Μια Ε.Ε. ξεκρέμαστη και έωλη
«Η Ευρώπη είτε θα ξαναγεννηθεί ως πραγματικά αλληλέγγυα είτε δεν θα υπάρξει»
Ο Μέτερνιχ είπε κάποτε για την Ιταλία ότι είναι μόνο μια γεωγραφική έκφραση. Και όταν σχεδόν μισό αιώνα αργότερα γεννήθηκε το ιταλικό κράτος, ένας από τους πρωταγωνιστές του Ρισορτζιμέντο είχε συμπληρώσει: «Φτιάξαμε την Ιταλία. Απομένει τώρα να φτιάξουμε και τους Ιταλούς». Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να πει κανείς για μια Ευρώπη που σταδιακά κατασκευάστηκε πάνω στα ερείπια που άφησε πίσω του ο πόλεμος. Φτιάξαμε μιαν Ευρώπη, αλλά δεν έχουμε ακόμα αρχίσει να κατασκευάζουμε τους Ευρωπαίους. Μια Ευρώπη ξεκρέμαστη και έωλη, δίχως στρατευμένους συμμέτοχους, μια εν δυνάμει χώρα δίχως ενεργούς πολίτες. Σκορδαλιά δηλαδή χωρίς σκόρδο, όπως έλεγε ο Ροΐδης.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι πώς φτάσαμε εδώ και γιατί. Και το δεύτερο, αν μπορούμε να κάνουμε κάτι τώρα με στόχο να αναστρέψουμε την πορεία των πραγμάτων. Η σχηματική απάντηση που θα δώσω στο πρώτο ερώτημα είναι ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν κατάλαβαν ποτέ ότι το ευρωπαϊκό σχέδιο ή θα ήταν «αναδιανεμητικό», δηλαδή κατά κάποιον τρόπο «αριστερό», ή θα ήταν μακροϊστορικά καταδικασμένο να εκφυλιστεί και τελικώς να αποτύχει. Και η εξίσου σχηματική απάντηση στο δεύτερο είναι ότι το σχέδιο δεν μπορεί να αναβιώσει αλλιώς, παρά με τη μορφή μιας νέας ευρωπαϊκής αριστεράς.
Τι ήταν όμως το ευρωπαϊκό σχέδιο και σε ποιους απευθυνόταν; Δεν περιοριζόταν βέβαια στην απόφανση ότι η γεωγραφική Ευρώπη «είναι» εξ ορισμού Ευρώπη. Ηταν ένα σχέδιο νέο και ριζικό, που στόχευε να κατασκευάσει μια νέα οντότητα συνθέτοντας σε ένα ενιαίο σύνολο μια σειρά από κοινωνίες ήδη συγκροτημένες σε κράτη, λαούς, πολιτισμούς και απαρτιζόμενες από ανθρώπους με διαφορετικές ιστορίες, διαφορετικές συμβολικές καταβολές, διαφορετικές συνήθειες και διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης.
Οι λέξεις που, ήδη από την πρώτη μέρα, συνόψιζαν το πρόταγμα ήταν η ομοιογενοποίηση και η σύγκλιση ανάμεσα σε αφετηριακά ετερόκλητες και ανομοιογενείς οντότητες. Αυτό ακριβώς υπήρξε το πρωτόγνωρο στοίχημα των πατέρων. Οσοι ανήκαν στον ευρωπαϊκό χώρο καλούνταν να πιστέψουν ότι, μακροπροθέσμως τουλάχιστον, η ιστορική πορεία των μελών μπορούσε και έπρεπε να είναι κοινή.
Μια τέτοια κοινή πορεία τελούσε όμως υπό προϋποθέσεις. Από τη μια μεριά έπρεπε να οικοδομηθούν οι αναγκαίοι κοινοτικοί θεσμοί που θα αναλάμβαναν να μετουσιώσουν το όνειρο της τυπικής σύγκλισης σε δεσμευτική νομική και πολιτική πραγματικότητα. Δεν ήταν εύκολο, αλλά τελικά επιτεύχθηκε. Παρ’ όλες τις δυσλειτουργίες της, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών επέβαλε τελικώς μια κοινή θεσμική και ιδεολογική γλώσσα και μια συλλογική αίσθηση ότι η Ευρώπη δεν ήταν μόνο μια γεωγραφική έκφραση.
Από την άλλη μεριά όμως, και εκ παραλλήλου, έπρεπε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια ουσιαστική σύγκλιση των Ευρωπαίων στους τρόπους της ζωής τους, στα επίπεδα της διαβίωσής τους, στις ελπίδες τους και στις προσδοκίες τους. Το ιστορικά πρωτοφανές αυτό στοίχημα ήταν πιο δύσκολο και πολύ πιο δαπανηρό αφού η μεθόδευσή του προϋπέθετε τη μεταφορά τεράστιων πόρων προς τους λιγότερο ανεπτυγμένους εταίρους. Για να μπορεί να υπάρχει σύγκλιση, ένα μεγάλο μέρος του οικονομικού πλεονάσματος έπρεπε να μπορεί να αναλίσκεται με κύριο γνώμονα τις ανάγκες της. Ακόμα και αυτό, όμως, δεν εξασφάλιζε την επιτυχία του εγχειρήματος. Η εμπειρία της Ιταλίας που, ύστερα από ενάμιση αιώνα, δεν είχε ακόμα πετύχει την πλήρη κοινωνικοοικονομική ενσωμάτωση του Μεσοτζόρνο είναι χαρακτηριστική.
Με αυτήν την έννοια, η οικοδόμηση της Ευρώπης περνούσε από μια πολιτική συστηματικής ανακατανομής πλούτου. Και για αρκετά χρόνια, αυτό γινόταν, τουλάχιστον ώς ένα βαθμό. Εδώ εντάσσονταν τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, τα πακέτα βοήθειας, η κοινή αγροτική πολιτική και μια σειρά κατοχυρωμένων επιδοτήσεων και μεταφοράς πόρων και τεχνογνωσίας. Είναι γεγονός πως, εις πείσμα του ότι, αναπόφευκτα, ένα μεγάλο μέρος αυτών των πόρων σπαταλήθηκε στον δρόμο, μέχρι τη δεκαετία του 1990 η Ευρώπη συνέκλινε συνεχώς.
Ολα όμως άλλαξαν από τη στιγμή που επικράτησαν οι νεοφιλελεύθερες επιλογές. Ισως επειδή δεν υπήρχε κεντρική πολιτική βούληση, ίσως επειδή οι κοντόφθαλμοι τεχνοκράτες δεν δίνουν λογαριασμό παρά μόνο στον εαυτό τους, πουθενά αλλού η νεοφιλελεύθερη στροφή δεν ήταν τόσο θεαματική. Σχεδόν εν μιά νυκτί, η Ευρωπαϊκή Ενωση ανέτρεψε άρδην τις επιλογές που τη σφράγιζαν από την πρώτη μέρα. Τα δείγματα είναι πολλαπλά και σωρευτικά. Η κοινή αγροτική πολιτική και τα ολοκληρωμένα μεσογειακά προγράμματα εξαφανίστηκαν σχεδόν, το Μάαστριχτ εγκαινίαζε μια σκληρή πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας και ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός συρρικνωνόταν θεαματικά.
Παρά τη θέσπιση μιας Νομισματικής Ενωσης που καθιστούσε αδύνατη την οποιαδήποτε εθνική αντιμετώπιση δομικών ή συγκυριακών δυσκολιών, δεν υπήρξαν καν προανακρούσματα μιας κοινής οικονομικής, φορολογικής ή ακόμα περισσότερο κοινωνικής πολιτικής. Φανατικά προσηλωμένη στη φιλελεύθερη ορθοδοξία, η ανεξέλεγκτη Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα προικιζόταν με κυριαρχικές υπερεξουσίες σε σχέση τόσο με τα κράτη-μέλη όσο και με τις ίδιες τις ευρωπαϊκές ιεραρχίες. Τέλος, σαν κερασάκι στη νεοφιλελεύθερη τούρτα, το άνοιγμα της Ευρώπης προς Ανατολάς καθιστούσε την ουσιαστική σύγκλιση όνειρο θερινής νυκτός. Η προσθήκη πολλών δεκάδων εκατομμυρίων φτωχότερων και λιγότερο ανεπτυγμένων εταίρων καθιστούσε πια αδιανόητη οποιαδήποτε απόπειρα μακρόχρονης κοινωνικής ομοιογενοποίησης.
Οταν λοιπόν ενέσκηψε η κρίση, οι λύσεις εμφανίζονταν αυτόδηλες: ακόμα αυστηρότερη λιτότητα, όξυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στις χώρες και στο εσωτερικό τους και συνεχιζόμενες εσωτερικές υποτιμήσεις. Εκ των πραγμάτων, η νέα παραγωγιστική, αδυσώπητα ανταγωνιστική και απολύτως ανάλγητη Ευρώπη μεταμορφωνόταν σε μια Ευρώπη ορθολογικών επενδυτών. Στη θέση της αυταξίας της σύγκλισης μπήκε ο πραγματισμός της απόκλισης. Για πρώτη φορά, μια Ενωση «πολλών ταχυτήτων» φάνηκε να μπαίνει σε μία εκ πρώτης όψεως αμετάκλητη ιστορική τροχιά.
Οι αλλαγές αυτές αντανακλώνται ευθέως στις εξελίξεις των εσωτερικών ευρωπαϊκών ισορροπιών. Πράγματι, η εγκατάλειψη του σχεδίου της σύγκλισης δεν είναι παρά η άλλη όψη της αναζωπύρωσης των εθνικών οικονομικών εθνικισμών, που εκφράζονται πρωτίστως μέσα από τη γερμανική ηγεμονία. Στο νέο αυτό πλαίσιο, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν είναι παρά ένα ρητορικό κατάλοιπο μιας απελθούσας ιδεαλιστικής εποχής.
Στο εξής, ο Βορράς δεν φαίνεται να έχει ανάγκη τον Νότο παρά μόνον αν και εφόσον αντλεί συγκεκριμένα ωφελήματα. Η κάθε χώρα δρα με μόνο γνώμονα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που πρέπει να μεγιστοποιηθούν, στο όνομα βέβαια πάντα των εθνικών «φορολογουμένων». Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι κοινές γνώμες χειραγωγούνται προς την κατεύθυνση της άνευ όρων προαγωγής των εθνικών οικονομικών συμφερόντων έναντι οποιουδήποτε κοινοτικού μελήματος.
Και όμως, έστω και ως προδομένη, έστω και ως αξιακά αποδυναμωμένη, η Ευρώπη εξακολουθεί να υπάρχει. Κανείς δεν ξέρει βέβαια για πόσο καιρό. Οπως η Λίγκα του Βορρά, οι Καταλανοί αυτονομιστές και οι Σκώτοι πετρελαιούχοι εθνικιστές, έτσι και οι πλούσιοι Γερμανοί, Ολλανδοί, Αυστριακοί και Φινλανδοί διαπραγματεύονται συνεχώς με το σενάριο της «απαλλαγής» από τους «φτωχούς» συγγενείς τους. Αυτή άλλωστε είναι η ιστορική πεμπτουσία του εντελώς πλέον δεξιόστροφου ευρωπαϊκού γίνεσθαι. Και σε αυτήν ακριβώς τη στάση οφείλεται να ορθώσει τα στήθη της μια Αριστερά που ο πρώτος κοινοτικός της στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από την ουσιαστική σύγκλιση των βιοτικών επιπέδων όλων των Ευρωπαίων, μέσα από μια συστηματική ανακατανομή του ευρωπαϊκού πλούτου, τόσο μέσα στις χώρες όσο και στο εσωτερικό τους. Αμφισβητείται βέβαια, όλο και περισσότερο, αν η Αριστερά έχει ανάγκη τη σημερινή Ευρώπη. Δεν μπορεί όμως να υπάρξει καμιά αμφιβολία πως η Ευρώπη έχει ανάγκη την Αριστερά. Τελικώς, η Ευρώπη είτε θα ξαναγεννηθεί ως πραγματικά αλληλέγγυα είτε δεν θα υπάρξει.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ
http://www.efsyn.gr/?p=161083
ΣΧΕΤΙΚΑ