Μήπως είμαι ρατσιστής;
Ρατσισμός είναι το δόγμα που εκλαμβάνει μια συλλογικότητα ή ένα σύνολο ανθρώπων με συγκεκριμένα γνωρίσματα, κυρίως φυλετικά –αλλά περιλαμβάνονται και εθνικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, ιδεολογικά κ.ά.– ως ανώτερη των άλλων συλλογικοτήτων. Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού είναι ο φυλετικός ρατσισμός, με πιο προβεβλημένα τα περιβόητα παραδείγματα του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, της ναζιστικής έκφρασης Deutschland über alles -που μέχρι το 1945 ήταν ο πρώτος στίχος από την πρώτη στροφή του επίσημου εθνικού ύμνου των Γερμανών-, του προπαγανδιστικού Blut und Boden (Αίμα και Εδαφος/Χώμα) της ΚΚΚ (Κου Κλουξ Κλαν) του αμερικανικού Νότου κτλ. Ο ρατσισμός συζητείται στο πλαίσιο της λευκής δυτικοευρωπαϊκής κουλτούρας και στο αντίστοιχο αξιακό τοπίο. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τον ρατσισμό που εκδηλώνεται εκ μέρους των μαύρων ή των άλλων φυλών εις βάρος των λευκών.
Η συμβολή της φιλοσοφίας στην ουσιαστική κατανόηση της φυλετικής διάκρισης μπορεί να είναι καταλυτική. Ο ρατσισμός μπορεί να εκληφθεί ως ένα λογικό σφάλμα, αν συζητηθεί στο πλαίσιο της ηθικής φιλοσοφίας. Αν θεωρούμε, δηλαδή, κάποιους πολιτισμούς υποδεέστερους, κατώτερους ή άξιους περιφρόνησης, λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους -ή αντιστοίχως κάποιες κοινωνίες ή συλλογικότητες- εκφράζουμε μια ρατσιστική άποψη. Ανάλογη ρατσιστική στάση εκδηλώνουμε και με πιο χαλαρές μορφές καλαμπουριού, πλάκας, φάρσας και ανεκδοτικής υποτίμησης σε άτομα ή ομάδες με συγκεκριμένα πολιτισμικά, φυλετικά ή έμφυλα χαρακτηριστικά, όπως είναι οι Βέλγοι για τους Γάλλους ή οι Πόντιοι για τους Νεοέλληνες. Αλλιώς, η στάση μας μπορεί να χαρακτηριστεί σεξισμός, αν αναφερόμαστε με φαλλοκρατικό και υποτιμητικό -ή όχι πολιτικώς ορθό- ύφος στους γκέι άνδρες ή στις ομοφυλόφιλες γυναίκες ή απλώς συλλήβδην στις γυναίκες ή στις ξανθιές. Αντίστοιχη στάση εκδηλώνουν, όμως, και οι φεμινίστριες, όταν συλλήβδην χαρακτηρίζουν όλους τους άνδρες ασυνείδητους χοίρους χωρίς ευαισθησίες.
Στην καθημερινή ζωή σπεύδουμε να υιοθετήσουμε προπετώς τον αντιρατσισμό. Με άλλα λόγια, ο πνευματικός, ο πολιτικός, ο φανατισμένος ή ο απλός κόσμος φαίνεται να ενστερνίζεται την άποψη ότι ο «αντιρατσισμός» είναι καλό πράγμα, έχει θετικό πρόσημο. Συνεπώς, το να θεωρούμε τους ρατσιστές κατώτερη ή άξια περιφρόνησης συλλογικότητα, λόγω της «απάνθρωπης» ιδεολογίας τους, αποτελεί μια θεάρεστη και προοδευτική ή «δημοκρατική» επιλογή. Επομένως, πολλές από τις «αντι-» στάσεις μας τις ασπαζόμαστε, με περισσή αυταρέσκεια, ως θετικές και καταλήγουμε να είμαστε αντι-κομμουνιστές, αντι-σταλινικοί, αντι-εξουσιαστές, αντι-ναζιστές, αντι-φαλλοκράτες, αντι-φασίστες, αντι-σημίτες κτλ.
Αν, όμως, σκεφτούμε λογικά και απροκατάληπτα, μήπως καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι και ο αντιρατσισμός είναι μια μορφή ρατσισμού; Ο αντιρατσισμός είναι ρατσισμός και ο αντιρατσιστής είναι ρατσιστής, ίσως ενδεχομένως και «προβληματικότερος», επειδή αποδέχεται την ισχύ της ιδεολογίας του ως καθολική. Αυτή τη θέση την έχει εύστοχα αναλύσει ο Norberto Bobbio στο βιβλίο «Εγκώμιο της πραότητας-και άλλα κείμενα περί ηθικής» (Πατάκης, 2008). Ρατσισμός υποδηλώνεται, άλλωστε, και με την εμμονή στην πρωτοκαθεδρία του ανθρώπινου είδους έναντι των άλλων μορφών ζωής στον πλανήτη ανθρωποκεντρισμό, δηλαδή όταν οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι είδος ανώτερο από τα ζώα, και αυτό ονομάζεται στις σύγχρονες φιλοσοφικές θεωρήσεις ειδοκρατία (speciesism), όπως εύστοχα τον έχει αποδώσει η Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου στη «Σύγχρονη Ηθική φιλοσοφία» της (Ελληνικά Γράμματα, 1995: 409).
Οι σκέψεις αυτές ανοίγουν, μάλλον, την προβληματική και προσανατολίζονται σε ένα σύνθετο τοπίο αναστοχασμού των δικαιωμάτων και των αξιών, που σίγουρα δεν απαιτούν εφησυχασμό και ιδεολογικό βόλεμα. Αλλά πολύ περισσότερο, δεν απαιτούν νόμους ή κανονιστικό πλαίσιο, στο οποίο αποσκοπεί ο αντιρατσιστικός νόμος. Ο σεβασμός του άλλου και του συνανθρώπου μας ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου ή φυλής, θρησκείας ή χρώματος κ.ο.κ., καλλιεργείται και ενσωματώνεται στη συγκρότηση του εαυτού σε αξιακό επίπεδο στο σύστημα της συνείδησης και της ιδεολογίας μας με τη συμβολή και τα διδάγματα του σχολείου και της οικογένειας, αλλά και της τέχνης και του περιβάλλοντος στο οποίο ενηλικιωνόμαστε πολιτισμικά. Ο ρατσιστής και ο αντιρατσιστής, αμφότεροι εξίσου, νομίζουμε, πλανεμένοι ενήλικες και αντι-λογικοί, χρήζουν κατανόησης, ως άτομα που στερούνται μια βαθύτερη ανατροφή και δεν έχουν τύχει μιας ολοκληρωμένης διαπαιδαγώγησης. Βέβαια, το σχολείο οφείλει και να διαπαιδαγωγεί διδάσκοντας συνάμα τον πολλαπλώς αυτονόητο σεβασμό στην ανθρώπινη ύπαρξη. Οι κανονιστικές εφαρμογές και οι νόμοι δεν αποτελούν την ενδεδειγμένη οδό για την επίλυση τέτοιου είδους ζητημάτων. Οφείλουμε να καλλιεργήσουμε μέσα από άλλα θεσμικά και κανονιστικά τοπία τα πανανθρώπινα ευεργετήματα που θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν στα σχολεία και στην ανατροφή μας από τους γονείς μας. Το θέμα της απουσίας του σχολείου στη συγκρότηση πολιτισμικής ταυτότητας και της σχέσης ανθρώπου-οικουμενικών αξιών το προσεγγίζει εύστοχα η Γαλλίδα δημοσιογράφος Nατάσα Πολονί στο βιβλίο της «Τα χαμένα παιδιά μας: Μικρή μελέτη για το χάσμα των γενεών» (Πόλις, 2006).
Οι κραυγαλέες και προβεβλημένες απόψεις εις βάρος της μιας ή της άλλης θέσης, όπως έχω ξαναγράψει, αποτελούν επικοινωνιακά ψιμύθια της εξουσίας, για να ασχολούμαστε με θέματα «λαϊκής κατανάλωσης», χειραγωγημένοι από τα ΜΜΕ, ώστε να μας «διαφεύγουν» τα μείζονα ουσιαστικά αδιέξοδα της πολιτιστικής, προσωπικής, ψυχολογικής, οικονομικής, πολιτικής και εθνικής καταρράκωσής μας.
Κώστας Θεολόγου
-Διδάσκει Ιστορία και Φιλοσοφία του Πολιτισμού στο ΕΜΠ
και Ανθρωπογεωγραφία στο ΕΑΠ
http://www.efsyn.gr/?p=159101