ΦΥΛΕΤΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ
(...)
υπάρχει λύση για να μην βυθιστεί στο χάος και να προστατευθεί μία χώρα από τη «μαφία» του εσωτερικού και του εξωτερικού – η οποία «λυμαίνεται» ανεμπόδιστη στην επικράτεια της, υποχρεώνοντας τον εγχώριο πληθυσμό να πληρώνει κάθε είδους διόδια, για να περνάει από τους δρόμους που ο ίδιος χρηματοδότησε.
Η λύση αυτή είναι η συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση της χώρας – με την εκλογή ενός προέδρου απ’ ευθείας από το λαό, ο οποίος θα διορίζει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, με την ψήφιση των βασικών νόμων από τους ίδιους τους πολίτες (δημοψηφίσματα), με την εκλογή των μελών ενός κοινοβουλίου (εθνοσυνέλευση), τα οποία θα μπορούν να νομοθετούν αλλά θα απαγορεύεται να είναι στελέχη της κυβέρνησης, με την ανεξαρτησία των Θεσμών, με την απαγόρευση της κρατικής ενίσχυσης των κομμάτων, τα οποία τότε θα είναι «κοινωφελείς, μη κυβερνητικές οργανώσεις για την παραγωγή πολιτικής» κοκ.
Ουσιαστικά λοιπόν η μοναδική λύση είναι η αλλαγή του συντάγματος και η υιοθέτηση ενός νέου πολιτεύματος:
της άμεσης δημοκρατίας.
(...)
«Τα πράγματα είναι απλά», ισχυρίζεται ένας από τους πολλούς «προικισμένους» υπουργούς της κυβέρνησης – αναφερόμενος σε μία από τις νέες επιβαρύνσεις που έχουν αποφασισθεί μονομερώς από την Τρόικα, έχουν ψηφιστεί «δημοκρατικά» από τους έντιμους εκπροσώπους των Ελλήνων στη Βουλή (με ποινή όμως διαγραφής από το κόμμα, σε περίπτωση αντίρρησης) ενώ επιβάλλονται αργότερα, σταδιακά και δικτατορικά, από την κυβέρνηση.
«Τα πράγματα είναι απλά», ισχυρίζεται ένας από τους πολλούς «προικισμένους» υπουργούς της κυβέρνησης – αναφερόμενος σε μία από τις νέες επιβαρύνσεις που έχουν αποφασισθεί μονομερώς από την Τρόικα, έχουν ψηφιστεί «δημοκρατικά» από τους έντιμους εκπροσώπους των Ελλήνων στη Βουλή (με ποινή όμως διαγραφής από το κόμμα, σε περίπτωση αντίρρησης) ενώ επιβάλλονται αργότερα, σταδιακά και δικτατορικά, από την κυβέρνηση.
Για παράδειγμα, σχετικά με το πόσο απλά είναι τα πράγματα (καθώς επίσης πόσο ανόητους θεωρεί ο υπουργός αυτούς στους οποίους απευθύνεται), η Τρόικα αποφασίζει να επιβάλλει την πληρωμή ενός ποσού ύψους 25 €, όταν κανείς βγαίνει από το σπίτι του. Η απόφαση της αυτή έρχεται στη Βουλή μέσα σε ένα νομοσχέδιο, το οποίο μπορεί να αφορά χιλιάδες άλλα θέματα, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους σχέσεις – ας υποθέσουμε, «Ρυθμίσεις για το περιβάλλον».
Αφού ψηφιστεί το νομοσχέδιο από τους «εκπροσώπους» των Πολιτών, από τους βουλευτές της κυβέρνησης ουσιαστικά, οι οποίοι αδιαφορούν σχεδόν στο σύνολο τους για τα συμφέροντα αυτών που τους εξέλεξαν, ο «νόμος των 25 €» παραμένει για κάποιο χρονικό διάστημα «στο συρτάρι» – έτσι ώστε να «αφομοιωθεί» από τους πολίτες, οι οποίοι δεν τον «αντιλαμβάνονται» στην πράξη, δεν πληρώνουν (ακόμη) δηλαδή, οπότε τους ενοχλεί λιγότερο η ψήφιση του.
Κάποιους μήνες αργότερα ένας καινούργιος υπουργός, ο οποίος έχει διορισθεί αφού έχει πείσει την Τρόικα πως θα είναι «βασιλικότερος του Βασιλιά», πως θα ακολουθεί πιστά και κατά γράμμα τις εντολές της, ως ένας νέος γενίτσαρος, αναλαμβάνει την εφαρμογή του ήδη ψηφισμένου «νόμου των 25 €» – ευρισκόμενος στην ευχάριστη θέση να έχει τη δημόσια δικαιολογία πως ο ίδιος δεν είναι αυτός που τον ψήφισε, οπότε δεν φταίει σε τίποτα.
Εάν τώρα υπάρξουν αντιδράσεις, επειδή ο νόμος είναι εκ των πραγμάτων άδικος, ένα από τα πολλά χαράτσια με στόχο τη μεταφορά της ιδιωτικής περιουσίας στο δημόσιο και από εκεί στους δανειστές, τότε ο προικισμένος υπουργός δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο, παρά να ανακοινώσει πως συμφωνεί με την κατάργηση του νόμου, αρκεί να του προταθούν κάποια «ισοδύναμα μέτρα» – τα οποία να εξασφαλίζουν τα συγκεκριμένα έσοδα που «απαιτεί η Τρόικα».
Ουσιαστικά δέχεται λοιπόν (εάν) πως ο νόμος είναι άδικος, αλλά όχι το αποτέλεσμα του – το ποσόν δηλαδή που θα εισπραχθεί από την εφαρμογή του. Ο λαός βέβαια δεν καταλαβαίνει πως πληρώνει όλο και περισσότερους φόρους, για όλο και λιγότερες υπηρεσίες – πως αποκρατικοποιούνται η υγεία, η παιδεία, η συλλογή φόρων (σε αυτό αποσκοπούν τα εγκληματικά υψηλά νέα πρόστιμα) και όλο το υπόλοιπο κοινωνικό κράτος, από μία ήδη ιδιωτικοποιημένη κυβέρνηση.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις και εφόσον οι Πολίτες δεν αντιδρούν, η δουλειά ενός υπουργού μίας κατεχόμενης χώρας, η οποία κυβερνάται από τους δικαστικούς κλητήρες των δανειστών της, είναι πράγματι πολύ απλή – ενώ όλοι οι υπουργοί, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, πρέπει να έχουν μία και μοναδική δεξιότητα: να είναι «επικοινωνιακοί», να έχουν το έμφυτο ή επίκτητο ταλέντο του ηθοποιού δηλαδή, χωρίς «συνειδησιακά ελαττώματα» ή «πατριωτικές αγκυλώσεις».
Με απλά λόγια, δεν παίζει κανένα ρόλο εάν είναι βιβλιοπώλες, νεκροθάφτες ή αλλαντοποιοί – αρκεί να μπορούν να χειραγωγούν τα «πλήθη», αποδεχόμενοι δουλικά, «ενδοτικά», για πολύ περισσότερα από τριάντα αργύρια βέβαια, την απολυταρχική εξουσία της τρόικας, καθώς επίσης να μπορούν να χρησιμοποιούν με θράσος το «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;», για να τρομοκρατούν αυτούς που σκέφτονται να αντιδράσουν.
Επομένως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να είναι καλλιεργημένοι, μορφωμένοι, έντιμοι, ικανοί ή να έχουν σοβαρές σπουδές και εμπειρίες στη διαχείριση ενός κράτους. Αντίθετα, είναι πολύ καλύτερο να μην έχουν αυτές τις δεξιότητες – οι οποίες συνήθως λειτουργούν αρνητικά, όσον αφορά την τυφλή υποταγή στις εντολές τρίτων, ενώ δύσκολα επιτρέπουν τη «μετάλλαξη» σε γενίτσαρο.
Συμπερασματικά λοιπόν, τα πράγματα είναι πολύ απλά για έναν «πολιτικό», ο οποίος έχει μία κυβερνητική θέση– αρκεί να «προΐσταται» ενός λαού που πιστεύει ότι, εάν αφήσει τις αλεπούδες να λυμαίνονται ελεύθερες σε ένα κοτέτσι, ή τους λύκους σε μία στάνη προβάτων, θα καταφέρουν οι κότες ή τα πρόβατα να μην κατασπαραχθούν και να επιβιώσουν.
Πόσο μάλλον όταν ο λαός αυτός αποκαλεί το φόβο ηθική, ισχυριζόμενος ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει βία για να διώξει τις αλεπούδες και τους λύκους από την επικράτεια του – ότι είναι δυνατόν να φύγουν από μόνοι τους, εάν δείξει καλή διαγωγή, ή πως θα τον λυπηθούν και δεν θα τον κατασπαράξουν.
Με απλά λόγια πως θα μπορούσαμε να πείσουμε με καλό τρόπο, χωρίς να πολεμήσουμε δηλαδή, τους Γερμανούς, όταν εισέβαλλαν στα σύνορα μας το 1940, να μην το κάνουν – καθισμένοι ήρεμα και ειρηνικά στους καναπέδες μας.
Περαιτέρω, το πρόβλημα για οποιονδήποτε θέλει να γίνει πολιτικός σήμερα, είναι να περάσει στις κομματικές εξετάσεις –γεγονός που προϋποθέτει τη διαφθορά του, έτσι ώστε να είναι «εκβιάσιμος» από τους «συντρόφους» του.
Υπενθυμίζουμε πως σε ανάλογες «συμμορίες», στη μαφία για παράδειγμα, δεν μπορεί να γίνει κανένας μέλος, εάν προηγουμένως δεν αποδείξει πρακτικά την αφοσίωση του – την υποταγή του καλύτερα στους βίαιους, ανενδοίαστους κανόνες της. Η αφοσίωση αυτή προϋποθέτει συνήθως τη δολοφονία, την κλοπή ή κάτι άλλο ανάλογο – έτσι ώστε να μην είναι αργότερα σε θέση να κατηγορήσει κάποιον «συνάδελφο» του ή να νοιώσει ηθικούς ενδοιασμούς.
Συνεχίζοντας, είναι δύσκολο να χαρακτηρίσει κανείς τους πολίτες μίας χώρας, οι οποίοι πιστεύουν πως είναι δυνατόν να αλλάξει χαρακτήρα η «μαφία» του εσωτερικού ή του εξωτερικού – πως μπορεί δηλαδή να σταματήσει να εγκληματεί και να τους κλέβει τα υπάρχοντα τους, χωρίς να διαφοροποιηθεί ριζικά το σύστημα, χωρίς να (εκ)διωχτούν όλοι οι πολιτικοί ανεξαιρέτως, μαζί με τους ξένους εντολείς τους και χωρίς οι ίδιοι να κάνουν τίποτα.
Η αιτιολογία τους, σύμφωνα με την οποία φοβούνται πως θα επικρατήσει το χάος και η αναρχία, εάν διώξουν τους λύκους και παραμείνει ακυβέρνητη η στάνη με τα πρόβατα, ακούγεται μάλλον οξύμωρη και δεν είναι καθόλου εύκολο να πείσει. Βέβαια, φαίνεται πως έχει κάποια λογική – με την έννοια πως, σε μία τέτοια περίπτωση, θα μπουν ελεύθερα οι άλλοι λύκοι που καιροφυλαχτούν έξω από τη στάνη ή πως τα πρόβατα θα «φαγωθούν» μεταξύ τους
Εν τούτοις, η λογική αυτή είναι εντελώς έωλη – επειδή αφενός μεν το χάος είναι προτιμότερο από την οργανωμένη γενοκτονία που κλιμακώνεται, αφετέρου υπάρχει λύση για να μην βυθιστεί στο χάος και να προστατευθεί μία χώρα από τη «μαφία» του εσωτερικού και του εξωτερικού – η οποία «λυμαίνεται» ανεμπόδιστη στην επικράτεια της, υποχρεώνοντας τον εγχώριο πληθυσμό να πληρώνει κάθε είδους διόδια, για να περνάει από τους δρόμους που ο ίδιος χρηματοδότησε.
Η λύση αυτή είναι η συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση της χώρας – με την εκλογή ενός προέδρου απ’ ευθείας από το λαό, ο οποίος θα διορίζει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, με την ψήφιση των βασικών νόμων από τους ίδιους τους πολίτες (δημοψηφίσματα), με την εκλογή των μελών ενός κοινοβουλίου (εθνοσυνέλευση), τα οποία θα μπορούν να νομοθετούν αλλά θα απαγορεύεται να είναι στελέχη της κυβέρνησης, με την ανεξαρτησία των Θεσμών, με την απαγόρευση της κρατικής ενίσχυσης των κομμάτων, τα οποία τότε θα είναι «κοινωφελείς, μη κυβερνητικές οργανώσεις για την παραγωγή πολιτικής» κοκ.
Ουσιαστικά λοιπόν η μοναδική λύση είναι η αλλαγή του συντάγματος και η υιοθέτηση ενός νέου πολιτεύματος: της άμεσης δημοκρατίας.
Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε θα συνεχίσουν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί να κατηγορούν τα θύματα τους, ισχυριζόμενοι πως πρόκειται για φοροφυγάδες, θα επιμένουν κάποιοι ανεπαρκείς, ανίκανοι ή γενίτσαροι υπουργοί να «εμπαίζουν» τους πολίτες, ισχυριζόμενοι πως «τα πράγματα είναι απλά», θα κλιμακωθεί η λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας τόσο από την εγχώρια, όσο και από την ξένη «ελίτ», θα εξευτελίζεται στο διηνεκές η αξιοπρέπεια των Ελλήνων, θα εντείνεται η εξαθλίωση τους κοκ. – έως εκείνη τη στιγμή που θα αφελληνισθεί πλήρως η χώρα, θα «διαμελισθεί» ίσως για να κυβερνάται ευκολότερα ή θα εγκατασταθούν οι «επίλεκτοι» των εισβολέων μόνιμα στο εσωτερικό της.
Υστερόγραφο:
Εύλογα έχει στραφεί όλη η προσοχή των Ελλήνων στο οικονομικό δράμα που βιώνουν, στην οικονομική γενοκτονία καλύτερα που συντελείται στη χώρα τους, στην οποία έχουν αφενός μεν εισβάλλει οι δολοφόνοι των λαών, αφετέρου η τευτονική Γερμανία. Εν τούτοις, αυτό που ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ο αφελληνισμός, από τον οποίο απειλείται η πατρίδα μας - όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο κείμενο μας, τονίζοντας το εξής:
«Για πρώτη φορά στην μακραίωνη ιστορία της Ελλάδος υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η χώρα μας να εξαφανισθεί σαν έθνος – όπως συνέβη και με άλλους λαούς στο παρελθόν. Μήπως αλήθεια είναι προτιμότερη η χρεοκοπία από τον αργό, επώδυνο και σίγουρο θάνατο, καθώς επίσης από τον αφελληνισμό που προετοιμάζεται;»
Στα πλαίσια αυτού του κινδύνου, το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι εξαιρετικά σημαντικό – αφού, σύμφωνα με μελέτες, ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 300.000 μέσα σε δέκα μόλις χρόνια, στα 9,9 εκατομμύρια.
Με τη γήρανση των Ελλήνων δε στο ζενίθ (2,2 εκατομμύρια ή το 20% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών, γεγονός που μας κατατάσσει στην τρίτη θέση μετά τη Β. Κορέα και την Ιαπωνία) και τα παιδιά κάτω των 14 ετών στο ναδίρ (1.650.000 εκ. έναντι 2.250.000 πριν από 40 περίπου έτη), δεν είναι υπερβολικό να αναφέρεται κανείς σε μία άνευ προηγουμένου «φυλετική εκκαθάριση» - ενώ θεωρείται πως εάν ο πληθυσμός μειωθεί κάτω από τα 8 εκ., τότε η πιθανότητα εξαφάνισης του μέσα σε πενήντα έτη δεν είναι απίθανη.
Εάν τώρα συνυπολογίσουμε τα αποτελέσματα της πολιτικής λιτότητας που έχουν επιβάλλει οι ξένοι εισβολείς (τεράστια μείωση των γάμων και τρομακτικός περιορισμός των γεννήσεων, αυτοκτονίες, ανεργία, απαισιοδοξία, «φυγή» στα ναρκωτικά, εγκληματικότητα, μετανάστευση των Ελλήνων κοκ.), τότε είναι εμφανές πως οι προοπτικές γίνονται ακόμη πιο σκοτεινές. Πόσο μάλλον όταν ο αριθμός των (παράνομων κυρίως) μεταναστών πλησιάζει το 20% του συνολικού πληθυσμού της χώρας - με πολλές πιθανότητες να συνεχίσει αυξανόμενος.