Γκόοοολ!


(...)

«Ποδόσφαιρο: το πιο σημαντικό ασήμαντο πράγμα του κόσμου»
(...)
Η μπάλα, παρά τους βιασμούς που υφίσταται από τους άθλιους διακορευτές της, οι αιώνια ερωτευμένοι με την τέχνη και το πάθος του ποδοσφαίρου ξέρουν ότι συνεχίζει να υπάρχει. Αγνή, ζωντανή, στρογγυλή και απρόβλεπτη. Και ότι μπορεί να καταργήσει κάθε νόμο των πιθανοτήτων. Ξέρουν ότι στη μπάλα όλα μπορούν να συμβούν. Από το να πάρει η Εθνική το κύπελλο στην Πορτογαλία μέχρι να προκριθεί το τελευταίο δευτερόλεπτο στους «16» του Μουντιάλ της Βραζιλίας.
Στη μπάλα, όπως και στη ζωή, «όλα είναι δυνατά»! Ακόμα και η νίκη επί όσων μαγαρίζουν και τη μπάλα και τη ζωή μας. Αυτό είναι που δεν κατάλαβε ποτέ ο ¨ποδοσφαιροφάγος» Ουμπέρτο Εκο. Ευτυχώς το κατάλαβαν ο Ρίτσος, ο Χατζιδάκις και ο Αναγνωστάκης, ο Παζολίνι, ο Τσε Γκεβάρα, ο Βιμ Βέντερς, ο Μονταλμπάν και ο Γκαλεάνο. Το κατάλαβε ο Καμί όταν έλεγε πως «όσα έμαθα στη ζωή περί τιμής και καθήκοντος μου τα δίδαξε το ποδόσφαιρο». 
(...)


  
   Από το διάβασμα και μόνο του τίτλου, είμαστε βέβαιοι ότι οι «δυσκοίλιοι» ξεκίνησαν ήδη να ψιθυρίζουν όλο… ευφυΐα: «Μα δεν βλέπετε στη Βραζιλία τις διαδηλώσεις;». Τις βλέπουμε άνθρωπέ μου. Αυτό που εσύ δεν βλέπεις είναι ότι στη Βραζιλία δεν διαδηλώνουν ενάντια στο ποδόσφαιρο. Δεν διαδηλώνουν ενάντια στο παιχνίδι. Διαδηλώνουν ενάντια στη ληστεία της FIFA και στην ενδοτικότητα της εκεί κυβέρνησης απέναντί της.
   «Και τι έγινε που ο Σαμαράς (σ.σ.: ο Γιώργος, εννοείται…) έβαλε το πέναλτι, μήπως σωθήκαμε από το Μνημόνιο;» - επιμένει ο «δυσκοίλιος».  Όχι άνθρωπέ μου, δεν σωθήκαμε από τα Μνημόνια. Ούτε η πρόκριση ήταν προαπαιτούμενο για καμιά δόση από την… τρόικα. Τίποτα δεν άλλαξε. Όπως δεν άλλαξε και η τύχη των Φόκλαντ που ποτέ δεν πέρασαν στην Αργεντινή επειδή ο Μαραντόνα ντρίμπλαρε όλη την εθνική Αγγλίας και της τo «κάρφωσε». Αλλά αυτό δεν μας απαγορεύει να φωνάξουμε: «Γκόοοολ»!  
   Τελικά, ύστερα από τόνους τέτοιας και παρόμοιας διανοουμενίστικης «δυσκοιλιότητας» κατά του ποδοσφαίρου όλες οι θεωρίες περί «οπίου του λαού» και οι βαρύγδουπες «αναλύσεις», που δεν μπορούν να διακρίνουν το παιχνίδι από τους «αφεντάδες» του, γίνονται σμπαράλια από μια και μόνο ατάκα του Αλ Πατσίνο: «Η μπάλα δεν είναι δα και η ζωή. Είναι κάτι πολύ περισσότερο»!
   Όσο για  τον Μπιλ Σάνκλι, αυτή τη μεγάλη μορφή του αγγλικού ποδοσφαίρου και αναμορφωτή της Λίβερπουλ, είχε το «θράσος» να «διαβεβαιώνει» τους επικριτές του ποδοσφαίρου ότι το ποδόσφαιρο «δεν είναι ένα απλό ζήτημα ζωής και θανάτου. Είναι κάτι πολύ ανώτερο»!
   Η μπάλα είναι ο τελευταίος ίσως συλλογικός μηχανισμός της ταύτισης του «εγώ» με το «εμείς». Κανένα άλλο παιχνίδι δε μετατράπηκε σε οικουμενική γλώσσα όπως το ποδόσφαιρο. Κανένα άλλο παιχνίδι δεν κατόρθωσε να κάνει να χαίρονται ταυτόχρονα (αν και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) τόσο οι «νονοί» της FIFA όσο και ο Νέλσον Μαντέλα, μόλις ανακοινώθηκε ότι το Μουντιάλ του 2010 θα γινόταν στη Νότια Αφρική. Κανένα άλλο παιχνίδι δεν κατάφερε να εκπροσωπήσει κοινωνικές τάξεις και κόμματα, και δεν κατόρθωσε να βγαίνει αλώβητο και αθώο στη συνείδηση της κερκίδας παρά τα νταραβέρια του με τον κάθε Κοσκωτά ή με τον κάθε Μπερλουσκόνι. 
Στο ποδόσφαιρο, αποκρυσταλλώνεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο η σχέση του «εγώ» με το «εμείς». Στο ποδόσφαιρο όπως και στη ζωή, ο ατομισμός πληρώνεται. Το άτομο γίνεται χρήσιμο μόνο αν υποτάξει το «εγώ» του στο «εμείς». Στην αντίθετη περίπτωση, είτε γελοιοποιείται είτε χαντακώνει την ομάδα. Αυτό δε σημαίνει ότι το στοιχείο της προσωπικότητας ακυρώνεται στο ποδόσφαιρο. Ίσα ίσα, εδώ ακριβώς έχουμε μια εκπληκτική έκφραση του διαλεκτικού νόμου της «ενότητας και της πάλης των αντιθέτων»: Το στοιχείο της προσωπικότητας παίζει καθοριστικό ρόλο, είτε ανήκεις στις ποδοσφαιρικές «ιδιοφυΐες» είτε ανήκεις στους «μοιραίους» παίκτες. Μόνο που αυτή η προσωπικότητα, αυτός ο εγωισμός, δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί πέρα και έξω από την ομάδα. Για να «τελειοποιηθεί», πρέπει να συνεργαστεί με δέκα ακόμα διαφορετικά «εγώ», να αποδομηθεί, να καταστραφεί για να μπορέσει να πετύχει και να αποθεωθεί. Όπως και στη ζωή.
   Μια τόσο δημοφιλής υπόθεση, όπως το ποδόσφαιρο, δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από εκείνους που θέλουν να καθορίζουν τις ζωές των ανθρώπων. Εταιρείες, κυβερνήσεις, κοινωνικοί σχηματισμοί προσπαθούν, αξιοποιώντας το μηχανισμό της ταύτισης με την άλφα ή βήτα ποδοσφαιρική ομάδα, σε συλλογικό ή εθνικό επίπεδο, να κερδίσουν προσεταιριζόμενοι την «πελατεία» του αθλήματος.
Πρώτον, γιατί οι τεράστιες μάζες των ανθρώπων που παθιάζονται με την μπάλα αποτελούν ταυτόχρονα τεράστιες, και ως εκ τούτου, κερδοφόρες αγορές.Δεύτερον, γιατί σε ένα άθλημα με τέτοια απήχηση η δυνατότητα να επιβάλλεις τη δύναμή σου, τα συμφέροντά σου, να προκαθορίζεις και να ελέγχεις την εξέλιξή του συνιστά ένα παιχνίδι εξουσίας.
Από δω και πέρα είναι που αρχίζει το παιχνίδι να γίνεται σικέ. Όπως και στη ζωή, έτσι και στο ποδόσφαιρο, όσο πιο τερατώδης γίνεται η δύναμη των ισχυρών, τόσο πιο εξόφθαλμο γίνεται το στήσιμο.
   Το ποδόσφαιρο είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Ακόμα κι αν αυτό δεν το καταλαβαίνουν όσοι δε θέλουν να το καταλάβουν, το καταλαβαίνουν οι πολυεθνικές. Αλλιώς, δε θα είχαν ρίξει τα νύχια τους επάνω στο ποδόσφαιρο. Το αντιλαμβάνονται οι επιχειρηματικοί κολοσσοί που ενσωματώνουν το ποδόσφαιρο στις μπίζνες τους. Το διαπιστώνουν και το εκμεταλλεύονται οι κυβερνήσεις, οι μαφιόζοι, οι τζογαδόροι, ο υπόκοσμος και οι VIPs...
   Το ποδόσφαιρο, το σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι μια υπόθεση διαπλοκής, οικονομικών συμφερόντων, πολιτικής και ιδεολογικής εκμετάλλευσης.
Το ποδόσφαιρο –ιδιοκτησία πλέον στα χέρια των προυχόντων, που αντιμετωπίζουν τους παρίες των κερκίδων σαν άτομα μειωμένης αντίληψης και σίγουρα μειωμένων κοινωνικών δικαιωμάτων– μετατρέπεται σε ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο «συναίνεσης». Η μπάλα, που παίζεται από τα σοκάκια του βομβαρδισμένου Ιράκ μέχρι τα ιδιωτικά γήπεδα των τραπεζών της Ζυρίχης, το ποδόσφαιρο, αυτός ο σύγχρονος «ναργιλές» αποχαύνωσης και ορόσημο μιας κάποιας ανύπαρκτης αταξικής κοινωνίας, ξαναπαίζει το ρόλο που ήθελαν οι εργοστασιάρχες στην πρώιμη φάση του: Βάλιουμ εκτόνωσης των παθών των πολλών. Νυστέρι λοβοτομής και αποπροσανατολισμού. Ένας τόπος επιβολής –μέσα και έξω από το γήπεδο– της δικτατορίας των «εχόντων και κατεχόντων».
   Σήμερα, την εποχή του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, η διαπλοκή του ποδοσφαίρου με τους οικονομικούς άρχοντες έχει πάρει απίθανες διαστάσεις. Έτσι λειτουργεί η «ελεύθερη αγορά». Οτιδήποτε αποτελεί «προϊόν» που μπορεί να πουληθεί στις μάζες το κατακτά. Το αλώνει. Το κουρσεύει. Και μετά το πουλά. Έτσι κερδίζει διπλά. Κερδίζει και ιδεολογικά και οικονομικά.
  Ωστόσο, το ποδόσφαιρο, ως παιχνίδι, δε φταίει τίποτα για όλα αυτά. Οσο κι αν ασφυκτιά από την ποδηγέτησή του από τους κάθε λογής «παράγοντες», θα έχει πάντα για το ανθρώπινο είδος την αξία που του αποδίδει ο Γάλλος συγγραφέας Ζιροντού: «Το ποδόσφαιρο είναι ο βασιλιάς των σπορ... Όλα τα μεγάλα παιχνίδια του ανθρώπου είναι παιχνίδια με μπάλα... Στη ζωή μας η μπάλα είναι το πράγμα εκείνο που ξεφεύγει ευκολότερα από τους νόμους... Έχει την ιδιότητα κάποιας δύναμης που δεν μπορεί κανένας να τη δαμάσει απόλυτα».
   Ναι λοιπόν! Παρά την καπηλεία που έχει υποστεί, παρά το σφετερισμό του από τους «άμπαλους» του χρήματος, παρά την βρωμιά που κρύβεται πίσω από την βιομηχανία του θεάματος, το ποδόσφαιρο είναι αθώο! Το ποδόσφαιρο δεν φταίει σε τίποτα. Γι’ αυτό το λατρεύουν και θα το λατρεύουν στις φαβέλες.
   Το ποδόσφαιρο είναι αθώο και πάντα μια μπάλα θα φτάνει για να το αποδείξει! Μια μπάλα θα είναι αρκετή για να γίνεται πάλι το ποδόσφαιρο παιχνίδι! Μια μπάλα, μερικά πανιά δεμένα, οτιδήποτε μοιάζει στρογγυλό, είναι αρκετό για να πάρει φωτιά η αλάνα, το σοκάκι, η αυλή, ο δρόμος, για να αντηχήσει η πιο διαδεδομένη γλώσσα στον κόσμο: Η γλώσσα του ποδοσφαίρου. Αυτό το παγκόσμιο παιχνίδι είναι παντού, κάθε στιγμή, κάθε μέρα προσιτό σε όλους.
   Πριν χρόνια το πρακτορείο Magnum οργάνωσε μια περίφημη φωτογραφική έκθεση με τίτλο: «Πλανήτης Ποδόσφαιρο». Πράγματι, ζούμε σε έναν πλανήτη όπου: «Σε τόπους πολιτικών κρίσεων, στο πεδίο της μάχης, σε μικροαστικές αυλές, στις άθλιες παραγκουπόλεις της Λατινικής Αμερικής, στις ευρωπαϊκές πλαζ, στους κύκλους των λουόμενων ινδουιστών στον Γάγγη, σε πάρκινγκ, σε αυλές ιταλικών μοναστηριών», όπου κι αν ταξιδέψεις συναντάς το ποδόσφαιρο. Το συναντάς «στην παιγνιώδη διάθεση των νεαρών μουσουλμάνων γυναικών που παίζουν ποδόσφαιρο κουκουλωμένες με την μπούρκα, στη στοργή που δείχνει ο ποδοσφαιρόφιλος στο μικρό του γιο (...) στα ξυπόλητα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο στο Καμερούν, στη χαρά των νεαρών Ιρλανδών ιερέων που βγάζουν τα ράσα για να παίξουν ποδόσφαιρο» (Γ. Καρουζάκης, «Φωτογραφίες στη γλώσσα του ποδοσφαίρου», Ελευθεροτυπία, 6/10/2004).
 Ναι, το ποδόσφαιρο είναι παντού. Ανήκει σε όλους. Όπως και η ζωή. Κι ας το καρπώνονται οι λίγοι. Όπως και τη ζωή. Η μπάλα μοιάζει με τη ζωή. Εκεί οφείλεται η βασιλεία της. Στην μπάλα (όπως και στη ζωή) που την κλωτσούν οι αεριτζήδες και την λυμαίνονται οι παράγοντες. Που την ξεφουσκώνουν οι μεγιστάνες και το ιερατείο της UEFA και της FIFA. Που της ρουφάνε την ψυχή στήνοντας το παιχνίδι στα μέτρα της διαφημιστικής αρένας και της χρηματιστηριακής φούσκας. Στη μπάλα, σ’ αυτή η «θρησκεία» που όταν ξεχνιέται πως «θεός» της δεν είναι ο εκάστοτε πρόεδρος της εκάστοτε ΠΑΕ τότε… «χάνεται η μπάλα», με οργάνωση, με σχέδιο, με πειθαρχία, με ταλέντο, με κόπο, με ιδρώτα, με αγώνα, όλα είναι πιθανά! Όπως και στη ζωή!
   Η μπάλα, παρά τους βιασμούς που υφίσταται από τους άθλιους διακορευτές της, οι αιώνια ερωτευμένοι με την τέχνη και το πάθος του ποδοσφαίρου ξέρουν ότι συνεχίζει να υπάρχει. Αγνή, ζωντανή, στρογγυλή και απρόβλεπτη. Και ότι μπορεί να καταργήσει κάθε νόμο των πιθανοτήτων. Ξέρουν ότι στη μπάλα όλα μπορούν να συμβούν. Από το να πάρει η Εθνική το κύπελλο στην Πορτογαλία μέχρι να προκριθεί το τελευταίο δευτερόλεπτο στους «16» του Μουντιάλ της Βραζιλίας.
   Στη μπάλα, όπως και στη ζωή, «όλα είναι δυνατά»! Ακόμα και η νίκη επί όσων μαγαρίζουν και τη μπάλα και τη ζωή μας. Αυτό είναι που δεν  κατάλαβε ποτέ ο ¨ποδοσφαιροφάγος» Ουμπέρτο Εκο. Ευτυχώς το κατάλαβαν ο Ρίτσος, ο Χατζιδάκις και ο Αναγνωστάκης, ο Παζολίνι, ο Τσε Γκεβάρα, ο Βιμ Βέντερς, ο Μονταλμπάν και ο Γκαλεάνο. Το κατάλαβε ο Καμί όταν έλεγε πως «όσα έμαθα στη ζωή περί τιμής και καθήκοντος μου τα δίδαξε το ποδόσφαιρο».  
   Να γιατί το ποδόσφαιρο είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό παιχνίδι. Η φράση του Γάλλου αναλυτή Κριστιάν Μπρομπερζέ είναι αξεπέραστη:«Ποδόσφαιρο: το πιο σημαντικό ασήμαντο πράγμα του κόσμου».
   Ναι, τελικά, το ποδόσφαιρο είναι αθώο. Κι όποιος δεν το καταλαβαίνει, ας κάνει το πείραμα: Ας πάρει μια μπάλα κι ας την πετάξει σε οποιονδήποτε πιτσιρικά, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη – και αμέσως μετά ας κοιτάξει το παιδί στα ευτυχισμένα του μάτια. Τόσο αθώο είναι το ποδόσφαιρο...

  Νίκος Μπογιόπουλος 





Σ  Χ  Ε  Τ  Ι  Κ  Α


1.





2.


Μανόλης Αναγνωστάκης:
''Ένα συγκλονιστικό κείμενο για το ποδόσφαιρο''

Στην ‘Αυγή’ της 28ης Οκτωβρίου 1984, δημοσιεύτηκε ένα κείμενο-ωδή στην μεγάλη ομάδα του Άγιαξ που επηρέασε όσο ελάχιστες την εξέλιξη του ποδοσφαίρου. Ο τίτλος του είναι «Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ». Το κείμενο υπέγραφε κάποιος Α. Καμής ψευδώνυμο που αρκετά χρόνια μετά αποδείχτηκε ότι ανήκε στον ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη, που όπως και ο φιλόσοφος-συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ (που έχοντας αγωνιστεί σαν τερματοφύλακας σε παιδικές ομάδες είχε δηλώσει «έχοντας δοκιμάσει αμέτρητες εμπειρίες, μπορώ να πω με σιγουριά ότι όσα ξέρω για την ηθική και τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, τα οφείλω στο ποδόσφαιρο», ενώ δεν είχε διστάσει να παραδεχτεί ότι θα διάλεγε χωρίς δεύτερη σκέψη το ποδόσφαιρο απ’ το θέατρο) απ’ τον οποίο εμπνεύστηκε το ψεύτικο όνομα, ήταν απ’ τους μεγαλύτερους ποδοσφαιρόφιλους του λογοτεχνικού χώρου.

...Υπάρχουν άνθρωποι μ‘ έναν και μοναδικό έρωτα στη ζωή τους. Έχουν γνωρίσει πολλές γυναίκες, τις αγάπησαν, η γυναίκα δεν έπαψε ποτέ να τους συγκινεί, αλλά κάποτε γνώρισαν το μεγάλο, το μοναδικό έρωτα – ύστερα, όλες οι άλλες τους φαίνονται… απλές οδοντόκρεμες.
«Όμορφη ‘σαι και καλή ‘σαι μα Πεντάμορφη δεν είσαι…»
Γιατί η σύγκριση γίνεται με την Πεντάμορφη, τη Μοναδική!
Φίλοι του ποδοσφαίρου, όσοι τρέχετε ακόμα κάθε Κυριακή στα γήπεδα, ή καθισμένοι στην αναπαυτική σας πολυθρόνα μπουχτίσατε να βλέπετε στη μικρή οθόνη τα διεθνή «μεγαθήρια» που πληθωρικά γνωρίσαμε τον τελευταίο καιρό – βάλτε μια στιγμή το χέρι στην καρδιά, όσοι έχετε ξεπεράσει το φράγμα του φανατισμένου και τυφλού οπαδού ή του άκριτου φιλοθεάμονα και αναρωτηθείτε: μα είναι ποδόσφαιρο αυτό που βλέπω; Καλές ομάδες, δε λέω, μαχητικοί οι Βέλγοι, σταθερή η Λίβερπουλ, τεχνίτρα η Γιουβέντους, σκληροτράχηλη η Μπάγερν – αλλά, αλλά, αλλά, ποιό το διαφορετικό; (Θυμάμαι την πικρόχολη κουβέντα ενός φίλου, έμπειρου γερόλυκου των γηπέδων: «Καλή η Άρσεναλ. Ένα διεθνές φορμαρισμένο Αιγάλεω»).
Γιατί αυτές οι αναπόφευκτες συγκρίσεις; Γιατί αυτή η αίσθηση μιας μονοτονίας, μιας επανάληψης, κάθε φορά που βλέπουμε έναν πολυδιαφημισμένο αγώνα με τις επίχρυσες βεντέτες; Γιατί αυτή η πικρή γεύση της στασιμότητας, της έλλειψης του πρωτόγνωρου, η αυθόρμητη αντίδραση: «πάμε να φύγουμε, σε αυτό το σημείο είχαμε έρθει και στο προηγούμενο έργο»;
Γιατί, φίλοι που ζήσαμε και γεράσαμε στα γήπεδα, ψάχνοντας όχι μόνο τη νίκη, όχι μόνο τους πανηγυρισμούς, όχι μόνο τη δύναμη, την τεχνική ή τον εντυπωσιασμό, αλλά πάντα το κάτι άλλο, την πνοή που μεταβάλλει ένα «ομαδικό παιχνίδι» σε έργο τέχνης, ανεπανάληπτο όπως όλα τα γνήσια έργα τέχνης – γιατί, φίλοι, το βρήκαμε κάποτε αυτό το όνειρο και τώρα μας καταδιώκει και θέλουμε να το ξαναζήσουμε και δε βολεί να το ξαναζήσουμε.
Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, παραμερίστε. Περνά η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων (αυτή η πραγματική Κυρία κι όχι οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών) περνά, ο μεγάλος Άγιαξ!
Όσοι αγαπήσαμε με τη φλόγα του έφηβου ερωτευμένου αυτή την υπεργήινη Bella Dona δεν μπορούμε πια να την ξεχάσουμε.
Δεν κράτησε πολύ η αστραποβολή της. Γιατί όλα τα καταυγαστικά όνειρα δεν κρατούν πολύ. Γιατί όλες οι πρωτοπορίες, που ανατρέπουν όλα τα γερασμένα κατεστημένα και τις χρυσές μετριότητες, περνούν σαν αστραπή, αλλά όσοι δουν τη λάμψη τους δεν την ξεχνούν ποτέ. Γιατί μια επανάσταση δεν έχει κατά κανόνα αντάξιους επιγόνους.
Δεν απέκτησε -λένε- «τίτλους» και διεθνείς διακρίσεις, όσοι μετρούν τις αξίες με τα συσσωρευμένα μετάλλια και τις μπακάλικες προδιαγραφές. Δεν είχε -λένε- συνεχιστές. Μα, μήπως κληρονομιέται η ιδιοφυΐα;
Ο,τι υπήρξε πριν από τον Άγιαξ -το συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά- υπήρξε η προϊστορία του ποδοσφαίρου. Μετά τον Άγιαξ φάνηκε πως υποχρεωτικά πια άνοιγε η ιστορία.
Δεν άνοιξε. Άνοιξε το αλισβερίσι των συστημάτων της κυριαρχίας του κόουτς-σκηνοθέτη, των αγοραπωλησιών και των λεγεωνάριων. Το θέαμα συνεχίζεται, συναρπαστικό -πάντα η πάλη για τη νίκη είναι συναρπαστική-, εντυπωσιακό, αλλά χωρίς το νακ. Αυτό το νακ που άστραψε πριν δέκα χρόνια σαν μετέωρο κι έσβησε πρόωρα, αφού διέγραψε την εκτυφλωτική τροχιά του. Έσβησε. Γιατί τα παιδιά του έκαναν φύλλα φτερά. Το διεθνές ποδοσφαιρικό δουλεμπόριο μοίρασε το δεμάτι σε χωριστά καλάμια. Ένα εδώ, ένα εκεί. Και τα καλάμια, μόνα τους στους αφιλόξενους κάμπους, λύγισαν κι έσπασαν. Γιατί μόνο το δεμάτι ήταν η ποίηση. Και αυτή χάθηκε για πάντα από τα γήπεδα.
«Χορταίνουμε» μπάλα τώρα κάθε Κυριακή και Τετάρτες. Συγκινούμαστε, ενθουσιαζόμαστε πάλι, παρασυρόμαστε πού και πού, θαυμάζουμε τους καινούριους γκολτζήδες. Αλλά η υπέροχη γοητεία πια δεν υπάρχει. Την πήραν μαζί τους κι έφυγε, όπως φεύγουν όλα τα μοναδικά και ανεπανάληπτα, οι εκθαμβωτικοί Ολλανδοί.
Τώρα βασιλεύει η δυναστεία των συστημάτων, τα γκολ που μετρούν εντός και εκτός, οι υπολογισμοί και τα τεφτέρια.
Θα μας ξαναθυμίσει άραγε κάποιος καμιά πάλι φορά πως το ποδόσφαιρο δεν είναι πια απλώς τεχνική, δεν είναι πια απλώς δύναμη, δεν είναι άθροισμα από εξωνημένες βεντέτες;
Θα μας θυμίσει πάλι κανείς την έμπνευση, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό που γίνεται σοφία και τη σοφία που φαντάζει σαν αυθορμητισμός, το ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο Τέχνης, όπως μας απέδειξαν και μας το δίδαξαν οι νέοι Νιζίνσκι της δεκαετίας του 70;

Βίβα για πάντα, Άγιαξ

ΠΗΓΗ:
http://www.pas.gr/forum/index.php?topic=2411.msg58313#msg58313