Τα γεωπολιτικά δεδομένα και οι προοπτικές λύσης στο Κυπριακό


Η “Κύπρος” του Σπύρου Βασιλείου 
1965

 Παραδοσιακά η γεωπολιτική ταυτίζεται με την επίδραση της γεωγραφίας στην πολιτική. Η Κύπρος και η γεωγραφική περιοχή στην οποία βρίσκεται, υπήρξε από την αρχαιότητα χώρος σημαντικών γεωπολιτικών εξελίξεων και ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων που κυριάρχησαν στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Ποια είναι τα γεωπολιτικά δεδομένα σήμερα και πώς αυτά επηρεάζουν το Κυπριακό και την πορεία των συνομιλιών; Με αυτό το ερώτημα ασχολείται το παρόν κείμενο.
Από τα βάθη της ιστορίας η Κύπρος βρισκόταν συνήθως υπό τον έλεγχο της επικρατούσας δύναμης στην περιοχή, ενώ σε διάφορες φάσεις στο νησί υπήρχε καθεστώς συγκυριαρχίας μεταξύ ανταγωνιζομένων στρατοπέδων ( π.χ. Βυζαντινών και Αράβων) ανάλογα με το συσχετισμό ισχύος. Οι Κύπριοι βασικά δεν είχαν λόγο στη διαμόρφωση του μέλλοντος τους. Την τύχη του νησιού την καθόριζαν ως επί τo πλείστoν αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες και οι εκάστοτε κατακτητές.
Πιο πρόσφατα, με τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του 1960, παρά την ανεξαρτησία που δόθηκε στο νησί, ο στρατιωτικός και στρατηγικός έλεγχος του κυπριακού χώρου παρέμεινε σχεδόν εξολοκλήρου στους πρώην αποικιοκράτες του νησιού, τους Βρετανούς, περιορίζοντας την κυριαρχία του νεοσύστατου κυπριακού κράτους. Μεγάλες εκτάσεις εδάφους, τοποθεσίες και εγκαταστάσεις τέθηκαν στη διάθεση των Βρετανών για εξυπηρέτηση των σκοπών της εξωτερικής και αμυντικής τους πολιτικής. Ο εναέριος και θαλάσσιος χώρος της Κύπρου (λιμάνια και αεροδρόμια) δύνανται να περιέλθουν υπό τον έλεγχο τους όποτε χρειαστεί για σκοπούς άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου – χωρίς να μπορεί η Δημοκρατία να αρνηθεί ή να αντιδράσει. Αντίθετα θα πρέπει και να τους διευκολύνει.
Παράλληλες συμφωνίες - Εγγυήσεων και Συμμαχίας - εισήγαγαν την Ελλάδα και την Τουρκία ως νόμιμους δρώντες στο νησί, θέτοντας την Κυπριακή Δημοκρατία υπό κηδεμονία και σε επιπλέον περιορισμούς όσον αφορά τις εξωτερικές της σχέσεις και τους προσανατολισμούς. Η μεγάλη απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από την Κύπρο και η εγγύτητα της Τουρκίας έθεταν τη δεύτερη σε πολύ πιο πλεονεκτική γεωγραφική θέση από την πρώτη - δεδομένης και της υπέρτερης στρατιωτικής της ισχύς – για να μπορεί να ελέγχει γεγονότα στο νησί. Με την εισβολή του 1974, τη στρατιωτική κατοχή και τη βίαιη και ντε – φάκτο μετατροπή του στάτους-κβο στο νησί προς όφελός της, η Άγκυρα έχει σε μεγάλο βαθμό αποκτήσει και το πάνω χέρι στις εξελίξεις στο Κυπριακό.
Η αναγνώριση της κρατικής οντότητας της Κύπρου διεθνώς είναι το ισχυρότερο πολιτικό όπλο που διαθέτει η Δημοκρατία στο Κυπριακό. Όμως οι δυνατότητες γεωπολιτικής αξιοποίησης του δικού της χώρου από την ίδια είναι περιορισμένες όχι μόνο από τις προαναφερθείσες συμφωνίες αλλά και από τη στάση της στρατιωτικά ισχυρής Τουρκίας. Ως εκ τούτου κανένα έλεγχο δεν μπορεί να ασκήσει η Κυπριακή Δημοκρατία στα βόρεια εδάφη του νησιού ένεκα της κατοχής, ούτε και είναι σε θέση με στρατιωτικά μέσα να επιβάλει την κυριαρχία της σε όλη την κυπριακή επικράτεια ή να ανατρέψει το ντε-φάκτο τουρκοκυπριακό κρατικό μόρφωμα που επέβαλε η Τουρκία εκεί. Η ματαίωση της εγκατάστασης των S-300 και η μη στάθμευση ελληνικών μαχητικών στην αεροπορική βάση στην Πάφο, ένεκα τουρκικών απειλών και αντιδράσεων, είναι επίσης ενδεικτικά της διαπίστωσης αυτής.
Από την άλλη η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και η επέκταση του Κοινοτικού Κεκτημένου στον κυπριακό χώρο επεξέτεινε τη γεωπολιτική επιρροή της Ευρώπης στο νησί. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα είδος αναχώματος έναντι στην τουρκική επιρροή στο νησί και προσφέρει στην Κυπριακή Δημοκρατία ανάσα επιβίωσης από τον τουρκικό εναγκαλισμό που έχει περιγραφεί προηγουμένως. Επίσης η συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ αποτελεί διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της Λευκωσίας για να επηρεάσει προς όφελός της - στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό - την τουρκική πολιτική στο Κυπριακό. Χωρίς τη συγκατάθεση και της Κύπρου η πορεία της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ είναι δύσκολη έως αδύνατη.
Αυτά είναι τα σημαντικότερα γεωπολιτικά δεδομένα που καθορίζουν και σήμερα την πορεία στο Κυπριακού και επηρεάζουν άμεσα τις διάφορες πτυχές του και ασφαλώς τις συνομιλίες για επίλυση του προβλήματος. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη γύρω περιοχή μπορεί έμμεσα να επηρεάζουν και τη συμπεριφορά των εμπλεκομένων δυνάμεων στον κυπριακό χώρο, αυτό όμως δεν σημαίνει αυτόματα ότι μεταβάλλουν ουσιαστικά και τους συσχετισμούς δυνάμεων στην Κύπρο.
Όμως, καταλήγοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι, σε ό,τι αφορά την ελληνοκυπριακή πλευρά, ενόψει και της έναρξης των συνομιλιών στο Κυπριακό, υπάρχουν δύο ξεχωριστά δεδομένα γεωοικονομικής υφής, που καθιστούν τη θέση της πολύ πιο ευαίσθητη από προηγουμένως. Το ένα είναι η πρωτοφανής οικονομική κρίση που διέρχεται ο τόπος σήμερα, η οποία βασικά μετέτρεψε την άλλοτε ισχυρή οικονομία από δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί σε μοχλό άσκησης πίεσης σε βάρος της Δημοκρατίας. Το δεύτερο είναι το θέμα των υδρογονανθράκων που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό διαπραγματευτικό ατού για τους Ελληνοκυπρίους. Ωστόσο, η εναπόθεση μεγάλων προσδοκιών για ανάκαμψη της οικονομίας στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου, από τη μια, και η παντελής στρατιωτική αδυναμία της Λευκωσίας να προστατεύσει την ΑΟΖ της, από την άλλη, καθιστούν το θέμα των υδρογονανθράκων αντικείμενο άσκησης πιέσεων και εκβιασμών κατά της Λευκωσίας για περαιτέρω υποχωρήσεις στο Κυπριακό. Χρειάζεται μεγάλη σοφία, σωστή στρατηγική και πολύ ικανή ηγεσία για να μπορέσει να απαλλαγεί η Κύπρος από το γεωπολιτικό κλοιό που της έχει επιβληθεί.

Του Δρα Άριστου Αριστοτέλους

Τέως Βουλευτή, Ειδικού σε Θέματα Άμυνας και Στρατηγική
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid
=26533&subid=2&pubid=113228382





ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ: