Ο οικονομολόγος του ναζισμού
(...)
Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα δεν είναι η χρεοκοπία της, η στάση πληρωμών ή η έξοδος από το ευρώ, αλλά η παραμονή της Τρόικας ακόμη περισσότερο – με την εφαρμογή της εγκληματικής για την οικονομία μας πολιτικής λιτότητας, σε συνδυασμό με την αύξηση των κεφαλικών φόρων: «μέτρα» τα οποία έτσι ή αλλιώς θα μας οδηγήσουν στην έξοδο από το ευρώ και στη χρεοκοπία.
Δυστυχώς για όλους μας, η σημερινή κυβέρνηση έχει «διαρρήξει» το κοινωνικό συμβόλαιο με το λαό, έχοντας κάνει κατάχρηση της εξουσίας της - αφού δεν τήρησε ούτε στο ελάχιστο τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, οι κυριότερες των οποίων ήταν η τιμωρία των διεφθαρμένων πολιτικών, καθώς επίσης η ορθολογική επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές, έτσι ώστε να υπογραφεί ένα βιώσιμο μνημόνιο.
Το πλέον οδυνηρό αποτέλεσμα της διάρρηξης ενός «κοινωνικού συμβολαίου», είναι συνήθως η «απώλεια του σεβασμού» προς τη εξουσία και τους νόμους – γεγονός που οδηγεί, αργά ή γρήγορα, στην απορρύθμιση του συστήματος, στην κατάρρευση, στο χάος και στην αναρχία.
Είναι επείγουσα λοιπόν η ανάγκη, είτε να αλλάξει άμεσα και ριζικά την οικονομική πολιτική της η κυβέρνηση, εκδιώκοντας την Τρόικα από την πατρίδα μας, είτε να αποχωρήσει – επιτρέποντας σε μία άλλη κυβέρνηση, αδιάφορο εάν είναι φιλελεύθερη ή σοσιαλιστική, να προσπαθήσει να συνάψει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με το λαό, πριν βυθιστεί η χώρα στο χάος και στη αναρχία.
Έχοντας την άποψη δε ότι η εναλλακτική του χάους, η υποταγή δηλαδή στην Τρόικα, η οποία πλέον καθοδηγείται από την πρωσική Γερμανία και όχι από τις Η.Π.Α., δεν είναι από κανέναν Έλληνα επιθυμητή, θεωρούμε πως η κάθε στιγμή που περνάει ανεκμετάλλευτη είναι πολύτιμη – αφού το ηφαίστειο «βράζει», απειλώντας να εκραγεί ξαφνικά και ανεξέλεγκτα.
Η οικονομική πολιτική της Δύσης είναι βασισμένη στην κεντρική οικονομική ιδεολογία των ναζί – ενώ ο Μεγάλος Αδελφός έχει γίνει περισσότερο δυνατός και επίκαιρος από ποτέ, με τη βοήθεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης
“Για μεγάλα χρονικά διαστήματα η ανώτατη τάξη φαίνεται να διατηρείται με ασφάλεια στην εξουσία. Αργά ή γρήγορα όμως, φτάνει μία στιγμή όπου χάνει είτε την πίστη στον εαυτό της, είτε την ικανότητα να κυβερνά, είτε και τα δύο. Τότε ανατρέπεται από τη μεσαία τάξη, η οποία προσεταιρίζεται την κατώτερη, κάνοντας την να πιστεύει ότι, αγωνίζεται για την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη.Μόλις πετύχει το σκοπό της, η μεσαία τάξη ξαναρίχνει την κατώτερη στη θέση της δουλείας που ήταν πριν και γίνεται αυτή η ανώτερη. Τότε, μία καινούργια μεσαία ομάδα αποσπάται από τη μία τάξη ή και από τις δύο, οπότε ο αγώνας αρχίζει ξανά από την αρχή. Από τις τρεις τάξεις, μόνο η κατώτερη δεν καταφέρνει ποτέ, ούτε και για λίγο, να πετύχει το σκοπό της.Θα ήταν βέβαια υπερβολή να ισχυρισθεί κανείς πως μέσα στην πορεία της ιστορίας δεν βελτιώθηκαν οι υλικοί όροι – αφού ακόμη και σήμερα, σε μία περίοδο παρακμής, ο μέσος άνθρωπος ζει υπό καλύτερες συνθήκες, από ότι μερικές δεκαετίες πριν. Αλλά καμία αύξηση πλούτου, καμία βελτίωση στους τρόπους, καμία μεταρρύθμιση ή επανάσταση δεν πλησίασε ούτε ένα χιλιοστό περισσότερο την κοινωνική ισότητα. Για την κατώτερη τάξη, καμία ιστορική αλλαγή δεν σήμαινε ποτέ τίποτα περισσότερο, από την αλλαγή του ονόματος των αφεντικών της” (Orwell).
.
Άποψη
Όλοι γνωρίζουν τον Hitler, αλλά ελάχιστοι αυτόν που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εφαρμογή των πολιτικών που αποδίδονται στο δικτάτορα: τον H.Schacht, ο οποίος υπηρέτησε την ναζιστική κυβέρνηση ως πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας (Reichsbank), καθώς επίσης ως υπουργός οικονομικών.
Ειδικότερα ο H.Schacht, έχοντας σπουδάσει πρώτα ιατρική, ενώ στη συνέχεια φιλολογία και πολιτικές επιστήμες, έγινε υποδιευθυντής της Τράπεζας της Δρέσδης (της γνωστής ως Dresdner Bank) το 1908 – κατά τη διάρκεια δε του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε ως οικονομικός σύμβουλος του τραπεζικού επιτρόπου του κατεχόμενου τότε Βελγίου.
Όταν ο επίτροπος τον έδιωξε, ανακαλύπτοντας πως είχε χρησιμοποιήσει τον προηγούμενο εργοδότη του (Τράπεζας της Δρέσδης), για να διοχετεύσει 500 εκ. βελγικά φράγκα σε ομόλογα ως πληρωμή των γερμανικών απαιτήσεων (της «αναγκαστικής συνεισφοράς» των Βέλγων, όπως συνέβη με την Ελλάδα και με άλλες χώρες),διορίσθηκε διευθυντής της γερμανικής Εθνικής Τράπεζας.
Στη συνέχεια, διορίσθηκε επίτροπος συναλλάγματος (1923), καταφέρνοντας να ελέγξει τον υπερπληθωρισμό, με την άμεση υιοθέτηση του «Rentenmark» – ενός νομίσματος το οποίο, αντί να έχει αντίκρισμα σε χρυσό, ήταν εγγυημένο με τη δημόσια περιουσία της Γερμανίας (ακίνητα και επιχειρήσεις), με την ισοτιμία του 1 τρις παλαιά μάρκα, προς ένα καινούργιο μάρκο (Rentenmark).
Φυσικά το νέο νόμισμα έγινε αποδεκτό από όλους, επειδή είχε αντίκρισμα – με αποτέλεσμα να διατηρηθεί η σταθερότητα του, να μην υποτιμηθεί ιδιαίτερα και να περιορισθεί σημαντικά ο πληθωρισμός της χώρας.
Κάτι ανάλογο θα μπορούσε και θα έπρεπε ίσως να υιοθετήσει οποιαδήποτε χώρα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, υιοθετώντας το δικό της εθνικό νόμισμα – εάν θα ήθελε να αποφύγει τα ραγδαία υποτίμηση του.
Επίσης κάτι ανάλογο, η έκδοση ομολόγων του δημοσίου με αντίκρισμα την περιουσία του, θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση ενός κράτους με βιώσιμα επιτόκια – χωρίς να είναι υποχρεωμένο να καταφεύγει στους μπράβους των τοκογλύφων, εφαρμόζοντας κατ’ εντολή τους μία εγκληματικά μονόπλευρη πολιτική λιτότητας, χωρίς μέτρα ανάπτυξης.
Περαιτέρω στο θέμα μας, ο H.Schacht αποκλήθηκε «σωτήρας του μάρκου» και ανέλαβε την προεδρία της Κεντρικής Τράπεζας έως το 1930 – θέση από την οποία διαπραγματεύθηκε τις δανειακές υποχρεώσεις της Γερμανίας, συμμετέχοντας στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των γερμανικών αποζημιώσεων (Νέο Σχέδιο, 1929).
Μετά τη Διάσκεψη της Χάγης, παραιτήθηκε από τη θέση του, κατηγορώντας την κυβέρνηση για τη συνέχιση της καταβολής των αποζημιώσεων – με την έκδοση ενός φυλλαδίου το 1931 (Το τέλος των επανορθώσεων) και τη δημοσίευση ανάλογων άρθρων.
Εδώ μας θυμίζει σε κάποιο βαθμό τη στάση ορισμένων ελληνικών κομμάτων σήμερα, τα οποία κατηγορούν την κυβέρνηση, επειδή δεν διαπραγματεύεται τη επόμενη (τρίτη) διαγραφή χρέους – ισχυριζόμενα ότι, εάν ανέλθουν στην εξουσία, θα καταργήσουν μονομερώς τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, χωρίς σοβαρά επακόλουθα για τη Ελλάδα.
Συνεχίζοντας, τον Οκτώβριο του 1931 ο H.Schacht συμμετείχε στο σχηματισμό του συνασπισμού μεταξύ των βιομηχάνων, των συντηρητικών εθνικιστών και του Hitler – ο οποίος, όταν ανήλθε στην εξουσία (1933) τον επανάφερε στη διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας. Το 1934 έγινε υπουργός οικονομικών του δικτάτορα, υπεύθυνος για τα προγράμματα εξάλειψης της ανεργίας, καθώς επίσης του επανεξοπλισμού της - κατά παράβαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Επειδή όμως ήλθε σε σύγκρουση με το γενικό επόπτη της οικονομίας (H.Goering), υποχρεώθηκε να παραιτηθεί – με τη θέση του να αναλαμβάνει ο W.Funk. Ο H.Schacht παρέμεινε ανενεργός καθ’ όλη τη διάρκεια του 2ουΠαγκοσμίου Πολέμου, έχοντας όμως επαφές με τους «αντιχιτλερικούς κύκλους» – με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακισθεί, μετά την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα (1944).
Dr. Hjalmar Schacht, στη δίκη για εγκλήματα πολέμου, στη Νυρεμβέργη το 1946
Όπως έγραψε τώρα ένας Αμερικανός δημοσιογράφος, ειδικός στα οικονομικά (H.Hazlitt), «Ο ναζισμός ηττήθηκε στον πόλεμο και ο οικονομολόγος του, ο H.Schacht, έχασε το παιχνίδι». Εντούτοις, ο δημοσιογράφος συνέχισε να αναρωτιέται τι απέγιναν εκείνες οι ιδέες, τις οποίες οι δύο ηγετικές φυσιογνωμίες του εθνικοσοσιαλισμού εφάρμοσαν από κοινού – για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ο «Σαχτισμός» (από το όνομα του H.Schacht), έχει κατακτήσει σήμερα την Ευρώπη.
Ειδικότερα, θεωρεί πως ολόκληρη η οικονομική πολιτική της Ευρώπης είναι βασισμένη στην κεντρική οικονομική ιδεολογία των ναζί – την οποία έχουμε αναλύσει περιληπτικά και εμείς, με δύο κείμενα μας (Εθνικοσοσιαλισμός, η οικονομική πλευρά).
Το σύστημα ελέγχου των τιμών που ακολουθείται από την ΕΚΤ, ο κεντρικός καθορισμός των επιτοκίων, ο κεντρικός έλεγχος των εμπορικών τραπεζών που ευρίσκεται σε εξέλιξη, ο έλεγχος των μισθών και συντάξεων, ο έλεγχος του κέρδους και του εξωτερικού εμπορίου, ο συναλλαγματικός έλεγχος, οι διμερείς συνθήκες, ο ελεγχόμενος πληθωρισμός με τη βοήθεια της ΕΚΤ, οι χορηγήσεις, οι ποσοστώσεις, οι άδειες που απαιτούνται για κάθε δραστηριότητα κοκ., δεν διαφέρουν σε τίποτα σχεδόν από το «Σαχτισμό» – ο οποίος έχει «αγκαλιάσει» όχι μόνο την ήπειρο μας, αλλά ολόκληρη τη Δύση.
Οι ιδέες λοιπόν δεν πεθαίνουν και δεν φυλακίζονται – κάτι που δεν συμβαίνει μόνο με την οικονομική πολιτική του ναζισμού, αλλά και με την εξωτερική, έτσι όπως αυτή έχει υιοθετηθεί από τη σημερινή Γερμανία και από τις Η.Π.Α. στο θέμα της Ευρασίας (άρθρο) και του οικονομικού πολέμου που βιώνουμε (ανάλυση).
Ενδεχομένως δε θα υιοθετηθούν γενικότερα από την πολιτική εξουσία, αφού οι κυβερνώσες ελίτ γνωρίζουν πολύ καλά ότι, μόνο ο φασισμός (ο κομμουνισμός λιγότερο) μπορεί να εγγυηθεί τα προνόμια και τη διαχρονική ηγεμονία τους – ότι είναι το χρυσό τους δισκοπότηρο.
Στο σημείο αυτό, θα ήταν ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε ότι, “Ο φασισμός είναι ουσιαστικά εκείνο το σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο «καρτελοποιεί» τον ιδιωτικό τομέα, σχεδιάζει κεντρικά την οικονομία, σε αντίθεση με τον κομμουνισμό επιτρέπει τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς αλλά την ελέγχει πολύ αυστηρά, επιδοτεί την παραγωγή, εξυψώνει το αστυνομικό κράτος ως πηγή τάξης και ασφάλειας, αρνείται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των ατόμων και καθιστά την εκτελεστική εξουσία απόλυτο κυρίαρχο της κοινωνίας” (L.Rockwell).
Μελετώντας προσεκτικά τον ορισμό του φασισμού, καθώς επίσης όλα αυτά που συμβαίνουν στην Ισπανία, στηνΕλλάδα, στη Γερμανία, στην Ευρώπη γενικότερα, καθώς επίσης στις Η.Π.Α. και στην Ιαπωνία,συνειδητοποιούμε εύκολα που ακριβώς οδηγούμαστε, με τη βοήθεια της κρίσης χρέους - μέσω της οποίας ο «καλυμμένος προσεκτικά φασισμός» μας παρουσιάζεται ως μονόδρομος.
Ο Μεγάλος Αδελφός λοιπόν είναι εδώ, περισσότερο επίκαιρος και δυνατός από ποτέ – είτε το καταλαβαίνουμε, είτε όχι. Φυσικά δεν είναι εκεί που μας δείχνουν, στα ακροδεξιά, εθνικιστικά κόμματα της Ευρωζώνης ή της Ελλάδας δηλαδή, αλλά μέσα στις ίδιες τις κυβερνήσεις – οι οποίες συνεργάζονται μεταξύ τους, αποφασίζουν και διατάζουν, χωρίς να δίνουν καμία σημασία στη γνώμη των Πολιτών.
Ολοκληρώνοντας πολύ φοβόμαστε ότι, η Ελλάδα προγραμματίζεται να οδηγηθεί στο ικρίωμα, ως παράδειγμα προς αποφυγή. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί με τη βοήθεια της σκόπιμης εκλογής της αξιωματικής αντιπολίτευσης – η οποία, άθελα της, ενδεχομένως θα χρησιμοποιηθεί (μέσω της παταγώδους αποτυχίας της να κυβερνήσει), για να τοποθετηθούν οι βάσεις ενός πιο έντονου εκφασισμού της πατρίδας μας και της Ευρώπης.
Εναλλακτικά προωθείται η συγκυβέρνηση των δύο κομμάτων που φαίνεται πως έχουν τη μεγαλύτερη εκλογική ισχύ – εάν υποταχθούν φυσικά στις εντολές των δυνάμεων κατοχής, εξασφαλίζοντας την πλήρη εμπιστοσύνη τους.
Βέβαια, εάν θελήσει η χώρα μας να αντισταθεί πραγματικά, έχει σίγουρα τη δυνατότητα – τόσο με ένα «δεξιό» σενάριο, όσο και με ένα «αριστερό» (ανάλυση μας). Πριν από όλα όμως θα έπρεπε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία – επειδή, χωρίς αυτήν, ακόμη και η πλουσιότερη χώρα του πλανήτη, με την καλύτερη δυνατή ηγεσία, είναι αδύνατον ποτέ να ξεφύγει από μία κρίση, ανάλογη με τη σημερινή, στην οποία έχουμε οδηγηθεί «ενδοτικά».
Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα δεν είναι η χρεοκοπία της, η στάση πληρωμών ή η έξοδος από το ευρώ, αλλά η παραμονή της Τρόικας ακόμη περισσότερο – με την εφαρμογή της εγκληματικής για την οικονομία μας πολιτικής λιτότητας, σε συνδυασμό με την αύξηση των κεφαλικών φόρων: «μέτρα» τα οποία έτσι ή αλλιώς θα μας οδηγήσουν στην έξοδο από το ευρώ και στη χρεοκοπία.
Δυστυχώς για όλους μας, η σημερινή κυβέρνηση έχει «διαρρήξει» το κοινωνικό συμβόλαιο με το λαό, έχοντας κάνει κατάχρηση της εξουσίας της - αφού δεν τήρησε ούτε στο ελάχιστο τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, οι κυριότερες των οποίων ήταν η τιμωρία των διεφθαρμένων πολιτικών, καθώς επίσης η ορθολογική επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές, έτσι ώστε να υπογραφεί ένα βιώσιμο μνημόνιο.
Το πλέον οδυνηρό αποτέλεσμα της διάρρηξης ενός «κοινωνικού συμβολαίου», είναι συνήθως η «απώλεια του σεβασμού» προς τη εξουσία και τους νόμους – γεγονός που οδηγεί, αργά ή γρήγορα, στην απορρύθμιση του συστήματος, στην κατάρρευση, στο χάος και στην αναρχία.
Είναι επείγουσα λοιπόν η ανάγκη, είτε να αλλάξει άμεσα και ριζικά την οικονομική πολιτική της η κυβέρνηση, εκδιώκοντας την Τρόικα από την πατρίδα μας, είτε να αποχωρήσει – επιτρέποντας σε μία άλλη κυβέρνηση, αδιάφορο εάν είναι φιλελεύθερη ή σοσιαλιστική, να προσπαθήσει να συνάψει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με το λαό, πριν βυθιστεί η χώρα στο χάος και στη αναρχία.
Έχοντας την άποψη δε ότι η εναλλακτική του χάους, η υποταγή δηλαδή στην Τρόικα, η οποία πλέον καθοδηγείται από την πρωσική Γερμανία και όχι από τις Η.Π.Α., δεν είναι από κανέναν Έλληνα επιθυμητή, θεωρούμε πως η κάθε στιγμή που περνάει ανεκμετάλλευτη είναι πολύτιμη – αφού το ηφαίστειο «βράζει», απειλώντας να εκραγεί ξαφνικά και ανεξέλεγκτα.
http://www.analyst.gr/2014/01/18/5792/