Θανατηφόρα λιτότητα
(...)
Το κόστος της υποθετικής «εξυγίανσης» της ελληνικής οικονομίας υπερβαίνει κατά πολύ τα εξ αυτής αβέβαια ωφελήματα. Ωστόσο, ούτε η «εξυγίανση» είναι βέβαιη, καθ' όσον οι διαπλεκόμενοι του χθες είναι οι ίδιοι που μονοπωλούν το έργο της «εξυγίανσης» και που συνεχίζουν να αντλούν αθέμιτα οφέλη της διαπλοκής τους. Αλλοι υφίστανται τα βάρη και τις θυσίες, άλλοι αποκομίζουν ωφελήματα.
(...)
Ας υποθέσουμε, όπως ο Καρυωτάκης, πως «δεν έχουμε φτάσει στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου»· πως η χώρα δεν βρίσκεται στον γκρεμό, πως αποκατέστησε τα δύο βασικά ισοζύγιά της, αφού από αμφότερα αποσπά πλεονάσματα αντί των χρονίων ελλειμμάτων.
Ας υποθέσουμε πως το Μνημόνιο εκπνέει και πως στο εξής η χώρα, αντί της «αλληλεγγύης» των εταίρων, προσέρχεται στις αγορές του χρήματος. Αραγε, στις νέες συνθήκες, που η κυβέρνηση ευαγγελίζεται και παντοιοτρόπως πασχίζει να διαπιστεύσει, υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να διασκεδάσει την ελληνική απαισιοδοξία, να προσφέρει κάποια ελάχιστη ελπίδα για το μέλλον; Απλό ερώτημα, δύσκολη έως αδύνατη η απάντηση.
Το κόστος της υποθετικής «εξυγίανσης» της ελληνικής οικονομίας υπερβαίνει κατά πολύ τα εξ αυτής αβέβαια ωφελήματα. Ωστόσο, ούτε η «εξυγίανση» είναι βέβαιη, καθ' όσον οι διαπλεκόμενοι του χθες είναι οι ίδιοι που μονοπωλούν το έργο της «εξυγίανσης» και που συνεχίζουν να αντλούν αθέμιτα οφέλη της διαπλοκής τους. Αλλοι υφίστανται τα βάρη και τις θυσίες, άλλοι αποκομίζουν ωφελήματα.
Στο πρόσφατο βιβλίο «Λιτότητα. Η ιστορία μιας επικίνδυνης ιδέας», ο Mark Blyth, από το Πανεπιστήμιο Μπράουν, εξηγεί ότι η πολιτική της λιτότητος συνιστά «τιμωρητική μανία» που καταστρέφει μόνον, χωρίς να εξασφαλίζει το μέλλον. Η λιτότητα, τονίζει ο συγγραφεύς, καταρρακώνει το ηθικό των οικονομικών συντελεστών, αναστέλλει κάθε επενδυτική πρόθεση, επιβαρύνει τα χρέη, αντί να τα ελαφρύνει, καθυστερεί την επανεκκίνηση της οικονομίας. Ακόμη χειρότερα, η λιτότητα διευρύνει τις ανισότητες, με συνέπεια ότι δεν διευκολύνει τις προϋποθέσεις για ανάκαμψη, αλλά τις επιδεινώνει ακόμη περισσότερο.
Στην Ελλάδα, ακόμη και αν οι βασικές ανισορροπίες σήμερα διορθώνονται, η χώρα βρίσκεται σε σαφώς δυσμενέστερη θέση για να εγκατασταθεί στην οδό της ανάκαμψης. Κατά την τελευταία 6ετία, σύμφωνα με τη Eurostat, το δημόσιο χρέος από 112,9% του ΑΕΠ εκτινάχθηκε σε 175%. Το εθνικό εισόδημα συρρικνώθηκε κατά 25%, η ανεργία ανήλθε σε 28% και 65% στους νέους. Οι μισθοί και συντάξεις περικόπηκαν κατά 40%, το σύστημα εργασιακών σχέσεων έχει βαρύτατα αποδιαρθρωθεί. Εν τούτοις, παρά τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», που έχουν δραματικά μειώσει το εργασιακό κόστος και αχρηστεύσει κάθε σύστημα προστασίας των εργαζομένων, οι επενδύσεις δεν συρρέουν στη χώρα, αλλά, το αντίθετο, καταγράφεται εκροή επενδύσεων αντί εισροής. Και πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά; Η εσωτερική ζήτηση συντμήθηκε κατά 40,7%, οι επενδύσεις κατά 18%. Η σύνθεση του εθνικού εισοδήματος δεν έγινε περισσότερο παραγωγική, αλλά λιγότερο, αφού ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε παραγωγικούς εξοπλισμούς επιβραδύνθηκε κατά 60% στην τελευταία 6ετία.
Ομοίως, ο αποπληθωριστής του εθνικού εισοδήματος της τελευταίας διετίας μειώθηκε κατά 2,3% και εφέτος αναμένεται σε -2,8%, όμως αυτό, ενώ υποτίθεται ότι αποφέρει ανταγωνιστικότητα στις εξαγωγές, στην πράξη αυτές έχουν καθηλωθεί στα 22 δισ. και παρά τα υποτιθέμενα οφέλη ανταγωνιστικότητος δεν επιταχύνονται οι επενδύσεις, ούτε η παραγωγή ούτε η απασχόληση. Με την «εξυγίανση» η Ελλάδα «εξαγνίζεται», αλλά μόνον προς τον εσωστρεφή ναρκισσισμό της, αφού δεν γοητεύει ούτε τις αγορές ούτε τους υποψήφιους επενδυτές, που θα μπορούσαν να τη βγάλουν από το αδιέξοδο και το τέλμα. Εάν η λιτότητα επιτυγχάνει, τα αποτελέσματά της αποδεικνύονται θανατηφόρα.
Μήπως η λιτότητα αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα στην Ευρωζώνη; Κάθε άλλο: τα εκ του εξωτερικού πλεονάσματά της βασίζονται στη συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς της. Την τελευταία 4ετία, η εσωτερική ζήτηση της Ευρωζώνης συρρικνώθηκε κατά 2,2%, αλλά και οι επενδύσεις κατά -2,9%. Στη Γερμανία, με εξωτερικό πλεόνασμα 7,5% του ΑΕΠ, ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου, από 27,2% του ΑΕΠ προ του 1974 και 21,7% τις παραμονές τις ένταξης στο ευρώ (2001), έχει σήμερα κατέλθει σε 16,5%. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι αγορές εγκωμιάζονται, εν τούτοις με την εκ των άνω λιτότητα αποσταθεροποιούνται και εξωθούνται σε κατάρρευση. Με τη διαρκή περιστολή ρευστότητος από τα κράτη και τις τράπεζες, δεν υπάρχει οικονομία που να αντιστέκεται.
Μόνη εξαίρεση η Αμερική, στην οποία η ρευστότητα αυξάνεται, όπως επίσης η εσωτερική ζήτηση, οι δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες, οι επενδύσεις. Η οικονομία επεκτείνεται με ρυθμό 2,9%, που οι Αμερικανοί ιθύνοντες θεωρούν ανεπαρκή. Σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι οποίοι με 1% θριαμβολογούν. Η Αμερική φοβάται τη λιτότητα και την ύφεση και προσφεύγει σε όλα τα μέσα για να τις αποφύγει, ενώ η Γερμανία, ομού με την Ευρωζώνη, τις επιδιώκει, ως «απαράκαμπτη» μέθοδο «εξυγίανσης». Ποιος ισχυρίζεται ότι η λιτότητα είναι μονόδρομος; Οτι επιφυλάσσει φως στο βάθος του τούνελ; Οτι η πτώση τιμών βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα, αφού εξ αιτίας της η ανεργία εκτινάσσεται και οι επενδύσεις αποθαρρύνονται;
Οχι βέβαια ότι δεν υπήρχαν προβλήματα που έχουν προκαλέσει τη σημερινή κρίση. Ομως, η λιτότητα δεν τα θεραπεύει ούτε τα θέτει σε καλύτερη βάση, αλλά σε χειρότερη. Εάν πολλά πρέπει να διορθώνονται, αυτό επιτυγχάνεται βαθμιαία και ήπια, όχι με την τυφλή μέθοδο του χασάπη ούτε του κομπογιαννίτη. Η λιτότητα δεν διακρίνει ανάμεσα σε «νοσηρές» και «υγιείς» δραστηριότητες. Τις καταστέλλει χωρίς διακρίσεις όλες, αχρηστεύει την ικανότητα προσαρμογής της οικονομίας, δυσχεραίνοντας έτσι τόσο την ανάκαμψη όσο και την αναγκαία αναδιάταξή της.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=420503
14-3-2014