Των δασκάλων μου οι φωνές
Ευγνωμονώ τους δασκάλους μου στο γυμνάσιο και το λύκειο γιατί, αν μη τι άλλο, με τα ελληνικά που μου έμαθαν, τα αρχαία και την καθαρεύουσα, μου επιτρέπουν τώρα να διαβάζω Πλάτωνα στο πρωτότυπο. Τότε, βέβαια, βιαζόμουν να τελειώνω με το βάσανο. Ηταν τα χρόνια της δικτατορίας· όχι πως δεν περνούσαμε ωραία, δεδομένου όμως ότι η ιδεολογία του καθεστώτος μιλούσε ελληνικούρες, με απωθούσαν και μένα όπως και τους υπόλοιπους φίλους. Οι Rolling Stones είχαν έρθει να παίξουν στη λεωφόρο Αλεξάνδρας τέσσερις ημέρες πριν από το πραξικόπημα και, βέβαια, παιδιά στην εφηβεία τότε, προτιμούσαμε να μοιάσουμε στον Τζάγκερ και τον Ρίτσαρντς παρά στους κακοχυμένους στρατιωτικούς, που κορδώνονταν για να κερδίσουν ύψος και να εμπνεύσουν δέος.
Την Ελλάδα, την «αιώνια Ελλάδα» έμαθα να την αγαπάω όταν πήγα να σπουδάσω στο Παρίσι. Εκανα σπουδές συγκριτικής λογοτεχνίας, μπήκα στο πανεπιστήμιο όταν είχαν ήδη καθιερωθεί οι διανοητές του Μάη του ’68· δεν τολμούσες να ανοίξεις το στόμα σου αν δεν αναφερόσουν στον Φουκό, τον Ντελέζ και τον Λυοτάρ, το «Ενενήντα τρία» του Ουγκώ το υποβάλλαμε στις σημειολογικές αναλύσεις του Μπαρτ και ο δύστροπος Λακάν μας έδινε το διαβατήριο του κύρους που χρειάζονταν οι εργασίες για τον Αμλετ. Το «Νέο μυθιστόρημα», ο Ρομπ Γκριγιέ και η Σαρότ αντιμετωπίζονταν ως η πεμπτουσία της λογοτεχνικής προόδου. Δεν χρειάζεται να πω ότι ακόμη και οι πιο προωθημένοι από τους καθηγητές μας, οι πιο soixante huitards, τις αναφορές στην αρχαία ελληνική και τη λατινική γραμματεία τις είχαν στην ημερήσια διάταξη. Τότε θαύμαζα τον Λυοτάρ και είχα πάει να παρακολουθήσω ως ελεύθερος ακροατής ένα σεμινάριό του. Ολον τον χρόνο μάς μιλούσε για τα «Ηθικά Νικομάχεια» του Αριστοτέλη και τον θυμάμαι να λέει, αυτός ο ιδρυτής της μεταμοντέρνας σκέψης, πως είναι ψευδαίσθηση να πιστεύουμε ότι η σκέψη μπορεί να προχωρήσει πέρα από τα όρια που μας έχουν βάλει οι Ελληνες φιλόσοφοι. Αν ξεπεράσεις αυτά τα όρια, απλώς ανακαλύπτεις ότι δεν μπορείς να σκεφτείς.
Πάντως, τα ελληνικά και τα λατινικά ήταν υποχρεωτικά στο πρόγραμμα της σύγχρονης συγκριτικής λογοτεχνίας, και αν για κάτι έχω μετανιώσει στη ζωή μου, είναι που δεν δούλεψα τα λατινικά μου σοβαρά ώστε να μπορώ να διαβάζω Τάκιτο στο πρωτότυπο. Οφείλω όμως να αναγνωρίσω πως με τα ελληνικά του ελληνικού λυκείου μπόρεσα να ξεκινήσω το διδακτορικό μου με τον Πιερ Βιντάλ Νακέ, ο οποίος τότε δίδασκε στο τμήμα Ανθρωπολογίας του Ελληνορωμαϊκού Κόσμου στην Ecole des Hautes Etudes. Εκτοτε η σχέση μου με την αρχαία γλώσσα παραμένει ζωντανή. Δεν είμαι φιλόλογος ούτε ιστορικός, δεν πιστεύω ότι οι μεγάλες φιλοσοφικές κατασκευές μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, μυθιστορήματα και δοκίμια προσπαθώ να γράψω, όμως η καθημερινή μου γυμναστική με τον Πλάτωνα, τον Ομηρο ή τον Πλούταρχο μου είναι απαραίτητη όπως οι κλίμακες στον πιανίστα. Μπορεί η «Πολιτεία» να μη δίνει απαντήσεις στην πρώτη μεγάλη κρίση της δημοκρατίας που την έζησε ο συγγραφέας της, όμως θέτει ερωτήματα που μπορεί ακόμη και σήμερα να μας φανούν χρήσιμα. Ποια είναι τα όρια της αρχής της πλειοψηφίας και πώς μπορεί να ξεπέσει πολύ εύκολα σε τυραννία; – τα ίδια περίπου προβλήματα που εντοπίζει ο Τοκβίλ τον 19ο αιώνα.
Ζητώ συγγνώμη για την αυτοβιογραφική μου διάθεση, πλην όμως δεν βρήκα καλύτερο τρόπο για να διατυπώσω για μία ακόμη φορά την απορία μου. Πώς είναι δυνατόν έπειτα από δύο αιώνες σύγχρονου ελληνικού κράτους η σχέση αυτή με τα κλασικά γράμματα να παραμένει γριφώδης, σκοτεινή και εν τέλει συμπλεγματική. Τους χρησιμοποιήσαμε για να μας δώσουν διαβατήριο για την ιστορία της Ευρώπης, όμως δεν καταφέραμε να τους διαβάσουμε, δεν καταφέραμε ποτέ να τους φέρουμε ανάμεσά μας. Και ας φρόντισαν αυτοί να μας αφήσουν τα έργα τους, τη σκέψη τους και τη γλώσσα τους, λες και είχαν προβλέψει τη δική μας ύπαρξη και ήθελαν να συνομιλήσουν μαζί μας.
Συμπλεγματική; Οντως τα ερείπια του Παρθενώνα φάνταζαν πολύ μεγάλα μπροστά στα χαμόσπιτα της μικρής επαρχιακής πολίχνης που ήταν η Αθήνα όταν αποφάσισαν να την κάνουν πρωτεύουσα οι Βαυαροί. Οσο για τους λόγιους της εποχής, ακόμη και όσους ζούσαν τον Διαφωτισμό, όπως ο Κοραής, προτιμούσαν να εκδίδουν και να μεταφράζουν αρχαία γραμματεία παρά να παράγουν πρωτότυπα έργα, συνομιλώντας μαζί της. Επαιξε ρόλο και η τυπολατρική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο φορμαλιστικός της συντηρητισμός. Το αποτέλεσμα είναι ότι η σύγχρονη Ελλάδα έβγαλε πολλούς φιλόλογους, λίγους αναγνώστες και ακόμη λιγότερους φιλόσοφους. Μια ιστορία που κινήθηκε ανάμεσα σε δύο πόλους, την αρχαιολατρία και την απέχθεια για τον αρχαίο κόσμο. Οσοι ξέφυγαν από τον φορμαλισμό, όπως ο Συκουτρής, πολύ απλά εξοντώθηκαν. Αναρωτιέμαι τι θα είχε γίνει ο Καβάφης αν δεν ήταν Αλεξανδρινός, και πώς θα είχε πολεμηθεί ο Σεφέρης αν δεν είχε πάρει το Νομπέλ.
Υπάρχει μια συμμετρία ανάμεσα στην τυπολατρία με την οποία αντιμετώπισε η παιδεία μας την αρχαία γραμματεία και την τυπολατρία με την οποία αντιμετωπίζουμε την ευρωπαϊκή μας ύπαρξη. Και υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, και μια σχέση αιτιότητας. Αν οι Ελληνες είχαμε καταφέρει να συνομιλήσουμε χωρίς συμπλέγματα με τον παλιό πολιτισμό μας, τότε θα είχαμε ξεπεράσει πολλά από τα συμπλέγματα που αλλοιώνουν τη σχέση μας με την υπόλοιπη Ευρώπη. Οπως και να το κάνουμε, η Ελλάδα δεν είναι Λεττονία, με όλο τον σεβασμό στους Λεττονούς. Αρκεί να το καταλάβουν και οι Ελληνες.
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2
_04/01/2014_544937