Τι θα γίνει με τη βιωσιμότητα του χρέους;


Ποια είναι η σύνθεση του ελληνικού δημοσίου χρέους; Το Σεπτέμβριο του 2013 το 68% του δημοσίου χρέους αποτελείτο από δάνεια του επίσημου τομέα. Το χρέος συνολικού ύψους 320 δισ. (ή 175% του ΑΕΠ), δεν αφορά, όπως στις άλλες χώρες της ΕΕ κατά κύριο λόγο τις αγορές, αλλά τα κράτη που μας έχουν δανείσει. Στα επόμενα δέκα χρόνια, από τις αρχές του 2015 μέχρι το 2024 με τα σημερινά δεδομένα οι τίτλοι (προς τον ιδιωτικό κυρίως τομέα γιατί εδώ περιλαμβάνονται και ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ), που θα κληθεί να πληρώσει πίσω η Ελλάδα είναι περίπου 35 δισ. ευρώ. Δηλαδή κατά μέσο όρο 3,5 δισ. κάθε χρόνο. Οι αγορές είναι εύλογο να κάνουν τον απλό υπολογισμό ότι η χώρα στο διάστημα αυτό ό,τι κι αν κάνει δεν θα έχει αντικειμενικό συμφέρον να μην πληρώσει αυτές τις πολύ χαμηλές υποχρεώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα που άλλωστε διέπονται πλέον όλες από το βρετανικό δίκαιο. Ακόμα κι αν βρεθεί σε αδυναμία θα θελήσει να ανα-διαπραγματευτεί το χρέος που αφορά τον επίσημο τομέα, όπου τα άλλα κράτη της ΕΕ μπορεί για λόγους πολιτικούς να δείξουν ευελιξία, όπως έδειξαν άλλωστε μέχρι σήμερα. Η σύνθεση του χρέους λοιπόν είναι αυτή που καθιστά δυνατή την έξοδο της χώρας στις αγορές και όχι η βιωσιμότητά του. 
  
Τι θα συμβαίνει όμως όσο η χώρα βρίσκεται στις αγορές και αυξάνει το χρέος της προς τον ιδιωτικό τομέα; Αν δεν υπάρξει νέο πακέτο βοήθειας τότε μέσα σε μόλις τρία χρόνια το χρέος προς τον ιδιωτικό τομέα θα αυξηθεί σημαντικά. Και θα συνεχίσει να αυξάνεται για δεκαετίες, ραγδαία μάλιστα μετά το 2020. Το βραχυπρόθεσμο (τεχνικό) παράθυρο ευκαιρίας για αγορά ελληνικών τίτλων από τον ιδιωτικό τομέα, θα κλείσει και η χώρα θα μπει και πάλι στην φάκα του μη βιώσιμου χρέους. Οι εκθέσεις μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους που κάνουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι το αποδεικνύουν. 

Τι θα σημαίνει η πορεία αυτή της χώρας μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας από πλευράς βιωσιμότητας χρέους; Θα σημαίνει μονίμως υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, που σε συνδυασμό με την μόνιμη επιβάρυνση του ελληνικού ιδιωτικού τομέα με πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 4,5% του ΑΕΠ, θα επιβαρύνουν ceteris paribus (των άλλων πραγμάτων να μένουν τα ίδια), τις ελληνικές επιχειρήσεις και θα τις κάνουν λιγότερο ανταγωνιστικές μια που η ελληνική οικονομία θα φέρει μεγαλύτερο φορολογικό βάρος (για χρήματα που θα φεύγουν έξω για πληρωμή χρέους) και μεγαλύτερο βάρος κόστους χρηματοδότησης από τους ανταγωνιστές της. Το αν και πότε θα πληρώσει τα χρέη της θα φανεί στο απώτερο μέλλον.

Με τα δεδομένα αυτά η σοβαρή μείωση του χρέους με μια εφάπαξ πράξη κάποιας πολιτικής γενναιότητας από πλευράς των Ευρωπαίων εταίρων μας θα ήταν η ορθολογικότερη λύση. Και για αυτούς, αφού θα έπαιρναν με πολύ μεγαλύτερη βεβαιότητα και στην ώρα τους τα υπόλοιπα χρήματά τους, αλλά και για εμάς μια που η χώρα θα πλήρωνε τα χρέη της από την πρόοδό της και όχι από τον μόνιμο οικονομικό στραγγαλισμό της. Συνοδευόμενη βέβαια η μείωση αυτή από μια δραστική στροφή προς χαμηλότερους φόρους, μικρότερο κράτος και πρόταξη της επιχειρηματικότητας σε όλες τις κυβερνητικές πολιτικές. Μια πολιτική που αν εφαρμοζόταν αποφασιστικά θα προκαλούσε το αναπτυξιακό ΣΟΚ που έχει τη δυνατότητα να προσφέρει το ανθρώπινο δυναμικό αυτής της χώρας.

Ποιο είναι το ισχυρότερο επιχείρημα για την αναδιάρθρωση ενός χρέους; Η απάντηση είναι προφανής: Να μην μπορεί να πληρωθεί. Από τι εξαρτάται η αναδιάρθρωση ενός  χρέους όταν ο δανειστής είναι κράτος; Από την εσωτερική του κοινή γνώμη. Μια εσωτερική κοινή γνώμη η οποία προβλέπεται μάλιστα για τους ευρωπαίους εταίρους μας πολύ περισσότερο ευρωσκεπτικιστική μετά τις ευρωεκλογές. Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι μας οδήγησαν προς τις αγορές είναι μια ασφαλής ένδειξη ότι στο τραπέζι δεν βρίσκεται πλέον σοβαρή μείωση του χρέους. 

Μας το είπαν άλλωστε και ο κ. Σόιμπλε και ο επικεφαλής του ESM, που κατέχει το 40% του ελληνικού χρέους και ο οποίος δήλωσε αντίθετος στη μείωση των επιτοκίων στα δάνεια στήριξης από τον ESM και είπε ότι το περιθώριο πρόσθετων κινήσεων είναι εξαιρετικά μικρό. Μια μικρή διευθέτηση αλληλεγγύης, η οποία έχει προσυμφωνηθεί ασφαλώς θα προχωρήσει, αλλά η ανάκτηση της πραγματικής βιωσιμότητας που να καθιστά δυνατή μια μακροχρόνια πραγματικά αναπτυξιακή διαδρομή της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται καν να συζητηθεί. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η προοπτική σοβαρής μείωσης του χρέους είναι για την ώρα εκτός συζητήσεως και είναι άγνωστο αν και πότε θα επανέλθει. Αυτό είναι που δώσαμε. Τι πήραμε τώρα ως συνέπεια της βοήθειας των Ευρωπαίων και του (σιωπηλού τελευταίως σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους) ΔΝΤ, για την έξοδό μας στις αγορές. Μια κάποια αύξηση της ρευστότητας και μια μείωση των επιτοκίων των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων και των εντόκων γραμματίων στους επόμενους μήνες.

Τι πήρε η κ. Μέρκελ; Η κ. Μέρκελ μπορεί να είναι αρκετά ικανοποιημένη. Πέτυχε να κρατήσει για την ώρα τις υποσχέσεις στο γερμανικό εκλογικό σώμα (όχι κούρεμα) και κατάφερε σε δύο κρίσιμες για αυτήν εκλογικές αναμετρήσεις να πουλήσει στο εκλογικό της σώμα δύο «success stories» από την Ελλάδα, την ώρα μάλιστα που για πρώτη φορά αντιμετωπίζει σοβαρή ευρωσκεπτικιστική απειλή από τα δεξιά της.

Εν τω μεταξύ τον Φεβρουάριο, για πέμπτο συνεχόμενο μήνα και μετά από μια τριετία σημαντικής ανόδου, οι εξαγωγές της Ελλάδας μειώθηκαν κατά 7%. Οι πραγματοποιούμενες και προβλεπόμενες παραγωγικές επενδύσεις παραμένουν πενιχρές. Στην ουσία συνεχίζουμε να έχουμε λόγω της φυσικής και τεχνολογικής απαξίωσης του κεφαλαιουχικού μας εξοπλισμού μείωση της πραγματικής παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Κατά τα άλλα όμως πάμε πολύ καλά. Οι δήμαρχοί μας κάνουν νέα πεζοδρόμια με λεφτά του ΕΣΠΑ, τα δύο κόμματα προχωρούν σε 10 χιλιάδες νέους μόνιμους διορισμούς και δεκάδες χιλιάδες πεντάμηνα στο δημόσιο, κάποιοι προνομιούχοι βγαίνουν ακόμα στη σύνταξη στα 50, οι γνωστοί κομματικοδίαιτοι του επιχειρείν δανειοδοτούνται και πάλι. Οι μεταρρυθμίσεις συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται από την σημερινή κυβέρνηση όχι ως δική της πραγματική ατζέντα, αλλά ως «επαχθής υποχρέωση» ενός μνημονίου που τελειώνει. Πίσω στις αγορές, πίσω στα παλιά είναι το μήνυμα που εκπέμπει με κάθε μέσο η κυβέρνηση, που ήδη έσπευσε να κάνει προεκλογικές παροχές με δανεικά (αφού το πρωτογενές πλεόνασμα είναι πολύ μικρότερο των τόκων, η χώρα έχει ακόμα σοβαρό δημοσιονομικό έλλειμμα).

Αποδεικνύεται έτσι για άλλη μια φορά το αυτονόητο: Μεταρρυθμίσεις χωρίς μεταρρυθμιστές δεν υπάρχουν.

Του Θόδωρου Σκυλακάκη

-Πρόεδρου της ''Δράσης'' 
και Ευρωβουλευτή της ''Συμμαχίας Φιλελεύθερων και Δημοκρατών''

10-4-2014