To κρύο

Photo: Subir Gunsx @flickr

Δε γνωρίζω το κρύο των μεγάλων ανοικτών πεδιάδων. Ούτε το κρύο των βουνοκορφών ξέρω. Δεν έχω ζήσει εκεί. Ξέρω όμως το κρύο των λόφων και των επικλινών εδαφών. Εκεί που τα μικρά χωριά δεν φαίνονται από μακριά, αλλά εμφανίζονται ξαφνικά στις στροφές των φιδωτών δρομίσκων, χαμένα μέσα σ’ έναν καταπράσινο ωκεανό. Το κρύο σ’ αυτές τις λιλιπούτειες πολίχνες είναι διαφορετικό από το κρύο της μεγάλης πόλης. Δεν είναι μόνο η υγρασία που απλώνεται απ’ τα πανύψηλα δέντρα και την οργιώδη βλάστηση, ούτε τα δεκάδες ρυάκια που διαπερνούν άναρχα τα χορταριασμένα μονοπάτια τρέχοντας στον κατήφορο, ούτε οι ομίχλες που κατεβαίνουν απ’ τις πλαγιές και σκεπάζουν την πλάση. Είναι η έλλειψη ανθρώπων που κάνει πιο κρυστάλλινους τους χειμώνες εκεί. Η ζέστη των πολλών ανθρώπων είναι νοσηρή.
Τον χειμώνα στα χωριά μας, οι άνθρωποι περπατούν κουκουλωμένοι. Τα στιβάνια τους είναι λασπωμένα, τα μπατζάκια των παντελονιών τους βρεγμένα ως το γόνατο. Μόνο ένα μικρό ποσοστό απ’ αυτούς βγαίνοντας απ’ το σπίτι του πατά κατ’ ευθείαν στην άσφαλτο που οδηγεί στην πλατεία και το καφενείο. Οι περισσότεροι διαβαίνουν πάνω σε λασπωμένα χώματα και μέσα από βρεγμένα χόρτα, πριν βγουν στον αμαξωτό. Κανένας τους δεν μπορεί να κάνει δέκα βήματα δίχως να νιώσει παγωμένες σταγόνες νερού να πέφτουν απ’ τα κλαδιά των δέντρων στο κεφάλι του κι ας έχει δυο και τρεις μέρες να βρέξει. Η ανάσα τους είναι άσπρη. Τους αρέσει αυτό το άσπρο που ενώνεται με το λευκό της νυχτερινής καταχνιάς. Στο καφενείο μπαίνουν σκυφτοί, προσπαθώντας να συγκρατήσουν τη ριχτή κάπα στον ώμο τους. Δεν φοράνε καπέλα ή πλεχτά σκουφιά, δεν καταδέχονται.
Δίπλα στην ξυλόσομπα του καφενείου, το κρύο δεν αποτελεί αφορμή μόνο για να κουβεντιάσουν το επίδομα θέρμανσης. Έχει μια μανία το κρύο να λέει ιστορίες. Πριν χρόνια η Ευτύχαινα κατέβηκε στο ρυάκι να κατουρήσει, τη χτύπησε η μέση της όπως ήταν καθισμένη και το πρωί τη βρήκανε σκυφτή, ξεβράκωτη και παγωμένη. Το σπίτι της ήταν μέσα σε μια λόχμη στην άκρη του χωριού και κανένας δεν άκουσε τις φωνές της. Πολλές δεκαετίες νωρίτερα, ο συγχωρεμένος ο Μιχάλης χοροπηδούσε απ’ το κρύο και κανένας δεν καταλάβαινε γιατί, αφού φορούσε δυο θαυμάσιες στρατιωτικές αρβύλες που κόμπαζε πως έκλεψε από τους Γερμανούς. Μετά από ώρες αντιλήφθηκαν ότι οι αρβύλες δεν είχαν καθόλου σόλες, παρά μόνο το καπάκι τους. Στα σκουπίδια των Γερμανών τις είχε βρει ο κακομοίρης ο Μιχάλης και τις φορούσε για μόστρα, ενώ από κάτω ήταν ξυπόλυτος, Φλεβάρη μήνα.
Ψήνουν φέτες ψωμιού πάνω στην ξυλόσομπα οι επτά-οκτώ νοματαίοι που κάθονται στο καφενείο, με την πλάση απ’ έξω να βράζει. Όχι μόνο από την υγρασία, αλλά κι από κάτι σκιές αλλοτινών καιρών που τριγυρίζουν στο βρεγμένο σκοτάδι, γιατί οι αναμνήσεις των ζωντανών τους σήκωσαν από την αιώνια λήθη τους και τους έφεραν στην πλατεία. Μέσα στο δωματιάκι ρίχνουν αγουρόλαδο στο ζεστό ψωμί και χοντρό θαλασσινό αλάτι. Κάνουν σπονδές με τσικουδιά και φτύνουν τις παλιές ιστορίες σαν τα κουκούτσια απ’ τις ελιές. Ήταν -θυμούνται- χειμώνας βαρύς, όταν ο πατέρας του Λευτέρη είχε ακούσει τα φτερουγίσματα απ’ τις νεράιδες στον ποταμό. Και θα ‘χε νεραϊδοπαρθεί ο γέρος, αν δεν αποφάσιζε να τις αντικρύσει καταπρόσωπο κι ό,τι γίνει, για να διαπιστώσει ανακουφισμένος πως δεν ήταν παρά ένα κοπάδι αγριόχηνες που παίζανε με τα φτερά τους στα νερά.
Γελάνε καθώς αναθυμούνται εκείνο τον Δεκέμβρη με το πολύ κρύο και τους αέρηδες, όταν πρωτοήρθανε οι τουρίστες με τα σακίδια στην πλάτη και την ψωμόλυσσα στο βλέμμα. Είχε κατέβει ως κάτω τη θάλασσα ο Αρχοντάκης ο πραματευτής καβάλα στο μουλάρι του, για να φέρει στο χωριό ρέγκα παστή και κονσέρβες και ζάχαρη, είδε την ξανθή κοπελιά να τσαλαβουτά βαθιά μέσα στα μανιασμένα κύματα κι έτρεξε αλαφιασμένος με το ζώο ως την άκρη του γιαλού θαρρώντας πως πνίγεται. Της πετούσε το σκοινί του σαμαριού για να τη σύρει έξω, μα αυτή αντί να το αρπάζει και να σωθεί, του κουνούσε χαρούμενη το χέρι της και του φώναζε «Hello!». Ώσπου να μάθει ο Αρχοντάκης ότι οι Σουηδοί κολυμπούνε χειμωνιάτικα, πήγε η ψυχή του τρεις φορές στον Άδη και γύρισε, γιατί ήτανε όμορφη κοπελιά και τη λυπότανε να τη φάνε τα ψάρια. Γελάνε σαν τα θυμούνται μέσα στο καφενείο, γελάνε κι οι ψυχές απ’ έξω.
Ρουφάνε με θόρυβο απ’ το ψηλό ποτήρι τους το βραστάρι από μαλωτήρα, δίκταμο και μέντα, πλαταγίζοντας τα χείλη τους με μισή ευχαρίστηση και μισό παράπονο. Θα προτιμούσαν κόκκινο κρασί, μα «ας όψεται ο γιατρός, που το απαγόρεψε». Βρίζουνε άμα έρθει η κουβέντα στον Στουρνάρα, «τι διάολο, να μας ε-διαλύσει τελείως θέλει ε-τούτος ο ά-θρωπος;». Στραβομουτσουνιάζουν με τον Τσίπρα, «δηλαδή, ε-τούτο το κοπελάκι που δεν κατέχει ακόμη ούτε το παντελόνι του να ζώσει, θα μας ε-σώσει;». Έπειτα ξαναγυρίζουν στα εντελώς δικά τους, γιατί το κρύο έξω δυναμώνει και θα τους περονιάσει μέχρι να αποσώσουν στο σπίτι. Τους περιμένει η γριά εκεί με τη μουρμούρα της, που κάποτε ήτανε κοπελιά κι έβραζε το κρεβάτι τους, μα τώρα γέρασε κι ούτε τον απατό της δεν μπορεί να ζεστάνει. Δεν πειράζει, κάπως τα βολέψανε αυτοί στα νιάτα τους, τώρα να δούμε πώς θα τα βγάλουνε πέρα τα κοπέλια, που ήτανε άτυχα και πέσανε απάνω στην πουτάνα την κρίση κι είναι και καλομαθημένα.
Κι ενώ αδειάζει το καφενείο και σκορπίζουν οι κουκουλωμένες φιγούρες για τα σπίτια τους, ψηλά στους νεφοσκέπαστους λόφους συνεχίζουν να τρέχουν τα παγωμένα νερά του χειμώνα. Οι υπόγειες δεξαμενές θα ξεχειλίσουν, για να ποτίζουν ως την καρδιά του καλοκαιριού τη βελανιδιά, την ελιά, τον πλάτανο. Δε θα ξεχάσουν επίσης οι ζωοδότρες δεξαμενές να χαρίσουν δυο δοχεία νερό για την κολυμβήθρα, ώστε να βαφτιστεί εκείνο το νεογέννητο. Το περιμένει με λαχτάρα η μικρή κοινότητα των επικλινών εδαφών, για να βεβαιωθεί πως δε θα σβήσει ολοκληρωτικά μέσα στη μέγγενη των μοντέρνων καιρών. Κάτω από τον πλάτανο, τη βελανιδιά και την ελιά θα χορέψουν σε κείνη τη βάφτιση οι κουκουλωμένες φιγούρες που τώρα φεύγουν αργά-αργά μέσα στο κρύο. Θα χορέψουν για τη νίκη και θα πιαστούν μαζί τους κι οι σκιές που θα ξανασηκωθούν σ’ εκείνη την Αυγουστιάτικη γιορτή, καθότι θα ‘χουν πάρει μια μικρή ακόμα παράταση στη μνήμη των ανθρώπων. 

Δημήτρης Καμπουράκης
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.blog&id=29767