Η 18η Μπρυμαίρ του Ολλανδού
Στο δεύτερο γύρο των γαλλικών δημοτικών εκλογών επιβεβαιώθηκε η πανωλεθρία της κυβερνητικής Αριστεράς, σε συνεργασία με το Κ.Κ., και η κατίσχυση της Δεξιάς και της ακροδεξιάς.
Η Αριστερά υπό όλες τις αποχρώσεις απώλεσε 160 δήμους σε πόλεις με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων, διατήρησε 349, η Δεξιά κατίσχυσε σε 572. Η ακροδεξιά αποκόμισε 11. Ωστόσο, η άνοδός της φαίνεται καθαρότερα στις ψήφους της, που αυξήθηκαν κατά 7,5 εκατοστιαίες μονάδες, παρά στον αριθμό των δημάρχων που εξέλεξε. Σε αρκετές πόλεις έφθασε μέχρι 40% των ψήφων, χωρίς όμως να μπορεί να εκλέξει δήμαρχο.
Για τις συνεργαζόμενες σοσιαλιστική και κομμουνιστική Αριστερά, το εκλογικό αποτέλεσμα προκάλεσε σοκ. Χάθηκαν ιστορικά προπύργια της Αριστεράς: Τουλούζ, Λιμόζ, Μπελφόρ, Σαμπερί, Νεβέρ. Κρατήθηκαν το Παρίσι, η Λίλη, η Λιόν, με μειωμένα πάντως ποσοστά. Το εφιαλτικότερο: μέγα μέρος των παραδοσιακά «κόκκινων» εργατικών προαστίων πέρασαν στη Δεξιά, όπως οι περιοχές των Παρισιού, Λίλης, Λιόν, Μασσαλίας.
Οσον αφορά την Αριστερά της Αριστεράς υπό τον Μελανσόν, είχε μία μόνον επιτυχία στην Γκρενόμπλ, αλλά σε συνεργασία με οικολόγους και ανέντακτους.
Καθοριστική ήταν η αποχή: μεταξύ των δύο γύρων αυξήθηκε σε 36,3%, παρά τις εκκλήσεις των αριστερών κομμάτων για προσέλευση στις κάλπες, δεδομένου ότι οι αποχείς ήσαν κυρίως ψηφοφόροι τους. Οπου η αποχή αυξήθηκε, ανέβηκαν τα ποσοστά της Δεξιάς και της ακροδεξιάς. Κλειδί για τη γαλλική τραγωδία παραμένει το μερίδιο και το νόημα της αποχής. Οπωσδήποτε εκφράζει βαθιά και οριστική απογοήτευση από την κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ, αφού δεν έχει τηρήσει καμία από τις επαγγελίες και δεσμεύσεις με τις οποίες είχε αποσπάσει εμπιστοσύνη προ διετίας. Αντί να βελτιώνει τη θέση των μισθωτών, παραχωρεί αύξουσες εισφοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις στην εργοδοσία, ενώ παράλληλα η ανεργία και η φτώχεια δεν παύουν να επεκτείνονται.
Η αποχή κατέληξε πολιτική πράξη και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι δεν εστράφησαν προς άλλα κόμματα της Αριστεράς, που θεώρησαν ότι βρίσκονται «εκτός φάσης» σχετικά με τα άμεσα προβλήματά τους. Τόσο η εκφρασμένη λαϊκή ετυμηγορία όσο και η ανέκφραστη προκαλεί πολιτικό σεισμό, αφού κατανοείται από όλους ως καταδίκη της πολιτικής λιτότητος, ανεργίας, κοινωνικής αδικίας. Αλλωστε και η ακροδεξιά, με παρόμοια καταγγελία της λιτότητος και της αδικίας μπόρεσε να συσπειρωθεί, στιγματίζοντας την κυβερνώσα Αριστερά ως εκπρόσωπο των κατεστημένων συμφερόντων, του μεγάλου χρήματος, των τραπεζών, των χρηματιστηρίων.
Δύο χρόνια μετά την εκλογή του Ολάντ στην προεδρία, ο «Ολανδισμός» παρουσιάζει τραγικό απολογισμό. Υποτίθεται ότι προωθεί «σοσιαλδημοκρατικό» υπόδειγμα διαχείρισης των κοινωνικών πραγμάτων. Ωστόσο, το τελευταίο θα προϋπέθετε τριμερή διαπραγμάτευση, στην οποία το κράτος στηρίζει την αδύναμη κοινωνικά πλευρά τής εργασίας, συγκρατώντας τις αξιώσεις της ισχυρής τού κεφαλαίου. Ομως, ο Ολανδισμός μετέτρεψε την τριμερή διαπραγμάτευση σε διμερή, με την απόσυρση του κράτους και την ακαταμάχητη κατίσχυση του ισχυρότερου στις κοινωνικές διαπραγματεύσεις. Ακόμη χειρότερα, στον Ολανδισμό, το κράτος, ενώ υποτίθεται ότι αφήνει τα πάντα στη ρύθμιση από τους κοινωνικούς εταίρους, ωστόσο στην πράξη δικαιώνει και επιβραβεύει τους ισχυρούς του χρήματος, αδικώντας μοιραία τους κοινωνικά ανίσχυρους.
Η γαλλική εργοδοσία επικρότησε τη «σοσιαλδημοκρατική» στροφή του προέδρου, αλλά στις εκλογές, για περισσότερη σιγουριά, εμπιστεύθηκε την ψήφο της στην παραδοσιακή Δεξιά. Τα λαϊκά στρώματα και οι ριζοσπαστικές δυνάμεις εγκατέλειψαν οριστικά το κυβερνητικό σκάφος και όσους συναγελάζονταν σε αυτό, χωρίς όμως παράλληλα να αποδώσουν πρόσθετη αξιοπιστία σε άλλο αριστερότερο πολιτικό σχηματισμό. Σε δύο μόνον πόλεις, Γκρενόμπλ και Μονπελιέ, η αριστεροδεξιά συναίνεση υπέστη ρήγμα από την πλευρά των κοινωνικών δυνάμεων.
Ενας μηχανικός στην πρώτη και ένας οδοντίατρος στη δεύτερη, με λίστες πολιτών και οικολόγων, κατίσχυσαν τόσο της Δεξιάς όσο και της κομματικής Αριστεράς. Φαίνεται ότι, κατά την παρούσα τουλάχιστον στιγμή, ο κομματισμός της Αριστεράς, υπό όλες τις εκδοχές του, εμπνέει μεγαλύτερη δυσπιστία, παρά εμπιστοσύνη, στην κοινωνία που βρίσκεται σε απόγνωση. Κάθε άνοιγμα στην κοινωνία δικαιώνεται, ενώ κάθε προσπάθεια κομματικού ελέγχου επ' αυτής εκλαμβάνεται ως σύνδρομο του παρελθόντος και αποτυγχάνει.
Το μήνυμα της λαϊκής ετυμηγορίας είναι συντριπτικό για την πολιτική περικοπών και λιτότητος. Ωστόσο, «σοβαρά» γαλλικά μίντια διακηρύσσουν ότι δεν πρέπει να αλλάξει η γραμμή πλεύσης που ευρύτατα αποδοκιμάστηκε. Η αρνητική λαϊκή ετυμηγορία αποδίδεται σε «επικοινωνιακό έλλειμμα», σε ανεπαρκή πληροφόρηση, ωσάν οι άνεργοι, ανέστιοι και φτωχοί να είναι απλώς θύματα παραπληροφόρησης για τη θλιβερή κατάστασή τους.
Ενάντια στον πειρασμό οποιασδήποτε αλλαγής πορείας, μεγάλη μερίδα του γαλλικού Τύπου επισείει την κάθετη αντίρρηση από τις Βρυξέλλες και τις χρηματαγορές. Ωστόσο, εάν οι τελευταίες αποφασίζουν για τη γαλλική πολιτική, τότε τι εξυπηρετεί το δημοκρατικό πολίτευμα και η προσφυγή στις κάλπες;
Ο διορισμός ως νέου πρωθυπουργού του υπερσυντηρητικού Μανουέλ Βαλς, που αντιπροσωπεύει μόνον 6% μεταξύ των Σοσιαλιστών, εκτιμάται ως «πραξικόπημα» των αγορών ενάντια στην πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία.
Στην ιστορία, οι δύο Βοναπάρτες, τόσο ο Μεγάλος όσο και ο Μικρός, είχαν επικαλεσθεί το μεγαλείο της Γαλλίας. Αντ' αυτού, ο σημερινός τι άλλο μπορεί να επικαλείται εκτός από τη δημόσια τάξη και την υπόκλιση στις αγορές;
ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=424336