Πεισιθάνατη Αριστερά

(...)
 ενώ τα κοινωνικά κινήματα αναβιώνουν, ενώ ριζοσπαστικοποιείται η κοινωνική δυσαρέσκεια, η Αριστερά υπό όλες τις εκδοχές της δεν ενισχύεται, αλλά φθίνει· αντίθετα, το ακροδεξιό Μέτωπο της Λεπέν εμφανίζεται ως πρώτος αποδέκτης της κοινωνικής δυσφορίας και της αντισυστημικής ζήτησης. Ομως αυτό δεν αποτελεί γαλλική ιδιομορφία, αλλά επεκτείνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, με μοναδική εξαίρεση τη χώρα μας.
(...)
Ενώ ολόκληρη η κοινωνία βρίσκεται σε πρωτοφανή αναβρασμό, με κινητοποιήσεις που υπερβαίνουν όλα τα πολιτικά κόμματα και εργατικά συνδικάτα, οι «εξουσιοδοτημένοι» (sic) εκπρόσωποι της Αριστεράς έχουν την αξίωση να διδάξουν στους απλούς ανθρώπους το πώς γίνεται και πού απαρέγκλιτα οδηγεί ο αγώνας για την επιβίωση, για την αξιοπρέπεια και την πραγματική δημοκρατία. Αλλα πράγματα επιθυμεί ο απλός πολίτης, για άλλα ομιλεί ο παραδοσιακός λόγος της Αριστεράς.
(...)



Συγκλονίζεται η Γαλλία από απεργιακά κινήματα, με επικεφαλής τους σιδηροδρομικούς και εργαζομένους στο χώρο του θεάματος. Ωστόσο, η σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν βρίσκει άλλο τρόπο να αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, παρά διακινώντας η ίδια το ενδεχόμενο του δικού της θανάτου.
Ο νεόφυτος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς και ο έμπειρος γενικός γραμματεύς του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ζαν-Κριστόφ Καμπαδελίς αξιώνουν να σταματήσουν οι απεργίες και κάθε κριτική από αυξανόμενη μερίδα των σοσιαλιστών βουλευτών, με το υποβολιμαίο επιχείρημα ότι η συνέχισή τους οδηγεί την Αριστερά στο θάνατο. Παράδοξο επιχείρημα, αφού τόσο οι απεργίες όσο και η κριτική σκέψη θα έπρεπε να ενισχύουν την Αριστερά, όχι να την αποτελειώνουν.

Ο πρώτος εξ αυτών επικαλείται τη θλιβερή επίδοση της γαλλικής Αριστεράς στις ευρωεκλογές, που ήταν η χαμηλότερη στην ιστορία της, με συνέπεια να σύρεται σήμερα στα πρόθυρα του θανάτου. Το αξιοθρήνητο αποτέλεσμα είναι αναμφισβήτητο, ωστόσο η χρήση του παραπειστική. Η σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν βρίσκει καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης των κοινωνικών κινημάτων και των ανοιχτά διαφωνούντων βουλευτών της, που σήμερα την απειλούν, παρά με τη δική της ανταπειλή ότι δήθεν θα αυτοκτονήσει. Ομως, για να αυτοκτονήσει κάποιος, πρέπει βρίσκεται στη ζωή. Οι νεκροί στερούνται του δικαιώματος να αυτοκτονούν.

Με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών επιβεβαιώθηκε ο «κλινικός θάνατος» όχι μόνον της κυβερνητικής Αριστεράς, αλλά επίσης και όχι λιγότερο της αριστερότερης συνιστώσας, του Αριστερού Μετώπου, υπό το ΚΚΓ και τον Μελανσόν. Τουλάχιστον ο τελευταίος και ο σοβαρότερος καταφεύγει σήμερα στην αφωνία και την κατάθλιψη. Παράδοξο είναι ότι ενώ τα κοινωνικά κινήματα αναβιώνουν, ενώ ριζοσπαστικοποιείται η κοινωνική δυσαρέσκεια, η Αριστερά υπό όλες τις εκδοχές της δεν ενισχύεται, αλλά φθίνει· αντίθετα, το ακροδεξιό Μέτωπο της Λεπέν εμφανίζεται ως πρώτος αποδέκτης της κοινωνικής δυσφορίας και της αντισυστημικής ζήτησης. Ομως αυτό δεν αποτελεί γαλλική ιδιομορφία, αλλά επεκτείνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, με μοναδική εξαίρεση τη χώρα μας.

Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, το παραδοσιακό δικομματικό σύστημα έχει καταρρεύσει, αλλά, πλην Ελλάδος, περισσότερο ενισχυμένη εξ αυτού αποβαίνει η Ακροδεξιά, παρά η Αριστερά, υπό όλες τις εκδοχές της. Ισως η ευρωπαϊκή Αριστερά υφίσταται και αυτή τη φθορά που της αναλογεί από τη συμμετοχή της στο πολιτικό σύστημα που σήμερα καταρρέει. Η σοσιαλιστική πλευρά, αντί να προσελκύει, διώχνει τον κόσμο της, στο μέτρο που υιοθετεί τις νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις». Ο πρωθυπουργός Βαλς δεν χάνει ευκαιρία να τονίζει ότι «η κυβέρνηση της Αριστεράς δεσμεύεται να πραγματοποιήσει τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις που ούτε η Δεξιά είχε το θάρρος να φέρει εις πέρας». Ομως, πόσο ελκυστικό είναι ένα πρόγραμμα που όχι μόνον καταστρέφει τις υλικές προϋποθέσεις της απλής επιβίωσης, αλλά ακόμη χειρότερα πλήττει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τις στοιχειώδεις έννοιες του πολίτη και της δημοκρατίας;

Στο σαρωτικό αντικοινωνικό πλαίσιο, η λεγόμενη Αριστερά της Αριστεράς ομιλεί μη ακουόμενη, «χαμένη στη μετάφραση», ανάμεσα στους απροσάρμοστους ιδρυτικούς μύθους και στον απαράκαμπτο κομματισμό των συνιστωσών της. Ενώ ολόκληρη η κοινωνία βρίσκεται σε πρωτοφανή αναβρασμό, με κινητοποιήσεις που υπερβαίνουν όλα τα πολιτικά κόμματα και εργατικά συνδικάτα, οι «εξουσιοδοτημένοι» (sic) εκπρόσωποι της Αριστεράς έχουν την αξίωση να διδάξουν στους απλούς ανθρώπους το πώς γίνεται και πού απαρέγκλιτα οδηγεί ο αγώνας για την επιβίωση, για την αξιοπρέπεια και την πραγματική δημοκρατία. Αλλα πράγματα επιθυμεί ο απλός πολίτης, για άλλα ομιλεί ο παραδοσιακός λόγος της Αριστεράς.

Ισως είναι αλήθεια ότι στην εποχή μας η αλλοτινή γοητεία της Αριστεράς δεν συναρπάζει, ίσως ακόμη και ο όρος «Αριστερά» περισσότερο απωθεί, παρά προσελκύει τους σημερινούς νέους. Ισως η παραδοσιακή έπαρση των «μυημένων» να πρέπει να παραχωρήσει τη θέση της στην ταπεινότητα, όχι πλέον αυτών που «διδάσκουν», αλλά αυτών που διδάσκονται από τη νέα κοινωνική πραγματικότητα. Και ακόμη περισσότερο: μέσα στη σημερινή κοινωνική λαίλαπα και τον αναπόφευκτο κατακερματισμό των κοινωνικών τάξεων, πόσο πρόσφορο είναι να προσηλώνεται κάποιος αποκλειστικά και εμμονικά στον «ταξικό χαρακτήρα» της κρίσης, αντί να απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας που σήμερα οδηγείται στο απόσπασμα;

Ακόμη μια φορά είναι επίκαιρη η αναφορά στον ίδιο τον Μαρξ, ο οποίος κατ' επανάληψιν υπογράμμιζε ότι σε στιγμές μείζονος κοινωνικής κρίσης, όταν ολόκληρη η κοινωνία ωθείται στην αποσύνθεση, το απλό ταξικό συμφέρον εμφανίζεται ως «συντεχνιακό» και η εργατική τάξη, για να βγει από την απομόνωση, οφείλει να πείθει ότι δεν αγωνίζεται μόνον για το δικό της συμφέρον, αλλά και για το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Οι απλοί πολίτες δεν είναι διόλου υποχρεωμένοι να φέρουν «επαναστατική προπαιδεία» ούτε «ταξική συνείδηση» και ίσως να μην τις αποκτήσουν ποτέ. Ομως, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν «παγώσει» οι κοινωνικές εξελίξεις ούτε ότι έχουν καταρρεύσει τα κοινωνικά αντανακλαστικά, όπως εύκολα αποφαίνονται οι κομματικοί υπεύθυνοι προκειμένου να συγκαλύπτουν τη δική τους αστοχία. Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνική αφύπνιση υπερβαίνει σήμερα κατά πολύ το μερίδιο της Αριστεράς από αυτήν.

Στο ραντεβού με την ιστορία, η ευρωπαϊκή Αριστερά βραδυπορεί, ενώ η κοινωνία επιταχύνει και δεν την περιμένει. Εάν η ελληνική Αριστερά αποτελεί σήμερα εξαίρεση στην Ευρώπη, ίσως αυτό οφείλεται στο ότι έχει επιτύχει να εκφράζει μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, αν και όχι όσο θα μπορούσε και θα όφειλε, παρά μόνο ένα ταξικά περιορισμένο τμήμα της.

Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ