Η ανυπαρξία φοροδοτικής ικανότητας σημαίνει και ανυπαρξία εισφοροδοτικης ικανότητας
Η ανυπαρξία φοροδοτικής ικανότητας σημαίνει και ανυπαρξία εισφοροδοτικης ικανότητας. Η μεγαλύτερη νομική ερεύνα επί του ασφαλιστικού ζητήματος της Ελλάδας, αυτή τη φορά όμως ιδωμένο από τη σκοπιά του ασφαλισμένου ελεύθερου επαγγελματία.
Συνοπτική έκθεση των τιθέμενων νομικών ζητημάτων:
To παλαιό αφορολόγητο των 12.000 ευρώ υπήρξε επί μακρόν η νομω εκπεφρασμένη υλοποίηση του άρθρου 4.5 του Συντάγματος απαίτηση «να συνεισφέρουν οι Έλληνες στα βάρη ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥΣ».
Την απαίτηση αυτή αντισυνταγματικά κατάργησαν οι μνημονιακες κυβερνήσεις.
Στην έννοια των «βαρών» δεν ανήκουν μόνο οι φόροι, αλλά ΠΡΟΦΑΝΩΣ και οι ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες, είτε θεωρήσουμε ότι καταβάλλονται υπέρ των ασφαλισμένων – είτε υπέρ των σημερινών συνταξιούχων (σύστημα γενεών) στην μεν πρώτη περίπτωση έχουμε το δικαίωμα της μονομερούς αρνήσεως πληρωμής τους, αρνούμενοι την συνταξιοδότηση, στη δε δεύτερη περίπτωση είναι υπέρογκα επαχθεις και γι αυτό ελεγχόμενες αντισυνταγματικά, καθώς επιβάλλονται άνευ ουδενός εισοδηματικού κριτηρίου σε όλους τους ασφαλισμένους.
Το ύψος των ετησίων ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών (υποτίθεται ότι) καθορίζεται για τους Τομείς Ασφάλισης Σύνταξης βάσει των διατάξεων του άρθρου 22 του ν.2084/1992
Στις εισφορές αυτές προστίθενται υψηλότατες προσαυξήσεις όταν δεν καταβάλλονται.
Τα ετήσια συνολικά ποσά εισφορών είναι αδιανόητα για όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα, είναι ανασφάλιστοι, αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας η έχουν προστατευόμενα μέλη στην οικογένεια τους.
Η θέσπιση και ο καταλογισμός των εισφορών αυτών χωρίς να λαμβάνεται υποψι το εισόδημα του ασφαλισμένου, τυχόν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και το διοικητικό μέτρο της έκδοσης ασφαλιστικής ενημερότητας για θεώρηση βιβλίων, ως μέσο εξαναγκασμού σε πληρωμή, είναι αντίθετα στην αρχή της αναλογικότητας, στο Σύνταγμα (ζήτημα παραβίασης των άρθρων 2, 4, 5, 21, 22 και 25 του Συντάγματος) και την ΕΣΔΑ, η δε σχετική δικαιοπραξία μεταξύ ασφαλιζόμενου και ταμείων συνιστά καταπλεονεκτικη δικαιοπραξία.
Οι εύποροι έχουν δικαίωμα σε σύνταξη και περίθαλψη οι….φτωχοι όμως στερούνται ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ, έχουν ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΕΙΣ και ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ.
Κατά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου ΔΕΝ ΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΥΠΟΨΙ το εισόδημα του ασφαλισμένου, ωστε να μειωνονται αναλογικως οι εισφορες και σε τυχόν σημαντική αδυναμία να μην υπάρχει εισφοροφοδοτικη υποχρέωση.
Eπισης στα ταμεια Προνοιας αναζητωνται εισφορες ακομα και για ετη που ο ασφαλισμενος, δεν κατεβαλλε απο αδυναμια εισφορες και εμεινε ανασφαλιστος,δηλαδη και ανασφαλιστος και χρεωμενος!
Το υπάρχον σύστημα των ασφαλιστικών κατηγοριών είναι απαράδεκτο γιατι τοποθετεί αυθαίρετα την εισφοροδοτικη βάση σε εξαρχής απαράδεκτα υψηλά ποσά, που προϋποθέτουν επίσης αυθαιρετα οτι ο ασφαλισμένος έχει εισόδημα τουλάχιστον 15.000 ευρώ ετησίως.
Έτσι οι ασφαλιστικές εισφορές καταλήγουν κολοσσιαία επιβάρυνση, ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΗ ΣΕ ΠΟΣΑ πολύ άνω των 3.000 ευρώ ετησίως, συνιστώντας έτσι τρομακτική δαπάνη για όσους τα πραγματικά εισοδήματα τους ανέρχονται σε ποσά χαμηλότερα του παλαιού αφορολογήτου (12.000).
Στην περίπτωση τέτοιων χαμηλών εισοδημάτων, που αποτελούν και την πλειοψηφία στους νέους επαγγελματίες, ο υπόχρεος κυριολεκτικά παίζει με την του φυσική και επαγγελματική του επιβίωση στην περίπτωση που υποχρεωθεί να καταβάλλει φόρους και εισφορές.
Τα ασφαλιστικά ταμεία των ελευθέρων επαγγελματιών είναι αφενός τα μόνα τις εισφορές των οποίων ΔΕΝ καταβάλλει το .. δημόσιο αλλά οι ίδιοι οι αυτοαπασχολουμενοι. Κατ ουσία όμως την διαχείριση τους την έχει αναλάβει το δημοσιο οριζοντας αυθαιρετα και οριζοντια τις εισφορες., χωρις κρατικη βοηθεια, απο τον προυπολογισμο, που στηριζει ολα τα υπολοιπα ταμεια (δημοσιου κλπ).
Οι διοικήσεις των ταμείων έχουν ΜΟΝΟ διαχειριστική εξουσία ενώ για τα κρίσιμα ζητήματα του ύψους των εισφορών αλλά και της .. γραφειοκρατίας ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ, οι οποίοι βαρύνονται και με την ευθύνη του σημερινού αίσχους.
Στις εισφορές αυτές προστίθενται υψηλότατες προσαυξήσεις όταν δεν καταβάλλονται.
Τα ετήσια συνολικά ποσά εισφορών είναι αδιανόητα για όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα, είναι ανασφάλιστοι, αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας η έχουν προστατευόμενα μέλη στην οικογένεια τους.
Η θέσπιση και ο καταλογισμός των εισφορών αυτών χωρίς να λαμβάνεται υποψι το εισόδημα του ασφαλισμένου, τυχόν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και το διοικητικό μέτρο της έκδοσης ασφαλιστικής ενημερότητας για θεώρηση βιβλίων, ως μέσο εξαναγκασμού σε πληρωμή, είναι αντίθετα στην αρχή της αναλογικότητας, στο Σύνταγμα (ζήτημα παραβίασης των άρθρων 2, 4, 5, 21, 22 και 25 του Συντάγματος) και την ΕΣΔΑ, η δε σχετική δικαιοπραξία μεταξύ ασφαλιζόμενου και ταμείων συνιστά καταπλεονεκτικη δικαιοπραξία.
Οι εύποροι έχουν δικαίωμα σε σύνταξη και περίθαλψη οι….φτωχοι όμως στερούνται ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ, έχουν ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΕΙΣ και ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ.
Κατά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου ΔΕΝ ΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΥΠΟΨΙ το εισόδημα του ασφαλισμένου, ωστε να μειωνονται αναλογικως οι εισφορες και σε τυχόν σημαντική αδυναμία να μην υπάρχει εισφοροφοδοτικη υποχρέωση.
Eπισης στα ταμεια Προνοιας αναζητωνται εισφορες ακομα και για ετη που ο ασφαλισμενος, δεν κατεβαλλε απο αδυναμια εισφορες και εμεινε ανασφαλιστος,δηλαδη και ανασφαλιστος και χρεωμενος!
Το υπάρχον σύστημα των ασφαλιστικών κατηγοριών είναι απαράδεκτο γιατι τοποθετεί αυθαίρετα την εισφοροδοτικη βάση σε εξαρχής απαράδεκτα υψηλά ποσά, που προϋποθέτουν επίσης αυθαιρετα οτι ο ασφαλισμένος έχει εισόδημα τουλάχιστον 15.000 ευρώ ετησίως.
Έτσι οι ασφαλιστικές εισφορές καταλήγουν κολοσσιαία επιβάρυνση, ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΗ ΣΕ ΠΟΣΑ πολύ άνω των 3.000 ευρώ ετησίως, συνιστώντας έτσι τρομακτική δαπάνη για όσους τα πραγματικά εισοδήματα τους ανέρχονται σε ποσά χαμηλότερα του παλαιού αφορολογήτου (12.000).
Στην περίπτωση τέτοιων χαμηλών εισοδημάτων, που αποτελούν και την πλειοψηφία στους νέους επαγγελματίες, ο υπόχρεος κυριολεκτικά παίζει με την του φυσική και επαγγελματική του επιβίωση στην περίπτωση που υποχρεωθεί να καταβάλλει φόρους και εισφορές.
Τα ασφαλιστικά ταμεία των ελευθέρων επαγγελματιών είναι αφενός τα μόνα τις εισφορές των οποίων ΔΕΝ καταβάλλει το .. δημόσιο αλλά οι ίδιοι οι αυτοαπασχολουμενοι. Κατ ουσία όμως την διαχείριση τους την έχει αναλάβει το δημοσιο οριζοντας αυθαιρετα και οριζοντια τις εισφορες., χωρις κρατικη βοηθεια, απο τον προυπολογισμο, που στηριζει ολα τα υπολοιπα ταμεια (δημοσιου κλπ).
Οι διοικήσεις των ταμείων έχουν ΜΟΝΟ διαχειριστική εξουσία ενώ για τα κρίσιμα ζητήματα του ύψους των εισφορών αλλά και της .. γραφειοκρατίας ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ, οι οποίοι βαρύνονται και με την ευθύνη του σημερινού αίσχους.
Eπισκόπηση της δήθεν κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα :
ΤΟ αίσχος.
ΤΟ αίσχος.
Η παροχή ενός “κοινωνικού αγαθού” από μία κοινωνία στα μέλη της, προσδιορίζει ως ένα βαθμό και τον “πολιτισμό” της, εξ ου και η ονομασία της ασφάλισης ως κοινωνική ασφάλιση.
Ο όρος “ασφάλιση” ή “κοινωνική ασφάλιση” περιλαμβάνει έννοιες κρίσιμες για την ύπαρξη του ανθρώπου, την ίδρυση ανθρώπινων κοινωνιών και γενικά την προστασία της ίδιας της ζωής. Αγγίζει όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε τομείς της καθημερινότητας, αλλά και σημαντικούς τομείς διαμόρφωσης του επιπέδου διαβίωσης του Έλληνα πολίτη.Η ιδέα της κοινωνικής ασφάλισης είναι εξέλιξη των διαφόρων μορφών αλληλοβοήθειας των μελών μιας κοινωνίας, και αυτό ως μέτρο την χαρακτηρίζει.
Μελετώντας, και αντλώντας πληροφορίες, στο μέτρο του δυνατού, από ειδικούς, δημόσιους φορείς, ασφαλισμένους, κτλ, διαπιστώνει κανείς ότι το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας από ιδρύσεώς του, “κατασκευάστηκε” και διαρθρώθηκε κατά τέτοιο τρόπο, όχι για να εξυπηρετήσει τις πραγματικές ανάγκες των υπό ασφάλιση εργαζομένων, αλλά για να εξευρεθεί τρόπος της κεφαλαιοποίησης ενός οικονομικού αντικειμένου, την δήθεν “ασφάλισης” και κατόπιν να “ληστεύουν” το προϊόν της ασφάλισης, ώς κράτος, ώς κυβέρνηση, και να το διαθέτουν κατά το δοκούν, εν απουσία του ασφαλισμένου.
Αυτό το οικονομικό αντικείμενο εδημιουργείτο απο τίς οικονομικές καταβολές εργοδοτών-εργαζομένων και μόνον, και δια πληθώρας νόμων, το διαχειριζόταν η εκάστοτε κυβέρνηση, ερήμην των ασφαλισμένων ουσιαστικά, διότι τίς διοικήσεις των Ταμείων τις διόριζαν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Επομένως αυτές φυσικά και δεν διαθέτουν αποφασιστικές αρμοδιότητες ειμή μόνο διαχειριστικές!!
Αυτό το οικονομικό αντικείμενο εδημιουργείτο απο τίς οικονομικές καταβολές εργοδοτών-εργαζομένων και μόνον, και δια πληθώρας νόμων, το διαχειριζόταν η εκάστοτε κυβέρνηση, ερήμην των ασφαλισμένων ουσιαστικά, διότι τίς διοικήσεις των Ταμείων τις διόριζαν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Επομένως αυτές φυσικά και δεν διαθέτουν αποφασιστικές αρμοδιότητες ειμή μόνο διαχειριστικές!!
Όταν δημιουργηθήκαν τα πρώτα ελλείμματα στα Ταμεία, από κακές πολιτικές και διαχειριστικές επιλογές από τίς διοικήσεις των, και των εκάστοτε κυβερνώντων, νομοθετήσαν την χρηματοδότηση των Ταμείων, και γενικά του Ασφαλιστικού συστήματος από πόρους του Δημόσιου προυπολογισμού κατ’αρχάς και κατά δεύτερον αποκρύψαν την αλήθεια απο τούς Ελληνες πολίτες με λογιστικά τεχνάσματα.
Μήπως απο την τσέπη τους τα έδιναν, σκορπούσαν τα χρήματα του δημοσίου ελέω πολιτικού συστήματος, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν.
Μήπως απο την τσέπη τους τα έδιναν, σκορπούσαν τα χρήματα του δημοσίου ελέω πολιτικού συστήματος, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν.
Όταν το πρόβλημα του “ασφαλιστικού” έγινε τεράστιο και ακανθώδες πολιτικά, ουδείς εκ των πολιτικών της μεταπολίτευσης ετόλμησε να το ακουμπήσει σοβαρά, διότι είχε “πολιτικό κόστος” η ανακοίνωση της αλήθειας, δηλ. ότι το Ελληνικό κράτος έφτασε σε σημείο να αδυνατεί να καλύψει το “ασφαλιστικό σύστημα” της χώρας.
Διότι τα χρήματα των Ταμείων τα έπαιρνε το κράτος άτοκα και κατόπιν χρηματοδοτούσε τον “ασθενή” με τα ίδια του τα χρήματα, και αυτό το ονόμαζαν χρηματοδότηση του κράτους πολιτική και κοινωνική προσφορά των “λαικών”, “φιλελεύθερων” και “σοσιαλιστικών κυβερνήσεων”.
Τα ταμεία και η ίδρυσή των αποτελούσαν “παραχώρηση” του εκάστοτε κυβερνητικού σχηματισμού, δηλ. της εκάστοτε κυβέρνησης πρός τούς Ελληνες πολίτες, κατά καιρούς, και πολλά απο αυτά υπήρξαν και προνομιακοί “εκλογικοί” χώροι, παλαιοτέρων και νεοτέρων πολιτικών.
Χρησιμοποιηθήκαν ώς μέσα πίεσης και εκβιασμού των εργαζομένων, απο την “δήθεν” απώλεια των συντάξεών των, έως την απώλεια της ιατροφαρμακευτικής τους περίθαλψης.
Όμως ας ξεκινήσουμε απο την αρχή, λέγοντας το ιστορικό της ίδρυσης των Ταμείων, επομένως και της ίδρυσης του σπαργανώδους ασφαλιστικού συστήματος της χώρας.
Από τα υπομνήματα του Εργατικού Συνδέσμου Πάτρας στούς πολιτευτές του Νομού (08/09/1906), και του Εργατικού Κέντρου Αθήνας στην Βουλή, εμφανίζεται ότι οι εργαζόμενοι δούλευαν με μεροκάματα πείνας, συνήθως 14 ώρες την ημέρα, χωρίς κανένα “ασφαλιστικό” μέτρο, όπως η προστασία της υγείας των, και η προστασία απο ατυχήματα, επίσης η ανυπαρξία απαγόρευσης εργασίας σε παιδιά ανήλικα.Τα ταμεία και η ίδρυσή των αποτελούσαν “παραχώρηση” του εκάστοτε κυβερνητικού σχηματισμού, δηλ. της εκάστοτε κυβέρνησης πρός τούς Ελληνες πολίτες, κατά καιρούς, και πολλά απο αυτά υπήρξαν και προνομιακοί “εκλογικοί” χώροι, παλαιοτέρων και νεοτέρων πολιτικών.
Χρησιμοποιηθήκαν ώς μέσα πίεσης και εκβιασμού των εργαζομένων, απο την “δήθεν” απώλεια των συντάξεών των, έως την απώλεια της ιατροφαρμακευτικής τους περίθαλψης.
Όμως ας ξεκινήσουμε απο την αρχή, λέγοντας το ιστορικό της ίδρυσης των Ταμείων, επομένως και της ίδρυσης του σπαργανώδους ασφαλιστικού συστήματος της χώρας.
Η πρώτη χώρα στην οποία καθιερώθηκε η κοινωνική ασφάλιση ήταν η Γερμανία επί Βίσμαρκ. Τό 1833 υπεβλήθη στο Γερμανικό κοινοβούλιο ένα νομοσχέδιο υποχρεωτικής ασφάλισης ασθένειας και μητρότητος, το οποίο και έγινε αποδεκτό απο το Γερμανικό κοινοβούλιο. Το 1834 το Γερμανικό κοινοβούλιο ψήφισε νόμο περί της υποχρεωτικής ασφάλισης κατά ατυχημάτων, κατά της αναπηρίας, και του γήρατος.
Η απήχηση των Γερμανικών νόμων ήταν τεράστια σε παγκόσμιο επίπεδο με αποτέλεσμα το 1911 καθιερώθηκε στην Αγγλία ένα σύστημα ασφάλισης. Το Αγγλικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το γνωστό ώς Έκθεση Μπέβεριτζ (1942) συνάντησε ευρύτατη αποδοχή.
Στην Ελλάδα το πρώτο είδος κοινωνικής πρόνοιας εφαρμόστηκε από τον συνεταιρισμό Αμπελακίων (1788-1811), και περιελάμβανε δωρεάν προσφορά σιταριού, μισθοδοσία των ανικάνων για εργασία, και υποστήριξη νοσοκομείου και γηροκομείου στα υπερήφανα γηρατειά. Ακολούθως το πρώτο Ταμείο δημιουργήθηκε στίς Σπέτσες για τούς ναυτικούς και ονομάστηκε “Κάσσα”. Η “Κάσσα” μισθοδοτούσε άνεργους και ανάπηρους ναυτικούς, όπως και τίς οικογένειες όσων έχαναν την ζωή των επάνω στο πλοίο.
Κατά τα άλλα, τα πρώτα ασφαλιστικά ταμεία τα οποία δημιουργηθήκαν στην Ελλάδα, δεν κάλυπταν εργαζομένους οι οποίοι είχαν ανάγκη, αλλά ομάδες τίς οποίες η πολιτική τάξη της εποχής ήθελε να προσεταιρισθεί.
Έτσι αυτήν την περίοδο ιδρύονται ασφαλιστικοί φορείς για τα ορφανά του Στρατού (1853), και του Πολεμικού Ναυτικού (1856). Το 1861 δημιουργήθηκε το Μετοχικό Ταμείο Δημοσίων Υπαλλήλων. Οι αγρότες παρέμεναν ανασφάλιστοι μέχρι το 1961, με τον Ν. 4169 ιδρύεται ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ).
Από το 1950 με τον αναγκαστικό νόμο Ν. 1611/50 με πρωθυπουργούς τούς Ιωάννη Θεοτόκη (υπηρεσιακός πρωθυπουργός), Σοφοκλή Βενιζέλο, και Νικόλαο Πλαστήρα, τα Ασφαλιστικά ταμεία έχασαν το δικαίωμά τους να καταθέτουν τα αποθεματικά τους στις εμπορικές Τράπεζες και να κερδίζουν τούς τόκους των κεφαλαίων των αποθεματικών τους.
Αντί λοιπόν τα αποθεματικά των Ταμείων να αποτελούν πηγή εσόδων για τα Ταμεία έγιναν εύκολη λεία από τις κυβερνήσεις με αποτέλεσμα να είναι έρμαια σε μεσάζοντες, επιχειρηματίες, Τραπεζίτες, χρηματιστές, και κάθε είδους “λαμόγιο” το οποίο κυκλοφορούσε ως κομματάρχης του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Οι απώλειες εσόδων των Ταμείων στο χρονικό διάστημα (1950-1982), από αυτήν την “αναγκαστική” αλλαγή καθεστώτος, είναι έως σήμερα της τάξεως των 75 δις. Ευρώ.
Ορισμένες διατάξεις του Ν. 1611/50 ισχύουν έως και σήμερα, όπως η υποχρέωση κατάθεσης των αποθεματικών και των διαθεσίμων των Ταμείων στην Τράπεζα της Ελλάδος.Αντί λοιπόν τα αποθεματικά των Ταμείων να αποτελούν πηγή εσόδων για τα Ταμεία έγιναν εύκολη λεία από τις κυβερνήσεις με αποτέλεσμα να είναι έρμαια σε μεσάζοντες, επιχειρηματίες, Τραπεζίτες, χρηματιστές, και κάθε είδους “λαμόγιο” το οποίο κυκλοφορούσε ως κομματάρχης του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Οι απώλειες εσόδων των Ταμείων στο χρονικό διάστημα (1950-1982), από αυτήν την “αναγκαστική” αλλαγή καθεστώτος, είναι έως σήμερα της τάξεως των 75 δις. Ευρώ.
Όσοι λήστεψαν τον πλούτο των Ταμείων με αυτόν τον τρόπο οφείλουν να επιστρέψουν τα κλεμμένα για λόγους ηθικής τάξης αλλά και για να ορθοποδήσουν τα Ταμεία μας.
Με τον Ν. 1266/82 επί κυβερνήσεως Α. Παπανδρέου και με υπουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων τον κ. Λ. Βερυβάκη καταργείται η απαίτηση αποκλειστικής διαχείρισης των αποθεματικών των Ταμείων από την Νομισματική Επιτροπή και θεσμοθετείται η δυνατότητα των Ταμείων να επενδύουν σε σταθερούς τίτλους του Δημοσίου (ομόλογα και έντοκα γραμμάτια). Αυτήν την εποχή θεσμοθετήθηκε η συμμετοχή του κράτους στην χρηματοδότηση των Ταμείων.
Α μέρος απόδειξης: ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΣΟ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ.
Β μέρος απόδειξης:ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΩΜΗ TΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ (ΜΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΜΠΛΟΚ Α.Π.Υ. ΑΠΟ Δ.Ο.Υ. ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ.
1. Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΥΘΑΙΡΕΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 4 ΠΑΡ. 7 ΚΑΙ 20 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Η συνταγματική θεμελίωση του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση – άρθρο 22 § 5 Σ. : «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει».
Η διάταξη αυτή, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, συνθέτει τη βάση για την ασφαλιστική κάλυψη όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα από το είδος απασχόλησής τους. Η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου εντοπίζεται στο άρθρο 25 παρ. 1 Σ. που προβλέπει ότι:
«Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Επομένως το κράτος ορίζει ας πούμε εν προκειμένω ότι είναι υποχρεωτική η ασφάλιση στα ασφαλιστικά ταμεία, πράγμα καταρχάς αντίθετο με την ελευθερία επιλογής που έχει κανείς κατά το Σύνταγμα στην οποία περιλαμβάνεται και η επιλογή να σφαλισθεί κάπου η όχι, σταθμίζοντας τις δυνατότητες του και τις βιοτικές του ανάγκες. Πρόκειται για καταναγκασμό ανεπίτρεπτο, τον όποιον χάριν της ουσίας προσπερνούμε.
Ναι μεν η ασφάλιση για τον ελεύθερο επαγγελματία είναι υποχρεωτική σε ασφαλιστικό ταμείο, δημόσιο φυσικά, ΑΠΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΟΤΙ Ο ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΛΕΙ ΟΣΟ ΥΨΟΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΖΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΛΕΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ!!!!ΙΣΑ ΠΟΥ ΑΠΟ ΣΩΡΕΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΟΤΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΩΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ,ΑΦΕΝΟΣ ΜΕΝ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΛΕΙ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟΥ ΠΟΥ ΑΝΤΕΧΟΥΝ ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ,ΑΦΕΤΕΡΟΥ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΦΥΣΙΚΑ ΟΤΙ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΥΠΟΨΗ Η ΦΟΡΟΔΟΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ, Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΤΟΥ, ΕΙΔΙΚΑ ΟΤΑΝ ΑΥΤΟ ΕΧΕΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΝΕΡΓΙΑΣ, ΥΦΕΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΑΠΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΝΑ ΣΕΒΕΤΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΠΟΥ ΣΠΟΥΔΑΣΕ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙ ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΕΣΟΔΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΝΑ ΤΟΝ ΦΟΡΟΛΟΓΕΙ ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΕΤΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ!
Άρθρο 2
- 1. Ο σεβασμός & η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας.
Και το πρόβλημα φυσικά είναι ότι την απαξίωση για την ανθρωπινή υπόσταση στην ουσία το γεννά Η ΙΔΙΟΣ Ο ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ , ο όποιος ΔΕΝ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΥΠΟΨΙ :
α) ούτε τα ΙΣΧΝΑ εισοδήματα των ασφαλισμένων ,
β) ούτε την οικονομική κρίση της χώρας, ούτε την εξαθλίωση των νέων επαγγελματιών και
γ) ούτε τυχόν και τα προβλήματα υγείας κλπ
Εφόσον η Πολιτεία λοιπόν συνειδητά ΥΠΕΡΧΡΕΩΝΕΙ τον ασφαλισμένο, ενώ ανά πάσα στιγμή μπορεί να τον τρομοκρατεί η να του κατάσχει περιουσιακά στοιχειά για ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ οφειλές του, προφανώς πρόκειται περί συμπεριφοράς αισχρής και τρισάθλιας.
Άρθρο 4
- 1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
- 1. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω άρθρα οι Έλληνες είμεθα όσοι ενωπιον του νομού.
Α) Παρόλα αυτά όμως εισήχθη ήδη διάκριση σε ασφαλισμένους προ του 93 και μετά με συνέπεια οι νεότερες γενιές να πληρώνουμε ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ από τις προηγούμενες και να πάρουμε ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΟΤΕΡΕΣ συντάξεις.
Πέραν αυτού όμως συμβαίνει το πρωτοφανές, να πληρώνουμε αστρονομικές εισφορές δηλαδη, να εισφορολογούμεθα ως κροίσοι κι ενώ το κρατος γνωρίζει ότι εισοδήματα ειναι ελαχιστα και η χωρά μας διανύει τον πέμπτο χρόνο οικονομικής κρίσης!
Με τα χρήματα αυτά πληρώνονται οι συντάξεις επαγγελματιών που έζησαν τις εποχές του….1960 και εντεθέν! Εποχές κατά τις όποιες μπόρεσαν και άσκησαν με αξιοπρέπεια το επάγγελμα τους, πολλοί δε εξ αυτών πλούτισαν, πράγματα που οι νεότερες γενιές στερούνται καίτοι αγωνιζόμενες καθημερινά.
Επιπροσθέτως βιώνουμε την τραγική κατάσταση συνταξιούχων που λαμβάνουν 2 και 3 συντάξεις!!!
Αντί λοιπόν να μειωθούν οι συντάξεις αυτών σε κάποιο βαθμό ανάλογο με τις σημερινές δυνατότητες των ταμείων (σε κάθε περίπτωση οι πολύ υψηλές και σε καμία περίπτωση κάτω από 1.200 ευρώ ), τα Tαμεια ακολουθώντας τις επιταγές και τους νομούς των εκαστοτε Υπουργών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, ΑΥΞΗΣΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΤΙΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ.
Β) Περεταίρω, από τις εισφορές ομοίως πληρώνονται και οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών ταμείων, και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο στην οικονομική απομύζηση των ασφαλισμένων.
Γ) Οι εύποροι επαγγελματίες και τα μεγάλα γραφεία (που αντιστοιχούν στο 20% του συνόλου των ελευθέρων επαγγελματιών) ενώ κατέχουν άνω του 80% της δουλειάς και αφήνουν μόλις ένα ελάχιστο όγκο εργασίας 20% να το μοιράζεται το …εναπομείναν 80% των ελευθέρων επαγγελματιών ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΝ ΝΑ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ….ΦΤΩΧΟΥΣ ελεύθερους επαγγελματίες, ΕΝΩ ΤΑ ΕΣΟΔΑ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΚΑΘΩΣ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΠΙΟ ΕΥΠΟΡΟΥΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΚΛΠ. Δεν υποχρεώνονται όμως σε υψηλότερες εισφορές!
Παρατηρούμε έτσι ότι ενώ απολαμβάνουν το προνομιο της μεγάλης πελατείας και των υψηλών εσόδων αφενός μεν να είναι οι πρώτοι που φοροδιαφεύγουν και να την πληρώνουν οι φτωχοί που υπερφορολογούνται, αφετέρου να ΜΗΝ ΣΥΝΕΙΣΦΕΡΟΥΝ ΣΤΑ ΤΑΜΕΙΑ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΜΕ ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΤΟΥΣ ΕΣΟΔΑ και τους αδήλωτους συνεργάτες τους και έτσι τα ταμεία εγείρουν παραλογές απαιτήσεις στους φτωχούς ελεύθερους επαγγελματίες!!!
Επομένως συνιστά αδράνεια του κράτους η μη συσχέτιση των εισφορών με το εισόδημα καθώς οι πλουσιότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες εκμεταλλεύονται το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς αλλά τα βάρη στα ταμεία καλούνται να τα σηκώνουν άνεργοι και υποαπασχολούμενοι.
Δ) Οι ασφαλισμένοι αγρότες στον ΟΓΑ, πολλοί εκ των οποίων κροίσοι με απίστευτα έσοδα από επιδοτήσεις, πολυτελή βίο και εξωτικά αυτοκίνητα, υποχρεώνονται σε ετήσιες εισφορές ΜΟΛΙΣ….ΜΕΡΙΚΩΝ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΩΝ ΕΥΡΩ ΣΤΟΝ ΟΓΑ!!! Ανεξαρτήτως εισοδημάτων!
Ε) Εισφοροδιαφυγή δικηγορικών γραφείων, ΝΠΔΔ, τραπεζών κλπ :
Καμιά αρχή, ούτε κρατική ούτε άλλη, ούτε οι δικηγορικοί σύλλογοι έχουν αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα το φαινόμενο της μη καταβολής εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών – συνεργατών από μεγάλα γραφεία, τράπεζες εταιρείες ακόμα και ΝΠΔΔ που απασχολούν εσωτερικούς η εξωτερικούς συνεργάτες!
Εκμεταλλεύονται την ανάγκη των ελευθέρων επαγγελματιών για εργασία και τους απασχολούν ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΤΑΜΕΙΑ!
Είναι ξεκάθαρα αντισυνταγματικές λοιπόν οι πράξεις ορισμού των εισφορών των διότι αντίκεινται στην συνταγματική αρχή της ισότητας.
Κατά το άρθρο 22 παρ. 4 παρ. 5 «Tο Kράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει».
Επομένως το κράτος είναι υποχρεωμένο να ενεργεί όλα τα απαραίτητα προκειμένου να είναι το αγαθό της κοινωνικής ασφάλισης προσιτό σε όλους τους εργαζομένους (και μη).
Στην ουσία όμως το μόνο που κάνει το κράτος είναι να υποχρεώνει τους ελευθέρους επαγγελματίες σε ισόβια ασφάλιση σε ένα ασφαλιστικό ταμείο, και σε ισόβια υποχρέωση καταβολής εισφορών.
ΟΜΩΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΩΣ ΛΗΣΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ ΤΕΛΙΚΑ ΚΑΝΕΙ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗΣΕΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟ.
Ζωντανή απόδειξη αυτού είναι το ότι το 10 έως 50% περίπου των ασφαλισμένων στα ποίκιλα ταμεία είναι πάρα τη θέληση τους ανασφάλιστοι !!! Δυσαναλογως των δυνάμεων των…
«ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΩΝ» :
Όμως, το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος, ορίζει ότι «οι Έλληνες πολίται συνεισφέρουν αδιακρίτως εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων των».
«Είναι φανερό ότι οι «δυνάμεις», στις οποίες αναφέρεται το Σύνταγμα, είναι οι περιουσιακές δυνάμεις, και όχι οι πνευματικές ή οι μυϊκές ή. . . οι ορμονικές δυνάμεις του φορολογουμένου. Αυτό ορίζετο καθαρά στο Σύνταγμα, όπως ήταν διατυπωμένο πριν από την αναθεώρηση του 1911: «αναλόγως της περιουσίας».
Η αντικατάσταση της φράσης αυτής με την αόριστη διατύπωση «αναλόγως των δυνάμεων» έγινε, όπως μας πληροφορούν οι συνταγματολόγοι, απλώς και μόνο για να διευκολυνθεί η επιβολή της προοδευτικής φορολογίας προσθέτουν όμως ότι, και με την καινούργια διατύπωση, «η φράσις «αναλόγως των δυνάμεων» σημαίνει βεβαίως ότι η υποχρεωτική εισφορά δεν πρέπει να ορίζεται αυθαιρέτως, αλλ’ εκτιμώμενης της οικονομικής ικανότητος εκάστου».
(Σβώλος – Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, 1 1954 σελ. 222- Κώστας Μπέης, Τα αμάχητα τεκμήρια είναι αντισυνταγματικά, 1978).
Στην συνταγματική έννοια των «βαρών», στον βαθμό που ορίζουν οικονομική συμμέτοχη και δη υποχρεωτική ανήκουν, και οι ασφαλιστικές εισφορές, εφόσον είναι άμεσα συναρτώμενες με την επαγγελματική ύπαρξη και δράση του ασφαλισμένου, με πολλές και αυστηρές μάλιστα συνέπειες για τον τελευταίο, εφόσον δεν ανταποκρίνεται με αδιάλειπτη συνέπεια στην υποχρέωση του έναντι του ασφαλιστικού φορέα του.
Η συντριπτική πλειονότητα των ασφαλιστικών οργανισμών των ελεύθερων επαγγελματιών εν Ελλάδι, έχει εδώ και πολλά χρόνια άτυπα θεσμοθετήσει ένα κύκλο εξοντωτικά υψηλών ασφαλιστικών εισφορών για τον ασφαλιζόμενο.
Οι εισφορές αυτές ενώ είναι δυσβάστακτες κατά κοινή ομολογία για τα εισοδήματα της μεγάλης πλειοψηφίας, είναι – από την άλλη- υποχρεωτικές για όλους, ανεξάρτητα από τα εισοδήματα αυτών.
Διαπιστώνουμε έτσι μια αντισυνταγματική και εκφυλιστική εκτροπή της κοινωνικής ασφάλισης, από κοινωνικό αγαθό, σε μέσο στυγνού οικονομικού καταναγκασμού.
Η ελληνική πολιτεία είναι όμως αυτή που διαμόρφωσε με σειρά νόμων τις τελευταίες δεκαετίες ένα απαράδεκτο ασφαλιστικό καθεστώς για τους νέους ελεύθερους επαγγελματίες (ασφαλισμένους μετά το 1993). Κι αυτό ενώ ήδη διέβλεπε εδώ και παρά πολλά χρόνια και ήδη διαπίστωνε και επισήμως τα σημαντικά προβλήματα επιβίωσης του κλάδου : πληθωρισμός, μείωση επαγγελματικής ύλης, και πλείστα όσα.
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά το ασφαλιστικό καθεστώς που διέπει τους ελεύθερους επαγγελματίες, παίρνοντας παράδειγμα το ασφαλιστικό των δικηγόρων, το οποίο ελάχιστες παραλλαγές έχει στην δομή και οργανωτική ουσία του από το ασφαλιστικό των μηχανικών, ιατρών, ψυχολογων η έμπορων:
Με ετησία εγκύκλιο – «ανακοίνωση» τους το Ταμείο Νομικών και το Ταμείο Προνοίας Δικηγορων (τομείς του ΕΤΑΑ πλέον), αναπαράγουν το ενιαύσιο κάλεσμα τους στο ποίμνιο του δοκιμαζόμενου κλάδου των ελευθέρων επαγγελματιών για να πληρώσουν τις σχετικές εισφορές τους.
Με τις εγκύκλιους αυτές γνωστοποιείται η μηνιαία εισφορά των άμισθων ασφαλισμένων υπέρ του Τομέα Ασφάλισης Νομικών & του ΤΕΑΔ (και του ΤΠΔΑ, ομοίως) για το εκαστοτε έτος.
Η εισφορά αυτή για το Ταμείο Νομικών διαμορφώνεται, όπως αναφέρεται σχετικά «βάσει των διατάξεων των άρθρων 22,32,44 και 52 του Ν. 2084/92, όπως ισχύει, των Π.Δ. 125/93 και Π.Δ. 173/93, του άρθρου 19 του Ν. 2150/93, του άρθρου 18 του Ν. 3232/04, όπως ισχύουν».
Στο άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 2084/92 ορίζεται ότι «Το ποσοστό εισφοράς στους φορείς κύριας ασφάλισης αυτοαπασχολουμένων ορίζεται σε 30% επί του ποσού των ασφαλιστικών κατηγοριών, που θα καθορισθούν με το κατά την παρ. 3 του παρόντος άρθρου προεδρικό διάταγμα και βαρύνει κατά 20% τους ιδίους και κατά 10% το Κράτος» , και συνεχίζει στο άρθρο 3 ……«για την καταβολή των μηνιαίων εισφορών στους φορείς κύριας ασφάλισης, που ασφαλίζουν αυτοαπασχολούμενους, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται σε ασφαλιστικές κατηγορίες κατά τα οριζόμενα με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται εντός 6 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ύστερα από αναλογιστικές μελέτες. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα καθορίζεται και ο τρόπος αναπροσαρμογής των ασφαλιστικών κατηγοριών» (Τώρα, ποια μεγέθη και ποιες ανάγκες λαμβάνουν υπόψη αυτές οι «αναλογιστικές μελέτες¨» είναι …ένα ερώτημα, όχι πάντως αυτές των ελευθέρων επαγγελματιών, αυτό είναι το μόνο σίγουρο).
Συνεχίζει στο άρθρο 55 παρ. 3 : «το ποσό της μηνιαίας εισφοράς που καταβάλλεται στους φορείς ασφάλισης ασθένειας, οι οποίοι ασφαλίζουν αυτοαπασχολουμένους καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ύστερα από αναλογιστική μελέτη και γνώμη των Δ.Σ. των φορέων και του Σ.Κ.Α. και δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ποσού που προκύπτει με βάση το κατά το έτος 1991 μέσο μηνιαίο κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. αναπροσαρμοσμένου με το εκάστοτε ποσοστό αυξήσεως των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων (!)και του ποσοστού εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου αυτού. Κι ερχόμαστε πλέον στα πολύ καθ’ ημών:
Στον «ΚΩΔΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΑΜΕΙΟΥ ΝΟΜΙΚΩΝ» (ΦΕΚ: Α 164 1 9601009) που τέθηκε σε ισχύ από 09.10.1960 στο κεφάλαιο Α, μέρος Γ άρθρο 1, παρ. 3 ορίζεται ότι «οι πόροι του Ταμείου αποτελούνται … εκ μηνιαίας εισφοράς των δικηγορων και αμίσθων υποθηκοφυλάκων, εισπραττομένης δια του ασφαλιστικού βιβλιαρίου δι’ επικολλήσεως εν αυτώ των αποκομμάτων εξ ενσήμων του Ταμείου, περί ων τα εδάφ. ιβ’, ιγ’ και ιδ’ του παρόντος άρθρου αναφερομένων πόρων, αντιπροσωπευόντων αξίας ισόποσον προς ποσοστόν 2% επί του εκάστοτε βασικού μισθού του Εφέτου (!)
Το εν λόγω ποσοστόν αναπροσαρμόζεται από 1ης Ιαν. 1982 εις 3%, από 1ης Ιαν. 1983 εις ποσοστόν 4% και από 1ης Ιαν. 1984 εις ποσοστόν 5%. (!) κλπ κλπ…
Kαι στο άρθρο 5 διευκρινίζεται: “Εάν το σύνολο των αποκομμάτων ενσήμων που επικολλήθηκαν με τον πιο πάνω τρόπο δεν καλύπτει στο ολόκληρο το παραπάνω ελάχιστο όριο εισφοράς, οι υπόχρεοι οφείλουν να συμπληρώνουν το υπόλοιπο ποσό, με επικόλληση αποκομμάτων ολοκλήρων των ενσήμων που απαιτούνται ή με εφάπαξ καταβολή σε χρήμα”. (***Η παρ. 5 του εδαφίου γ` της παρ. 1 του άρθρου 10, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 1 του Ν. 1080/1980, αντικαταστάθηκε διά του άρθρου 18 παρ. 1 του Ν. 1759/1988 (Α` 50).)
OΛΟΙ νομίζω αντιλαμβανόμαστε πόση σχέση έχει “το εκάστοτε ποσοστό αυξήσεως των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων” και “ο εκάστοτε βασικός μισθός του Εφέτου” με το εισόδημα του μέσου σύγχρονου δικηγόρου: Καμία.
Πιο κάτω, στο άρθρο 8 μας λέει ότι… «τα κατά το παρόν εδάφιον ποσοστά εισφορών δύναται ν’ αυξάνωνται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά σύμφωνον γνώμην του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου». Λαμβάνεται λοιπόν και μέριμνα και για την μελλοντική ΑΥΞΗΣΗ των εισφορών. Προς θεού βέβαια, καμιά αντίστοιχη πρόνοια για την μελλοντική πιθανότητα ΜΕΙΩΣΗΣ τους. Γιατί άραγε? Επίσης καμιά πρόβλεψη για μελλοντική ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ των δικαιούχων σε περίπτωση έλλειψης αποθεματικών. Αυτό το πρωτοφανές σημαίνει ότι πάση θυσία οι συνταξιούχοι θα λαμβάνουν όσα θεωρεί το εκαστοτε ταμείο και δη το ΕΤΑΑ ότι πρέπει να λαμβάνουν, ενώ οι…ασφαλισμενοι ελεύθεροι επαγγελματίες ΘΑ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΟΣΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΡΙΝΕΙ ΤΟ ΕΤΑΑ ΔΗΛΑΔΗ Ο ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΥΠΟΥΡΓΟΣ, και αυτό ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΤΟΥΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΑΝ ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ Η ΙΔΙΑ Η ΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗ! Πρωτοφανής διάλυση κάθε δικαιώματος στην εργασία, στην επιβίωση, στην αξιοπρέπεια!!!
Αυτό που παρατηρούμε από τα ανωτέρω είναι η θεσμοθέτηση μιας υπερπολυπλοκης, τρομερά ομιχλώδους και δυσνόητης διαδικασίας υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των ελευθερων επαγγελματιων, εντος της οποίας πραγματοποιούνται λογικά άλματα, νομικοί ακροβατισμοί και αλχημείες παντός τύπου. Eχουμε λοιπόν μέχρι ώρας τα εξής ερωτήματα: Πως είναι δυνατόν, να λαμβάνεται κατά τα ανωτέρω ως βάση για τον υπολογισμό των εισφορών των ελευθερων επαγγελματιων για την ασφάλιση ασθένειας «το εκάστοτε ποσοστό αυξήσεως των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων (!) και, κυρίως
Πως είναι δυνατόν, να λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των εισφορών για την ασφάλιση συντάξεως «ποσοστόν επί του εκάστοτε βασικού μισθού του Εφέτου (!)»
ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΕΙ Ο ΠΟΛΥΠΑΘΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΠΟΥ ΜΑΣΤΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΥΠΕΡΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ, ΕΛΛΕΙΨΗ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΥΛΗΣ ΚΑΙ ΠΛΕΙΣΤΑ ΟΣΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΔΕΙΞΕΙ ΩΣ ΤΗΝ ΠΙΟ ΕΥΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΔΥΣΟΙΩΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ, ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΛΑΒΕΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ-ΕΦΕΤΩΝ ΠΟΥ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΥΠΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΑΠΟΛΑΒΕΣ ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΠΟΥ ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΕΧΕΙ ΟΝΕΙΡΕΥΘΕΙ Ο ΝΕΟΣ Η ΚΑΙ Ο ΜΕΣΟΣ ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ? Κι όμως, αυτά είναι τα βασικά κριτήρια, με βάση τα οποία υπολογίζεται το ύψος των εισφορών που πληρώνουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες!
Περεταίρω, παρατηρούμε την θέσπιση 14 ασφαλιστικών κατηγοριών,που καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα και ορίζουν κάποια κλιμακούμενα ύψη εισφορών στο Ταμείο Νομικών. Φυσικά, η συντριπτική πλειοψηφία των ελευθερων επαγγελματιων ασφαλίζεται αγεληδον στην πρώτη ασφαλιστική κατηγορία κι αυτό για να αποφύγει τα …δυσθεώρητα ύψη των εισφορών των ανωτέρων κατηγοριών, οι όποιες προκαλούν ερωτηματικά για την σκοπιμότητα της ύπαρξης τους, καθώς κυμαίνονται σε ύψη που μόνο… ελεύθεροι επαγγελματίες εκ Καλιφόρνιας μπορούν να καταβάλλουν. Μετά την ψήφιση δε του μεσοπρόθεσμου, το 2011 οι ασφαλιστικές κατηγορίες είναι 14, με τους ασφαλισμένους κατά την πρώτη υπαγωγή τους στην ασφάλιση να κατατάσσονται στην 1η ασφαλιστική κατηγορία, και να μετατάσσονται στις επόμενες κατηγορίες ανά τριετία, και πάντα την 1η του έτους του επομένου εκείνου στο οποίο συμπληρώθηκε η τριετία.
Κατά της αύξησης των εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών προσέφυγε ήδη ο ΔΣΑ (υποκριτικά)και το ΤΕΕ στο ΣΤΕ.
Μετά την αντισυνταγματικότητα του Εφέτη, η αοριστία της… (εντελώς απροσδιορίστου περιεχομένου) «ασφαλιστικής κατηγορίας» :
Το Υπουργείο κοινωνικής ασφάλισης διατείνεται ότι από το 1992 και έπειτα δεν ισχύει το σύστημα υπολογισμού με τον μισθό του Εφέτου, ΠΛΗΝ ΟΜΩΣ το προισχυσαν καθεστώς αυτό ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΠΟΣΟ ΞΕΔΙΑΝΤΡΟΠΑ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΝ ΟΙ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ, ΑΦΕΤΕΡΟΥ ΔΕ ΠΑΛΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΕΣ ΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ!
Παραπέμπει ξανά στις εγκυκλίους και ανακοινώσεις του ΕΤΑΑ – ΤΑΝ που ορίζουν αυθαίρετα ότι υπάρχουν 14 ασφαλιστικές κατηγορίες και ότι «το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς αντιστοιχεί στο 20% επί του ποσού της ασφαλιστικής κατηγορίας», χωρίς να εξειδικεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο πως συντίθεται και αναλύεται η κάθε ασφαλιστική κατηγορία τελωσπαντων ΠΩΣ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΠΙΘΑΝΑ ΠΟΣΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΖΗΤΑΝΕ!!
Γεγονός που μας κάνει να πιστεύουμε ότι είτε εφαρμόζουν ακόμα την παλιά φόρμουλα με το μισθό του εφέτη, είτε κάποια βάση με τον μισθό των δημοσίων υπάλληλων, όπως ξεδιάντροπα αναφέρουν π.χ. στο νόμο υπολογισμού εισφορών για το Ταμείο Πρόνοιας Δικηγορων Αθηνών.
Ενισχυτικό αυτής της υποψίας είναι ότι ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΜΙΣΘΟ ΤΟΥ ΕΦΕΤΗ που υπάρχει στο άρθρο ….του «Κώδικα περί ταμείου Νομικών» ως ΜΕΤΡΟ υπολογισμού των εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών! Πως γίνεται λοιπόν να καταργήθηκε αυτή η διάταξη ενώ ΑΚΟΜΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΚΑ-ΝΟ-ΝΙ-ΚΑ ΣΤΟΝ ΩΣ ΑΝΩ ΚΩΔΙΚΑ?
Το υπουργείο κοινωνικής ασφάλισης συγκεκριμένα αναφέρει ότι : «Για τους από 1/1/1993 ασφαλισμένους ελεύθερους επαγγελματίες , έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 22 του ν.2084/1992, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 15 του ν.3986/2011, οι οποίες προβλέπουν την υπαγωγή των ασφαλισμένων σε ασφαλιστικές κατηγορίες, και το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς να αντιστοιχεί στο 20% επί του ποσού της ασφαλιστικής κατηγορίας στην οποία έχει ενταχθεί ο ασφαλισμένος». ΤΙΠΟΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ! Από πουθενά ΔΕΝ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΠΩΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΠΟΥ ΚΑΛΟΥΜΕΘΑ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΜΕ!
Σε κάθε περίπτωση τόσο με την φόρμουλα υπολογισμού των εισφορών με βάση το μισθό του εφέτη (α) όσο και με φόρμουλα υπολογισμού την …ανεκδιήγητη γενικότητα του 20% της ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ασφαλιστικής κατηγορίας που ορίζει αυθαίρετα ο ως άνω νόμος γεγονός ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΤΟ ΕΞΗΣ :
OIAΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΕΤΑΑ – ΤΑΝ & ΤΕΑΔ ΚΑΙ ΤΥΠΔΑ ΕΙΝΑΙ ΛΗΣΤΡΙΚΑ ΥΨΗΛΕΣ, ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΑΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ, ΝΑ ΜΗΝ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΚΑΘΟΛΟΥ ΥΠΟΨΗ ΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΣΩΡΕΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΙΔΙΑ ΔΕ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4.5
Επομένως, εφόσον είτε οι εισφορές υπολογίζονται με βάση μισθούς εφετών και δημοσίων υπαλλήλων με τους οποίους δεν έχουμε ουδεμία σχέση οικονομικώς, είτε με κάποια μυστηριώδη φόρμουλα που γνωρίζουν μόνο στα ασφαλιστικά ταμεία, δικαιούμεθα να αμφισβητήσουμε τις οφειλες σε αυτά, καθώς αφενός μεν έχουν υπολογιστεί με τρόπο ΟΜΙΧΛΩΔΗ ΚΑΙ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟ και αφετέρου, όπου αυτός διευκρινίζεται ΔΕΝ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΥΠΟΨΗ ΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ, ειμή μόνο τα εισοδήματα ασχέτων επαγγελματικών κατηγοριών όπως οι δικαστές και οι δημόσιοι υπάλληλοι!
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι εισφορές είναι “βάρη” κατά την έννοια του Συντάγματος, όχι μόνο για την υποχρεωτικότητα τους και ΤΗΝ ΜΗ ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ PAY TO GO, δηλαδή κάθε γενιά πληρώνει τις συντάξεις της προηγούμενης!
Ενώ σε όλη την Ευρώπη εδω και χρόνια το σύστημα αυτό έχει εγκαταλειφθεί και αντικαταστάθηκε – ή εστω και εναλλακτικα δοθηκε η δυνατοτητα επιλογης μεταξυ αυτου και του λεγόμενου κεφαλαιοποιητικου, κατά το οποίο τα χρήματα των εισφορών του ασφαλισμενου ΤΟΚΟΦΟΡΟΥΝΤΑΙ και επιστρέφουν σ αυτον ΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ.
Περεταίρω, ναι μεν το Σύνταγμα ορίζει ότι η ασφάλιση είναι υποχρεωτική και μάλιστα αποκλειστικά σε τομέα ασφάλισης του ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ΝΠΔΔ), αλλά ΑΠΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ Η ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΥΨΟΥΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΠΝΙΣΕΙ ΣΤΟΝ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΥΠΟΥΡΓΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Η ΕΚΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΤΡΟΙΚΑ , ΝΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΕΙ!!!
Επομένως είναι αντικείμενο απόδειξης η μη ύπαρξη υποχρέωσης καταβολής των εισφορών αυτών, πέραν φυσικά των υπερβάσεων λοιπών διατάξεων του Συντάγματος και δη ότι επιβλήθηκαν σε μη έχοντα εισφοροδοτικη ικανότητα.
ΜΕ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΑΥΤΗ, ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΒΓΕΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΑ ΝΟΜΟΥ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΤΑΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΠΙΘΑΝΟΥΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΟΥ (ΤΕΑΔ), ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΥΠΔΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΥΠΟΤΟΜΕΙΣ, ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΥΠΕΡ ΟΑΕΔ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΑΚΟΜΑ ΘΥΜΑΤΑΙ ΠΟΣΕΣ ΥΠΟ-ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΧΡΕΩΣΕΙ, ΝΑ ΒΓΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΥΝ ΟΤΙ «ΚΥΡΙΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ (ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ) ΤΩΝ 500 ΕΥΡΩ ΜΑΣ ΟΦΕΙΛΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2014 (Π.Χ.) 10.000 ΕΥΡΩ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΕΤΗΣΙΩΣ».
ΑΥΤΟ ΤΙ ΘΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ? ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΜΕ 10.000? ΟΤΙ ΘΑ ΗΤΑΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΟ ΝΑ ΙΣΧΥΣΕΙ ΤΕΤΟΙΟΣ ΝΟΜΟΣ? ΟΤΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΟΥΜΕ ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΜΑΣ ΜΕ ΧΡΕΗ ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ ΦΟΡΤΩΝΕ ΤΟ ΚΑΘΕ ΤΑΜΕΙΟ ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΠΕΙΔΗ ΤΟ ΑΣΚΟΥΣΑΜΕ?
Ο προσδιορισμός του ύψους των οφειλόμενων εισφορών, ως παροχή που γεννάται από το νόμο, πρέπει ως προσδιοριστική, ΧΡΗΜΑΤΙΚΑ καταλογιστέα πράξη να είναι ΕΥΛΟΓΗ, να ανταποκρίνεται στα εισοδήματα του υπόχρεου ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, σε κάθε δε περίπτωση να μπορεί να την αντέξει ο υπόχρεος, ακυρωνόμενης σε αντίθετη περίπτωση κάθε πράξης επιβολής και καταλογισμού ΥΠΕΡΟΓΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ εκ των οποίων να στερείται ο υπόχρεος βασικών βιοτικών αγαθών: Την διατροφή, την ένδυση, τη στέγαση, τη φροντίδα των οικείων του, το ιδιο το επαγγελμα του σε τελικη αναλυση!
Επομένως η υποχρεωτική ασφάλιση είναι υπό τις ως άνω ανατρεπτικές προϋποθέσεις ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ, όταν υπάρχει κίνδυνος :
α) ανεπαρκείας κάλυψης βασικών βιοτικών αναγκών του υπόχρεου, που ανιχνεύεται όταν το εισόδημα του είναι μικρότερο από το ποσό του παλαιού αφορολογήτου (12.000 ευρώ) που είναι και το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, ποσό μάλλον όταν είναι στο μισό του ορίου αυτού.
β) αναγκαστικών μέτρων που θα εξαθλιώσουν έτι περισσότερο τον οικονομικά αδύνατο υπόχρεο (κατάσχεση μικροκαταθεσεων του, αυτοκίνητου του κλπ)
γ) έξοδος του από το επάγγελμα, καθώς δεν θα έχει ούτε μπλοκ αποδείξεων είτε λογω της υπερχρέωσης του από τα ταμεία, και δεν θα μπορεί να εργάζεται,
δ) αντιμετώπιση του ως …. απατεώνα (διότι τα κρατικά ασφαλιστικά ταμεία παρόλα αυτά τον θεωρούν εύπορο και απαιτούν τις εισφορές ου μην και φόρους και ένα σωρό ακόμα βάρη)
ε) μη θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος ( ΕΦΟΣΟΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΕΙΣΦΟΡΕΣ)!
στ) στέρησης δικαιώματος πρόσβασης στην υγεία (είναι ΕΚΘΕΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΕ ΑΡΡΩΣΤΙΑ, αφού είναι πανύψηλες ΚΑΙ οι εισφορές της υγείας!)
ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΞΕΚΑΘΑΡΟ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΕΚΒΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΑ ΒΑΡΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΜΕΣΟΥ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΟΝΟ Η ΑΜΕΣΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ 75% ΚΑΙ Ή Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΑΔΥΝΑΤΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΥΝ ΘΑ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΟΥΣ, ΑΦΕΤΕΡΟΥ ΔΕ ΘΑ ΔΙΑΛΥΣΕΙ ΚΑΙ ΤΙΣ ΩΣ ΑΝΩ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥΣ, ΕΠΙΤΡΕΠΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΤΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΤΟΥ ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΥΜΜΑΖΕΥΕΤΑΙ!
Μέγα μέρος ελεύθερων επαγγελματιών και ενώ αποκομίζουν 30.000 και 50.000 ευρώ ετησίως ΦΟΡΟΔΙΑΦΕΥΓΟΥΝ, και, ενώ προκύπτει και αυξητική μεταβολή της περιουσίας τους (σπίτια, αυτοκίνητα) και πολυτελής τρόπος ζωής τους το ελληνικό κράτος επέλεξε επί σειρά ετών να ανέχεται την φοροδιαφυγή τους και να τους επιτρέπει ψευδώς να δηλώνουν εισοδήματα κάτω του αφορολογήτου, σχεδόν σαν των ΟΝΤΩΣ ΠΤΩΧΩΝ.
Έτσι θύτες και θύματα ταυτιστήκαν, γεγονός καταφορά άδικο για όσους νέους αγωνίζονται καθημερινά σκληρά στον επαγγελματικό στίβο.
2. Άρθρο 25 Συντάγματος - ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ :
Το ελληνικό Κράτος προκειμένου να εξασφαλίσει τα απίθανα ποσά που ζητά, προκειμένου να αφήσει ανέπαφους τους κομματικούς στρατούς του, ήδη :
α. στερεί τον νέο επαγγελματία από μελλοντική σύνταξη, αφού έτσι κι αλλιώς ο τελευταίος δεν έχει να πληρώσει για να λάβει σύνταξη..
β. στερεί ομοίως τον νέο επαγγελματία από την στοιχειώδη περίθαλψη.
γ. τον υποβάλλει σε άσκοπη γραφειοκρατία και ταλαιπωρία, αφού ακόμα και για ρύθμιση πρέπει να τρέχει σε διαφορετικές υπηρεσίες, με αμφίβολα αποτελέσματα, καθώς ουδεμία διάθεση συνεργασίας επιδεικνύουν τα Ταμεία.
δ. τον στερεί και από την θεώρηση Δελτίου Παροχής Υπηρεσιών ώστε να μπορεί να βιοπορίζεται. Με απλά λόγια τον ωθεί στην λιμοκτονία.
ε. λαμβάνει ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ! Δεν του δίνει καν τη δυνατότητα «παγώματος» των ήδη παρανομών βέβαια και δήθεν οφειλών του, ώστε να τα καταβάλλει όταν μπορέσει να μαζέψει τα χρήματα αυτά! Κάνεις δεν θέλει να μείνει χωρίς σύνταξη! Αλλά και ποιος από την άλλη θα δώσει τα χρήματα του για την ασφάλιση του, εάν αυτά δεν φτάνουν για να συντηρηθεί όταν είναι νέος!!!
Επιπλέον δε
ε. του στερεί τη δυνατότητα να αποκτήσει τα στοιχειώδη για την καθημερινότητα του, όπως π.χ. αυτοκίνητο, σπίτι, κλπ
στ. του στερεί την δυνατότητα να κάνει οικογένεια, καθώς επιζητεί την αφαίμαξη των ΗΔΗ ΜΗ ΕΠΑΡΚΩΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ (κάτω από το όριο της φτώχειας). Εφόσον δεν θα περισσέψει απολύτως τίποτα, είναι βέβαιο ότι ο νέος επαγγελματίας ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΡΕΨΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΤΟΜΑΤΑ όταν ήδη μετά βίας συντηρεί τον εαυτό του!
Η ΚΛΟΠΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΑΥΤΗ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ φυσικά έρχεται σε απολυτή αντίθεση με τις προστατευτικές για την δημιουργία οικογενείας και τους νέους διατάξεις του Συντάγματος. Ουσιαστικά εξωθεί τη χώρα μας στον πληθυσμιακό αφανισμό:
(«Άρθρο 21 – (Προστασία οικογένειας, γάμου, μητρότητας και παιδικής ηλικίας)
1. H οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Kράτους.
3. Tο Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων.)
Σε κάθε όμως περίπτωση όλα τα ανωτέρω είναι συντριπτικά πλήγματα για οποιονδήποτε πολίτη.
ΑΡΧΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ :
«Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. «Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται».
Η αρχή της αναλογικότητας έχει αποκτήσει κεντρική σημασία στο σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και διατρέχει την πρόσφατη νομολογία των Δικαστηρίων της χώρας μας (Ακυρωτικών και Δικαστηρίων της ουσίας) όλων των κλάδων του δικαίου, των ανεξάρτητων αρχών, αλλά και όλων των ανωτάτων δικαστηρίων των Ευρωπαϊκών χωρών και των κυριότερων χωρών, στις οποίες εφαρμόζεται το αγγλοσαξονικό δίκαιο. Επίσης έχει τύχει εκτεταμένης επεξεργασίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) ως αρχή του κοινοτικού δικαίου που περιλαμβάνεται και στη Συνθήκη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατ’ εφαρμογή των άρθρων 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης (ΕΣΔΑ).
Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας θεμελιώνεται σε δύο διατάξεις του εσωτερικού μας δικαίου, στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 περ. δ’ του Συντάγματος, όπως διατυπώθηκε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το Ν. 53/1974, και δυνάμει του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ.
Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί συνταγματικό περιορισμό των νομοθετικών περιορισμών των συνταγματικών θεμελιωδών δικαιωμάτων, που επιτάσσει ότι μεταξύ του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει ένας περιορισμός του δικαιώματος και του συγκεκριμένου περιορισμού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση (Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, τ. Α, σελ. 176 επόμ., του ιδίου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, σελ. 184, Στ. Ματθίας, ΕλλΔνη 2006. 2).
Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ακολουθεί τρία στάδια ελέγχου:
Α) Καταλληλότητας: ο περιορισμός για να είναι κατάλληλος, πρέπει να επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Β) Αναγκαιότητας: ακόμη και αν είναι κατάλληλος ο περιορισμός, δεν πρέπει να είναι επαχθέστερος από το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος μέτρο, αλλά ο λιγότερο επαχθής για τον θιγόμενο αποδέκτη του μέτρου. Γ) Συνάφειας μέσου προς το σκοπό· μεταξύ του μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού πρέπει να υφίσταται μία εύλογη σχέση. Ένας περιορισμός, και όταν ακόμη είναι κατάλληλος ή αναγκαίος, δεν πρέπει να συνεπάγεται περισσότερα μειονεκτήματα για τα δικαιώματα του πολίτη, παρά πλεονεκτήματα για τα δημόσια ή ιδιωτικά συνταγματικά συμφέροντα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει.
Με την απόφαση 45/2005 ΟλομΑΠ κρίθηκε ότι όλα τα μέσα ασκήσεως της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας.
Eν προκειμένω παρατηρούμε ότι οι υπέρμετρες εισφορές που επιβάλλονται είναι δυσανάλογες με το εισόδημα των υποαπασχολούμενων ασφαλισμένων. Ως εκ τούτου ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΜΕΣΟΥ ΠΡΟΣ ΣΚΟΠΟ, ΔΙΟΤΙ ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ ΕΔΩ ΕΧΟΥΜΕ ΣΥΝΕΠΑΓΟΜΕΝΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΜΕΣΩ ΣΤΕΡΗΣΗΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΒΙΟΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ Ή ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ – ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ….ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ!!!
Επίσης η στέρηση θεώρησης αποδείξεων, η ο κίνδυνος απώλεια περιουσίας προφανώς δεν είναι τα κατάλληλα ούτε τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει το δημόσιο την σύνταξη κάποιου, και πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι καθώς είναι φανερό ότι αυτό συνιστά κατακρεούργηση της ζωής και της νεότητας προς όφελος των φαλιρισμένων ταμείων!!!
Και μάλιστα χωρίς να έχει λόγο σε αυτό ο ασφαλισμένος ! Και τι να κάνει τη σύνταξη σε 40 χρονιά εάν το ταμείο του του κατάσχει πχ. τα 2.000 ευρώ που έχει για να ζει στην Τράπεζα η του κατάσχει το σπίτι? Σοβαρά μιλάμε για κοινωνική ασφάλιση όταν εφαρμόζονται τέτοια ΑΙΣΧΗ που σε κάνουν να πάρεις τα όπλα?
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεσμεύει, όσον αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή της ΕΣΔΑ, τον Έλληνα Δικαστή που οφείλει και δεσμεύεται να την ακολουθεί (Ματθίας, ό.π., σελ. 9). Και το ΕΔΔΑ εστιάζοντας στην αναλογικότητα του τιθέμενου περιορισμού με αναφορά στις αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της χρηστής διοικήσεως της δικαιοσύνης, με την απόφαση της 5.7.2007 στην υπόθεση Λιοναράκης κατά Ελλάδος (ΔιΜΕΕ 2007. 285 επόμ.), διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, εκτός των άλλων, λόγω της απορρίψεως αναιρέσεως περί μη αναλογικότητας του επιδικασθέντος από το Εφετείο ποσού και ελλείψεως ικανοποιητικής και αντίστοιχης αιτιολογίας (ομοίως η απόφαση της 17.1.2008 στην υπόθεση Βασιλάκης κατά Ελλάδος).
Αλλά και με την απόφαση της 27.5.2004 στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδος, καταδίκασε την Ελληνική Δημοκρατία σε αποζημίωση των προσφυγόντων, διότι δεν υπάρχει σχέση αναλογικότητας ανάμεσα στις απαγορεύσεις που ανεύρε το Ελληνικό Ακυρωτικό και τον επιδιωκόμενο με την εφαρμοζόμενη διάταξη σκοπό.
Σημασία αποκτά για τον αναιρετικό έλεγχο κατ’ άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αναλογικότητας, όχι ως απλού κριτηρίου σταθμίσεως της συνταγματικότητας του νόμου, αλλά ως κανόνα που εν όψει του άρθρου 25 § 1 εδ. γ΄ Συντάγματος εφαρμόζεται και στις σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου.
Κατά την επαναλαμβανόμενη και σταθερή πλέον νομολογία του ΕΔΔΑ, δεν αρκεί η απλή παράθεση των γενικών κριτηρίων του ΑΚ 932, αλλά απαιτείται η ενδελεχής και ειδική αιτιολόγηση των αποφάσεων ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων της αναλογικότητας. Γι’ αυτό καθίσταται επιτακτικότερη η ανάγκη συστηματικού νομολογιακού καθορισμού αυτών των κριτηρίων. Με τον τρόπο αυτό, και αφού εντοπίσει το σκοπό του νόμου, αξιολογήσει το μέσο, αλλά και τις συνολικές επιπτώσεις του νόμου, ο δικαστής της ουσίας θα οδηγείται σε ασφαλή κρίση.
Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι καμιά καταλληλότητα, αναγκαιότητα και συνάφεια δεν συνδέει :
Α) την λήψη αναγκαστικών μέτρων, για υπηρεσίες που είτε δεν μπορει (σύνταξη) είτε αδυνατει κανεις (υγεία) να καταβάλλει και που θα έχουν ως συνέπεια να καταλογιστούν χρέη που θα τον επιβαρύνουν τοκιζόμενα ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ.
Β) την στέρηση από την έκδοση ασφαλιστικής ενημερότητας, την στέρηση από το δικαίωμα να εργάζεται και να…ζει και την στέρηση από την περίθαλψη!!
Ουδεμία αναλογικοτης υπάρχει ανάμεσα στην οικονομική κατάσταση ως φορολογούμενου πολίτη, και στην σωρεία εξοντωτικών μέτρων όπως τα ανωτέρω απαριθμημένα εις τα οποία προεβη το ελληνικό κράτος των δημοσίων υπάλληλων για να του στερήσει το δικαίωμα να ..ζει!
ΑΡΧΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΕΤΑΙΡΩ : ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ – ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΛΟΙΠΕΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ :
Η επί 5 χρόνια άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας και η εξαθλίωση του ελευθεριου επαγγέλματος συνιστούν λόγους έκτακτης ανάγκης και αλλαγής του σημερινού πλαισίου υπολογισμού των εισφορών.
- Από το 1990 και μετά ΚΑΙ ΕΝΩ ο αριθμός των εγγεγραμμένων ελευθερων επαγγελματιων στα ταμεία ΤΡΙΠΛΑΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1980 ΚΑΙ ΑΡΑ ΤΡΙΠΛΑΣΙΑΣΤΗΚΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ ΓΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ, ΑΥΤΑ ΑΝΤΙ ΝΑ ΜΕΙΩΣΟΥΝ ΣΤΑΔΙΑΚΑ ΤΙΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ, ΤΙΣ ΑΥΞΑΙΝΑΝ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΑ!!! ΟΙ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΔΗΛΑΔΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ, ΚΑΘΩΣ ΤΑ ΤΑΜΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΟΙΚΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΘΑΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟ ΡΟΛΟ!
Ο υπερπληθωρισμός δηλαδή των ελευθέρων επαγγελματιών δεν έχει μόνο κακές συνέπειες (την μείωση του όγκου εργασίας λογω των πολλών ελευθέρων επαγγελματιών που την διανέμονται) αλλά και καλές όπως του ότι πολύ μεγάλος αριθμός ελευθέρων επαγγελματιών πληρώνει εισφορές, φόρους, κλπ. Έλα όμως που ΟΥΤΕ αυτό ελήφθη υπόψη για τη μείωση των εισφορών, αφού το ΤΑ ΤΑΜΕΙΑ ΗΔΗ ΚΕΡΔΙΣΑΝ από την αύξηση του αριθμού των ασφαλισμένων !!!
- Διανύουμε από το 2008 μια συνεχή περίοδο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ κρίσης. Ήδη κουρεύτηκε –αποτυχημένα- το χρέος της χώρας μας και έπεται και δεύτερο κούρεμα από τους πιστωτές μας, αναγνωρίζεται έτσι δηλαδή έστω και έμμεσα από τους πιστωτές μας ότι και επαχθές είναι ένα μεγάλο μέρος των χρεών μας και ότι η χωρά θα καταρρεύσει σε περίπτωση μη διαγραφής.
- Μειώνονται βάση ειδικών διατάξεων του Α.Κ. τα ενοίκια επιχειρήσεων και κατοικιών λογω της κρίσης ομοίως (Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών).
- Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών επιτελέστηκε εδω και δέκα χρονιά ΚΑΙ στα εισοδήματα των ελευθέρων επαγγελματιών, που φτωχοποιηθηκαν, αλλά ως προς τα δικά τους προβλήματα, που προϋπήρχαν της κρίσης, ούτε ο Υπουργός κοινωνικών ασφαλίσεων, ούτε τα ταμεία ούτε καν οι πάμπλουτοι συνδικαλιστές έπραξαν το παραμικρό ώστε να ελαφρυνθούν ΤΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΒΑΡΗ!
- Για τον αυτό λόγο επίσης θεσπίστηκε (ελάφρυνση αδίκως βεβαρυμμένων με υπέρογκες οφειλές) από το 2010 και ο θεσμός των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, που διαγράφει μέρος των χρεών όσων πράγματι είναι σε αδυναμία, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν! (άσχετα αν στην Ευρώπη ο θεσμός προϋπήρχε ήδη από το 1998!!)
- Ακόμη είναι εντυπωσιακό ότι το ελληνικό κράτος που συνειδητά δημιούργησε τη φούσκα του χρηματιστήριου και των Ολυμπιακών αγώνων, την είσοδο στο ευρώ με ψεύτικα στοιχειά, κλπ κατά παράβαση κάθε έννοιας λογικής, ΤΟΣΟ ΣΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ εισφορών όσο και στους κάθε είδους φόρους, τέλη κλπ που επιβάλλει, από τα απλά πρόστιμα της ΔΟΥ μέχρι τους λογαριασμούς της ΔΕΗ (100% αύξηση μέσα σε 10 χρόνια), ΕΧΕΙ ΑΥΞΗΣΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΤΕΛΗ, ΦΟΡΟΥΣ, ΠΡΟΣΤΙΜΑ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΣΕ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΥΨΗ, σε ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΕΠΟΧΗΣ ΠΡΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, δεν έχει μειώσει τις απαιτήσεις του ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Εν πάση περιπτώσει τις εισφορές σε ταμεία, τους φόρους κλπ αυτού του ύψους μπορούν να τους αποπληρώνουν μόνο οι προνομιούχοι που το δημόσιο διόρισε αυθαίρετα επί μεταπολιτεύσεως.
- Ένα ακόμα παράδειγμα : Oι ασφαλισμένοι δικηγόροι σήμερα είναι τριπλάσιοι σε αριθμό απ αυτούς του 1990, δηλαδή άνω των 40.000 πανελλαδικώς, όπερ εστί ότι τριπλασιάστηκε και ο αριθμός των ετησίων εισφορών του ΕΤΑΑ ΤΑΝ – ΤΕΑΔ ΚΑΙ ΤΥΠΔΑ, αλλά :
Παρολαυτα το ελληνικό δημόσιο ΔΕΝ ΥΠΟΤΡΙΠΛΑΣΙΑΣΕ ΤΙΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΤΟΥΣ!!! Τις υπερτριπλασιασε και αυτές!!!
Και το πιο τραγικό είναι ότι το 1990, όταν οι δικηγόροι ήταν κατά 60% λιγότεροι σε αριθμό πλήρωναν το ¼ των σημερινών εισφορών!!!!!! Για αυτό μιλάμε για ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΓΕΝΕΩΝ!
Ενώ το ΑΕΠ και το κατά κεφαλήν εισόδημα ΜΕΙΩΘΗΚΑΝ τα τελευταία τουλάχιστον 5 χρόνια πάνω από 25%, ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΚΟΛΟΣΙΑΙΑ, ΚΑΘΩΣ μας λέει ότι επιστρέψαμε στα οικονομικά μεγέθη των …άρχων του 1990, το ελληνικό δημόσιο μας φορολογεί σαν να είμαστε στο 2004!!!!
-Στο ίδιο σκεπτικό, τόσο οι εισφορές όσο και οι συντάξεις γήρατος σταθμιστήκαν κάποτε σε οικονομικό ύψος βάσει των τότε αντιλήψεων και συνθηκών της χώρας. Σήμερα η χωρά τελεί υπό χρεοκοπία εδώ και 3 χρόνια ήδη, από το 2010.
Δεν φτάνει που οι υπόχρεοι ασφαλισμένοι ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΡΩΤΗΘΗΚΑΜΕ ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ θέλουμε ΝΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΟΥΜΕ, ΜΕΧΡΙ ΠΟΣΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΥΜΕ κλπ, αλλά φτάσαμε στην εσχατιά του εξευτελισμού ΝΑ ΜΑΣ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ – ΕΠΙ ΠΟΙΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ – ΝΑ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΟΣΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΓΟΥΣΤΑΡΕΙ ΑΥΤΟ, ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΑ ΛΙΜΟΚΤΟΝΗΣΟΥΜΕ!
Πρέπει να καταβάλλουμε εισφορές για να…σωθουν τα ταμεία, δηλαδή να μείνουμε πένητες, νηστικοί και άστεγοι για να εξακολουθούν να λαμβάνουν συντάξεις οι πάμπλουτοι συνάδελφοι του 1970 και του 1980 ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΕ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΠΟΤΕ :
α) να μειώσει τις συντάξεις ΟΣΩΝ συνταξιούχων του ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 1.500 ΕΥΡΩ
β) να αποκλείσει από το δικαίωμα σύνταξης εκατοντάδες δήθεν νομικούς που λαμβάνουν συντάξεις από δυο η και τρία ταμεία μαζί με το ταμείο νομικών, έχουν τεράστια εισοδήματα και εν πάση περιπτώσει αυτό που κάνει η Αυστραλία, οπού ουδείς εύπορος δικαιούται να λαμβάνει σύνταξη, ποσό μάλλον να παίρνει 2 και τρεις συντάξεις όπως οι πολιτικοί δήθεν δικηγόροι και λοιποί αργόμισθοι.
γ) να απαγορεύσει την κατοχή άνω της μιας παγίας αντιμισθίας ανά δικηγόρο, και έτσι σήμερα πολλοί δικηγόροι έχουν από 2,3 και 5 πάγιες ο καθένας, αρκετοί ταυτόχρονα διδάσκουν σε πανεπιστήμια, αλλά παρότι στερούν τις θέσεις από άλλους, ΔΕΝ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΥΝ ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ, αλλά θα πάρουν ενδεχομένως 2 και 3 συντάξεις!!!
δ) να θεσει οικονομικό όριο στις συνεργασίες τραπεζών και ΝΠΔΔ με ελευθερους επαγγελματιες, ώστε κάθε ελευθερος επαγγελματιας π.χ. να έχει ετήσιο οικονομικό όριο συνεργασίας τα 12.000 ευρώ και να έχουν δουλεία όλοι τουλάχιστον. Έτσι π.χ. μερικές εκατοντάδες δικηγορικά γραφεία «κλέβουν» την δικηγορική υλη που αντιστοιχεί σε χιλιάδες ελευθερους επαγγελματιες χωρίς να έχουν ούτε φοβερές γνώσεις ούτε δεξιότητες. Πάρα μόνο …γνωριμίες.
Δε βλέπω το λόγο που δεν μπορούν να επικαλεστούν όσοι αδυνατούν να πληρώσουνε τις εισφορές, την διαγραφή τους, και ακύρωση της υποχρεωτικότητας καταβολής τους, εάν και εφόσον τα εισοδήματα τους αρκούν ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗ!
Είναι σαφές ότι η αυθαίρετη θέσπιση του ύψους τους ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ ΚΑΘΕ ΟΡΙΟ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ!
Και φυσικά αυτό ισχύει ήδη στην Ολλανδία, οπού όταν ο ασφαλισμένος δεν καταβάλλει εισφορές (επειδή προφανώς δεν έχει) ΑΠΛΩΣ μειώνεται η σύνταξη που θα έπαιρνε κανονικά κατά 2% για κάθε χρόνο που αδυνατεί να καταβάλλει.
Δεν του στερούν ούτε το δικαίωμα να εργάζεται νόμιμα με το να μην του θεωρούν μπλοκ αποδείξεων, ούτε και βεβαιώνουν τις εισφορές σαν χρέη και επιχειρούν κατασχέσεις κινητών τε και ακίνητων (και αυτοκίνητων).
Το αυτονόητο λοιπόν ισχύει στα πολιτισμένα κράτη. Στην Μπανανιά μας, τα ταμεια επιβαλλουν τσουβαληδον εισφορές μην τυχόν και πεινάσει ο κύριος Χ που φυσικά δεν εμποδίζεται ΝΑ ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ και συνεχίζει καίτοι θεωρητικά εδώ και πολλά χρόνια ΕΙΝΑΙ συνταξιούχος!
Πόσο τραγικά άλλωστε είναι όλα αυτά, όταν ο ίδιος ο πρόεδρος του ΕΤΑΑ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΕΝ ΕΤΕΙ 2012 ότι το ΕΤΑΑ είναι το μόνο ταμείο που είναι πλεονασματικό, δεν λαμβάνει κρατική ενίσχυση, και ως εκ τούτου μπορεί να πληρώνει άνετα τις υποχρεώσεις του !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
(βλ. Ανακοίνωση πρόεδρου ΕΤΑΑ κατά αυξήσεως εισφορών – Οκτώβριος 2012)
Στο ίδιο έγγραφο αναφέρει, ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ, ότι με τις υπάρχουσες εισφορές το ΕΤΑΑ ΕΧΕΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΕΣΟΔΩΝ ΚΑΘΩΣ οι νέοι μηχανικοί του ΤΣΜΕΔΕ και δικηγόροι του Ταμείου Νομικών εγκαταλείπουν το επάγγελμα τους και ΣΤΕΡΟΥΝ ΑΠΟ ΠΟΡΟΥΣ ΤΟ ΕΤΑΑ!!!!!
Δεν χρειάζεται να συμπληρώσουμε ότι όχι μόνο το ΕΤΑΑ αλλά και το δημόσιο χάνει έσοδα, από φόρους κλπ από κάθε νέο που μένει άνεργος!
Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα απαραδεκτως προκαλεί σύγχυση στους ασφαλισμένους του μιλώντας για τις εισφορές τους, σαν να είναι δίκες τους αποκρύπτοντας 3 τινά :
a) Ότι το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα είναι δομημένο κατά το σύστημα των γενεών οπού οι νεότεροι πληρώνουν τις συντάξεις των παλαιοτέρων, με όρους απαράδεκτα υπέρ των σημερινών συνταξιούχων που έζησαν στη χωρά σε εποχές ανάπτυξης (1960-2000), ώστε να απολαμβάνουν παροχές, συντάξεις και εφάπαξ ονειρικές που τις πληρώνουν οι σημερινοί νέοι, υποαπασχολούμενοι στην Ελλάδα της χρεοκοπίας. Σημειωτέον ότι όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν βασικώς η έστω εναλλακτικώς το λεγόμενο κεφαλαιοποιητικο σύστημα, όπου κάθε ασφαλισμένος λαμβάνει ως σύνταξη ότι εισφορές έχει καταβάλλει, τις οποίες καταθέτει υπέρ του σε προνομιακό τραπεζικό λογαριασμό.
b) Εμείς εδώ έχουμε το φαινόμενο η γενιά των 500 ευρώ, γενιά της χρεοκοπίας να καλείται να πληρώσει το λογαριασμό της γενιάς της κραιπάλης του 1980 και εντευθεν , όχι μόνο στα δημόσια βάρη (δημόσιο έλλειμμα, χρέος κλπ) ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ!!!!!
c) ότι η εκαστοτε κυβέρνηση όχι απλώς μπορεί να διαθέτει τις ιερές αποταμιεύσεις των εισφορών των ταμείων κατά βούληση αλλά να παίζει κανονικό τζόγο με τον ιδρώτα των ασφαλισμένων επενδύοντας στα πιο ζημιογόνα χρηματιστηριακά προϊόντα, όπως πχ ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που ητο φως φανάρι (2012) ότι θα κουρεύονταν (PSI)! Aν είναι δυνατόν!!!
Στο Ολλανδικό ασφαλιστικό σύστημα όποιος δεν πληρώνει εισφορές, δεν έχει ουδεμία άλλη επίπτωση πλην της απώλειας 2% της σύνταξης του για κάθε έτος που δεν πληρώνει εισφορές. Πράγμα που είναι και το φυσιολογικό και φυσικό.
ΦΥΣΙΚΑ κι ενώ από το 1992 έως σήμερα υπήρξαν ένα σωρό ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ:
( ενδεικτικά :
Α) το 1992 οι ετήσιες εισφορές σε ΤΣΜΕΔΕ, ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΤΕΒΕ, ΤΣΑΥ κλπ ήταν ενιαιως…105.000 δρχ, δηλαδή …μόλις 400 ευρώ !!! Σήμερα είναι 2.500 ευρώ!!! Και,
Β) Αντίστοιχα αίσχη και στο ΤΠΔΑ (1998) : «Αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών πάνω από 40% καλούνται να πληρώσουν φέτος (1998) οι δικηγόροι, όπως καθορίστηκε από το ΔΣ του Ταμείου Πρόνοιας Δικηγορων Αθήνας (ΤΠΔΑ). Ιδιαίτερα, υπέρογκη είναι η αύξηση για τους νέους ελευθερους επαγγελματιες με δικηγορία μέχρι πέντε χρόνια, οι οποίοι από 118.400 δραχμές που κατέβαλαν την περσινή χρονιά, φέτος καλούνται να πληρώσουν 168.000 δραχμές (αύξηση 41,5%) – Εφημερίδα Ριζοσπάστης» – δηλαδή : περίπου 350 ευρώ ετησίως πλήρωναν τότε οι κάτω 5ετιας, το όχι και τόσο μακρινό 1998, ενώ τις τριπλες σημερα!!!!
ουδείς λόγος συνέτρεξε για τις αυξήσεις αυτές διότι :
a) Ο αριθμός των ελευθερων επαγγελματιων – και άρα των εσόδων από εισφορές- τριπλασιάστηκε
b) Το δημόσιο κατασπατάλησε και διέλυσε τα αποθεματικά του και ήδη χρωστά δεκαδες εκατομμύρια στα ταμεια , ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΑΚΟΜΗ.
c) Ακόμα κι έτσι, σήμερα το ΕΤΑΑ από τα χείλη του ίδιου του πρόεδρου του ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ ΒΙΩΣΙΜΟ ΚΑΙ ΚΕΡΔΟΦΟΡΟ ΤΑΜΕΙΟ, ΔΕΝ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΧΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ ΖΗΜΙΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΓΗ ΜΑΛΙΣΤΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ ΔΚΗΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΥΠΕΡΟΓΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ, ΤΑΣΣΟΜΕΝΟ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΟΥΣ!!!!
Όλες οι νομοθετικές πράξεις αυξήσεις εισφορών από το 1992 τουλάχιστον μέχρι σήμερα ελέγχονται από πλευράς νομιμότητας και σκοπιμότητας διότι καμιά ανάγκη δεν επέβαλλε αύξηση εισφορών, οι δε γινόμενες μόνο ζημιά προκάλεσαν στα ταμεία και στους ασφαλισμένους!!
Σε τελική ανάλυση υπέρ ποιου δημοσίου συμφέροντος ψηφιστήκαν οι νόμοι αυτοί, αφού ακριβώς εξαιτίας των εισφορών όχι μόνο χιλιάδες νέοι δεν διανοούνται να δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά, μένοντας άνεργοι πάρα τη θέληση τους, αλλά και όσοι το ..τολμάμε (να δουλέψουμε) βρισκόμαστε χρεωμένοι ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ!!!!!!!!!!!!!
Δε φτάνει που το πολίτικο σύστημα της χώρας διέλυσε την οικονομία της αφήνοντας μας ανέργους και υποαπασχολούμενους σε μια χώρα χωρίς ανάπτυξη, δουλείες και μέλλον, δε φτάνει που είμαστε ανασφάλιστοι, δε φτάνει που δεν μπορούμε να κάνουμε οικογένεια και να συντηρηθούμε στοιχειωδώς, αλλά ΧΡΩΣΤΑΜΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΑΝΩ!
Έλεος λοιπόν πια. Δεν θα πληρώσουν οι σημερινοι ανεργοι και υποαπασχολουμενοι την κακοδιαχείριση του δημοσίου, στερούμενοι το επάγγελμα τους και υπερχρεωνομενοι στο δημόσιο, χωρις μαλιστα να απολαυσουν κανενος συνταξιοδοτικου και περιθαλπτικου δικαιωματος!
Αρκετά!
3. Η αισχρή αποσύνδεση των εισφορών ΚΑΙ της φορολογίας από τα εισοδήματα των ασφαλισμένων. Η συκοφαντική στάση του δημοσίου να θεωρεί κάθε ελεύθερο επαγγελματία ψεύτη και φοροφυγά!
Στοιχειώδης λογική και παρατήρηση των δημοσιονομικών της χώρας (30% των πολιτών κάτω από το όριο της φτώχιας, 25% ανεργία, παγκόσμια οικονομική κρίση από το 2008, άτυπη πτώχευση της χώρας και υπαγωγή στο ΔΝΤ από το 2010 με τεράστιες περικοπές μισθών και πτώση όλων των οικονομικών δεικτών και της παράγωγης) και κυρίως των ισχνών πια εισοδημάτων της μεγάλης πλειοψηφίας των ελευθερων επαγγελματιων αποδεικνύει ότι τα σημερινά ύψη των ασφαλιστικών εισφορών τους είναι επαχθέστατα:
«Από το σύνολο των «μαχόμενων» ελευθερων επαγγελματιων της πρωτεύουσας, σύμφωνα με στοιχεία του έτους 2008 του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, μια παράσταση στα δικαστήρια, έχουν πραγματοποιήσει 10.350 δικηγόροι. Από είκοσι έως τριάντα παραστάσεις, έχουν πραγματοποιήσει 6.000 δικηγόροι, ενώ περίπου 11.000 δικηγόροι δεν έχουν πραγματοποιήσει καμία παράσταση!
Παρά τη δύσκολη αγορά εργασίας, τα τρία Νομικά Τμήματα της χώρας δέχονται κάθε χρόνο 1.350 εισακτέους, κάτι που καταδεικνύει την αναντιστοιχία των αποφάσεων του υπουργείου Παιδείας και των ΑΕΙ με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας (http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_11_23/12/2009_384583).
Κατά δήλωση του πρώην πρόεδρου του ΔΣΑ κου Παξινού (http://archive.enet.gr/online/online_text/c=112,dt=08.09.2008,id=42478792) «3.416 δικηγόροι μέχρι 7 έτη δικηγορίας δηλώνουν εισόδημα κάτω από το αφορολόγητο όριο των 9.400, τους οποίους ο ίδιος υπουργός με σχετική ΚΥΑ θεωρεί δικαιούχους ειδικού χορηγήματος ως αδύναμη κοινωνική κατηγορία».
Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Μανόλης Λαμτζίδης σε δημοσιευμένη έρευνα του (“ΝΕΟΠΤΩΧΟΙ” ΝΕΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 2012) καταθέτει ότι από τους ελευθερους επαγγελματιες Θεσσαλονίκης ένα ποσοστό 8% είναι δικηγόροι κάτω της πενταετίας και ένα άλλο ποσοστό 15% είναι δικηγόροι μεταξύ πενταετίας και δεκαετίας. Η πρώτη ομάδα έχει πραγματοποιήσει μέσα στο 2011 κατά μέσο όρο 6 παραστάσεις σε δικαστήρια και 2 παραστάσεις σε συμβόλαια και η δεύτερη ομάδα 13 παραστάσεις σε δικαστήρια και 3 παραστάσεις σε συμβόλαια. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι κάθε παράσταση αποφέρει ως εισόδημα –πράγμα εξώφθαλμα υποθετικό και φανταστικό- 500,00 ευρώ, αυτό σημαίνει ένα μέσο (μεικτό) εισόδημα της τάξης των 3.500,00 ευρώ για την πρώτη ομάδα και 8.000,00 ευρώ για τη δεύτερη ομάδα.Ακόμα και αν δεχτούμε ότι το εισόδημα από εξωδικαστικές εργασίες αντιπροσωπεύει το 30% του κύριου εισοδήματος από παραστάσεις, τότε το μέσο ετήσιο (μεικτό) εισόδημα ανέρχεται για την πρώτη ομάδα στο δυσθεώρητο ύψος των 4.700,00 ευρώ, ενώ για τη δεύτερη στο 11.000,00 ευρώ περίπου!
Ο τελικός δείκτης οικονομικής ανέχειας του δικηγορικού πληθυσμού είναι το ποσοστό όσων έχουν τακτοποιημένες τις ασφαλιστικές εισφορές του συνταξιοδοτικού κλάδου για το 2011 :
“Πραγματικά μόνο 4.259 από 6.453 (ποσοστό 66%) έχουν πληρώσει αυτές τις εισφορές. Οι υπόλοιποι εξ αυτού του λόγου αδυνατούν να προμηθευτούν διάτρητο και θεωρημένο «μπλοκ» αποδείξεων μένοντας φορολογικά «ανοιχτοί» απέναντι στους πελάτες τους και στις φορολογικές αρχές!!” Και πώς να γίνει αλλιώς όταν ένας ελευθερους επαγγελματιες πληρώνει 1.586,13 ευρώ περίπου ετησίως για ασφαλιστικές εισφορές στα 5 πρώτα χρόνια της καριέρας του και 3599,16 ευρώ ετησίως όταν ξεπεράσει την πενταετία!!!!!!
Ανεξάρτητα από το εισόδημα του, ανεξάρτητα αν πασχίζει καθημερινά να επιβιώσει, ανεξάρτητα από το αν ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΣΚΗΣΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΑΛΛΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ, ΚΑΘΩΣ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΡΙΞΑΝ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΟΙ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ και , ακόμα και αν ήθελε του το…απαγορευει ο Κώδικας Περί Ελευθερων επαγγελματιων διότι ασκούμε λέει λειτούργημα!
Λειτούργημα που διώκεσαι όταν ήδη είσαι χαμηλών εισοδημάτων, ανασφάλιστος και δεν έχεις περίθαλψη, θα συμπληρώναμε!
Αυτά μέχρι πρότινος βέβαια, διότι από την ψήφιση του λεγομένου μεσοπρόθεσμου, τον Ιούνιο του 2011, είχαμε κάποιες εξελίξεις:
«Με τις διατάξεις των παραγράφων 14 και 15 του άρθρου 44 του Ν. 3986/2011 (Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012−2015) επήλθαν μεταβολές στις καταβλητέες εισφορές για τους υπαγόμενους στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), καθώς
α) αφενός επιβάλλονται πρόσθετες εισφορές για τους παλαιούς ασφαλισμένους (ασφαλισθέντες μέχρι 31-12-1992), το ύψος των οποίων ανέρχεται: αα) σε 2% επί του ποσού της πρώτης ασφαλιστικής κατηγορίας όπως διαμορφώνεται κάθε φορά για την κύρια σύνταξη, αβ) σε 0,6% για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης, αγ) σε 0,4% για τον Κλάδο Πρόνοιας και αδ) σε 0,65% για τον Κλάδο Ασθενείας, και
β) αφετέρου προβλέπεται για τους νέους ασφαλισμένους (ασφαλισθέντες από 1η-1-1993) η υποχρεωτική πλέον υπαγωγή τους στην πρώτη ασφαλιστική κατηγορία κατά την πρώτη ασφάλισή τους στους τομείς του κλάδου της κύριας ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. και η επίσης υποχρεωτική μετάταξή τους στην αμέσως επόμενη ασφαλιστική κατηγορία ανά τριετία (!!)
Μάλιστα η εν λόγω ρύθμιση τυγχάνει εφαρμογής και για όσους νέους ασφαλισμένους έχουν ήδη υπαχθεί στην ασφάλιση του Ταμείου, με αποτέλεσμα όσοι από αυτούς έχουν συμπληρώσει μέχρι 31-12-2011 τρία χρόνια ασφάλισης να μετατάσσονται υποχρεωτικά από 1-1-2012 στη 2η ασφαλιστική κατηγορία, καλούμενοι να καταβάλλουν – όλως αιφνιδιαστικά και με τρόπο που προσβάλλει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – σημαντικά αυξημένες εισφορές (ανακοίνωση του ΔΣΑ)».
Οι ανωτέρω αιφνιδιαστικές ΕΠΙΠΛΕΟΝ αυξήσεις των εισφορών και η υποχρεωτική ανάβαση ανά 3ετια σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία αποτελούν πλέον ωμη πρόκληση.
ΔΕΝ μπορεί ένας ελεύθερος επαγγελματίας, με τα εισοδήματα του μέσου νέου δικηγόρου να ανταπεξέλθει στα ύψη αυτά. Είναι καταφανώς μη ρεαλιστικό να του ορίζονται τόσο δυσβάστακτες υποχρεώσεις.
Η παράνομη επιβολή των υψηλών εισφορών, παραγνωρίζει την εισοδηματική κατάσταση των ασφαλισμένων, την οποία έχει ΗΔΗ πιστοποιήσει το κράτος, δια της εκδόσεως του εκκαθαριστικού μας! Ενώ δηλαδή πιστοποιεί π.χ. ότι κάποιος έχει εισοδήματα π.χ. 5.000 ευρώ, και ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΑΔΥΝΑΤΕΙ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙ, παρολαυτα τον κυνηγαν για να πληρώσει 3.600 με προσαυξήσεις μάλιστα σχεδόν 4.000 ευρώ εισφορές!!! Οποίο κράτος δικαίου!
Υπάρχουν υψηλόμισθοι και χαμηλόμισθοι, εργαζόμενοι, υπάρχουν ελεύθεροι επαγγελματίες με υψηλά εισοδήματα και άλλοι με χαμηλα και συχνότατα κάτω του αφορολόγητου ορίου, που αποτελεί και το σύγχρονο άτυπο κριτήριο για το «όριο της φτώχιας».
Είναι προσβολή για μια ευνομούμενη πολιτεία να ζητά σχεδόν το… μισό η και… ολόκληρο το εισόδημα ενός ασθμαίνοντος επαγγελματία για να …καλύψει τις τρύπες των ασφαλιστικών ταμείων της!
Απουσιάζει προκλητικά από τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών και την εν γένει ασφαλιστική πολιτική του κράτους κάθε μέριμνα συσχέτισης των εισοδημάτων των ασφαλισμένων με τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις, ώστε να υπάρχει δίκαια αναλογία βαρών των διαφόρων κατηγοριών των ασφαλισμένων.
Αλήθεια, έχει προβλέψει ο νομοθέτης τι εισφορά θα πληρώνει ένας ελεύθερος επαγγελματίας που για ένα χρόνο δεν πάνε καλά οι δουλειές του, και βγάζει ας πούμε 3.000 ευρώ η και μηδέν. Να μην τα κρατήσει για την επιβίωση του αλλά θα να δώσει στα ταμεία!!!!
Με λίγα λόγια, η ανθρωπινή επιβίωση, η αξιοπρέπεια και ότι πιο βασικό υπάρχει στην ζωή ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΩΤΕΡΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ! Αυτό προκρίνει νομοθέτης που αποφάσισε τα συγκεκριμένα ύψη εισφορών, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΕΧΟΥΝ ΧΑΜΗΛΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΚΑΝ ΥΠΟΨΙΝ ΤΟΥ ΟΤΙ, ΗΔΗ, ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΘΑ ΣΤΕΡΗΘΟΥΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΗΔΗ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΠΕΡΙΘΑΛΨΕΩΣ!!!
Οργιάζει λοιπόν η αυθαιρεσία, η ισοπέδωση και τα … «τεκμήρια»!!! Όλοι μαζί οι ασφαλισμένοι στο ίδιο τσουβάλι.
Είναι να απορεί κάνεις πως είναι δυνατόν να μην λαμβάνεται υπόψη η οικονομική του κατάσταση του υπόχρεου και εν προκειμένω του δικηγόρου, όταν μάλιστα διατίθεται όχι μόνο η φορολογική του δήλωση, αλλά και η κατάσταση των παραστάσεων του και των συμβολαίων του!
Από την άλλη πλευρά το ίδιο το ελληνικό δημόσιο, αμφισβήτει το φορολογικό του σύστημα θεωρώντας μας… πλούσιους και κλέφτες ταυτόχρονα!
Και ενώ δηλώνουμε τα φτωχά εισοδήματα μας κανονικά, το ελληνικό κράτος έρχεται να …ΑΠΑΙΤΗΣΕΙ ΤΟ ΜΙΣΟ Η ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΕΙΣΦΟΡΕΣ!
Είναι προφανές ότι το δημοσιο ειτε σε θεωρεί ψεύτη είτε πλούσιο , ειδάλλως δεν θα ζητούσε καταβολη τετοιων εισφορων που με σιγουρια οδηγουν τον καταβαλλοντα στην .. λιμοκτονία!
Και σε θεωρεί ψεύτη η πλούσιο διότι είναι ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΠΑΡΑΝΟΜΟ, ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΙΣΧΡΟ ΝΑ ΖΗΤΑΕΙ χρήματα που ΤΥΠΙΚΑ ΞΕΡΕΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΕΙΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΕΡΙΣΣΕΥΟΥΝ!
Τίθεται λοιπόν ζήτημα αντισυνταγματικότητας της υποχρεωτικότητας ενός ορισμένου ύψους των ασφαλιστικών εισφορών καθώς, υπό τις επικρατούσες, από το 2000 τουλάχιστον, συνθήκες διαβίωσης και εργασίας στην Ελλάδα, αυτές έρχονται σε αντίθεση – εκτός από το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος – ΚΑΙ με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του άρθρου 5 αυτού.
Και ΦΥΣΙΚΑ γεννιέται ζήτημα αποζημίωσης του ασφαλισμενου/ανασφαλιστου από την αδικοπρακτικη, εναντία στο Σύνταγμα συμπεριφορά του δημοσίου/ταμειων.
Η κοινωνική ασφάλιση από αγαθό και υποχρέωση του κράτους απέναντι στον πολίτη στρεβλώθηκε σε μια «θηλιά» οικονομικού στραγγαλισμού, σε μια αποτρεπτική προϋπόθεση για την ελεύθερη και απρόσκοπτη επαγγελματική δραστηριότητα.
Είναι αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να φροντίζει πρώτα για τις βασικές του ανάγκες, την διατροφή του, την στέγαση του, κλπ και έπειτα για την ασφάλιση του.
Εδώ και πολλά χρόνια η ιεράρχηση αυτή έχει ΕΜΠΡΑΚΤΑ ΔΙΑΣΑΛΕΥΘΕΙ και έχει δημιουργήσει έναν παραλογισμό που πρέπει επιτέλους να λάβει τέλος.
4) ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥΣ, ΩΣ ΟΙΩΝΕΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ :
α. ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΑΣΗ με βάση τις θεωρίες του Υπ. Κοιν. Ασφάλισης:
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν.2084/1992, οι Δ.Ο.Υ. δεν θεωρούν φορολογικά βιβλία ή στοιχεία επιχειρήσεων ή επιτηδευματιών εάν η σχετική αίτηση των ενδιαφερομένων δεν συνοδεύεται από βεβαίωση του οικείου φορέα κοινωνικής ασφάλισης περί καταβολής ή διακανονισμού των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών προς αυτούς.
Το παραπάνω μέτρο εντάσσεται στα μέτρα πάταξης της εισφοροδιαφυγής και αποτελεί το αποτελεσματικότερο μέτρο πίεσης των ασφαλιστικών οργανισμών προς τους ασφαλισμένους του προκειμένου να εισπράττει τους νομοθετημένους πόρους του. (Η άποψη του Υπουργείου συνιστά μεγάλο φαρισαϊσμό, διότι από το 1992, οπότε θεσπίστηκε, ουδόλως βελτιώθηκαν τα αποθεματικά των Ταμείων. Ίσα ίσα που επιδεινώθηκαν ακόμα περισσότερο. Προ του έτους 1992 δε, που δεν ίσχυε ο ανάλγητος αυτός νόμος, δεν γνωρίζoυμε να έλαβε χώρα καμία χρεοκοπία των Ταμείων. Εν ολίγοις, ουδεμία αύξηση των αποθεματικών τους παρουσιάστηκε από θεσπίσεώς του παρά μόνο αυξήθηκε η ταλαιπωρία των ελευθέρων επαγγελματιών).
Λαμβάνοντας υπόψη ότι βασικότερη προϋπόθεση της υγιούς λειτουργίας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και της διατήρησης και βελτίωσης των παροχών του προς ασφαλισμένους και συνταξιούχους είναι η κανονική είσπραξη όλων των νομοθετημένων πόρων του, δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλουν οι ασφαλισμένοι αποτελούν τη κυριότερη πηγή εσόδων για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, προκειμένου να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους τους, το Υπουργείο θεωρεί ότι το παραπάνω μέτρο είναι χρήσιμο και δεν εξετάζει την τροποποίηση ή κατάργησή του.
(Η άποψη του Υπουργείου είναι εξόχως αβάσιμη, καθώς το Κράτος χρηματοδοτεί τα Ταμεία κατά 75% ετησίως με ποσό που ανέρχεται στα 18 δις ευρώ και η χρηματοδότηση αυτή είναι που αποτελεί την κυριότερη πηγή εσόδων τους!)
β. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΩΣ ΟΙΟΝΕΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ – ΒΙΟΠΟΡΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΑ ΑΔΥΝΑΜΟΥΣ.
Ο Νόμος αυτός πλήττει καίρια και βάναυσα όσους ελεύθερους επαγγελματίες ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα και έχουν μεν κάποια στοιχειώδη εισοδήματα για την επιβίωση τους, αλλά δεν αρκούν για την αποπληρωμή των εισφορών τους στα Ταμεία.
Υπό την έννοια αυτή η μη πρόβλεψη εξαιρέσεων για τους έχοντες χαμηλά εισοδήματα αποκλείει αυτούς από το δικαίωμα στην εργασία, τον βιοπορισμό, την ίδια την ζωή και ουσιαστικά τούς οδηγεί σε εξαθλίωση και πείνα.
Και ναι μεν κάποιοι άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες μπορούν να στραφούν στην μαύρη εργασία, αλλά οι δικηγόροι, καθώς είναι δεσμευμένοι από την έκδοση προείσπραξης, δεν μπορούν να δουλέψουν χωρίς μπλοκ αποδείξεων, διότι και δεν θα μπορούν να πληρωθούν, όταν η έκδοση ΑΠΥ είναι προϋπόθεση για την εξόφληση τους π.χ. από τράπεζες και ΝΠΔΔ, και από την άλλη θα έλθουν αντιμέτωποι με σωρεία φορολογικών και ποινικών παραβάσεων στις περιπτώσεις αυτές.
Πέραν τούτων, θα ήταν πράγματι λογικό να ζητείται μονάχα από όσους απασχολούν προσωπικό να προσκομίζουν ασφαλιστική ενημερότητα, ώστε να βεβαιώνεται ότι είναι τυπικοί στις υποχρεώσεις τους έναντι των εργαζομένων τους, αλλά είναι εντελώς παράλογο να ζητεί κάνεις από έναν ελεύθερο επαγγελματία το ίδιο πράγμα, όταν μάλιστα αυτός δυσκολεύεται να επιβιώσει!!!
Εν κατακλείδι, ο νόμος αυτός θεσπίστηκε το 1992 δήθεν για να διασφαλίσει την βιωσιμότητα των εισφορών των Ταμείων, ωσάν προ του 1992, που δεν ίσχυε ο νόμος αυτός και η υποχρέωση ασφαλιστικής ενημερότητας, τα Ταμεία να είχαν χρεοκοπήσει και οι… ασφαλισμένοι δεν εξοφλούσαν τις υποχρεώσεις τους!
Ίσα ίσα που από το 1992 και μετά και παρά την ασφαλιστική μεταρρύθμιση εις βάρος των νεωτέρων γενεών τα ασφαλιστικά Ταμεία κατρακυλούν ολοένα από το κακό στο χειρότερο! Τρανή απόδειξη η σημερινή τους ένδεια. Το ελληνικό κράτος δια των κυβερνήσεων του έχει καταληστέψει τα Ταμεία αυτά, α) με το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου το 1999, β) με τα δομημένα ομολόγα του 2006 και νεωστί γ) με το μνημονιακό αναγκαστικό κούρεμα των ομολόγων τους. Με ποια λογική εξαναγκάζει, λοιπόν, τους νέους επαγγελματίες να τα πληρώνουν με το υποκριτικό επιχείρημα ότι τάχα διαφορετικά θα καταρρεύσουν, και από την άλλη το ίδιο το Κράτος να τα έχει κατακλέψει, φαλιρίσει, απαξιώσει;
Και ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες πληρώνουν τα Ταμεία αυτά κυριολεκτικά με τον ιδρώτα τους, αφ’ ενός οι εισφορές τους διαρκώς αυξάνονται μέσα και από την προσφάτως θεσπισθείσα ανά τριετία αναγκαστική προαγωγή ασφαλιστικής κατηγορίας, καθώς και την εισφορά υπέρ ΟΑΕΔ που δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει ως βοήθημα στους νέους ελεύθερους επαγγελματίες που δεν νοούνται ως άνεργοι από το Κράτος, αφ’ ετέρου το Δημόσιο εκ των εισφορών αυτών τα μεν χρήματα συνεχίζει να κακοδιαχειρίζεται, τις δε στρατιές των δημοσίων υπαλλήλων που διόρισε, επιμένει να συντηρεί!
Παραθέτω μια συνοπτική περιγραφή της όλης κατάστασης: «Στις ΔEKO, ο ακριβής αριθμός των οποίων αποτελεί κρατικό μυστικό, σιτίζονται δεκάδες χιλιάδες άτομα, σημαντικό ποσοστό όσων έχουν εξασφαλίσει τακτική απασχόληση στην Ελλάδα. Επίσης, οι ΔEKO τροφοδοτούν το ασφαλιστικό σύστημα με αρκετές χιλιάδες άτομα κάθε χρόνο. Ένα μεγάλο και αυξανόμενο μέρος του προϋπολογισμού πηγαίνει για να καλύπτει τα ελλείμματα των ΔEKO και των Ταμείων τους» (Π. Βουρλούμης, τέως Διοικητής ΟΤΕ).
Οι κομματικοί στρατοί λοιπόν έχουν εισφορές αλλά δεν τις πληρώνουν από την τσέπη τους. Τους τις πληρώνει το Κράτος, δηλαδή εμείς οι φορολογούμενοι!
Αναλυτικότερα, στο άρθρο “Ιφιγένεια, πάλι” του Άγη Βερούτη: « […] Οι παγκόσμια υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές μας, αν πληρώνονταν σε οποιοδήποτε σοβαρό ιδιωτικό φορέα ασφάλισης υγείας και συνταξιοδότησης, θα μας εξασφάλιζαν πολλαπλάσια ποιότητα περίθαλψης και φυσικά πολύ υψηλότερες συντάξεις.
Ο λόγος που δεν μειώνονται οι εισφορές στην Ελλάδα, και άρα θα καλούνται να θυσιαστούν οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα, είναι ότι οι εισφορές πληρώνουν κομματικούς τους στρατούς.
Για παράδειγμα 55.000 συνταξιούχοι του ΟΤΕ μικρότερης της συντάξιμης ηλικίας από όσο απαιτεί ο νόμος για τους υπόλοιπους Έλληνες, πληρώνονται από το ΙΚΑ τεράστιες συντάξεις.
Αποτέλεσμα της χαριστικής εθελουσίας εξόδου που έγινε προ ολίγων ετών, οι υπεράριθμοι και καλοθρεμμένοι πρώην υπάλληλοι του ΟΤΕ λαμβάνουν 5 με 10 φορές υψηλότερη σύνταξη από τους ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι με τις εισφορές τους πληρώνουν τους προνομιούχους.
Πάμε πάλι: ο εξαθλιωμένος υπάλληλος (και ο ελεύθερος επαγγελματίας φυσικά!!!) των 586 ευρών που ίσως να πάρει μια γελοία σύνταξη 400-500 ευρώ στα 67 του -αν δεν αυξηθεί ως τότε στα 75 η ηλικία συνταξιοδότησης – θα πληρώνει με τις εισφορές του συντάξεις των 2.000-3.000 ευρώ των 50χρονων πρώην σφραγιδοφόρων ΟΤΕ, ώσπου να λιώσουν τα δάχτυλά του στη δουλειά! Αυτός είναι ο λόγος που θα μειωθεί κι άλλο ο μισθός του χαμηλόμισθου. Αυτός και οι 300.000 υπεράριθμοι του δημοσίου. Αυτός και οι εκατοντάδες χιλιάδες νεότατοι συνταξιούχοι δημοσίου και ευγενών ΔΕΚΟ, ετών 45-58, όπως η πρωτοκλασάτη βουλευτής του ΠΑΣΟΚ που πήρε σύνταξη από την Ολυμπιακή στα 43 της. Ποιά Ολυμπιακή δηλαδή, τα παιδιά μας θα της πληρώνουν τη σύνταξη. Με μισθούς 350 ευρώ. Ή η άλλη πρωτοκλασάτη 48χρονη βουλευτής πάλι του ΠΑΣΟΚ, που πήρε σύνταξη από την Εθνική Τράπεζα! Οι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες πελάτες του πολιτικού συστήματος, ταμπουρωμένοι πίσω από τις “κόκκινες γραμμές” τους, αμύνονται περί πάρτης!
Η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει επιτέλους να σταματήσει να θυσιάζει κάθε φορά την αθώα Ιφιγένεια των εργατών της παραγωγικής τάξης, για τη συνέχιση του πάρτι των “δικών μας παιδιών”. Πρέπει να κάνει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις ακόμα και αν αυτό σημαίνει να ανακαλέσει τις χαριστικές ρυθμίσεις που έγιναν σε άλλες εποχές παχιών αγελάδων. Ο νόμος και τα όρια ηλικίας πρέπει να ισχύσουν για όλους εξίσου! Δεν είναι λογικό να λιώσει ο απλός Έλληνας εργάτης ως τα 75 του και τα 80 του για να παίρνει τα τριχίλιαρα ο κάθε βολεμένος πενηντάρης του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, της Ολυμπιακής και των κρατικών τραπεζών! Τις παροχές αυτές η κοινωνία δεν αντέχει να τις πληρώσει! Να τις πάρουν πίσω! Το πολύ, ας πούμε ότι από εδώ και στο εξής, όποιος είναι συνταξιούχος κάτω των 58 ετών, σε οποιοδήποτε ταμείο, θα παίρνει σύνταξη όσο λαμβάνει από τον ΟΓΑ ο αγρότης. Αυτό ώσπου να φτάσει στη συντάξιμη ηλικία των υπολοίπων πληβείων, και μετά βλέπουμε. Αυτό που συμβαίνει με τους μισθούς είναι αποτέλεσμα των “κόκκινων γραμμών” των βολεμένων!
Το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα χρήζει μεταρρύθμισης προς την ισότητα των πολιτών! Αν κάποιοι “πρόλαβαν” και εξασφάλισαν προνόμια εις βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας, με ξένο τίμημα τη ζωή της “Ιφιγένειας”, δεν με απασχολεί! Όπως δεν απασχολεί το ότι “προλάβανε” κάποιοι και τα εικοσάχρονα παιδιά που καλούνται τους πληρώνουν! Όποιοι τους έδωσαν αυτά τα προνόμια εις βάρος των υπολοίπων, ας τα πάρουν πίσω! Κηδεία με ξένα κόλλυβα δεν γίνεται. Όχι τώρα. Όχι πια!»
5. ΑΙΣΧΡΟΚΕΡΔΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ
Ακόμα και η καταναγκαστική ασφάλιση δεν παύει να είναι μια …σύμβαση. Ακόμα και ο εξαναγκασμός σε υποχρεωτική ασφάλιση δεν παύει να είναι μια κοινωνική αλλά και ενοχική σύμβαση. Μια σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλισμένο και στον ασφαλιστικό του ταμείο, το οποίο είναι ΚΡΑΤΙΚΟ, ως ΝΠΔΔ και εν τελεί μια σχέση παροχής – αντιπαροχής.
Όταν όμως η παροχή του ενός, δηλαδή η παροχή συντάξεως είναι ΑΒΕΒΑΙΗ και μικρή, όταν επίσης η αντιπαροχή που ζητείται από τον ασφαλισμένο, δηλαδή οι εισφορές του είναι ΥΠΕΡΟΓΚΕΣ καθώς δεν του επιτρέπουν να ζήσει, ενώ ήδη εφόσον δεν μπορεί να πληρώσει ΣΤΕΡΕΙΤΑΙ και της δευτέρας κρατικής παροχής, δηλαδή της ΠΕΡΙΘΑΛΨΕΩΣ, τότε φυσικά μπορούμε να μιλήσουμε για ΑΙΣΧΡΟΚΕΡΔΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ!
Μια τέτοια σύμβαση είναι ξεκάθαρα ακυρωτέα και ως περιορίζουσα υπέρμετρα την ελευθερία μου, (ψυχολογικά και οικονομικά) και ως αισχροκερδής, αφού μου ζητεί υπέρογκες εισφορές για πενιχρή σύνταξη και οριακή περίθαλψη.
Περεταίρω, η υποχρεωτικότητα όμως εγγραφής στα Ταμεία συνιστά υπέρμετρο περιορισμό της προσωπικότητας και μάλιστα εν όψει του ότι οι αντιπαροχές αυτών είναι υπέρμετρα δυσανάλογες σε σχέση με την παροχή ημών των ασφαλισμένων (δηλαδή μια …απαράδεκτα χαμηλή σύνταξη που είναι αβέβαιο εάν θα μάς καταβληθεί ποτέ, διότι σε 40 χρόνια από τώρα όλα δείχνουν ότι δεν θα έχει μείνει τίποτα όρθιο, ενώ συγχρόνως οι τομείς υγείας καλύπτουν ελάχιστες επεμβάσεις και φάρμακα κλπ. μετά από εξαντλητικές γραφειοκρατικές διαδικασίες) και ως εκ τούτου χαρακτηρίζει τις σχετικές συμβάσεις ως αισχροκερδείς δικαιοπραξίες. Κυριότερη εκδοχή των οποίων είναι ότι ζητείται από έναν νέο επαγγελματία που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, και βγάζει π.χ. 5.000 ευρώ, να δώσει 3.500 ευρώ, δηλαδή σχεδόν όλο του το ισχνό εισόδημα για τα …Ταμεία! Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να συμβαίνει σε ένα Κράτος Δικαίου.
Δεν θα σωθούν τα Ταμεία από τους επαγγελματίες που δεν έχουν να πληρώσουν. Ήδη, από επίσημες και ανεπίσημες πηγές γνωρίζουμε ότι οι μισοί και περισσότεροι ασφαλισμένοι ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΤΑ ΤΑΜΕΙΑ ΤΟΥΣ. Επομένως, ήδη τα Ταμεία είναι κυριολεκτικά χαμένα από χέρι, από την στιγμή που χάνουν ολοσχερώς τα χρήματα αυτά και λογικά ποτέ δεν θα τα εισπράξουν υπό τις παρούσες συνθήκες.
Ως αισχροκερδής δικαιοπραξία η ατομική σύμβαση μας με τα ταμεία, μπορεί να μείνει αδρανής εφόσον το κράτος μας θέλει εγγεγραμμένους πάση θυσία, όμως αφού ούτε αξιοπρεπή και προσιτή περίθαλψη μας παρέχουν, ούτε αξιοπρεπείς συντάξεις θα λάβουμε, τινι λογω να πληρώνουμε?
Καταλήγουμε στο ότι είναι απαράδεκτο να ζητείται από νέους ανθρώπους να απωλέσουν την αξιοπρέπεια στην νεότητα τους στερούμενοι βασικά βιοτικά αγαθά, για να …πληρώνουν υπέρογκες εισφορές που ΙΣΩΣ τους εξασφαλίσουν μια ισχνή σύνταξη στα …γεράματα τους!!!
Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, όπου οι πόροι των ασφαλιστικών ταμείων διασπαθίζονται σε χρηματιστηριακά παιχνίδια, η ίδια η προοπτική των όποιων ωφελημάτων από τις καταβαλλόμενες εισφορές καταντά τελικά εφιάλτης, όχι μόνο λογω του επαχθούς του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών αλλά και του ιδίου του αμφιβόλου νοήματος της «ασφάλισης»: Γνωρίζουμε ότι ο δικηγορος που συνταξιοδοτείται σήμερα παίρνει σύνταξη 1200 ευρώ ενώ οι νεότεροι όταν (και αν) συνταξιοδοτηθούν θα παιρνουν…400 ευρώ!
Συμψηφισμός απαιτήσεων από τα κέρδη των (κερδοφόρων) ταμείων ή την χρηματοδότηση τους από τον κρατικό προϋπολογισμό! :
Ήδη τα ασφαλιστικά ταμεία χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό κατά 75%, δηλαδή από όλους εμάς δια της φορολόγησης μας σε καθημερινά ειδή και υπηρεσίες απ όπου προκύπτουν και τα έσοδα του κράτους.
Άρα σε ποσοστό ανάλογο με τη χρηματοδότηση ή τα κέρδη ΟΦΕΙΛΟΥΝ ΝΑ ΕΞΑΙΡΕΘΟΥΝ από την καταβολή των εισφορών όσοι αδυνατούν αποδεδειγμένα να το κάνουν, διότι πράγματι, δεν καταλαβαίνω που αλλού μπορούν να πάνε τα χρήματα αυτά, ΕΙΜΗ ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΣΤΑ ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΑ ΜΕΛΗ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ, που ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ ΕΧΟΥΝ ΧΑΜΗΛΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των επαγγελματικών συλλογών περίπου ένα 10 με 30% των ελευθέρων επαγγελματιών είναι στην κατάσταση αυτή . Ως αριθμός δηλαδή δεν είναι και αχανής!.
Δεν νομίζω ότι θα συνιστούσε καμιά τραγική δαπάνη η δωρεάν βασική περίθαλψη αυτών ή, έστω η πολύ φθηνή ασφάλιση στα ταμεία τους ή τον ΕΟΠΠΥ (200 ευρώ εισφορών ετησίως)
Δεν συζητώ δε, ότι εάν είναι και κερδοφόρο ένα ταμείο, όπως καλή ώρα το ΕΤΑΑ οφείλει να αποδώσει τουλάχιστον ένα μέρος της κερδοφορίας του στον τομέα της υγείας των ανασφάλιστων μελών του!
Ειδάλλως τι σοι ασφάλιση και κοινωνική αλληλεγγύη μας τσαμπουνανε?
6 . ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΚΑΙ ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ :
α) ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ
Αν κάποιος ελεύθερος επαγγελματίας δεν βγάζει πολλά χρήματα, ώστε να εξοφλεί και τα Ταμεία, αλλά τόσα ώστε απλά να… επιζεί, είναι αναγκασμένος να παύσει να εργάζεται εξ αιτίας της εξοντωτικής πρακτικής της υπερχρέωσης του και συνεπώς δεν θα έχει δικαίωμα να τρώει, να ενδύεται και να στεγάζεται για να μην μείνουν απλήρωτα τα Ταμεία.
Αντέχει ο ολίγιστος αυτός νομοθέτης και όσοι συνήνεσαν μέχρι σήμερα να συγκρίνουν συνταγματικά εάν προηγείται η αποπληρωμή των υπέρογκων εισφορών των Ταμείων από το δικαίωμα στην ίδια την ζωή;
Γιατί, μεσούσης της κρίσεως, με την Ελλάδα να έχει κηρύξει εσωτερική χρεοκοπία και 1.500.000 ανέργους, μόνον με κοινωνική εκτέλεση ισοδυναμεί το να αναγκάζεις κάποιον να παρατήσει το επάγγελμά του, ενώ μπορεί να βγάζει τα βασικά του έξοδα και να στηρίζει την οικογένειά του συμβάλλοντας στο οικογενειακό της εισόδημα!
Β) ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ
Άρα δυο λύσεις αναφύονται ξεκάθαρα:
1) Η πρώτη λύση είναι να θεσπιστούν νέες κατώτατες εισφορές, για τους ελεύθερους επαγγελματίες ύψους εύλογου για την εποχή και τις περιστάσεις, δηλαδή 300 ευρώ το χρόνο για σύνταξη και 200 ευρώ για υγεία. Στην περίπτωση αυτή και τα Ταμεία θα εισέπρατταν σίγουρα κάποιο σημαντικό ποσό, σε σχέση με το απόλυτο μηδέν που εισπράττουν τώρα από τους μισούς ασφαλισμένους τους -οι οποίοι θα γίνουν πολύ περισσότεροι στα προσεχή έτη – και φυσικά οι ασφαλισμένοι θα μπορούν να απολαμβάνουν ενός υποτυπώδους δικαιώματος σύνταξης, το οποίο θα μπορούν να ενισχύουν όταν έχουν περισσότερα χρήματα να διαθέσουν, θα απολαμβάνουν μιας βασικής περιθάλψεως και φυσικά την αίσθηση του νομοταγούς και όχι καταδιωκόμενου ανθρώπου, ότι, δηλαδή, είναι εν τάξει με τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις!
2) Η δεύτερη, συμπληρωματική λύση, για όσους αποδεικνύουν ότι βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση με την χρήση εκκαθαριστικών τους κλπ. είναι να τούς χορηγείται «έκτακτη ασφαλιστική ενημερότητα» που θα τούς επιτρέπει τουλάχιστον να θεωρούν 1 (ένα) μπλοκ αποδείξεων ετησίως, ώστε να μπορούν να εργάζονται νόμιμα σαν άνθρωποι, και να μπορέσουν να επιβιώσουν!
Να μη φτάσουμε δηλαδή στην έσχατη κατάντια μετά από τόσα χρόνια κρίσης να ακούσουμε για… λιμοκτονούντες και αυτοκτονούντες ελευθερους επαγγελματιες!
Το κρίμα θα είναι στον λαιμό όχι μόνον των κυβερνήσεων από το 1992 και μετά, ιδίως των τελευταίων ετών, αλλά και των επαγγελματικων συλλόγων της Χώρας και των υπουργών Ασφάλισης που δεν έπραξαν τίποτα για να αποτραπεί αυτός ο βάρβαρος κοινωνικός δαρβινισμός.
7) Κατάσταση κίνδυνου και ιεράρχησης αξίων. Το ζήτημα του προσδιορισμού των εισφορών ασφάλισης ως αγαθού δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στην φυσική και επαγγελματική επιβίωση.
7) Κατάσταση κίνδυνου και ιεράρχησης αξίων. Το ζήτημα του προσδιορισμού των εισφορών ασφάλισης ως αγαθού δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στην φυσική και επαγγελματική επιβίωση.
Α) Ειδικά στην περίοδο της τρομακτικής κρίσης και ανεργίας που διέρχεται η χώρα μας η απαίτηση πληρωμής των εισφορών, όταν τα εισοδήματα έχουν πέσει δραματικά, ισοδυναμεί με εξώθηση του ασφαλισμένου στην λιμοκτονία. Ποσό δύσκολο είναι να καταλάβει κανείς ότι ένας υποαπασχολούμενος η άνεργος ΠΡΟΦΑΝΩΣ θα κρατήσει τα ελάχιστα χρήματα του για να διατραφεί κλπ και όχι να τα δώσει για σύνταξη κλπ. Ισχυρίζομαι το αυτονόητο ότι το δικαίωμα στην επιβίωση, την διατροφή, τη στέγαση είναι ΙΕΡΑΡΧΙΚΑ ΑΝΩΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ. Και ακριβώς σ αυτή την περίπτωση οφείλει η δικαιοσύνη να θεσπίσει το όριο προστασίας του αδύναμου οικονομικά επαγγελματία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 20,1% του συνολικού πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, το οποίο ορίζεται στα 7.178 ευρώ τον χρόνο σε ατομικό επίπεδο και στα 15.073 ευρώ για τετραμελή οικογένεια.
Επειδή το όριο λοιπόν αυτό και εδώ και δυο χρόνια το ελληνικό κράτος το κατάργησε, επειδή προσθέτως η χώρα μας είναι μακραν η πιο ακριβή χώρα σε βασικά βιοτικά προϊόντα, καύσιμα θέρμανσης και κίνησης και ενοίκια, της αισχροκέρδειας μη καταπολεμούμενης παρολαυτα, όλα τα ανωτέρω επιβάλλουν αναθεώρηση του ορίου της φτώχειας στα 10.000 ευρώ τουλάχιστον, καθώς και η κρίση από το 2010 έστειλε στα ύψη την ανεργία και την υποαπασχόληση και τις αποταμιεύσεις των πολιτών.
Οι συνέπειες ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ και ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑΣ των ασφαλιστικών εισφορών στην περίπτωση αυτή πρέπει να ΑΙΡΟΝΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ, και οι εισφορές καθαυτές να περιορίζονται από τον δικαστή εις το εύλογο και αναλογικό μέγεθος τους.
Ένας επαγγελματίας που έχει εισοδήματα κάτω από 8.000 ευρώ δεν πρέπει να πληρώνει καθόλου ασφαλιστικές εισφορές (εφόσον δεν το επιθυμεί) και διακινδυνεύει να στερηθεί βασικά βιοτικά αγαθά. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι τα 7.500 ευρώ είναι το όριο της φτώχειας για τη χώρα μας, το οποίο μάλιστα γίνεται δεκτό από τα ελληνικά δικαστήρια για την χορήγηση π.χ. του ενεργήματος πενιάς.
Όποιος δε, έχει εισοδήματα από 8.000 έως 12.000 ευρώ (που είναι το όριο του παλαιού αφορολογήτου) να πληρώνει ένα συμβολικό ποσοστό 3% επί του εισοδήματος του (3% δηλαδη ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΓΙΑ ΕΙΣΦΟΡΕΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΥΝ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΣΥΝ ΟΤΙ ΑΛΛΟ).
Β) Το βασικό σκεπτικό του καθορισμού των εισφορών ξεκίνησε με την προσέγγιση να είναι ένα ανεκτό ποσοστό επί του εισοδημάτων των ασφαλισμένων. Η κοινή πρακτική το τοποθέτησε γύρω στο 10% με 20% του εισοδήματος. Του επαρκούς εισοδήματος όμως ! Δηλαδή όσων βγάζουν αρκετά για να ζήσουν άνετα! Το όριο αυτό για τη χώρα μας διαμορφώθηκε στο επί χρόνια αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ.
Όταν όμως κερδίζεις π.χ. 3.000 και 5.000 ευρώ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΤΑΝΟΥΝ ΝΑ ΤΡΑΦΕΙΣ, ΝΑ ΣΤΕΓΑΣΤΕΙΣ, ΝΑ ΕΠΙΖΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΕΙΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΜΟ ΝΑ ΣΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ, ΕΧΕΙΣ ΚΑΘΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΑΡΝΗΘΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥΣ.
Το δικαίωμα στην επιβίωση είναι ιεραρχικά ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΩΤΕΡΟ απο κάθε πράξη ΕΠΙΒΟΛΗΣ, ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΩΜΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ.
Κατόπιν τούτων, είναι σαφές ότι υπάρχει σαφής υπέρβαση του επιδιωκόμενου σκοπού που είναι η αποπληρωμή των Ταμείων, όταν ο υπόχρεος όχι απλά δεν έχει να πληρώσει, αλλά οριακά καλύπτει τις βασικές ανάγκες του. Η φυσική και επαγγελματική εξόντωση του, που είναι συνέπεια της στέρησης θεώρησης των βιβλίων και στοιχείων του δεν συνεισφέρει σε τίποτα θετικό, επιβαρύνει μόνο υπέρμετρα τον ασφαλισμένο, καθώς τον ωθεί αυτομάτως εκτός επαγγέλματος και τον στερεί από το δικαίωμα της κοινωνικής και φυσικής επιβίωσης.
Πόσο μάλλον όταν οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν και άλλους λόγους, πέραν των έκτακτων συνθηκών που είναι αμφισβητήσιμες, όπως εκθέτω παρακάτω. Δηλαδή αοριστία στον προσδιορισμό, αβεβαιότητα στα οφέλη, μηδενική ανταποδοτικότητα και μέγα κίνδυνο ΠΛΗΡΟΥΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΙΣΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΡΑ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΣΕ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ!
7. Το αφορολόγητο όριο ως τεκμήριο και ως όριο σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
Το ζήτημα του “αφορολόγητου ορίου εισοδήματος είναι στοιχειώδες ζήτημα δημοκρατίας και κοινωνικής – φορολογικής δικαιοσύνης, τόσο σαν στοιχείο προσδιορισμού του ελάχιστου ορίου εισοδήματος που επιτρέπει σε ένα άτομο να διαβιώνει με μία στοιχειώδη αξιοπρέπεια, όσο και σαν βασικό στοιχείο προσδιορισμού της φορολογικής πολιτικής ενός Κράτους.
Φυσικά το αφορολόγητο μόνο από έντεχνη πονηρία του ελληνικού κράτους δεν είναι ΚΑΙ ΑΝΕΙΣΦΟΡΟΛΟΓΗΤΟ, καθώς όποιος στερείται φοροδοτικής ικανότητας ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΣΤΕΡΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΟΔΟΤΙΚΗΣ, καθώς ο θεσμός αυτός είναι η υλοποίηση του άρθρου 4.5 του Συντάγματος περί συμμετοχής στα βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός!
Ορθά λοιπόν εντος της έννοιας του αφορολογήτου μπορεί να χωρέσει και η εξαίρεση από την εισφοροδοσια, καθώς και αυτή αποτελεί «βάρος» και μάλιστα υπέρογκο!
Οι συχνές μεταβολές στην πολιτική του Υπουργείου Οικονομικών γύρω από το “αφορολόγητο όριο εισοδήματος” που συμβαίνουν στα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αποτελούν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παλινδρομήσεων της φορολογικής πολιτικής, ενώ οι μετατοπίσεις από το ένα άκρο (με το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ) στο άλλο (με την πλήρη κατάργησή του για τους ελεύθερους επαγγελματίες) συνιστούν μία από τις βαρύτερες αδικίες του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, που, σα νόμος, θα ισχύσει από το 2013. Στις μέρες προ μνημονίου, όταν η δανεική ευημερία των πλαστογραφημένων δημόσιων οικονομικών επέτρεπε την συνεχή αύξηση του αφορολογήτου ορίου, η ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε το αφορολόγητο όριο σαν έναν ακόμη οικονομικό θεσμό που αφορούσε τους λογιστές που συμπλήρωναν την φορολογική δήλωση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα λεφτά υπήρχαν και το αφορολόγητο δεν απασχολούσε ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία. Ειδικά οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι δεν είχαν και μεγάλο ενδιαφέρον για τον θεσμό αυτό, αφού συνήθως είχαν πληρώσει ήδη τον φόρο εισοδήματος και μόνο επιστροφή μπορεί να περίμεναν.
Σήμερα όμως βλέπουμε από τα δημοσιεύματα που καθημερινά βομβαρδίζουν την εύθραυστη ψυχική ηρεμία των Ελλήνων πως το αφορολόγητο έχει αναδειχθεί στο απόλυτο πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ κοινωνίας και Τρόικας. Αυτή όμως η σύγκρουση μας επιτρέπει να αντιληφθούμε και την βαθύτερη δικαιοπολιτική φύση του θεσμού του αφορολόγητου.
Ι. Το αφορολόγητο όριο ως τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας
Το αφορολόγητο εισόδημα είναι το εισόδημα που το ίδιο το κράτος έχει κρίνει δια του αρμοδίου οργάνου του, δηλαδή του φορολογικού νομοθέτη, ως αρκετά ισχνό για να το απαλλάξει από την συνταγματική υποχρέωση κοινής συνεισφοράς στις κρατικές δαπάνες. Πρόκειται δηλαδή για μια έκφραση της αρχής της ισότητας στα δημόσια βάρη αλλά και της αρχής του κοινωνικού κράτους, με την έννοια ότι το κράτος έχει λάβει μια απόφαση σε επίπεδο συντάγματος: Να αποφεύγει να επιβαρύνει οικονομικά με φόρους τα πρόσωπα τα οποία είναι οικονομικά ασθενή.
Συγκεκριμένα, από την μη υπέρβαση του εκάστοτε θεσπισμένου αφορολόγητου ορίου τεκμαίρεται ότι δεν υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Μέσω δηλαδή του θεσμού του αφορολόγητου ορίου, το κράτος κάνει μια διάκριση μεταξύ των νοικοκυριών που έχουν την οικονομική δυνατότητα να συνεισφέρουν στις κρατικές δαπάνες και των νοικοκυριών που δεν μπορούν να συνεισφέρουν σε αυτές χωρίς να υποβαθμίσουν το βιοτικό τους επίπεδο.
Ουσιαστικά το αφορολόγητο όριο είναι το πρωταρχικό τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας: όποιος το ξεπερνά θεωρείται ότι αντέχει να υποστεί οικονομική θυσία υπέρ του κρατικού προϋπολογισμού. Το αφορολόγητο όριο είναι το τεκμήριο ύπαρξης φοροδοτικής ικανότητας.
Όμως όπως όλα τα τεκμήρια, έτσι και αυτό το τεκμήριο ύπαρξης φοροδοτικής ικανότητας δεν μπορεί παρά να είναι μαχητό, δηλαδή να υπάρχει δυνατότητα ανταπόδειξης από τον θιγόμενο φορολογούμενο, διαφορετικά είναι αντισυνταγματικό, μια και τα αμάχητα τεκμήρια απαγορεύονται.
Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας φορολογούμενος του οποίου το εισόδημα ξεπερνά το όριο του αφορολόγητου εισοδήματος να στερείται πλήρως της φοροδοτικής ικανότητας για λόγους που δεν έχουν προβλεφθεί από τον φορολογικό νομοθέτη:
Π.χ. θα ήταν λογικό να ισχυριστούμε ότι ένας καρκινοπαθής με εισόδημα 15.000 ευρώ ετησίως και δαπάνες για την υγεία του 12.000 ετησίως (δεδομένου του κόστους της ιατρικής του περίθαλψης που δεν καλύπτεται από δημόσιο ταμείο) έχει φοροδοτική ικανότητα μόνο και μόνο επειδή η ονομαστική αξία του εισοδήματός του ξεπερνά το όριο του αφορολόγητου; Ή μήπως ένας κάτοικος μιας ορεινής περιοχής με εισόδημα 10.000 ετησίως ο οποίος ξοδεύει σε θέρμανση και μετακινήσεις πάνω από το μισό εισόδημά του, θα πρέπει να καταβάλλει φόρο επειδή η ονομαστική αξία του εισοδήματός του ξεπερνά το αφορολόγητο όριο;
Τα προβλήματα αυτά μέχρι τώρα δεν είχαν αντιμετωπιστεί για δυο λόγους: αφενός τα «λεφτά υπήρχαν», αφετέρου δε δεν είχε αναπτυχθεί η ιδέα της αμφισβήτησης του αφορολογήτου ορίου που έθετε ο νόμος.
Κατά την άποψή μου θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι σε θέση ο φορολογούμενος που αισθάνεται εξαντλημένες τις οικονομικές του δυνάμεις, να αποδείξει ότι η προσωπική του φοροδοτική ικανότητα δεν υφίσταται ή είναι μικρότερη από αυτή που προσδιόρισε η φορολογική αρχή, παρά το γεγονός ότι η ονομαστική αξία του εισοδήματος του ξεπερνά το αφορολόγητο όριο που έχει θεσπίσει ο νόμος. Ίσως αν τεθεί ενώπιον κάποιου δικαστηρίου το παραπάνω αίτημα, να κριθεί ότι υφίσταται ήδη η δυνατότητα του φορολογούμενου να αποδεικνύει ότι δεν έχει φοροδοτική ικανότητα παρά το γεγονός ότι η ονομαστική αξία το εισοδήματός του υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου.
Έως τότε όμως καλό θα ήταν να είχε προβλεφθεί σχετική διαδικασία ενώπιον των φορολογικών αρχών. Χρειάζεται δηλαδή ένας διορθωτικός θεσμός ο οποίος να ελέγχει την φοροδοτική ικανότητα κάθε πολίτη στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν ειδικές συνθήκες που συγχωρούν την προσωπική αναθεώρηση του αφορολόγητου ορίου προς τα πάνω, παρακάμπτοντας το γενικό αφορολόγητο όριο.
ΙΙ. Το αφορολόγητο όριο και τα ακατάσχετα κινητά
Η κορυφαία συνταγματική επιταγή του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει τα εξής: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας». Η αρχή αυτή η οποία διέπει αναρίθμητες πτυχές των σχέσεων πολίτη κράτους, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστες τις οικονομικές σχέσεις φορολογούμενου και κράτους.
Η πρώτη εκδήλωση αυτής της επιταγής σεβασμού στην ανθρώπινη αξία αφορά στην φοροδοτική ικανότητα:
Η φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου και συνίσταται, όπως αυτή η ίδια η λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στην δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, διαβιώσεως του, προσδιορίζεται δε βάσει κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων στο εισόδημα ή στην περιουσία, και υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου (βλ. Πρακτικά Επιτροπών της Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση της 28.1.1975, σελ. 396).
Όμως υπάρχει και μια άλλη εκδήλωση αυτής της συνταγματικής επιταγής και έχει να κάνει με την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση πλειστηριασμό κλπ) κατά του οφειλέτη του δημοσίου: Το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος που προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι η συνταγματική βάση, του θεσμού των ακατάσχετων κινητών τα οποία είναι αναγκαία στην διαβίωση ενός ανθρώπου. Ας σημειωθεί ότι ως κινητά πράγματα θεωρεί η νομοθεσία και τα χρηματικά ποσά.
Πράγματι το άρθρο 17 του Κώδικα εισπράξεως δημοσίων Εσόδων (νδ 356/1974) ορίζει
Της κατασχέσεως εξαιρούνται : α) πράγματα της προσωπικής χρήσεως του οφειλέτου και της οικογενείας αυτού και ιδίως ενδύματα, κλινοστρωμναί, έπιπλα, εφ` όσον τα πράγματα ταύτα είναι απαραίτητα διά τας στοιχειώδεις ανάγκας της διαβιώσεως αυτών, β) τρόφιμα και καύσιμος ύλη απαραίτητα εις τον οφειλέτην και την οικογένειαν αυτού διά τρεις μήνας, γ) τα παράσημα και τα αναμνηστικά αντικείμενα, τα χειρόγραφα, αι επιστολαί, τα οικογενειακά έγγραφα και τα επαγγελματικά βιβλία, δ) τα προοριζόμενα διά την επιστημονικήν ή καλλιτεχνικήν και γενικώτερον πνευματικήν μόρφωσιν και ανάπτυξιν του οφειλέτου ή της οικογενείας αυτού βιβλία, μουσικά όργανα, εργαλεία τέχνης.
2. Επί πλέον των εν παραγρ. 1 περιουσιακών στοιχείων εξαιρούνται της κατασχέσεως επί προσώπων τα οποία πορίζονται τα προς το ζην διά καταβολής προσωπικής εργασίας, τα απαραίτητα διά την εργασίαν αυτών εργαλεία, μηχανήματα, βιβλία ή άλλα πράγματα,…
Επίσης στο άρθρο 31 παρ. ζ του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής:
Δεν επιτρέπεται η κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των χιλίων (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ενός τετάρτου (1/4) αυτών, το εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των χιλίων (1.000) ευρώ.
Είναι προφανές λοιπόν ότι ο φορολογικός νομοθέτης δεν αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με τον ίδιο τρόπο που τον αντιλαμβάνεται ο νομοθέτης που όρισε τι είναι ακατάσχετο από το δημόσιο, ούτε με τον νομοθέτη του καθορισμού του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών! Εντούτοις η ανθρώπινη αξιοπρέπεια παραμένει η ίδια και δεν είναι ανεκτή από την συνταγματική μας τάξη να επιβάλλεται σε ένα νοικοκυριό μια φορολογική οφειλή ή εισφοροδοτικη οφειλή της οποίας η είσπραξη με μέτρα κατάσχεσης απαγορεύεται γιατί προσβάλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Δεν μπορεί να είναι νόμιμη η επιβολή ενός φόρου η εισφοράς του οποίου απαγορεύεται η είσπραξη από την ίδια την νομοθεσία ή το Σύνταγμα επειδή προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Το γεγονός ότι υφίστανται δυο μέτρα και δυο σταθμά ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει ο φορολογικός νομοθέτης και ο κοινός νομοθέτης την ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνιστά ένα φαινόμενο θεσμικής πτώχευσης και ένδειξη υποταγής της νομιμότητας στην σκοπιμότητα και θα πρέπει να μας προβληματίζει όλους.
Σε κάθε περίπτωση προκύπτει εκ των ανωτέρω ότι :
Α) ο συνταξιούχος διασφαλίζεται απέναντι στην όποια κατάσχεση μέχρι ποσού συντάξεως μέχρι 1.000 ευρώ, δηλαδή Χ12 μήνες = 12.000 ευρώ ετησίως, επομένως εδώ παραμένει εν ισχύ το όριο του παλαιού αφορολογήτου, έστω με την μορφή του «ακατάσχετου»
Β) Παρολαυτα κανένα ανάλογο δικαίωμα δεν αναγνωρίζεται έστω σαν δικλείδα ασφαλείας στον εργαζόμενο, ελεύθερο επαγγελματία τόσο για το εισόδημα όσο και την περιουσία του!!
Είναι προφανές από τα ανωτέρω ότι το αφορολόγητο όριο, ως θεσμός και νομοθέτημα είναι η ΥΛΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ του άρθρου 4.7 Συντ. περί συνεισφοράς ανάλογα με τις δυνάμεις στα βάρη. Η ΜΟΝΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΙΚΛΕΙΔΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΤΩΝ.
Η κατάργηση του διασαλεύει την πιο βασική οικονομική πρόβλεψη του Συντάγματος.
Σε κάθε δε περίπτωση οι ασφαλιστικές εισφορές είτε γενικά είτε εν τοις πραγμασι αφενός μεν αποτελούν είδος φόρου (το λέει και η ονομασία τους : εις-φορές), φόρου που υποτίθεται ότι αναπτύσσει ανταποδοτικές ιδιότητες (εντελώς δυσανάλογες), αφετέρου ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΝΑΙ «ΒΑΡΟΣ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4.7 του Συντάγματος και ως εκ τούτου ΗΔΗ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΠΟΥ ΘΕΤΕΙ Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΑΥΤΗ, δηλαδή στο να ανέρχονται σε ποσό «ανάλογο των δυνάμεων του υπόχρεου (ασφαλισμένου).
Δεν γίνεται λοιπόν το αφορολόγητο που ίσχυσε στην περίοδο των παχιών αγελάδων να ανέρχεται στο ποσό των 12.000 ευρώ, και εν μέσω κρίσης με τα βασικά αγαθά 50% ακριβότερα απ ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη και τους μισθούς στο 1/3 των ευρωπαϊκών, το αφορολόγητο τώρα να ….καταργείται!
Είναι προφανές ότι θα έπρεπε να ΑΥΞΗΘΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΝΑ ΜΕΙΩΘΕΙ!
Και ούτε φυσικά γίνεται όταν κανείς έχει εισόδημα όχι 12.000 αλλά 5.000 και 8.000 ευρώ μόλις, αφενός μεν κατά το προγενέστερο αφορολόγητο ΝΑ ΑΠΑΛΛΑΣΣΕΤΑΙ ΦΟΡΩΝ, που σε κάθε περίπτωση σχετικά είναι μικρού ύψους, αλλά παρολαυτα να είναι υπόχρεος σε καταβολή εισφορών ύψους …3.600 ευρώ!!!!! Δηλαδή όλου του σχεδόν του εισοδήματος!!!
Διότι ειρήσθω εν παροδω υπάρχουν δαπάνες του επαγγελματία, όπως πχ. τα μεταφορικά του έξοδα τα οποία μπορούν να ανέλθουν σε 1.000 ευρώ ετησίως , οι οποίες ρίχνουν το όποιο ηδη χαμηλό του εισόδημα στα τάρταρα και τις οποίες το άθλιο ελληνικό δημόσιο ΔΕΝ ΔΕΧΕΤΑΙ ΩΣ ΔΑΠΑΝΕΣ, θεωρώντας μας πλουσιοτέρους με το ζόρι κατά τα ποσά αυτά! Είναι οικτρή λοιπόν η θέση του όντως πτωχού και αδύναμου στην χώρα μας!!!
- φόρος και ΕΙΣΦΟΡΑ είναι να παίρνεις από την τσέπη και όχι από το στόμα του φορολογούμενου – ασφαλισμένου!
- φόρος ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΑ είναι να παίρνεις χρήμα από τον φορολογούμενο – ασφαλισμένο και όχι το γάλα του παιδιού του και τη ζωή του ίδιου, στερώντας του τη δυνατότητα ΝΑ ΖΗΣΕΙ!
- φόρος ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΑ είναι ζητάς από τον φορολογούμενο – ασφαλισμένο μέρος από αυτά που έχει και όχι από αυτά που φαντάζεσαι ότι έχει,
- η εξαθλίωση των νέων και οικονομικά αδύναμων ελευθέρων επαγγελματιών δεν είναι οικονομική πολιτική, αλλά πρόλογος γενοκτονίας…
8. Η ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΑ
α. Αντίθεση στο άρθρο 4.5 του Συντάγματος περί συμμετοχής των Ελλήνων στα βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Οι εισφορές προς τα Ταμεία εξυπακούεται ότι είναι βάρη, δηλαδή οικονομική συμβολή των υπόχρεων ασφαλισμένων που μάλιστα έχει αναγκαστικό χαρακτήρα, εφ’ όσον δεν εναπόκειται στην ευχέρεια τους να επιλέξουν την μη εξόφλησή τους ή την εναλλακτική της ιδιωτικής ασφάλισης, η τελωσπαντων της μη καταβολής σε αδυναμία!
β. Αντίθεση στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της εργασίας που υποτίθεται ότι προστατεύει το Κράτος (Άρθρο 22 : «H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Kράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού»). Εν προκειμένω το απαγορεύει πρακτικά, απόλυτα και αυθαίρετα, τόσο με την θέσπιση των ρηθεισων υπέρογκων υψών ασφαλιστικών εισφορών των ταμείων – όσο και με τις διατάξεις περί ασφαλιστικής ενημερότητας.
Άτυπη άποψη για το όνειδος των εισφορών είναι να εξωθηθούν οι ελεύθεροι επαγγελματίες να φύγουν από το επάγγελμα γιατί είμαστε πολλοί. Αν είναι δυνατόν να εξωθούμαστε στην ανεργία ενώ μπορούμε έστω να βιοποριζόμαστε και να ενισχύουμε στοιχειωδώς και τα μελή της οικογενείας μας!
Ενώ το ελληνικό δημόσιο – πάρα το αναγνωρισμένο του προβλήματος του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και των υπέρογκων μισθών τους και συντάξεων – ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΠΑΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ αυτή την ας πούμε κοινωνική ομάδα προκαλώντας ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ στα δημόσια οικονομικά της χώρας, ταυτόχρονα επιχειρεί να στερήσει από την δουλεία τους νέους επαγγελματίες δικηγόρους, μηχανικούς κλπ οι οποίοι βγάζουν τα προς το ζην στην ελεύθερη αγορά με τον ιδρώτα τους ! Κι ενώ δεν κοστίζει σε τίποτα η ύπαρξη τους στο κράτος, έρχεται να τους απομυζήσει και να τους εξαθλιώσει με τις ασφαλιστικές εισφορές που έχει θεσπίσει, οι οποίες για την μεγάλη πλειονότητα των νέων ελευθέρων επαγγελματιών ανέρχεται σχεδόν στο μισό εισόδημα τους!!!
Εφ’ όσον εξ αιτίας των υπέρογκων εισφορών αδυνατεί κανείς να εργαστεί, ειδικά εν μέσω οικονομικής κρίσης, όπου ολόκληρες οικογένειες δεν είναι σπάνιο να αποτελούνται μόνο από ανέργους, πώς μπορεί να ανορθώσει κανείς το εισόδημά του; Άρα σε εξωθούν, αν όχι να εγκαταλείψεις το επάγγελμα σου, τουλάχιστον να τραπείς στην παραβατικότητα. Καθαρά και ξάστερα!
Και αδυνατείς να εργαστείς διότι και τίθενται τρομακτικοί περιορισμοί λογω της ασφαλιστικής ενημερότητας και φυσικά γιατί το δημόσιο (ταμεία) απαιτεί να καταβάλλεις είτε ολόκληρο είτε το μισό ετήσιο εισόδημα σου, (χωρίς να υπολογίσουμε και τη φορολογία) για τα ασφαλιστικά ταμεία!!!
Πώς να εργαστεί κανείς έτσι? Όταν κινδυνεύει – πέρα από τη φτώχεια του – να του κατάσχουν τις δεκάρες που έχει στην τράπεζα για να πληρώσει ΦΠΑ ή το … αγροτεμάχιο που του άφησε η γιαγιά του?
γ. Αντίθεση στο Άρθρο 5 Συντάγματος. «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας»
Περιττό να πω ότι ουδεμία ελευθερία διαθέτουμε ως Έλληνες πολίτες ως προς την επιλογή η μη ασφαλιστικού φορέα, ύψους εισφορών , απαλλαγής από αυτές και λοιπά.
9. ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΕ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΝΝΟΙΑ ΛΟΓΙΚΗΣ
Ακόμα και αν δεν υπήρχε το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ, το καθεστώς αυτό, με την ισοπεδωτική εφαρμογή του έναντι δικαίων και αδίκων, προσβάλλει βάναυσα το δικαίωμα κάθε ελευθέρου επαγγελματία στην επιβίωση, στην εργασία, στην αξιοπρέπεια και αποτελεί μνημείο αναλγησίας και βαρβαρότητας που πρέπει άμεσα να εξαλειφθεί επί τη βάσει των δυο κάτωθι διορθωτικών προτάσεων, ήτοι:
(α) μείωση εισφορών και αναλογική σύνδεση αυτών με την οικονομική δυνατότητα του ασφαλισμένου για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στην ουσία του, και
(β) νομοθετική θέσπιση εξαιρέσεων για οικονομικούς και ανθρωπιστικούς λόγους υπέρ όσων έχουν οικονομική αδυναμία ή σοβαρά προβλήματα υγείας κλπ, ώστε να τούς χορηγείται “ΕΚΤΑΚΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΤΑ” για να θεωρούν τουλάχιστον ένα (1) μπλοκ αποδείξεων ετησίως και να τούς παρέχεται στοιχειώδης υγειονομική περίθαλψη. Έτσι, θα μπορούν τουλάχιστον να… ζήσουν και φυσικά, αν τους περισσεύουν χρήματα, να μπορούν να συνεισφέρουν και στα Ταμεία τους!
Η λύση που υπάρχει σήμερα επιεικώς χαρακτηρίζεται ως απάνθρωπη, καθώς στερεί από τους ασφαλισμένους το δικαίωμα να εργάζονται και από τα Ταμεία να λαμβάνουν έστω αυτά τα χρήματα που μπορούν οι οικονομικά αδύνατοι ασφαλισμένοι να διαθέτουν.
Τέλος, υποτίθεται ότι το όλον ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης ανάγεται στο … Κράτος που μεριμνά γι’ αυτήν. Αν αυτό είναι… κοινωνική ασφάλιση και μέριμνα τότε δεν απομένει να πούμε τίποτε περισσότερο…
10. ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΑΠΟ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ!!!
Α) Την δικαιολογητική βάση και το θετικό προηγούμενο για όλες τις προτεινόμενες ρυθμίσεις τα δίνει το ίδιο το ΕΤΑΑ – ΤΟΜΕΑΣ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ (ΤΣΜΕΔΕ) που προς τιμήν του ψήφισε τα κάτωθι:
«ΘΕΜΑ 1Ο (2011) ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
Κατά την συνεδρίαση ο Πρόεδρος και τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής λαμβάνοντας υπόψη,
Την δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, με συνέπειες την εκρηκτική αύξηση της ανεργίας, υποαπασχόλησης και δραματικές μειώσεις των αποδοχών όσων εργάζονται, στοιχεία που εμφανίζονται στους ασφαλισμένους του Ταμείου μας σε υψηλότατα ποσοστά,
Την πάγια αντίληψη της Δ.Ε., να εξαντλεί υπέρ των ασφαλισμένων τα περιθώρια που το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει,
Το αίτημα του ΤΕΕ, να διερευνηθούν οι δυνατότητες διευκόλυνσης των ασφαλισμένων που βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, καθώς και αντίστοιχα αιτήματα άλλων συλλογικών φορέων Μηχανικών και Προηγούμενες σχετικές αποφάσεις μας που κατά την εφαρμογή τους εντοπίστηκαν αδυναμίες,
Αποφάσισε
1. την θεώρηση του βιβλιαρίου υγείας για το έτος 2012
2.την χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας, για φορολογική χρήση (θεώρηση βιβλίων και στοιχείων), για ένα τρίμηνο από την ημερομηνία του αιτήματος,
στους ασφαλισμένους που πληρούν τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Ελεύθεροι Επαγγελματίες ή μισθωτοί με δελτίο παροχής υπηρεσιών, που είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι, με την προσκόμιση εκκαθαριστικών σημειωμάτων εφορίας των δύο τελευταίων ετών στα οποία αθροιστικά το εισόδημά τους να μην υπερβαίνει τις 30.000€ (ατομικό ή οικογενειακό)
β) Μισθωτοί οι οποίοι απολύθηκαν, με την προσκόμιση εκκαθαριστικών σημειωμάτων εφορίας όπως περιγράφεται στο προηγούμενο σημείο, καθώς και θεωρημένο αντίγραφο της απόλυσης
γ) Νέοι ασφαλισμένοι την τελευταία τριετία (2009-2011) που δεν υποβάλλουν φορολογική δήλωση λόγω μηδενικού εισοδήματος, με την προσκόμιση υπεύθυνης δήλωσης θεωρημένη από την οικεία ΔΟΥ που θα βεβαιώνεται η μη υποβολή.
Οι ασφαλισμένοι που συγκεντρώνουν τις παραπάνω προϋποθέσεις, υποχρεούνται να υποβάλουν σχετική αίτηση με τα απαιτούμενα ως ανωτέρω κατά περίπτωση δικαιολογητικά.Επισημαίνεται ότι τα παραπάνω ισχύουν για εκκρεμότητες εισφορών που αφορούν την τελευταία τριετία.
Κάθε άλλη περίπτωση που δεν εντάσσεται στις προϋποθέσεις των σημείων (α), (β) και (γ) θα εξετάζεται μετά από αίτημα του ασφαλισμένου ιδιαίτερα από την Διοικούσα Επιτροπή.
Η απόφαση θα κοινοποιηθεί στις αρμόδιες Δ/νσεις (Δ/νση Εισφορών και Δ/νση Υγείας & Πρόνοιας) του Ταμείου, προκειμένου να έχει άμεση εφαρμογή με παράλληλη ενημέρωση και των Περιφερειακών Γραφείων.
Επιπρόσθετα, προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης και διαφανής ενημέρωση όλων των ασφαλισμένων, θα αναρτηθεί στην επίσημη ιστοσελίδα του Ταμείου.
Η ανακοίνωση επέχει θέση απόφασης .Η απόφαση είναι άμεσης επικύρωσης. Ακριβές αντίγραφο Εκ της Συνεδρ.190/05-12-2011»
Β) Ομολογία της αδικίας των νέων ασφαλισμένων από διοικητές ασφαλιστικών ταμείων!!! : «Οι πρωταγωνιστές του ασφαλιστικού ζητήματος έφτασαν οι ίδιοι να παραδέχονται την αδικία και το αδιέξοδο του παρόντος καθεστώτος: «Αυτό ήταν το σκληρό συμπέρασμα της εναρκτήριας εκδήλωσης του φετινού Megaron Plus που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στο Μέγαρο Μουσικής με θέμα «Για ένα οικονομικά βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα».
Στην εκδήλωση που προλόγισε ο Πρόεδρος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών κ. Γιάννης Μάνος και συντόνισε ο Κωνσταντίνος Καστρινάκης, Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Kantor μίλησαν ο Διοικητής του ΙΚΑ Ροβέρτος Σπυρόπουλος, ο τέως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΟΤΕ Παναγής Βουρλούμης, ο Πλάτων Τήνιος, Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ο Μιλτιάδης Νεκτάριος, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και τέως Διοικητής του ΙΚΑ.
Την άποψη πως το ασφαλιστικό σύστημα έχει «ξοφλήσει» και πως απαιτείται ένα νέο σύστημα που θα το σηκώνει η οικονομία της χώρας εξέφρασε ο Παναγής Βουρλούμης. «Κλέβουμε τις επόμενες γενεές. Τις έχουμε ήδη κλέψει», τόνισε χαρακτηριστικά αναφερόμενος στην λειτουργία του σημερινού συστήματος, ξεκαθαρίζοντας πως το κράτος έχει βρεθεί να καταβάλει για συντάξεις το 1/3 του συνόλου των φορολογικών εσόδων ή το 9,4% του ΑΕΠ. Ο κ. Βουρλούμης υποστήριξε την πρόταση του Στέφανου Μάνου για το ασφαλιστικό που ομοιάζει με το σύστημα που ισχύει στην Αυστραλία και που προβλέπει κατάργηση όλων των ασφαλιστικών ταμείων, των κρατήσεων και των ενσήμων και αντικατάστασή τους με μια ενιαία για όλους σύνταξη 700 ευρώ το μήνα στα 67 έτη. «Το σημερινό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι πέραν επισκευής, beyond repair», τόνισε χαρακτηριστικά.
«Η πρόταση που έκανε ο Στέφανος Μάνος πιστεύω ότι θα άξιζε να μελετηθεί σοβαρά. Η πρότασή του μοιάζει σε πολλά σημεία με ό,τι εφαρμόζεται στην Αυστραλία» είπε ο κ. Βουρλούμης και πρόσθεσε ότι σε γενικές γραμμές έχει ως εξής: «Μηδέν εισφορές από εργαζομένους και εργοδότες. Κατάργηση των υπέρ τρίτων και άλλων παρόμοιων επιβαρύνσεων.
Μία σύνταξη, η ίδια για όλους από το κράτος, σε όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες όταν συμπληρώσουν κάποια ηλικία. Καμιά εξαίρεση. Με βάση 2,3 εκατ. Ελλήνων από 65 και άνω και σύνταξη 600 επί 12 μήνες, η επιβάρυνση στον προϋπολογισμό θα ήταν περίπου 16,6 δισ., ποσό μικρότερο από ό,τι μετέφερε στο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης το 2011.
Αν το όριο ηλικίας πάει στα 67, υπάρχει περιθώριο αύξησης του μηνιαίου ποσού ή μείωση της επιβάρυνσης του προϋπολογισμού. Η ηλικία συνταξιοδότησης μπορεί να συνδέεται με το προσδόκιμο ζωής και να αναθεωρείται περιοδικά. Η «κρατική σύνταξη» συμπληρώνεται με ασφάλιση που μπορούν να διαπραγματεύονται συλλογικά οι εργαζόμενοι με τους εργοδότες τους και με ιδιωτική ασφάλιση για όσους το επιλέγουν.
Η πρόταση έχει αδυναμίες και κενά. Η μεγαλύτερη αδυναμία είναι το πώς μεταβαίνουμε από το ισχύον σύστημα στο καινούργιο. Εδώ η κατάρρευση του ισχύοντος βοηθά, γιατί τα «κεκτημένα» διαβρώνονται ή και χάνονται επειδή το σύστημα είναι ανίκανο να τα καλύψει. Τα κενά αφορούν μέριμνα για ειδικές ομάδες. Παρ’ όλα αυτά, η πρόταση δείχνει νομίζω προς τη σωστή κατεύθυνση και έχει σημαντικότατες παράπλευρες ωφέλειες όπως:
Βάζει ένα δίχτυ ασφαλείας σε όλους, ευνοώντας τους πιο αδύναμους. Βγάζει από τη μέση τους πολιτικούς και το ομαδικό ρουσφέτι. Μειώνει το κόστος της εργασίας απαλείφοντας τις εισφορές. Έτσι αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Απλοποιεί το σύστημα περιορίζοντας ριζικά τη δυνατότητα στρεβλώσεων και διαφθοράς. Είναι ασύγκριτα φθηνότερο στη λειτουργία του για το κράτος. Η διαχείριση των αποθεματικών του συστήματος μεταφέρεται αυτόματα σε ιδιωτικούς φορείς. Ο ασφαλιζόμενος επιλέγει το μενού της ασφαλιστικής κάλυψής του.
Ο ασφαλισμένος παίρνει επάνω του την ευθύνη. To σημερινό σύστημα είναι γόρδιος δεσμός και προσπαθώντας να τον λύσουμε, ματαιοπονούμε».
Ο κ. Τήνιος αναδεικνύοντας τις εκρηκτικές συνέπειες της ανεργίας των νέων στο ασφαλιστικό σύστημα τόνισε πως «για να δίνουν χαρτζιλίκι οι γιαγιάδες από τις συντάξεις τους θα πρέπει να βρουν δουλεία στα εγγόνια» και ξεκαθάρισε πως το υφιστάμενο καθεστώς «ανακατανέμει την ανεργία προς τους νέους».
Το Σουηδικό μοντέλο ασφάλισης που υιοθετείται τα τελευταία χρόνια και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη παρουσίασε ο Μιλτιάδης Νεκτάριος. Στο σύστημα αυτό οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του φορολογητέου εισοδήματος και εισπράττονται από τη Εφορία, ενώ για όσο κάποιος είναι άνεργος ή στρατευμένος ή έχει άδεια μητρότητας ο Κρατικός Προϋπολογισμός του καταβάλλει τις εργοδοτικές εισφορές. Με το καθορισμένο αυτό σύστημα εισφορών για 40 έτη μειώνεται το μη εργατικό κόστος και δημιουργούνται άμεσα κεφαλαιακά αποθέματα.
Τέλος, ο τέως Διοικητής του ΙΚΑ είπε πως ο Έλληνας πληρώνει σήμερα τις υψηλότερες εισφορές στη Ευρώπη αλλά δεν απολαμβάνει τις αντίστοιχες παροχές» (εφημεριδα το ΒΗΜΑ, 12-10-2012).»
Όπως είδαμε λοιπόν από τα ανωτέρω δυο στοιχεία, στο βαθμό που δεν προβλέπει απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής εισφορών , ούτε μείωση αυτών, ούτε καταβολή τους σε αδυναμία του ασφαλισμένου από το κράτος, ούτε και χορηγεί η ΔΟΥ ασφαλιστική ενημερότητα για τους οικονομικά αδύνατους, δικαιούται να υποστηρίξει κανείς ότι ούτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έφτασε σε τέτοιο σημείο διοικητικής καταδυνάστευσης.
Γ) Ανακοίνωση του προέδρου ΕΤΑΑ Κου Ζαφειρόπουλου που αναφέρει ότι λογω των υπέρογκων εισφορών το ΤΑΜΕΙΟ ΧΑΝΕΙ ΕΣΟΔΑ!!!!
Ιδου η δήλωση του προέδρου : «Χωρίς το Ταμειο µας να ερωτηθεί και χωρίς προηγούµενη αναλογιστική µελέτη, επιβλήθηκαν από την Πολιτεία αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών σε ένα πλεονασµατικό Ταµείο, που είχαν αντίθετο αποτέλεσµα στις εισπράξεις µας, αφού ολοένα και περισσότεροι (νέοι κυρίως) Μηχανικοί, Υγειονοµικοί και Νοµικοί αποχωρούν από το λειτούργηµά τους, αδυνατώντας να καλύψουν τις ασφαλιστικές εισφορές τους, µε τους φορείς αλλά και την διοίκηση του ΕΤΑΑ ενάντια στις αυξήσεις.
Στην παρούσα συγκυρία το Ταµείο µας δεν επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισµό, αντιθέτως απαλύνει τις δυσκολίες και στέκεται στο πλευρό των εκατοντάδων χιλιάδων ασφαλισµένων του. Είναι συνεπώς προφανές ότι η Πολιτεία θα πρέπει να σταθεί αρωγός στην προσπάθειά µας, διασφαλίζοντας ότι η ιερή υποχρέωσή µας προς τους ασφαλισµένους µας δε θα γίνει «κενό γράµµα»
11. Αντισυνταγματικότητα υποχρεωτικής μετάταξης τριετίας :
Η υποχρεωτική μετάταξη των ελευθερων επαγγελματιων σε ψηλότερη ασφαλιστική κατηγορία ανά τριετία πως παραβιάζει τα άρθρα. 4 και 5 του Συντάγματος (αρχή ισότητας και συνεισφοράς στα βάρη & αρχή ελευθερίας κλπ) καθόσον δεν είναι δυνατόν να αξιολογείται η δυνατότητα του δικηγόρου να καταβάλει εισφορές μόνο με βάση τα έτη που ασκεί δικηγορία. Επίσης δημιουργείται έτσι μια οφθαλμοφανής ανισότητα μεταξύ ασφαλισμένων προ του 93 και μετά το 93 όπου οι πρώτοι καταβάλουν λιγότερες ασφαλιστικές εισφορές σε σχέση με τους δεύτερους.
12. Η Αρχή της φορολογικής (και εισφοροδοτικης) ισότητας κατά το ισχύον Ελληνικό Σύνταγμα και η κατισχυση της εναντι οιασδηποτε κακως η αοριστως εννουμενης εννοιας γενικου η δημοσιου συμφεροντος.
Στα πλαίσια του Ελληνικού Συντάγματος, το οποίο δεν κατοχυρώνει συγκεκριμένο φορολογικό KAI ΕΙΣΦΟΡΟΔΟΤΙΚΟ σύστημα, η φορολογική ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΟΔΟΤΙΚΗ ισότητα ως ειδικότερη μορφή της καθιερωμένης στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συν/τος αρχή της νομικής ισότητας, κατοχυρώνεται τόσο ως τυπική όσο και ως ουσιαστική νομική ισότητα. Ο αναλογικός χαρακτήρας της νομικής ισότητας επιβάλλει στην περίπτωση της φορολογικής ισότητας, την διαφοροποιούμενη ευνοϊκότερη ή δυσμενέστερη νομική μεταχείριση της διαφορετικής οικονομικής δυνατότητας και επιβάλλει την κατανομή των φορολογικών βαρών με βάση τη φοροδοτική ικανότητα εκάστου, η οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν όχι μόνο με βάση το κριτήριο της περιουσίας αλλά γενικότερα με βάση την οικονομική δύναμη κάθε πολίτη.
Κατά τα ανωτέρω δε και υπό το πρίσμα του κοινωνικού κράτους δικαίου, ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται να καθιερώσει το σύστημα της προοδευτικής φορολογίας, όσον αφορά τους φόρους εισοδήματος και περιουσίας, ενώ αντίθετα η αναλογική φορολογία (που είναι αναπόφευκτη στους έμμεσους φόρους κατανάλωσης), θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή της φορολογικής ισότητας, καθόσον οδηγεί στην όμοια μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων. Το ισχύον Ελληνικό Σύνταγμα κατά την αμετάβλητη διατύπωση που διατηρεί ο Έλληνας Συντακτικός Νομοθέτης ήδη από το Σύνταγμα του 1911, ορίζοντας στο άρθρο 4 παρ. 5 ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους», κατοχυρώνει ρητά τις δύο αρχές της φορολογικής δικαιοσύνης, ήτοι την αρχή της καθολικότητας του φόρου και την αρχή της φορολογικής ισότητας.
I. Η αρχή της φορολογικής ισότητας ως ειδικότερη μορφή της νομικής ισότητας.
Η επιβαλλόμενη εκ του ως άνω άρθρου αρχή της φορολογικής ισότητας, η οποία έγκειται «……στην χωρίς διακρίσεις συνεισφορά των Ελλήνων πολιτών στα δημόσια βάρη», κατοχυρώνεται υπό το ισχύον Σύνταγμα ως ειδικότερη μορφή της καθιερωμένης στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συν/τος αρχή της νομικής ισότητας.
Κατά συνέπεια, η φορολογική ισότητα, όπως και η νομική ισότητα, κατοχυρώνεται υπό το ισχύον Σύνταγμα τόσο ως τυπική ισότητα, ήτοι ισότητα των ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόμου κατά την διοικητική και δικαστική εφαρμογή του δικαίου όσο και ως ουσιαστική νομική ισότητα, υπό την έννοια δηλ. της ισότητας του νόμου ενώπιον των πολιτών, που συνεπάγεται την υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να παράγει δίκαιο, του οποίου το περιεχόμενο δεν έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας.
Περαιτέρω δε η αρχή της φορολογικής ισότητας κατοχυρώνεται, κατά τα ισχύοντα και επί της αρχής της νομικής ισότητας, τόσο υπό μία θετική μορφή, υπό την έννοια της ίσης μεταχειρίσεως όλων των όμοιων περιπτώσεων όσο και υπό μία αρνητική μορφή, υπό την έννοια της απαγορεύσεως των δυσμενών ή ευμενών διακρίσεων. (βλ. Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, «Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου – Ατομικά Δικαιώματα» έκδ. θ’ / Απρίλιος 2001, σελ. 954 επ.)
Επιπλέον, στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι όπως στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η αρχή της νομικής ισότητας ως αναλογική και όχι ως φυσική- πραγματική ισότητα, κατά την έννοια της οποίας θα εδύνατο ενδεχομένως να γίνει δεκτό ότι επί φυσικών ανισοτήτων θα έπρεπε να υπάρχει και νομική ανισότητα, κατά τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να διαπλαστεί και η έννοια της φορολογικής ισότητας.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ ο αναλογικός χαρακτήρας της νομικής ισότητας απαγορεύει την μη διαφορετική νομική μεταχείριση των φυσικών διαφοροποιήσεων, είναι αυτός που επιβάλλει, στην περίπτωση της φορολογικής ισότητας, την διαφοροποιούμενη ευνοϊκότερη ή δυσμενέστερη νομική μεταχείριση της διαφορετικής οικονομικής δυνατότητας.
Τούτο δε επιτυγχάνεται αν η αρχή της φορολογικής ισότητας ερμηνευθεί ως η δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών που απαγορεύει κάθε αυθαίρετη διάκριση για ορισμένα άτομα ή κατηγορίες ατόμων, υπό το πρίσμα της αρχής της φορολογικής δικαιοσύνης, την οποία επίσης καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 5 του Σ/τος αναφέροντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν ………στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Κατά συνέπεια προκύπτει ότι το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει την τυπική «μαθηματική» φορολογική ισότητα, δεν επιβάλλει την κατανομή των δημόσιων βαρών αριθμητικά, αλλά αναλόγως των δυνάμεων κάθε φορολογούμενου, ήτοι επιβάλλει την κατανομή των φορολογικών βαρών με βάση τη φοροδοτική ικανότητα εκάστου, δείκτης δε της φοροδοτικής ικανότητας, μετά την διαφοροποίηση στη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως του Σ/τος που επήλθε με την συνταγματική αναθεώρηση του 1911, θεωρείται πλέον όχι μόνο η περιουσία αλλά και το εισόδημα και γενικότερα η οικονομική δύναμη κάθε πολίτη.(βλ. σχ. Κωνσταντίνος Φινοκαλιώτης «Φορολογικό Δίκαιο» Β’ έκδοση, σελ. 134 επ.)
II. Η έννοια και συνέπειες της αρχής της φορολογικής ισότητας
Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η κατανομή των φορολογικών υποχρεώσεων σε κάθε Έλληνα πολίτη σύμφωνα με την φοροδοτική του ικανότητα, αφ’ ενός μεν εξειδικεύει την γενική αρχή της ισότητας στο φορολογικό δίκαιο και αφ’ ετέρου υλοποιεί την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, βασικός προβληματισμός του οποίου είναι «η εξασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου διαβίωσης στους πολίτες του, ώστε να καθίσταται εφικτή σ’ ένα μέτρο η απόλαυση συνταγματικών δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως της οικονομικής επιφάνειας εκάστου». (βλ σχ. Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, «Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου – Ατομικά Δικαιώματα» έκδ. θ’ / Απρίλιος 2001, σελ. 954 επ.)
Προς υλοποίηση λοιπόν της Αριστοτελικής «διαφοροποϊητικής ποιοτικής ισότητας», το Ελληνικό Σύνταγμα επιβάλλει την όμοια φορολογική μεταχείριση εκείνων που βρίσκονται κάτω υπό τις ίδιες οικονομικές συνθήκες, δηλ. έχουν την ίδια φοροδοτική ικανότητα (οριζόντια φορολογική ισότητα) και την ανόμοια μεταχείριση εκείνων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες (κάθετη φορολογική ισότητα). Κατά συνέπεια σύμφωνα με το αληθές νόημα της αρχής της φορολογικής ισότητας, έτσι όπως αυτή διαπλάσσεται στο άρθρο 4 παρ. 5, δεν είναι συνταγματικά ανεκτή ούτε η άνιση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων, ούτε και η ίση μεταχείριση των ανόμοιων. (βλ. σχ. Κωνσταντίνος Φινοκαλιώτης «Φορολογικό Δίκαιο» Β’ έκδοση, σελ. 134 επ.)
Περαιτέρω, άμεση συνέπεια της αρχής της φορολογικής ισότητας αποτελεί η αρχή της καθολικότητας του φόρου, κατά το περιεχόμενο της οποίας κατ΄ αρχήν όλοι οι έλληνες πολίτες υποχρεούνται να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη, να καλύπτουν τις δημόσιες δαπάνες, εκπληρώνοντας το χρέος της κοινωνικής αλληλεγγύης που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 25 παρ. 1 του Σ/τος.
Το γεγονός βεβαίως της κατοχυρώσεως της ως άνω αρχής δεν συνεπάγεται την αντισυνταγματικότητα οιονδήποτε φορολογικών απαλλαγών, τις οποίες το ελληνικό Σύνταγμα κατ’ αρχήν επιτρέπει, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές δεν θα πρέπει να είναι αυθαίρετες, πράγμα που συμβαίνει, όταν δεν στηρίζονται κυρίως σε κριτήρια φορολογικής δικαιοσύνης ή γενικής και αντικειμενικής φορολογικής πολιτικής, αλλά επιβάλλονται ένεκα απαγορευμένων από το Σύνταγμα διαφοροποιήσεων ή δημιουργούν δυσμενείς έννομες συνέπειες σε πρόσωπα, ιδιότητες ή καταστάσεις που κατά το Σ/μα τελούν υπό την προστασία μέριμνα ή ειδική φροντίδα του κράτους ή τέλος έχουν χαριστικό ή καταπιεστικό χαρακτήρα προς όφελος ή εις βάρος ορισμένων προσώπων ή ομάδων. Επιπροσθέτως, όπως συνάγεται κατ’ αντιδιαστολή της διατάξεως του άρθρου 78 παρ. 4 για την θέσπιση οιασδήποτε φορολογικής απαλλαγής απαιτείται η ύπαρξη τυπικού νόμου και δεν αρκεί η ρύθμισή τους έστω και κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. (βλ. σχ. Κωνσταντίνος Φινοκαλιώτης «Φορολογικό Δίκαιο» Β’ έκδοση, σελ. 134 επ. και Π. Δ Δαγτόγλου «Ατομικά Δικαιώματα», τ. 2 σελ.1108 επ.).
Περαιτέρω, στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι αν και το ελληνικό Σύνταγμα δεν επιβάλλει ορισμένο φορολογικό σύστημα και κατά συνέπεια παρέχει στον κοινό νομοθέτη διακριτική ευχέρεια να διαμορφώσει το φορολογικό σύστημα ανάλογα με τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες και τους πολιτικούς στόχους του εκάστοτε κυβερνητικού μηχανισμού, εντούτοις η δυνατότητα αυτή του κοινού νομοθέτη δεν είναι απεριόριστη. Τόσο η αρχή της φορολογικής ισότητας όπως αυτή εξετέθη ανωτέρω, όσο και το δικαίωμα της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας και της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας καθώς και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, που αποτελεί το κύριο περιεχόμενο της οικονομικής δραστηριότητας του ανθρώπου, θέτουν όρια και περιορίζουν την δυνατότητα του κοινού νομοθέτη.
Ειδικότερα, κατά τα συναγόμενα εκ των άρθρων 4 παρ. 5 και υπό το πρίσμα του κοινωνικού κράτους δικαίου, όσον αφορά τους φόρους εισοδήματος και περιουσίας, ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται να καθιερώσει το σύστημα της προοδευτικής φορολογίας, ήτοι την επιβολή φορολογικού συντελεστή κλιμακούμενο ευθέως ανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα ή την περιουσία. Αντιθέτως, η αναλογική φορολογία (που είναι αναπόφευκτη στους έμμεσους φόρους κατανάλωσης), δηλ. η φορολόγηση με πάγιο συντελεστή ανεξαρτήτως του ύψους της φορολογητέας ύλης, δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή της φορολογικής ισότητας, καθόσον οδηγεί στην όμοια μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων.(βλ. σχ. Κωνσταντίνος Χρυσόγονος «Ατομικά και Κοινωνικά Διακαιώματα» η Ισότητα στα Δημόσια Βάρη, ΣΕΛ. 128 επ. και Κωνσταντίνος Φινοκαλιώτης «Φορολογικό Δίκαιο» Β’ έκδοση, σελ. 134. επ)
ΙΙΙ. Φορείς και αποδέκτες του δικαιώματος
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, το συνταγματικό δικαίωμα της φορολογικής ισότητας κατοχυρώνεται κατ’ αρχήν για τους Έλληνες πολίτες και τα ημεδαπά εταιρικά μορφώματα. Ειδικότερα, προκειμένου να αποφευχθεί η αυτοφορολόγηση, το Ελληνικό Δημόσιο και οι αποκεντρωμένες υπηρεσίες του Δημοσίου, εξαιρούνται από το φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων.
Τέλος, όσον αφορά τους αποδέκτες της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως, γίνεται φανερό, ως εκ της φύσεώς της προκύπτει, ότι δεν μπορεί να απευθύνεται σε ιδιώτες παρά μόνο στην κρατική εξουσία, μερίδα δε της θεωρίας υποστηρίζει ότι η εν λόγω διάταξη «πρέπει να θεωρηθεί γενικής φύσεως διάταξη αντικειμενικής ευθύνης του Κράτους για την αποκατάσταση ζημιών από σύννομους ενέργειες της κρατικής εξουσίας». (βλ. σχ Λ. Θεοχαρόπουλος «Η ισότης των πολιτών σε δημόσια βάρη» σε σύμμεικτα Βέγλερη ΙΙ σελ. 207)
IV. Συμπέρασμα
Στα πλαίσια του Ελληνικού Συντάγματος, το οποίο δεν κατοχυρώνει συγκεκριμένο φορολογικό η εισφοροδοτικο σύστημα, η φορολογική και εισφοροδοτικη ισότητα ως ειδικότερη μορφή της καθιερωμένης στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συν/τος αρχή της νομικής ισότητας, κατοχυρώνεται τόσο ως τυπική όσο και ως ουσιαστική νομική ισότητα. Ο αναλογικός χαρακτήρας της νομικής ισότητας επιβάλλει στην περίπτωση της φορολογικής ισότητας, την διαφοροποιούμενη ευνοϊκότερη ή δυσμενέστερη νομική μεταχείριση της διαφορετικής οικονομικής δυνατότητας και επιβάλλει την κατανομή των φορολογικών βαρών με βάση τη φοροδοτική ικανότητα εκάστου, η οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν όχι μόνο με βάση το κριτήριο της περιουσίας αλλά γενικότερα με βάση την οικονομική δύναμη κάθε πολίτη.
Κατά τα ανωτέρω δε και υπό το πρίσμα του κοινωνικού κράτους δικαίου, ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται να καθιερώσει το σύστημα της προοδευτικής φορολογίας, όσον αφορά τους φόρους εισοδήματος και περιουσίας, ενώ αντίθετα η αναλογική φορολογία (που είναι αναπόφευκτη στους έμμεσους φόρους κατανάλωσης), θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή της φορολογικής ισότητας, καθόσον οδηγεί στην όμοια μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων.
V) Το δηµόσιο συµφέρον και η γενικότερη στάση της νοµολογίας:
Η νοµολογία αναφέρει κατά καιρούς πως οι περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων οφείλουν, συν τοις άλλοις, να «δικαιολογούνται εξ αποχρώντων λόγων γενικότερου δηµοσίου ή κοινωνικού συµφέροντος.
Η διατύπωση αυτή αφήνει να εννοηθεί πως η έννοια του δηµοσίου συµφέροντος χρησιµοποιείται ως όριο των περιορισµών στα συνταγµατικά δικαιώµατα. Στην πραγµατικότητα ωστόσο, η έννοια του γενικού συµφέροντος χρησιµοποιείται αποσκοπώντας πρωτίστων στην επιβολή περιορισµών και όχι στην οριοθέτησή τους.
Οι σχετικές αποφάσεις µπορούν να διακριθούν σε τρείς κατηγορίες
1) Το γενικό συµφέρον χρησιµοποιείται ως «obiter dictum», επισηµαίνεται δηλαδή πως η ενδεχόµενη συνδροµή του γενικού συµφέροντος θα δικαιολογούσε την επιβολή περιορισµών, όµως τέτοια συνδροµή απλώς δεν διαπιστώνεται.
2) Η αναφορά στο γενικό συµφέρον υποκαθιστά την απαιτούµενη από το Σύνταγµα αιτιολογία της απόφασης.
3) Ορισµένες φορές, η επίκληση του γενικού συµφέροντος λειτουργεί ως άλλοθι για τη συγκάλυψη της αντισυνταγµατικότητας περιορισµών που προσβάλλουν ατοµικά δικαιώµατα.
Αυτή είναι και η χειρότερη περίπτωση, αυτή που καταδεικνύει πως η έννοια του γενικού συµφέροντος µπορεί να χρησιµοποιηθεί τελικά για την επιβολή περιορισµών στα θεµελιώδη ατοµικά δικαιώµατα.
Η επιχειρηµατολογία των αποφάσεων αυτών των δικαστηρίων που θεσµοποιούν την επιβολή περιορισµών στα δικαιώµατα µέσω του δηµοσίου συµφέροντος έγκειται στην εξής αντίληψη:
Όπου υπάρχει ρύθµιση από τον κοινό νοµοθέτη προς εξυπηρέτηση «γενικότερου δηµοσίου συµφέροντος» που αναφέρεται στο Σύνταγµα, η ρύθµιση αυτή υπερέχει κάθε αντίθετης ειδικής συνταγµατικής διάταξης.
Η νοµική αυτή θεώρηση ωστόσο είναι βαθιά προβληµατική. Κι αυτό, γιατί η αποδοχή της θέσεως αυτής συνεπάγεται πως αναγνωρίζεται µια υποβόσκουσα διάκριση µεταξύ των νόµων: των κοινών νόµων που υπόκεινται στο Σύνταγµα και των νόµων που εξυπηρετούν το δηµόσιο συµφέρον και, ως εκ τούτου, υπερτερούν του Συντάγµατος.
Στη σύγχρονη νοµικοπολιτική σκέψη ωστόσο, έχει πλέον καταστεί σαφές πως αποκλειστικός σκοπός του και µοναδική νοµιµοποίηση του κράτους είναι η ικανοποίηση του δηµοσίου συµφέροντος.
Συνεπώς, στόχος και κίνητρο των κρατικών λειτουργιών δεν µπορεί να είναι παρά το δηµόσιο συµφέρον.
Υπό αυτό το πρίσµα, όλοι οι νόµοι έχουν σκοπό να εξυπηρετούν το δηµόσιο συµφέρον και άρα, αν δεχτούµε την προαναφερθείσα θέση, αυτό θα σήµαινε, πως το σύνολο της νοµοθεσίας είναι υπεράνω του Συντάγµατος. Κάτι τέτοιο ωστόσο είναι προφανώς απαράδεκτο.
Το δηµόσιο συµφέρον δεν τοποθετείται σε ένα νοητό πλαίσιο υπεράνω του θετού δικαίου. Είναι µεν µια αόριστη νοµική έννοια που χρήζει συγκεκριµενοποίησης, αυτό ωστόσο δεν αναιρεί το γεγονός πως εκφράζεται µέσα από το θετό δίκαιο και τη συνολική δοµή και ιεραρχία του.
Προφανώς και το δηµόσιο συµφέρον δεν µπορεί να απαλλάσσει από την αρχή της νοµιµότητας ούτε να διαρρηγνύει την ενότητα και την ιεραρχία της έννοµης τάξης.
VI) ∆ΗΜΟΣΙΟ, ΑΤΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
1. Συµφέρον, γενικά, είναι η χρησιµότητα ή ωφέλεια που έχουν για ένα πρόσωπο, για διάφορους λόγους, είτε οι υπηρεσίες άλλων προσώπων είτε οι σχέσεις µε αυτούς ή ορισµένα πράγµατα είτε νοµικές ρυθµίσεις ή πραγµατικές καταστάσεις ή δραστηριότητες. Αξιολογικό στοιχείο της έννοιας του συµφέροντος είναι η εκτίµηση της χρησιµότητας ή της ωφέλειας που συνδέει τα λοιπά στοιχεία της έννοιας του συµφέροντος, δηλαδή, το πρόσωπο µε τα άλλα πρόσωπα, τα πράγµατα, τις ρυθµίσεις, τις δραστηριότητες ή τις καταστάσεις.
Όσον αφορά τον τοµέα της κοινωνικής ασφάλισης, ως συµφέρον, ειδικά, θα µπορούσε κατ’ αναλογία να οριστεί η χρησιµότητα ή ωφέλεια που έχουν για ένα πρόσωπο ή οµάδα προσώπων οι παροχές των κοινωνικο-ασφαλιστικών φορέων, οι οποίες εισπράττονται από το πρόσωπο ή την οµάδα προσώπων µε την επέλευση προκαθορισµένων ασφαλιστικών κινδύνων. Η κοινωνική ασφάλιση ως συνταγµατικά κατοχυρωµένος θεσµός αφορά, κατά βάση, στην εξυπηρέτηση του συµφέροντος όσων υπάγονται σ’ αυτήν.
Ανάλογα, δε µε το υποκείµενο του συµφέροντος, γενικά, αυτό διακρίνεται σε δηµόσιο, ατοµικό και κοινωνικό συµφέρον.
2. ∆ηµόσιο Συµφέρον & Κοινωνική Ασφάλιση : Στην περίπτωση του δηµοσίου συµφέροντος, υποκείµενό του είναι ο λαός ως το σύνολο των µελών της κρατικής κοινωνίας, διότι σχετίζεται µε την ικανοποίηση βασικών αναγκών που µπορούν να έχουν όλα τα µέλη αυτά. Η κοινωνική ασφάλιση λοιπόν, δε φαίνεται να εξυπηρετεί, κατ’ αρχήν, το δηµόσιο συµφέρον, όχι τουλάχιστον άµεσα, αφού, είτε ένα σηµαντικό µέρος των µελών της κρατικής κοινωνίας δεν υπάγεται σε κάποιο συγκεκριµένο φορέα κοινωνικής ασφάλισης και, άρα, δεν προσδοκά τις αντίστοιχες παροχές είτε οι σχετιζόµενοι µε την κοινωνική ασφάλιση υπάγονται σε διαφορετικούς φορείς, προσδοκώντας διαφορετικές παροχές και έχοντας έτσι διαφορετικά συµφέροντα. Τούτο, όµως δεν είναι ακριβές και θα φανεί στην πορεία ότι, µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η κοινωνική ασφάλιση θέτει την εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος ως στόχο πρωταρχικής σηµασίας.
3. Ατοµικό Συµφέρον & Κοινωνική Ασφάλιση : Ατοµικό είναι το συµφέρον υποκείµενο του οποίου είναι κάθε άνθρωπος ξεχωριστά, ως απόλυτη µονάδα και ιδιαίτερη οντότητα, ο οποίος προσδοκά κάποια χρησιµότητα ή ωφέλεια για προσωπικό του λογαριασµό και ανεξάρτητα από τους άλλους ανθρώπους. Ως προς την κοινωνική ασφάλιση, λοιπόν, ατοµικό συµφέρον είναι η προσωπική χρησιµότητα ή ωφέλεια (παροχές) που προσδοκά για τον εαυτό του κάθε ασφαλισµένος (εργαζόµενος, συνταξιούχος, κλπ) και κατά τρόπο ανεξάρτητο από τους άλλους ασφαλισµένους, έστω κι αν αυτοί σχετίζονται µε τον ίδιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
4. Κοινωνικό Συµφέρον & Κοινωνική Ασφάλιση : Όσον αφορά το κοινωνικό ή, κατ’ άλλη ορολογία, «ειδικό» δηµόσιο συµφέρον, υποκείµενο αυτού είναι οι διάφορες κοινωνικές οµάδες οι οποίες συγκροτούνται από µέλη της κρατικής κοινωνίας και καθορίζονται βάσει γενικών κριτηρίων. Έτσι και στο θεσµό της κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικό συµφέρον είναι το συµφέρον ορισµένων κοινωνικών οµάδων (µισθωτών, εµπόρων, δηµοσίων υπαλλήλων, αγροτών, ελευθέρων επαγγελµατιών, συνταξιούχων οι οποίοι υπάγονται σε κάποιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης) το οποίο προσδοκάται κατά τρόπο συλλογικό και όχι για λογαριασµό κάθε ατόµου χωριστά, όπως στην περίπτωση του ατοµικού συµφέροντος, αλλά για το σύνολο των µελών της εκάστοτε κοινωνικής οµάδας. Συνεπώς, το κοινωνικό συµφέρον είναι έννοια αφ’ ενός µεν ευρύτερη του ατοµικού, καθώς, κατά κανόνα, το τελευταίο περικλείεται και εξυπηρετείται από αυτό, αφ’ ετέρου δε στενότερη του δηµοσίου συµφέροντος, εφ’ όσον εξυπηρετεί, κατ’ αρχήν, διακριτές κοινωνικές οµάδες. Υποστηρίζεται, βέβαια, και δικαίως, ότι και οι ειδικότερες εκδηλώσεις του δηµοσίου συµφέροντος, όπως είναι το κοινωνικό συµφέρον, εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιό του. Ο θεσµός π.χ. της κοινωνικής ασφάλισης, που εξυπηρετεί ,κατ’ αρχήν, το ατοµικό και το κοινωνικό συµφέρον, δεν αποβαίνει σε τελική ανάλυση προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας, προωθώντας την κοινωνική ασφάλεια και συµβάλλοντας τοιουτοτρόπως στη διατήρηση της κοινωνικής γαλήνης;
5.ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΕΙ∆ΙΚΟΤΕΡΑ
1.Οι Ιδιαίτερα Επαχθείς Εισφορές Ορισµένων Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
Ορισµένοι κοινωνικο-ασφαλιστικοί φορείς, όπως π.χ. το Ταµείο Νοµικών, επιβάλλουν στους ασφαλισµένους τους εισφορές ιδιαιτέρως επαχθείςκαι µάλιστα σε τέτοιο βαθµό ώστε να αποτελεί πρόκληση για ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου. Πιο συγκεκριµένα, το ύψος των εισφορών αυτών είναι δυσανάλογο όχι µόνο συγκριτικά µε το αντίστοιχο ύψος των εισφορών που καταβάλλουν οι ασφαλισµένοι άλλων φορέων αλλά, επίσης, και ως προς τα έσοδα της µεγάλης πλειοψηφίας των ασφαλισµένων που υπάγονται στους εν λόγω φορείς. Έτι δε σοβαρότερη είναι η περίπτωση στην οποία οι επαχθείς αυτές εισφορές επιβάλλονται κατά το ίδιο ύψος σε όλους τους ασφαλισµένους, ανεξάρτητα από τα επαγγελµατικά έσοδα του καθενός. Είναι πράγµατι νόµιµη µια τέτοιου είδους πρακτική, έστω κι αν στηρίζεται σε τυπικό νόµο ή νοµική πράξη αντίστοιχης ισχύος; Κατά τη γνώµη µου, όχι! Η δε νοµική βάση στην οποία θεµελιώνεται το παράνοµο της πρακτικής αυτής έχει να κάνει µε µια ερµηνευτική προσέγγιση του άρθρου 4 παράγραφος 5 του Συντάγµατος, η οποία εκτίθεται ευθύς αµέσως.
2. Πρόταση Νοµικής Αντιµετώπισης του Ζητήµατος
Σύµφωνα µε το άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγµατος, οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δηµόσια βάρη, ανάλογα µε τις δυνάµεις τους.
Οι εισφορές που καταβάλλονται στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης µπορούν, κατ’ αρχήν, να χαρακτηριστούν ως δηµόσια βάρη;
Λαµβάνοντας υπ’ όψιν ότι πρόκειται για εισφορές υποχρεωτικού χαρακτήρα για όλους τους απασχολούµενους Έλληνες πολίτες, εισφορές οι οποίες χρησιµοποιούνται για τη χρηµατοδότηση των σχετικών φορέων κοινωνικής ασφάλισης, που είναι Νοµικά Πρόσωπα ∆ηµοσίου ∆ικαίου, λαµβάνοντας επίσης υπ’ όψιν ότι µέρος των εισφορών αυτών χρησιµοποιείται συχνά και για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπών δηµοσίου συµφέροντος, αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο, εν τέλει, να µη θεωρούνται τέτοιου είδους εισφορές ως δηµόσια βάρη, όπως η άµεση και έµµεση φορολογία, τα διαφόρων ειδών τέλη, κλπ.
Η κοινωνική ασφάλιση εξυπηρετεί το δηµόσιο συµφέρον, χάριν του οποίου δηµιουργούνται διακεκριµένα οικονοµικά βάρη σε ορισµένους µόνο Έλληνες.
Ως προς την έννοια της διάκρισης, αξίζει να επισηµανθεί ότι δεν αποτελεί διάκριση η διαφορετική µεταχείριση ανόµοιων καταστάσεων. ∆ιάκριση αποτελεί η ανόµοια µεταχείριση όµοιων καταστάσεων. ∆ιάκριση, επίσης, αποτελεί, η όµοια µεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων, όταν αυτή δεν επιβάλλεται αντικειµενικά και λελογισµένα. Αν, λοιπόν, δεν είναι διάκριση, τότε πώς εξηγείται η ανόµοια µεταχείριση ορισµένης ή ορισµένων κοινωνικών οµάδων σε σχέση µε τον υπόλοιπο πληθυσµό; Αν δεν είναι διάκριση, τότε πώς εξηγείται η όµοια ή, έστω, παρόµοια µεταχείριση ασφαλισµένων µε διαφορετικά επαγγελµατικά έσοδα;
Επιπλέον, παραβιάζεται συνάµα και η αρχή της αναλογικότητας, η οποία είναι νοµολογιακά διαµορφωµένη από το Συµβούλιο της Επικρατείας ως γενική αρχή του διοικητικού δικαίου (άρα, εφαρµοστέα, εν προκειµένω, αφού η σχέση ασφαλισµένου και ασφαλιστικού φορέα είναι σχέση διοικητικού δικαίου) αλλά και ρητά διατυπωµένη στην προαναφερόµενη συνταγµατική διάταξη.
Συνεπώς, νοµικές ρυθµίσεις που επιβάλλουν άνιση και διαφορετική µεταχείριση ορισµένων ατόµων ή οµάδών είναι, και στον τοµέα των κοινωνικών ασφαλίσεων, δίχως άλλο, αντισυνταγµατικές. Η δε δικονοµική διαδικασία που ακολουθείται σ΄ αυτές τις περιπτώσεις είναι ευρύτατα γνωστή και µια ακόµη παρουσίασή της στην παρούσα µελέτη δε θα είχε να προσθέσει τίποτα και θα εστερείτο ενδιαφέροντος.
Ανεξάρτητα δε από την ορθότητα των συλλογισµών που µόλις εκτέθηκαν και την ενδεχόμενη τελεσφόρηση ή µη µιας δικονοµικής πρωτοβουλίας προς αυτήν την κατεύθυνση, γεγονός αδιαµφισβήτητο παραµένει ότι, στο κοινωνικό κράτος δικαίου, η κοινωνική ασφάλιση οφείλει να εξυπηρετεί και να εναρµονίζει το δηµόσιο, το ατοµικό και το κοινωνικό συµφέρον, όχι να εφαρµόζεται κατά τρόπο καταχρηστικό εις βάρος συγκεκριµένων κοινωνικών οµάδων ή ατόµων που ανήκουν σ’ αυτές.
**********************************************************
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Είναι αντισυνταγματική η υποχρέωση σε καταβολή ασφαλιστικών εισφορών με κριτήρια υπολογισμού του ύψους αυτών τον μισθό του εφέτη, το ετήσιο ποσοστό αύξησης των δημοσίων υπαλλήλων ή τα χρόνια άσκησης επαγγέλματος, καθώς δεν έχουν καμιά σχέση με το εισόδημα και την περιουσιακή κατάσταση, που είναι και τα μόνα και τα ουσιαστικά κριτήρια τα οποία μπορούν να προσδώσουν (η μη) εισφοροδοτικη ικανότητα.Είναι αντισυνταγματική η κατάργηση του αφορολογήτου ορίου, αυτό εξακολουθεί να είναι για τη χώρα μας το πόσο των 12.000 ευρώ, στην έννοια της φοροδοτικής ικανότητας συμπεριλαμβάνεται και η εισφοροδοτικη ικανότητα, σε κάθε περίπτωση η εισφοροδοτικη ικανότητα έχει κι αυτή κάποιο όριο, υπαγόμενη στο άρθρο 4.7 του Συντάγματος.Η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 1 , 2 και 3 του ν.2084/1992 σε συσχετισμό με τις μελλοντικές και από αυτήν εξαρτώμενες νομοθετικές διατάξεις, εγκυκλίους κλπ υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια δικαιολογημένης, σαφούς και αναλογικής νομοθέτησης, είναι ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΑΟΡΙΣΤΕΣ, όσο και αν ψάξει κανείς ΔΕΝ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΑΥΞΗΣΑΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΑ ΤΙΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΑΠΟ ΤΟ 1992 ΚΑΙ ΜΕΤΑ.ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΤΗΝ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗ, ΤΗΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ, ΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ, ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ, ΤΗΝ ΕΝΔΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΤΕΓΑΣΗ ΠΡΟΕΧΕΙ ΑΠΟ την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, ΣΤΗΝ ΔΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΚΑΠΟΙΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΑΡΚΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΩΤΑ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΑΛΛΑΣΣΕΤΑΙ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ, ΜΕ ΜΟΝΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΝ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΒΑΛΛΕΙ ΚΑΙ ΑΝΕΥ ΑΛΛΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ.Πρέπει να τεθεί ένα εύλογο οικονομικό όριο το όποιο να προφυλάσσει τον εργαζόμενο / ασφαλισμένο από την ασυδοσία του εκαστοτε Υπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης που στην ουσία διοικεί τα Ταμεία.Εξυπακούεται τέλος ότι η χορήγηση ενημερότητας ως προϋπόθεση θεώρησης βιβλίων, οι προσαυξήσεις & τόκοι επί εισφορών και αναγκαστικά μέτρα είσπραξης είναι απαράδεκτα και αντισυνταγματικά έναντι των χαμηλού εισοδήματος/επί μακρόν ανέργων & υποαπασχολούμενων ελευθέρων επαγγελματιών.
Επιβοηθητικές αναφορές :
1) Τα Ασφαλιστικά Ταμεία και το αίσχος του Ασφαλιστικού Συστήματος : Από τον συνεταιρισμό Αμπελακίων του 1788 στην επιδρομή στα αποθέματα των ταμείων του 1982 – Λάζαρος Ελευθεριάδης – Το πρώτο μέρος της έρευνας των AegeanTimes.gr
2) Η κοινωνική ασφάλιση των δικηγόρων από κοινωνικό αγαθό σε μηχανισμό αρμέγματος – Κωνσταντίνος Παπακασόλας – http://dikaiopolis.gr/2011/10/17/i-koinoniki-asfalisi-ton-dikigoron/
3) Αντισυνταγματικότητα ασφαλιστικής ενημερότητας και θεώρησης βιβλίων & στοιχείων – Κωνσταντίνος Παπακασόλας- http://www.lawyersvoice.gr/arthrografia/oikonomia/asphalistike-enemeroteta-kai-theorese-biblion.html
4) “Ιφιγένεια, πάλι” του Άγη Βερούτη - http://www.capital.gr/Articles.asp?id=1640886
5) Το αφορολόγητο όριο ως τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας – Χρήστος Κλειώσης – http://www.forologoumenos.gr/permalink/22300.html
6) Δημόσιο, Ατομικό και Κοινωνικό Συμφέρον στην Κοινωνική Ασφάλιση – Αλέξανδρος Μαντζούτσος - http://www.new-dimension.gr/download.php?view.8
ΠΗΓΗ
http://lawyalty.wordpress.com/2013/01/29/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CF%85%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BE%CE%AF%CE%B1-%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%83/
ΠΗΓΗ
http://lawyalty.wordpress.com/2013/01/29/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CF%85%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BE%CE%AF%CE%B1-%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%83/