείες, σε νησίδες και εσοχές, σε στέψεις κτιρίων, σε σχολεία και τράπεζες, σε δημόσιες υπηρεσίες και έδρες επιχειρήσεων. Περισσότερο τα βλέπω σε αρμονία με τα δέντρα της πόλης και τα νερά της, με τους ίσκιους της και τους φυσικούς διαδρόμους, κάτω από τον ήλιο της Αττικής, σε μια διαρκή εναλλαγή φωτός και σκιάς.
Αλλά, στην Αθήνα, η αδυναμία προστασίας της δημόσιας τέχνης γεννάει μια παρατεταμένη αναβολή, μια ακινησία και έναν αμήχανο δισταγμό. Αυτό το πάγωμα της πράξης προκαλεί με τη σειρά του σκληρές και άγονες περιοχές, διαιωνίζει αισθήματα μειονεξίας και δυσφορίας και παρατείνει τη γεύση του ανικανοποίητου, εμβαθύνοντας στις πτυχώσεις των απωθημένων. Η απογύμνωση της Αθήνας από τα «μυθικά» στοιχεία τα οποία φέρνει στην πόλη η δημόσια τέχνη, αποστερεί τους κατοίκους της από τους παράλληλους κόσμους, που είναι αναγκαίο όχι μόνο να υπονοούνται ή να υποφωτίζονται, αλλά να δηλώνονται προσδίδοντας νόημα στην αστική εμπειρία.
Η νοηματοδότηση της Αθήνας μέσα από τα κανάλια της Ιστορίας, της Φαντασίας και του Μύθου είναι η οδός που δίνει υπόσταση στη λειτουργία ενός εμβληματικού κέντρου μιας πρωτεύουσας. Είναι η οδός που μπορεί να δώσει βάθος στην ανάγνωση της πόλης και να μεταβάλει τα σήματα της εικόνας της.

Του Νικου Βατοπουλου
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2
_22/12/2013_543610