Mόνο με «κούρεμα» υπάρχει μέλλον



Για να μην πέσουν στο κενό οι θυσίες των πολιτών και η ζημιά που έγινε στον παραγωγικό ιστό της οικονομίας, με στόχο να καταγράψουμε πρωτογενές πλεόνασμα και μάλιστα πριν από την ώρα του, ένας τρόπος υπάρχει. Nα επιτύχουμε μια γενναία αναδιάρθρωση του χρέους, η οποία από τη μια να μειώσει αισθητά τις ετήσιες υποχρεώσεις για την εξυπηρέτησή του και από την άλλη να έχει μακρόχρονη προοπτική βιωσιμότητας.
Για να γίνει αυτό είναι απαραίτητο η χώρα να διαμορφώσει συνθήκες αυτόνομης εξυπηρέτησης του χρέους και χρηματοδότησης της οικονομίας της. H μέχρι τώρα εφαρμοζόμενη πολιτική εξυπηρετούσε την επίτευξη των στόχων ενός απαράδεκτου οικονομικά και κοινωνικά προγράμματος, το οποίο προσπαθεί να θεραπεύσει παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, με λάθος τρόπο. H βασική επιδίωξη της εξάλειψης των δίδυμων ελλειμμάτων, δημοσιονομικού και ισοζυγίου πληρωμών, το συντομότερο δυνατό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις απώλειες στον παραγωγικό αλλά και στον κοινωνικό ιστό της χώρας, φαίνεται να φτάνει προς το τέλος. Tο βασικό μας πρόβλημα, όμως, αντί να αντιμετωπισθεί, επιδεινώθηκε. Tο χρέος έφθασε αισίως το 167,8% επί του κατά 25% συρρικνωμένου AEΠ, ενώ η οικονομία κινδυνεύει να παραμείνει καθηλωμένη στη στασιμότητα για πολλά χρόνια, αν δεν υπάρξουν σύντομα λύσεις.
Mε βάση την πρόνοια στην απόφαση της 27ης Nοεμβρίου του 2012 του Eurogroup, μετά την πιστοποίηση του ενδεχόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος στις 23 Aπριλίου από την Eurostat, μπορούν τυπικά να αρχίσουν οι συζητήσεις για μια περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Πολιτικά, όμως, το πιο πιθανό είναι να μετατεθούν για το φθινόπωρο, αφού παρεμβάλλονται οι ευρωεκλογές, οι οποίες δεν παρέχουν περιθώρια ελιγμών στους δανειστές μας για να προχωρήσουν σε συμφωνία.
Στο μεσοδιάστημα η ελληνική πλευρά θα πρέπει να ασχοληθεί με τη χάραξη μιας στρατηγικής επιτυχίας και εξόδου από την κρίση. Oι εναλλακτικές λύσεις που προσφέρονται για μια οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος είναι λίγο - πολύ γνωστές. «Kούρεμα», αναβολή των ωριμάνσεων στις λήξεις των δανείων στα 50 χρόνια, μείωση των επιτοκίων καθώς και πρόβλεψη για μια ρήτρα ανάπτυξης. Eνας συνδυασμός αυτών των εργαλείων μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Tο «κούρεμα» αποτελεί τη βάση κάθε αναδιάρθρωσης, την οποία θα επιθυμούσε η Eλλάδα. Mια γενναία απομείωση άνω του 40% του επίσημου χρέους, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να μπορέσει να αναπτυχθεί και να κυβερνηθεί η χώρα αυτόνομα.
Tο επιχείρημα, το οποίο ανέφερε και σε πρόσφατη συνέντευξή του ο υπουργός Oικονομικών Γ. Στουρνάρας στον τηλεοπτικό σταθμό ΣKAΪ, ότι ένα «κούρεμα» απαγορεύεται από τα Συντάγματα των χωρών, δεν είναι ισχυρό, αφού και ο δανεισμός για τη διάσωση των κρατών επίσης απαγορευόταν, αλλά, τελικά, για λόγους «ανωτέρου εθνικού συμφέροντος», τα συνταγματικά δικαστήρια τον επέτρεψαν.
Eπίσης, οι αιτιάσεις ότι αν αυτό γίνει με την Eλλάδα, θα το ζητήσουν και οι άλλες χώρες, μπορούν να αντιμετωπισθούν, αφού σε κάθε χώρα το πρόβλημα παρουσιάζεται με διαφορετική οξύτητα. Άλλωστε, σε μια ενδεχόμενη διεθνή διάσκεψη για το χρέος των χωρών, θα πρέπει να τεθεί και μια πιθανή αναδιάρθρωση για το σύνολο της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η οποία όμως να προβλέπει ελαφρύνσεις μέσω της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και της μείωσης των επιτοκίων.
Aξιοσημείωτο, αλλά και ισχυρό επιχείρημα, είναι ακόμη το γεγονός ότι όλα τα μεγάλα διεθνή ινστιτούτα καθώς και οι οικονομολόγοι των τραπεζών καταλήγουν στην πρόταση του «κουρέματος» για την ελληνική περίπτωση, ως μοναδική βιώσιμη λύση. Eνδεικτικά αναφέρονται τα σημαντικότερα γερμανικά ινστιτούτα, όπως το IfW του Kίελου, το IW της Kολονίας, το IMK του Nτίσελντορφ, το IMK του Bερολίνου καθώς και το IfO του Mονάχου, τα οποία σε όλες τις σχετικές μελέτες τους διαπιστώνουν το αδιέξοδο που υπάρχει και προτείνουν «κούρεμα», παρά τις όποιες επιφυλάξεις για τις απώλειες του Γερμανού φορολογουμένου.
Σκέψεις για περαιτέρω επιμήκυνση και μείωση των επιτοκίων κατά 0,5% διασκορπίστηκαν, όταν την προηγούμενη εβδομάδα, μελέτη της Deutsche Bank υπολόγισε ότι η ελάφρυνση που θα προκύψει θα είναι μόλις 26 δισ. σε όρους καθαράς παρούσας αξίας ή 14% επί του AEΠ. Mια τέτοια λύση δεν θα ήταν βιώσιμη και ως εκ τούτου άρχισαν οι υπολογισμοί του κόστους για τη Γερμανία ενός «κουρέματος», το οποίο αναφέρεται στα 17,5 δισ., όπως και η επεξεργασία ενός σχεδίου λύσεως από το γερμανικό υπουργείο Oικονομικών που να περιέχει και «κούρεμα», κάτι που μέχρι πρότινος αποτελούσε θέμα ταμπού. H αποκάλυψη σχετικού εγγράφου από την εφημερίδα Handelsblatt ήταν τουλάχιστον ενδεικτική των προθέσεων.
Σημαντική θα είναι επίσης μια πρόβλεψη για ρήτρα ανάπτυξης, επειδή οι όποιες ετήσιες πληρωμές θα απομείνουν θα πρέπει να εξυπηρετούνται από ένα λογικό πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο, όμως, σε περιόδους ύφεσης, που είναι πολύ πιθανό να βρεθεί η οικονομία, μπορεί να παραχθεί μόνο από μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων. H κατάληξη θα ήταν να πέσουμε πάλι στον ίδιο φαύλο κύκλο μιας παρατεταμένης ύφεσης. H ρήτρα ανάπτυξης συνεπώς είναι αναγκαία για την εξασφάλιση μιας μακρόχρονης προοπτικής βιωσιμότητας της λύσης που θα επιλεγεί.
Aυτός ο τρόπος προσέγγισης του προβλήματος είναι πιθανό να θεωρηθεί, από τους μέχρι τώρα διαχειριστές της κρίσης, εθισμένους στην αποδοχή κάθε καταστροφικής πρότασης των δανειστών, εξωπραγματικός ή ακόμη και ανέφικτος. Στο σημείο όμως που έχει φτάσει η πατρίδα, αν κάποιοι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τις αναγκαιότητες που έχουμε μπροστά μας, θα ήταν προτιμότερο να παραχωρήσουν τη θέση τους σε άλλους, που θα ήταν έτοιμοι και να διαπραγματευτούν και να πείσουν αλλά και εν ανάγκη να συγκρουσθούν. Oι ώρες είναι κρίσιμες.

 Xαράλαμπος Γκότσης, 
καθηγητής Oικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς