Οι δημοσκόποι και οι δημοσκοπούμενοι. Μια σχέση χειραγώγησης
(...)
Επιβεβαιώνεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κοινωνία απορρίπτει στο σύνολό τους το πολιτικό σύστημα και τους διαμεσολαβητές του (την κομματοκρατία), τις καθεστωτικές δυνάμεις της διαπλοκής και της αγυρτείας που κινούνται γύρω από αυτό. Ότι συντρέχει μια χαοτική απόκλιση των πολιτικών του κράτους από τις επιλογές της, αλλά και σε ότι έχει να κάνει με τις κοινωνικές προτεραιότητες, τις πραγματικές ανάγκες της χώρας, και πολλά άλλα.
(...)
Σκίτσο του Μιχάλη Κουντούρη
Σκίτσο του Βαγγέλη Παπαβασιλείου
Τελικά οι δημοσκόποι καθάρισαν τα αυτιά τους και άκουσαν. Μερικώς!.. Επί πολλά χρόνια τώρα ζητούσα να τεθούν στη δημοσκοπούμενη κοινωνία τα σωστά ερωτήματα και όχι αυτά που κατατείνουν στον εγκιβωτισμό της στο μονοσήμαντο καθεστωτικό γίγνεσθαι της κομματοκρατίας. Στο κρίσιμο ερώτημα: "πόσοι από εσάς θα φεύγατε από τη χώρα εάν είχατε τη δυνατότητα", η απάντηση είναι 56,6%. Το ερώτημα αυτό, θα ήταν πλήρες και θα έδινε το ακριβές στίγμα των αισθημάτων της κοινωνίας, εάν συνοδευόταν από τις δέουσες συμπληρωματικές ερωτήσεις. Θα πληροφορούμασταν για παράδειγμα για το βαθμό νομιμοποίησης των ηγητόρων και του συστήματος, εάν και σε ποιο βαθμό οι Έλληνες αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στην Ελλάδα της ασχήμιας και του αίσχους που οικοδόμησαν οι ολιγαρχικές συμμορίες και οι συγκατανευσιφάγοι που λυμαίνονται το κράτος και καταδυναστεύουν την κοινωνία. Επειδή όμως οι δημοσκόποι έχουν εθισθεί να εστιάζουν μονοσήμαντα τα ερωτήματα στις προδιαγραφές και στις ανάγκες των εντολέων τους, υπηρετώντας το σύστημα και τους στόχους τους, δεν κατάφεραν να σκεφθούν ή δεν θέλησαν να θέσουν με τον σωστό τρόπο το ερώτημα, με τις προεκτάσεις που επιβάλλονται για να γίνει σαφές το "γιατί", η αιτιολογία της απάντησης. Το "στένεψαν" ευθύς αμέσως, το ενέταξαν δηλαδή σε πλήθος άλλων ερωτημάτων (όπως ποιος είναι ο καταλληλότερος πρωθυπουργός (sic), ποια προτεραιότητα δίδουν στα ονομαστικά αναφερόμενα προβλήματα (!) κ.ά.) που καθοδηγούν τον δημοσκοπούμενο στα γνώριμα νερά της καθεστωτικής εναλλαγής στην εξουσία. Προφανώς πρέπει να προκύψει ότι από αυτή την επιλογή θα βγει η χώρα από την κρίση, ότι μέσω του κρατούντος κομματικού συστήματος θα αντιμετωπισθούν υποχρεωτικά τα ζέοντα προβλήματα που οι ίδιοι δημιούργησαν και συντηρούν. Ότι η απόρριψη που καταγράφεται σχεδόν ολοκληρωτικά είναι συγκυριακή και όχι ανυπέρβλητη. Όλη η ιστορία είναι ότι εντολείς των δημοσκοπήσεων και δημοσκόποι αγωνιούν να εκβιάσουν πρόθεση ψήφου στην καθεστωτική κομματοκρατία, όχι να αντλήσουν την πραγματική κοινωνική βούληση. Να ανιχνεύσουν τάσεις στην κοινωνία ώστε είτε να την καθοδηγήσουν, καταστρώνοντας την επόμενη στρατηγική είτε, εν ανάγκη, να εναρμονίσουν τις δικές τους κινήσεις προκειμένου να παραμείνουν στον αφρό και την επόμενη ημέρα.
Παρόλ'αυτά, μια προϊδεασμένη ματιά ρίχνει άπλετο φως στα αισθήματα, στις προσεγγίσεις της κοινωνίας των πολιτών. Επιβεβαιώνεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κοινωνία απορρίπτει στο σύνολό τους το πολιτικό σύστημα και τους διαμεσολαβητές του (την κομματοκρατία), τις καθεστωτικές δυνάμεις της διαπλοκής και της αγυρτείας που κινούνται γύρω από αυτό. Ότι συντρέχει μια χαοτική απόκλιση των πολιτικών του κράτους από τις επιλογές της, αλλά και σε ότι έχει να κάνει με τις κοινωνικές προτεραιότητες, τις πραγματικές ανάγκες της χώρας, και πολλά άλλα. Πάντως ένα είναι βέβαιο: όσο και αν ο σχολιαστής της δημοσκόπησης επιχειρεί εναγωνίως να εντοπίσει το πρόβλημα στην ανεργία, με πρόσχημα την πρώτη προτεραιότητα που δίνει ο δημοσκοπούμενος σ'αυτήν, η ανάγνωση του όλου υλικού συνομολογεί ότι η απόρριψη είναι καθολική. Η ελληνική κοινωνία σε τίποτε και με τίποτε δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της μέσα στον καιάδα της απαξίωσης, της λεηλασίας και της ταπείνωσης που την σέρνουν οι ηγήτορές της. Και της οποίας η ανεργία αποτελεί απόρροια. Θα είχε επομένως ενδιαφέρον, αντί να επιδιώκεται η "χειραγώγηση" των απαντήσεων, να ερωτηθεί ο δημοσκοπούμενος ποία είναι η δική του ιδέα για την Ελλάδα, για το μέλλον της, για το πολιτικό σύστημα και για όλα όσα στο κοινωνικο-οικονομικό, πολιτισμικό και πολιτικό πεδίο αντιλαμβάνεται ως προσιδιάζοντα σε μια χώρα στην οποία θα ήθελε να ζήσει, Πώς η χώρα του θα μπορούσε να γίνει προσφιλής, οικεία και αποδεκτή για να τον στεγάσει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ