Λευκάδιος Χερν: Ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας με το ελληνικό αίμα



110 χρόνια μετά τον θάνατο του Λευκάδιου Χερν, του Ευρωπαίου που αγάπησαν όσο κανέναν άλλο οι Ιάπωνες, η ιδιαίτερη πατρίδα του η Λευκάδα τον τιμά με την δημιουργία του πρώτου ευρωπαϊκού μουσείου αφιερωμένο σε αυτόν

Ακόμα και αυτοί που δεν έχουν ιδέα για τον εσωστρεφή πολιτισμό της Ιαπωνίας, γνωρίζουν ότι οι Δυτικοί αντιμετωπίζονταν στο παρελθόν με τρομερή δυσπιστία, αν όχι με εχθρότητα. Ο λόγος ήταν πως οι ντόπιοι περιφρονούσαν όποιον δεν προερχόταν από μια χώρα που να έχει ιστορία με βάθος χρόνου.
Μπορούσε να μοιραστεί την καθημερινότητά τους, ακόμα και να ζήσει στον τόπο τους, αλλά παρέμενε πάντοτε ένα ξένο σώμα. Μια εξαίρεση υπήρξε σε αυτόν τον κανόνα. Ο γεννημένος στην Λευκάδα, Λευκάδιος Χερν, γιος ενός Ιρλανδού και μιας Κυθήριας, όχι μόνον κατανόησε σε βάθος την ψυχή τους αλλά έγινε ο εθνικός τους ποιητής.
Σήμερα, 110 χρόνια μετά τον θάνατό του, παραμένει η πιο σεβάσμια μορφή των γραμμάτων στην Ιαπωνία αλλά και ένας σύνδεσμος με την Ελλάδα. Πριν από μερικές ημέρες μάλιστα έγινε μια σειρά εκδηλώσεων στο νησί του Ιονίου αλλά άνοιξε και ένα μουσείο αφιερωμένο στην ζωή και το έργο του, το πρώτο στην Ευρώπη. Πρώτες εκδόσεις, σπάνια βιβλία και ιαπωνικά συλλεκτικά αντικείμενα θα απαρτίζουν τα εκθέματα του «Ιστορικού Κέντρου Λευκάδιου Χέρν» το οποίο στεγάζεται σε ανακαινισμένη αίθουσα, στο ισόγειο του κτιρίου του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Λευκάδας. Με τη βοήθεια φωτογραφιών, κειμένων, εκθεμάτων και διαδραστικών εφαρμογών, ο επισκέπτης θα περιηγηθεί στις σημαντικές στιγμές της εντυπωσιακής ζωής του Λευκάδιου Χερν αλλά και στους πολιτισμούς της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ιαπωνίας, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, μέσα από το ανοιχτό μυαλό των διαλέξεων, των κειμένων και των ιστοριών του Χερν.

Το πιο σπουδαίο πράγμα που έκανε παρότι δεν έζησε πολύ στην Απω Ανατολή, είναι πως διαισθάνθηκε το τέλος μιας εποχής, την έλευση του εκδυτικισμού που θα άλλαζε για πάντα το πρόσωπο της χώρας. Εγραφε το 1893: “Ο “κόσμος του ηλεκτρισμού, του ατμού και των μαθηματικών είναι ψυχρός και άδειος”, βλέποντας ότι η πρόοδος θα εξαφάνιζε γρήγορα την προσκόλληση στην παράδοση, που μέχρι τότε ήταν το μέτρο για τα πάντα. Αν και έζησε μονάχα 54 χρόνια, ο βίος του Λευκάδιου Χερν υπήρξε μυθιστορηματικός από κάθε άποψη.
Γεννήθηκε στη  Λευκάδα το 1850 από Ελληνίδα μητέρα και πατέρα Ιρλανδό. Δεύτερος γιος του Καρόλου Χερν και της Ρόζας Κασιμάτη. Η μητέρα του ήταν ευγενούς καταγωγής κόρη του Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα ενώ ο πατέρας του στρατιωτικός χειρουργός στο Βρετανικό Σώμα στα Επτάνησα είχε γεννηθεί στο Δουβλίνο. Στα Κύθηρα, υπάρχει ακόμα το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ο Χερν.
Η οικογενειακή θαλπωρή δεν διήρκεσε πολύ. Ο πατέρας του πήρε μετάθεση για τις δυτικές Ινδίες και έτσι δυο χρόνια αργότερα ο μικρός Λευκάδιος ταξίδεψε με τη μητέρα του στην Ιρλανδία για να ζήσουν με την οικογένεια του πατέρα του. Η μητέρα του αντιμετώπιζε δυσκολίες προσαρμογής στην ξένη χώρα  αλλά και με τους συγγενείς του συζύγου της. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, μάλιστα, ο πατέρας με κάποιο νομικό πρόσχημα κήρυξε τον γάμο του εκτός ισχύος και η Ελληνίδα επέστρεψε στην πατρίδα της, έχοντας αφήσει πίσω τα παιδιά της.
Ο αποχωρισμός από την μητέρα του, ήταν κάτι που σημάδεψε τον Χερν για την υπόλοιπη ζωή του. Υπήρξε το πιο καθοριστικό του βίωμα και κάτι που δεν ξεπέρασε ποτέ καθώς δεν ξαναείδε την μάνα του. Ηταν μόλις πέντε ετών και ήδη ο κόσμος του είχε γεμίσει από φαντάσματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το συγγραφικό του έργο στην Ιαπωνία αποτύπωσε τους θρύλους, την αίσθηση του μεταφυσικού.
Το ντροπαλό παιδί άρχισε να αποκτά αυτοπεποίθηση οταν πήγε στο σχολείο και ανακάλυψε τα βιβλία. Εκεί αισθάνθηκε ότι βρήκε επιτέλους έναν δικό του χώρο έμπνευσης και ύπαρξης Κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού έχασε το ένα μάτι του. Από τότε κλείστηκε στον εαυτό του.
Σε ηλικία 19 ετών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική, αφού στην ουσία δεν είχε στενούς συγγενείς για να φροντίζει ή να τον φροντίζουν, με την στενή έννοια της οικογένειας. Για ένα χρονικό διάστημα έζησε κάτω από συνθήκες ακραίας φτώχειας. Η έφεσή του στα γράμματα που εξασφάλισε μια θέση στην εφημερίδα Cincinnati Daily Enquirer. Γρήγορα ξεχώρισε για την γραφή και την αντίληψή του. Η περιπλάνησή του στην Αμερική συνεχίστηκε, καθώς ανακάλυψε και άλλες πόλεις όπως η Νέα Ορλεάνη - η οποία του έκανε μεγάλη εντύπωση - αλλά και η Νέα Υόρκη.
Ανήσυχος και ουσιαστικά μόνος στην ζωή, τα ταξίδια ήταν μια φυσική διέξοδος, μια αναπόφευκτη κατάληξη. Το 1889 βρέθηκε σαν ανταποκριτής στην χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Βρήκε δουλειά ως καθηγητή της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη βορειοδυτική Ιαπωνία. Ο Χερν συνάντησε έναν καινούριο κόσμο, παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι. κόρη οικογένειας σαμουράι, των Κοϊζούμι που είχαν ξεπέσει με την καταστροφή που επέφερε σε αυτήν την κοινωνική τάξη η νέα πορεία της Ιαπωνίας. Πήρε το όνομα της συζύγου του και από Λευκάδιος Χερν και ονομάστηκε Κοϊζούμι Γιάκουμο. Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά.
Η φύση, τα μνημεία, οι θρύλοι, οι κώδικες συμπεριφοράς, οι άνθρωποι της Ιαπωνίας ήταν για τον Χερν, αντικείμενο μελέτης και περισυλλογής. Εσκυψε με σεβασμό και αγάπη στην χώρα και τις παραδόσεις της, έγινε ένας από αυτούς, πήρε ακόμα και την υπηκοότητα. Τα γραπτά του αναδίδουν την ξεχωριστή φυσιογνωμία του τόπου και οι μεταφράσεις τους συνέβαλαν στο να αποκτήσουν οι δυτικοί την αίσθηση της χώρας. Δικαίως θεωρείται ο εθνικός τους ποιητής.

  Μαργαρίτα Πουρνάρα

http://news247.gr/eidiseis/weekend-edition/leykadios_xern_o_ethnikos_poihths_ths_iapwnias_me_to_ellhniko_aima.2913435.html




Σ Χ Ε Τ Ι Κ Α

1.

 Συνέντευξη του κ. Bon Koizumi και της συζύγου του κ. Shoko Koizumi 

  Tον Ιούλιο του 2014 πρόκειται να γίνουν στη Λευκάδα εκδηλώσεις αφιερωμένες στην επέτειο των 110 χρόνων από το θάνατο του Λευκάδιου Χερν. Ο κ. Bon Koizumi και η σύζυγός του κ. Shoko το περασμένο καλοκαίρι επισκέφτηκαν την Ελλάδα και τη Λευκάδα, τη γενέτειρα του Λευκάδιου Χερν, για τις προετοιμασίες και μάς έδωσαν συνεντεύξεις ξεχωριστά. Ο κ. Bon Koizumi είναι δισέγγονος του Λευκάδιου Χερν (Yakumo Koizumi/1850-1904), λαογράφος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Shimane Junior College, καθώς και σύμβουλος του Μουσείου Λ.Χερν. Μαζί με τη σύζυγό του κ. Shoko Koizumi δραστηριοποιείται έντονα για την ανάπτυξη των διεθνών πολιτιστικών σχέσεων της πόλης Ματσούε στην Ιαπωνία. 

    


  
Ερώτηση: Τι σημαίνει για σας ο Λευκάδιος Χερν;

κ. Bon:
Για μένα η σημασία του Χερν αλλάζει ανάλογα με την ηλικία μου.
Όταν ήμουν 8-9 ετών, μάς επισκέφτηκε ένας εκδότης που ήθελε να εκδώσει μία σειρά βιογραφικών βιβλίων του Χερν για παιδιά κι εγώ πόζαρα στην αυλή του σπιτιού κρατώντας ένα κομμάτι από τα ενθύμια του Χερν: ένα τηλεσκόπιο. Τότε, για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι είμαι απόγονος ενός διάσημου συγγραφέα. Αργότερα, η αγάπη μου για τα ταξίδια με οδήγησε στις σπουδές λαογραφίας και όταν έκανα το μεταπτυχιακό μου, είχα την ευκαιρία να διαβάσω μία διατριβή σ’ ένα αμερικανικό περιοδικό λαογραφίας με τίτλο «Λευκάδιος Χερν, ο λαογράφος της Αμερικής», που με χτύπησε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ένιωσα ένα βαθύ σεβασμό προς τον επιστήμονα που εκπόνησε μια τόσο πρωτοποριακή μελέτη πάνω σε λαογραφικά θέματα.
Moυ φαίνεται πως έχει δίκιο ο Yonejiro Noguchi, πατέρας του γλύπτη Isamu Noguchi, που έχει πει για τον προπάππου μου Λευκάδιο Χερν, γεννημένο στη Λευκάδα, ότι ήταν ένας «προφήτης». Κι αυτό γιατί ο Χερν πάνω από εκατό χρόνια πριν μάς έχει αφήσει διδάγματα που ισχύουν και στη σημερινή κοινωνία, όπως «η αναγκαιότητα για συμβίωση με τη φύση», «η σημασία να διατηρείς τη ζωή απλή», «η σημασία να ακονίζεις τις πέντε αισθήσεις», «η αποστολή της εκπαίδευσης» και άλλα πολλά.

κ. Shoko:
Με δύο λόγια, θα έλεγα ότι είναι ο άνθρωπος που αξίζει να μεταδώσουμε αυτούσιο στις επόμενες γενιές. Κι αυτό γιατί υπάρχουν πολλά που μπορούμε και πρέπει να διδαχθούμε από τα λόγια του Χερν.
Πιστεύω ότι ο Χερν μας βοηθά, μέσα από ερωτήματα που ο ίδιος θέτει, να ξαναδούμε το «εγώ», τον εαυτό μας που ζει σε αυτό το σύμπαν, μέσα από ποικίλες οπτικές γωνίες.

Ερώτηση: Τι σημαίνει για σας το γεγονός ότι είσαστε ο δισέγγονος του Yakumo Koizumi (Λευκάδιος Χερν); 

κ. Bon:
Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να μπαίνει στο κέντρο της προσοχής η έννοια των «πολιτιστικών πόρων». Πρόκειται για την ανακάλυψη ή «εξόρυξη» και την επιμέλεια πολιτισμών που δεν έχουν αξιολογηθεί ακόμα, με σκοπό την αξιοποίησή τους στον τουρισμό, την τοπική ανάπτυξη και την πολιτιστική δημιουργία. Είναι δηλαδή ένας τρόπος σκέψης που επιχειρεί να «χαμηλώσει το φράχτη» μεταξύ πολιτισμού και κοινωνίας. Σε αυτό το σημείο νιώθω ότι μπορώ να συνεισφέρω ως δισέγγονος του Λευκάδιου Χερν, να αναπτύξω δηλαδή μία δραστηριότητα που να αξιοποιεί το έργο και την πνευματικότητα του Χερν μέσα στη σημερινή κοινωνία, βάση της παραπάνω ιδέας. Για παράδειγμα, το έργο «Kwaidan: Ιστορίες Τρόμου» του Χερν, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τον «Γύρο Φαντασμάτων της Matsue», μια τουριστική περιήγηση που κοντεύει να πραγματοποιήσει τη 200στή διαδρομή της με τους επισκέπτες να φτάνουν τους τρεις χιλιάδες. Είναι δηλαδή μια περίπτωση αξιοποίησης του συγγραφικού έργου του Χερν τουριστικά. Μία άλλη εκδήλωση, το «Φροντιστήριο για Παιδιά – Σεμινάρια του κύριου Σούπερ Χερν–» πραγματοποιείται για δέκατη φορά φέτος κατά την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών. Τέλος, η έκθεση τέχνης «Το Ανοιχτό Μυαλό του Λευκάδιου Χερν», με κύριο διοργανωτή τη σύζυγό μου, εκφράζει την ελάχιστη σε προκαταλήψεις ανοιχτή πνευματικότητα του Χερν μέσω των σύγχρονων τεχνών, πραγματοποιήθηκε στο Αμερικανικό Κολλέγιο της Αθήνας τον Οκτώβριο του 2009 και έπειτα περιόδευσε στους τόπους όπου έζησε ο Χερν, όπως την πόλη Matsue της Ιαπωνίας, τη Νέα Υόρκη και τη Νέα Ορλεάνη της Αμερικής. 

κ. Shoko:
Σημαίνει για μένα θαυμασμός προς την οικογένεια Koizumi και επιθυμία να μεταδώσω τις αξίες της. Το όνειρό μου είναι να μεγαλώσει ο μοναχογιός μας με τρόπο που να μπορεί να λέει με περηφάνια: «Eίμαι απόγονος του Λευκάδιου Χερν».

Ερώτηση: Ποια είναι η κεντρική ιδέα των εκδηλώσεων της επετείου των 110 χρόνων από το θάνατο του Χερν που θα διεξαχθούν τον Ιούλιο του 2014 και ποιο μήνυμα θα στέλνατε προς τους αναγνώστες;

κ. Bon:
[Οι επετειακές εκδηλώσεις] 
Στις εκδηλώσεις αυτές, με τίτλο «Το Ανοιχτό Μυαλό του Λευκάδιου Χερν-Από τη Δύση στην Ανατολή» που πρόκειται να γίνουν στη Λευκάδα, γενέτειρα του Χερν, περιλαμβάνεται και ένα συμπόσιο το οποίο έχει ως στόχο να αναλύσει και να ερμηνεύσει από πολλαπλές οπτικές γωνίες την ευρεία αντίληψη του Λευκάδιου Χερν (Yakumo Koizumi) μέσω του συγγραφικού του έργου, αλλά και άλλου υλικού, όπως επιστολές και καταγραμμένες διαλέξεις. Παράλληλα με τη διεξαγωγή του συμποσίου σχεδιάζονται τα εγκαίνια της «Αίθουσας Λευκάδιου Χερν» (όπως έχει ονομαστεί προσωρινά το «Κέντρο Εκμάθησης του Ανοιχτού Μυαλού του Χερν») μέσα στο Πολιτιστικό Κέντρο της Λευκάδας, μαζί με τη δωρεά αντιγράφων εκθεσιακών αντικειμένων που σχετίζονται με τους τόπους της Ιαπωνίας όπου έζησε ο Χερν.
Στη Λευκάδα επίσης πρόκειται να ανέβει η παράσταση του έργου «Γυναίκα του Χιονιού» (yuki-onna) του Χερν από το κουκλοθέατρο Seiwa Bunraku της πόλης Yamato-cho (Νομός Kumamoto). Είναι μια πόλη, στην οποία έζησε ο Χερν για τρία χρόνια, που διατηρεί την ιστορία του παραδοσιακού ιαπωνικού κουκλοθέατρου ningyo joruri εδώ και 150 χρόνια. Επίσης, θα γίνει ζωντανή αφήγηση των έργων του Χερν από τον ηθοποιό Shiro Sano με τη συνοδεία του κιθαρίστα Kyoji Yamamoto - όπως γίνεται κάθε χρόνο και στην πόλη Matsue, τη δεύτερη πατρίδα του Χερν.

[Το μήνυμα] 

Πρώτα απ’ όλα, θερμή επιθυμία μου θα ήταν να γευτούν όσοι συμμετέχουν στις εκδηλώσεις τη μαγεία της φύσης και του πολιτισμού της Λευκάδας και κατ’ επέκταση της Ελλάδας, μέσω της βαθιάς επαφής τους με το περιβάλλον της γενέτειρας γης του Χερν. Κατά δεύτερον, με αφορμή το συμπόσιο, να αντιληφθούν την πνευματικότητα του ανοιχτού μυαλού του Χερν, τόσο απαραίτητη για τη σημερινή κοινωνία, όπως αυτή εκφράζεται μέσω των ιδεών: «αισθητική χωρίς προκαταλήψεις», «προειδοποίηση για ανθρωποκεντρισμό», «ανθρωπολογική ματιά χωρίς προκαταλήψεις», «ανοιχτό αυτί και θεώρηση της μουσικής» και τόσες άλλες. Επίσης να προβληματιστούν σχετικά με το πώς θα μπορούσαν οι ιδέες αυτές να αξιοποιηθούν περαιτέρω μέσα στην κοινωνία.Σε όσους παρακολουθήσουν το ιαπωνικό κουκλοθέατρο bunraku και τη ζωντανή αφήγηση, εύχομαι ολόψυχα να γευτούν τη μαγεία της παράστασης και να αποκτήσουν την εμπειρία του κόσμου εκείνου της φαντασίας που με τόση προσοχή αφουγκράστηκε ο Χερν - ο άνθρωπος που με αφοσίωση υπηρέτησε την τέχνη της αφήγησης σε ολόκληρη τη ζωή του.

κ. Shoko:
Μετά την έκθεση τέχνης με θέμα τον Χερν που οργανώθηκε στην Αθήνα πριν από πέντε περίπου χρόνια, ο Χερν έγινε για μία ακόμα φορά και με εντονότερο μάλιστα τρόπο, το επίκεντρο της διεθνούς προσοχής.
Mέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, στο διεθνές συμπόσιο της επετείου των 110 χρόνων από το θάνατο του Χερν, θα γίνει μια ακόμα απόπειρα ερμηνείας του ανοιχτού μυαλού του συγγραφέα-ταξιδευτή, σε σχέση με την προσωπικότητα του όπως διαμορφώθηκε στους τόπους όπου έζησε.
Μέσω αυτού του συμποσίου, είναι επιθυμία μας να γίνουμε η αφορμή για να αναρωτηθεί ο καθένας «γιατί ο Χερν τώρα;».
Τα πλαίσια του «λογοτέχνη Χερν» έχουν πλέον διευρυνθεί και το έργο του έχει αρχίσει να επηρεάζει τους τομείς της τέχνης, του τουρισμού και της εκπαίδευσης. Τέλος, έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι το συμπόσιο θα διεξαχθεί στη Λευκάδα-γενέτειρα του Χερν και ότι τα συμπεράσματα από εκεί θα μεταλαμπαδεύσουν σε όλον τον κόσμο, ενώ θα είναι χαρά μας να μπορέσουμε να βάλουμε κι εμείς ένα λιθαράκι στη διοργάνωση μελλοντικών δραστηριοτήτων στο νησί της Λευκάδας.





2.

 «Ο Λευκάδιος Χερν ως Συγγραφέας» - «Ένας Ζωντανός Θεός»

Η Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών οργάνωσε ένα αφιέρωμα στον Λευκάδιο Χερν, την Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2004 και ώρα 19.30. Το αφιέρωμα περιελάμβανε 4 διαλέξεις, μεταξύ των οποίων και του Σύμβουλου της Ιαπωνικής Πρεσβείας κ. Ninomiya με θέμα 
«Ο Λευκάδιος Χερν ως Συγγραφέας». 

***

«Ο Λευκάδιος Χερν ως Συγγραφεύς» 

Είναι πραγματικά μεγάλη μου χαρά να απευθύνομαι σε ελληνικό κοινό με αφορμή τον Λευκάδιο Χερν. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ περιλαμβάνεται σε ένα βιβλίο του Λευκάδιου Χερν που εκδόθηκε το 1897 και βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός. Πρόκειται για την ιστορία ενός προεστού ενός παραθαλάσσιου χωριού που προτίμησε να θυσιάσει την περιουσία του για να σώσει τους κατοίκους από ένα παλιρροιακό κύμα, το γνωστό τσουνάμι. Η ιστορία αυτή περιέχει σημαντικά διδάγματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη σημασία της προσωπικής θυσίας, την προτεραιότητα του συλλογικού καλού έναντι του προσωπικού συμφέροντος, την αποφασιστικότητα κατά την αντιμετώπιση απρόβλεπτ ων κρίσεων και το πνεύμα αλληλοβοηθείας στις παραδοσιακές κοινότητες. 

Ο Χερν εκτιμούσε πάντα την τιμιότητα, την απλοϊκότητα, την καλοκαγαθία, τις πατροπαράδοτες δηλαδή αρετές που αναγνώριζε στον ιαπωνικό λαό. Με την προσπάθειά του να συλλέξει λαϊκές ιστορίες και διηγήματα, ο Χερν κατάφερε να διασώσει από σίγουρο χαμό τις λαϊκές παραδόσεις, τα ιστορικά στοιχεία δηλαδή που συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό της Ιαπωνίας. Γι'αυτό άλλωστε και η ιστορία αυτή είχε τη θέση της στα αναγνωστικά των σχολείων της Ιαπωνίας. 

Εμείς οι Ιάπωνες οφείλουμε πολλά σ'αυτόν τον Ελληνο-Ιρλανδό συγγραφέα που μας δίδαξε τόσο πολλά και επέτρεψε στον Δυτικό κόσμο να γνωρίσει την Ιαπωνία. Γι'αυτό τον θυμόμαστε και τον τιμάμε. Φέτος, λοιπόν τον Νοέμβριο, που εορτάζουμε την εκατοστή επέτειο του θανάτου του Λευκάδιου Χερν, εκδόθηκε αναμνηστικό γραμματόσημο από τα Ιαπωνικά Ταχυδρομεία προς τιμήν της μνήμης του μεγάλου αυτού ευεργέτη μας. 

Ορίστε όμως η ιστορία του Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ, ενός άλλου μεγάλου ευεργέτη της τοπικής του πατρίδας. 

   «'Ενας Ζωντανός Θεός»
    (Αναθεωρημένη Μετάφραση)

Από τις απαρχές του Κόσμου, οι ακτές της Ιαπωνίας πλήττονται κατά περιόδους από τεράστια παλιρροιακά κύματα παλιρροιακά κύματα που προκαλούνται από σεισμούς ή υποβρύχιες ηφαιστειογενείς εκρήξεις. Αυτές τις τρομερές, απότομες πλημμυρίδες της θάλασσας οι Ιάπωνες τις ονομάζουν τσουνάμι . Η τελευταία έλαβε χώρα το βράδυ της 17 ης Ιουνίου 1896, όταν ένα κύμα μήκους 200 μιλίων έπληξε τις βορειοανατολικές επαρχίες Μιγιάγκι, Ιουάτε και Αομόρι, παρασύροντας δεκάδες κωμοπόλεις και χωριά, καταστρέφοντας ολόκληρες επαρχίες και σβήνοντας περί τις τριάντα χιλιάδες ανθρώπινες ζωές... Η ιστορία του Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ είναι η ιστορία μιας τέτοιας καταστροφής που έλαβε χώρα πολύ πριν από την περίοδο Μέϊτζι, σε κάποια άλλη ιαπωνική ακτή. 

Ήταν πλέον ηλικιωμένος όταν συνέβη το γεγονός που τον έκανε γνωστό. Ήταν ο πιο σημαντικός κάτοικος του χωριού του: είχε διατελέσει για αρκετά χρόνια ο μουραόσα του, δηλαδή, ο επι κεφαλής του χωριού: και δεν τον συμπαθούσαν λιγότερο απ'ότι τον σέβονταν. Οι άνθρωποι συχνά τον αποκαλούσαν Οτζίσαν, που σημαίνει παππούς, αλλά ως ο πλουσιώτερος άνθρωπος της κοινότητος είχε αποκτήσει και το παρατσούκλι Τσότζα ο Πλούσιος'. Έδινε συμβουλές στους μικρότερους γαιοκτήμονες για το συμφέρον τους, διαμεσολαβούσε για να επιλύσει τις διαφορές τους, τους δάνειζε χρήματα όταν είχαν ανάγκη και φρόντιζε ώστε να διαθέτουν το ρύζι τους με τους καλύτερους δυνατόν όρους. 

Η μεγάλη αχυροσκεπής αγροικία του ήταν κτισμένη στην άκρη ενός μικρού οροπεδίου που δέσποζε πάνω από τον όρμο. Το οροπέδιο, αφιερωμένο σχεδόν ολόκληρο στην ρυζοπαραγωγή, περιβαλλόταν από τρεις πλευρές από πυκνοδασωμένα υψώματα. Από την παράλια πλευρά του οροπεδίου το έδαφος κατηφόριζε δημιουργώντας μια καταπράσινη κοιλότητα που έφθανε μέχρι το γιαλό, σαν να είχε αφαιρέσει κάποιος τη γη με ένα κουτάλι. Και ολόκληρη αυτή η πλαγιά, τρία τέταρτα του μιλίου σε μάκρος, ήταν έτσι διαμορφωμένη με πεζούλες ώστε φαινόταν από τη θάλασσα σαν μια τεράστια, καταπράσινη σκάλα, που τη χώριζε στη μέση ένα στενό, λευκό μονοπάτι που ανέβαινε το βουνό. Το κέντρο του χωριού, στην καμπύλη του όρμου, αποτελείτο από ενενήντα σπίτια με αχυροσκεπές και ένα ναό του Σίντο. Άλλα σπίτια σκαρφάλωναν στην πλαγιά εκατέρωθεν του μονοπατιού, μέχρι την κατοικία του Τσότζα. 

Ένα απόγευμα του φθινοπώρου, ο Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ παρακολουθούσε από το μπαλκόνι του τις προετοιμασίες για κάποια γιορτή, κάτω στο χωριό. Η σοδειά του ρυζιού ήταν πολύ καλή και οι χωρικοί σκόπευαν να γιορτάσουν το γεγονός με ένα χορό στο προαύλιο του ουτζιγκάμι – του ναού δηλαδή της πολιούχου θεότητας του χωριού. Ο ηλικιωμένος άνδρας έβλεπε τις εορταστικές σημαίες (τα νομπόρι ) να κυματίζουν πάνω από τις στέγες του μοναδικού δρόμου, τις σειρές των φαναριών από χαρτί κρεμασμένων από στύλους μπαμπού, τις διακοσμήσεις του ναού και το πολύχρωμο πλήθος των νέων. Δεν είχε μαζί του εκείνο το βράδυ κανέναν άλλον από τον εγγονό του, ένα παληκαράκι δέκα ετών, αφού οι υπόλοιποι είχαν κατέβει στο χωριό από νωρίς. Θα είχε πάει μαζί τους αλλά αισθανόταν πιο αδύναμος απ'ότι συνήθως. 

Η μέρα ήταν αποπνικτική, και παρά το αεράκι που είχε σηκωθεί, η ατμόσφαιρα ήταν βαρειά και ζεστή, τέτοια που, όπως γνωρίζουν οι Ιάπωνες χωρικοί από εμπειρία, επικρατεί συχνά πριν από σεισμό. Και όντως ο σεισμός ήρθε αλλά ήταν ασθενής και δεν τρόμαξε κανείς. Ο Χαμαγκούτσι όμως, που είχε ζήσει εκατοντάδες σεισμούς, αισθάνθηκε κάπως παράξενα, αφού οι δονήσεις ήσαν μακρόσυρτες και κάπως ελαστικές. Έμοιαζαν σαν απόηχος κάποιου τεράστιου σεισμού πολύ μακρυά. Το σπίτι έτριξε και σείστηκε απαλά αρκετές φορές. Έπειτα ησύχασε. 

Καθώς σταμάτησαν οι δονήσεις τα γέρικα μάτια του Χαμαγκούτσι στράφηκαν ανήσυχα προς το χωριό. Συμβαίνει συχνά όταν η προσοχή κάποιου είναι στραμμένη σε ένα συγκεκριμένο σημείο να αποσπάται απότομα από κάτι που δεν είναι συνειδητά ορατό, αλλά διεγείρει μια ακαθόριστη αίσθηση του αγνώστου που κυριαρχεί στο κατώφλι της ασυνείδητης αντίληψης πέρα από το οπτικό πεδίο. Έτσι αντελήφθη ο Χαμαγκούτσι κάτι παράξενο που είχε αρχίσει να συμβαίνει. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε προς τον ωκεανό. Τα νερά είχαν αρχίσει να σκοτεινιάζουν και να συμπεριφέρονται αλλόκοτα: απομακρύνονταν από την ακτή όπως με την άμπωτη και μάλιστα αντίθετα από τον άνεμο. 

Σύντομα, ολόκληρο το χωριό είχε αντιληφθεί το φαινόμενο. Προφανώς, κανείς δεν είχε αισθανθεί τις δονήσεις της γης αλλά όλοι είχαν εκπλαγεί από τα νερά που αποτραβιούνταν. Έτρεχαν πολλοί προς την παραλία ή ακόμη και στα ρηχά για να το παρατηρήσουν από κοντά. Ποτέ κανείς δεν είχε δει τέτοια άμπωτη στη ζωή του. Διάφορα αθέατα μέχρι τότε άρχισαν να εμφανίζονται: μέρη του αμμώδους βυθού, ή βράχια καλυμμένα με φύκια εμφανίζονταν μπροστά στα μάτια του Χαμαγκούτσι. Και κανείς από τους συγκεντρωμένους δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τι σήμαινε αυτό το ακραίο φαινόμενο. 

Ο ίδιος ο Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ δεν είχε παρατηρήσει ποτέ του κάτι παρόμοιο, αλλά θυμόταν διάφορα που του είχε πει ο πατέρας του πατέρα του και γνώριζε όλες τις παραδόσεις της ακτής. Κατάλαβε τι θα έκανε η θάλασσα. Ίσως να σκέφθηκε πόσος χρόνος θα χρειαζόταν να στείλει μήνυμα στο χωριό ή να καλέσει τους βουδδιστές μοναχούς πάνω στο ύψωμα να ηχήσουν την καμπάνα του ναού. ..Αλλά θα χρειαστώ περισσότερο χρόνο να περιγράψω το τι νομίζω οτι σκεπτόταν από το τι σκέφθηκε να κάνει στην πράξη. Κάλεσε απλά τον εγγονό του: 

«Τάντα! Γρήγορα. Αμέσως!.. Άναψέ μου ένα δαυλό!» 

Τα Ταϊμάτσου, οι δαυλοί από πεύκο, φυλάσσονται πάντα σε ετοιμότητα στα παραλιακά σπίτια για τις θύελλες που ξεσπούν νύκτα, αλλά και για θρησκευτικές γιορτές Σίντο. Το παιδί άναψε ένα δαυλό αμέσως και ο γέρος έτρεξε με το δαυλό στον ορυζώνα, όπου ήσαν μαζεμένες εκατοντάδες θημωνιές ρυζιού, σχεδόν ολόκληρη η περιουσία του, έτοιμες να μεταφερθούν. Πλησίασε πρώτα τις θημωνιές που ήσαν πιο κοντά στην άκρη της πλαγιάς και άρχισε να τους βάζει φωτιά, τρέχοντας από τη μία στην άλλη όσο γρήγορα άντεχαν τα γέρικα πόδια του. Οι κατάξερες θημωνιές άρπαξαν σαν προσάναμα και η θαλάσσια αύρα φούντωνε τις φλόγες προς τη στεριά. Οι θημωνιές έγιναν παρανάλωμα του πυρός και οι φλόγες και ο καπνός ανέβηκαν ψηλά στον ουρανό δημιουργώντας μια τεράστια στήλη. Ο Τάντα έκπληκτος και τρομαγμένος έτρεχε πίσω από τον παππού του, κλαίγοντας, 

«Οτζίσαν! Γιατί; Οτζίσαν! Γιατί; Μα, γιατί;» 

Αλλά ο Χαμαγκούτσι δεν απαντούσε: δεν είχε χρόνο να εξηγήσει. Σκεφτόταν μονάχα τις τετρακόσιες ζωές που έπρεπε να σώσει από τον κίνδυνο. Για λίγο το παιδί στάθηκε να κοιτάζει αγριεμένο το ρύζι που καιγόταν. Έπειτα, ξέσπασε σε κλάμματα και έτρεξε προς το σπίτι, σίγουρο οτι ο παππούς του είχε τρελλαθεί. Ο Χαμαγκούτσι συνέχισε να βάζει φωτιά στις θημωνιές μέχρι την άκρη του ορυζώνα και έπειτα πέταξε το δαυλό και περίμενε. Ο διάκονος του ναού, παρατηρώντας τη φωτιά, άρχισε να χτυπά την καμπάνα και οι άνθρωποι ειδοποιημένοι από τη φωτιά και την καμπάνα έτρεξαν αμέσως. Ο Χαμαγκούτσι τους έβλεπε να ανηφορίζουν από τη θάλασσα και μέσα από το χωριό, σαν στρατός από μυρμήγκια που στα ανήσυχα μάτια του έμοιαζαν να κινούνται πιο αργά από αυτά. Οι στιγμές του φαίνονταν ατελείωτες. Ο ήλιος έπεφτε και με τις τελευταίες πορτοκαλί ακτίνες φώτιζε το απογυμνωμένο και ρυτιδιασμένο βυθό της θάλασσας που ακόμα συνέχιζε να τρέχει προς το βάθος του ορίζοντα. 

Στην πραγματικότητα όμως ο Χαμαγκούτσι δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ αφού οι πρώτοι νεαροί χωρικοί έφθαναν τρέχοντας να σβήσουν τη φωτιά. Ο Τσότζα όμως τους σταμάτησε προτείνοντας τα χέρια του. 

«Άστε τα να καούν παιδιά!» τους πρόσταξε, «Δεν πειράζει! Θέλω όλο το Μούρα το χωριό- να μαζευτεί εδώ. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος, Τάϊχεν ντέσου! » 

Ολόκληρο το χωριό έφθανε πια και ο Χαμαγκούτσι τους μετρούσε. Όλοι οι νεαροί και τα παιδιά ήσαν σύντομα εκεί και άρχισαν να καταφθάνουν και οι νεώτερες γυναίκες με τα κορίτσια. Έπειτα, οι ηλικιωμένοι και οι μητέρες κρατώντας τα παιδιά τους ή με τα μωρά δεμένα στην πλάτη. Γιατί και τα παιδιά μπορούσαν να βοηθήσουν στο κουβάλημα του νερού. Πιο κάτω ακολουθούσαν οι πιο ανήμποροι και γέροι που ανηφόριζαν σιγά-σιγά. Το πλήθος, που προφανώς δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει κοίταζε πότε με στενοχώρια τις φλεγόμενες θημωνιές, πότε το ατάραχο πρόσωπο του Τσότζα. Και ο ήλιος έφθασε στη δύση του. 

«Ο παππούς τρελλάθηκε, τον φοβάμαι!» έκλαιγε με λυγμούς ο Τάντα, απαντώντας στις διάφορες ερωτήσεις. «Είναι τρελλός! Έβαλε μόνος του φωτιά στο ρύζι: τον είδα να το κάνει!» 

«Όσο για το ρύζι», φώναξε ο Χαμαγκούτσι, «Λέει αλήθεια. Εγώ έβαλα φωτιά στο ρύζι...Είναι όλοι εδώ;» 

Ο αρχηγός της ομάδος, ο Κουμίτσο , και οι οικογενειάρχες κοίταξαν γύρω τους και προς το χωριό και απήντησαν θετικά: «Είναι όλοι εδώ ή θα είναι σε λίγο...Δεν καταλαβαίνουμε όμως» 

«Αρέ!» Εκεί! Αναφώνησε ο ηλικιωμένος άντρας όσο δυνατά μπορούσε, δείχνοντας προς τον ωκεανό. «Πείτε με τώρα τρελλό αν θέλετε!» 

Μέσα από το δειλινό, προς την ανατολή, εκεί που κοίταζαν όλοι, φάνηκε στην άκρη του σκοτεινού ορίζοντα μια λεπτή, αχνή γραμμή σαν ακτή, εκεί όμως που δεν υπήρχε ακτή. Και όσο κοίταζαν, η ακτογραμμή φαινόταν να πλησιάζει και να μεγαλώνει πολύ πιο γρήγορα από όσο θα φαινόταν εάν πλησίαζαν εκείνοι τη στεριά από τη θάλασσα. Και αυτό, γιατί η σκοτεινή ακτογραμμή που πλησίαζε δεν ήταν άλλη από την αποτραβηγμένη θάλασσα που επέστρεφε, σαν τείχος που κινείται πιο γρήγορα κι'από αετό. 

«Τσουνάμι!» ούρλιαξε το πλήθος και τότε, όλα τα ουρλιαχτά, όλοι οι ήχοι και η δύναμη της ακοής πνίγηκαν από ένα απερίγραπτο χτύπημα, πιο ισχυρό από κεραυνό, καθώς ο κολοσσιαίος όγκος των νερών τράνταξε την ακτή με τόσο βάρος που έστειλε μια ανατριχίλα στους γύρω λόφους και ένα χείμαρρο αφρών με αναλαμπές όπως οι συνεχείς αστραπές. Έπειτα, για λίγες στιγμές τίποτα δεν φαινόταν παρά μόνο το σύννεφο από νερό που σκαρφάλωνε τη πλαγιά σαν πέπλο. Οι άνθρωποι διασκορπίστηκαν πανικόβλητοι μόνο και μόνο από την απειλή που αισθάνονταν. Όταν ξανακοίταξαν πίσω τους είδαν έναν αγριεμένο χείμαρρο νερού να πνίγει τα σπίτια τους. Στη συνέχεια, τραβήχτηκε πίσω με τρομερό βουητό ξεσκίζοντας τα σωθικά της γης καθώς έφευγε. Δύο, τρείς, πέντε φορές επανελήφθη το ίδιο πράγμα, κάθε φορά και πιο ήπια και στο τέλος η θάλασσα επέστρεψε στο αρχαίο της βασίλειο όπου και παρέμεινε, αγριεμένη, όπως μετά από τυφώνα. 

Στο οροπέδιο, για λίγη ώρα δεν μίλησε κανείς. Όλοι κοίταζαν άφωνοι την καταστροφή από κάτω τους, τη φρίκη των πεταμένων ογκόλιθων και την ολόγυμνη χαράδρα που είχε ανοίξει, τον κυκεώνα του ρημαγμένου βυθού που είχε χαράξει το κύμα και τα χαλίκια που είχαν πεταχτεί πάνω από τα σπίτια και μέχρι το ναό. Το χωριό απλώς δεν υπήρχε πια. Το μεγαλύτερο μέρος των αγρών δεν υπήρχε πια. Ακόμη και οι πεζούλες δεν υπήρχαν πια και από τα σπίτια που ήσαν γύρω από τον όρμο σώζονταν μόνο δύο αχυρένιες στέγες που επέπλεαν στον ωκεανό. Η ταραχή του παρά λίγο θανάτου και η σύγχυση για την ολοκληρωτική απώλεια των πάντων τους είχε βουβάνει όλους, μέχρις ότου ακούστηκε η φωνή του Χαμαγκούτσι, που παρατήρησε ήρεμα, «Γι'αυτό έβαλα φωτιά στο ρύζι». 

Αυτός ο ίδιος, ο Τσότζα, τώρα βρισκόταν ανάμεσά τους πιο φτωχός από τους φτωχούς. Η περιουσία του είχε όλη χαθεί, αλλά με τη θυσία του αυτή είχε σώσει τετρακόσιες ζωές. Ο μικρός Τάντα έτρεξε δίπλα του και τον έπιασε από το χέρι ζητώντας του συγγνώμη για τις κακίες που είχε ξεστομίσει. Οπότε, όλος ο κόσμος ξαφνικά αντελήφθη σε ποιόν χρωστούσε τη ζωή του και άρχισαν να συζητούν πως με τόσο απλή προνοητικότητα και πόση αυταπάρνηση τους είχε σώσει. Οι προεστοί του χωριού γονάτισαν στο χώμα μπροστά στον Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ και τους ακολούθησε όλο το χωριό. 

Έπειτα, ο γέρος έκλαψε για λίγο από συγκίνηση και χαρά αλλά και γιατί ήταν γέρος και αδύναμος και είχε περάσει μια δύσκολη εμπειρία. 

«Το σπίτι μου γλύτωσε», είπε, μόλις κατάφερε να βρεί τα λόγια του, χαϊδεύοντας ταυτόχρονα τα σκούρα μάγουλα του Τάντα, «και έχει χώρο για αρκετούς. Καθώς επίσης, στέκεται ακόμη και ο ναός στο ύψωμα και μπορεί να προσφέρει καταφύγιο στους υπόλοιπους». 

Έπειτα, τους οδήγησε στο σπίτι του ενώ οι χωριανοί έκλαιγαν και φώναζαν. 


Η περίοδος δυσκολίας κράτησε αρκετά, γιατί εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε γρήγορη επικοινωνία μεταξύ των επαρχιών και η όποια βοήθεια θα ερχόταν από μακριά. Όταν όμως ήρθαν καλύτερες μέρες, οι άνθρωποι δεν ξέχασαν το χρέος τους προς τον Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ. Δεν μπορούσαν να τον κάνουν πλούσιο, ούτε θα ανεχόταν εκείνος να τους βλέπει να υποφέρουν για να γίνει κάτι τέτοιο ακόμη και αν είχαν τέτοια δυνατότητα. Εκτός αυτού, τα δώρα δεν θα έφταναν ποτέ να αναπληρώσουν τα αισθήματα σεβασμού και στοργής που ένοιωθαν γι'αυτόν: γιατί όντως πίστευαν οτι το πνεύμα του ήταν αγιασμένο. Οπότε τον ανεκήρυξαν Θεό-Άρχοντα και έκτοτε τον αποκαλούσαν Χαμαγκούτσι Ντάϊμιότζιν θεωρώντας οτι δεν υπήρχε μεγαλύτερη τιμή. Και όντως δεν θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για έναν θνητό σε καμμία χώρα. Όταν ξανάχτισαν το χωριό, έχτισαν και ένα ναό αφιερωμένο στο πνεύμα του και κρέμασαν πάνω του μια επιγραφή με το όνομά του γραμμένο με χρυσούς κινεζικούς χαρακτήρες. Εκεί τον λάτρευαν με προσευχές και τάματα. Πως αισθανόταν εκείνος δεν μπορώ να πω. Ξέρω μονάχα οτι εκείνος συνέχισε να μένει πάνω στο ύψωμα, στο αχυροσκέπαστο σπίτι του, με τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του, με την ίδια ανθρωπιά και απλότητα όπως πάντοτε, ενώ το πνεύμα του λατρευόταν στο ναό λίγο παρακάτω. Έχει πεθάνει πάνω από εκατό χρόνια, αλλά ο ναός του, μου λένε οτι υπάρχει ακόμη και οι άνθρωποι συνεχίζουν να προσεύχονται στο πνεύμα του καλού γερο-αγρότη να τους βοηθήσει σε ώρα φόβου ή ανάγκης. 




3.

IAΠΩΝΙΑ, Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΝΑΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ

Aφιέρωμα στο Λευκάδιο Χερν


Δρ. Κλαίρη Β. Παπαπαύλου
Ιστορικός Απωανατολικής Τέχνης

Εισαγωγικά


Τα κεφάλαια 19-23 αποτελούν ένα αφιέρωμα στον Ελληνοϊρλανδό συγγραφέα Λευκάδιο Χερν, ή τον Ιάπωνα Γιάκουμο Κοϊζούμι (1850-1904), που η ασιατική Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου τον μοιράζεται με δύο ακόμη ηπείρους. 
Έχοντας ζήσει μια μυθιστορηματική ζωή και όχι πάντα με την καλύτερη έννοια, ο Λευκάδιος Χερν κατέληξε, χωρίς καθόλου να το επιδιώξει, να αναδειχθεί σε μια οικουμενική πνευματική μορφή (στους "ηγέτες του πολιτισμού" τον κατέταξε η Ιαπωνία, μαζί με δύο άλλους Ιάπωνες δημιουργούς, σε ειδική σειρά αναμνηστικών γραμματοσήμων που κυκλοφόρησαν το 2004) ενώ παράλληλα, όπως είναι γνωστό, αποτελεί τον ισχυρότερο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη χώρα μας και τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. 
Το αφιέρωμα μας στο Λευκάδιο Χερν επισκοπεί συνοπτικά 
α) τη ζωή του, β) τις συγγραφές του, γ) τις πολλαπλές όψεις του ως πνευματικού δημιουργού, δ) το εκπαιδευτικό του έργο και ε) την πορεία του σε αναζήτηση της ταυτότητας του. 

 Κεφάλαια 19-23 
19.
 Ο Οδυσσέας Τριών Ηπείρων 
Η σχετικά σύντομη ζωή του Λευκάδιου Χερν περιλαμβάνει τρεις μεγάλες περιόδους, περίπου ισόχρονες, που μπορούν να αποκληθούν "ευρωπαϊκή" (1850-1869), "αμερικανική" (1869-1890) και "ιαπωνική" (1890-1904). ...
20.
 Το συγγραφικό έργο του Λευκάδιου Χερν 
21.
 Οι πολλαπλές όψεις του Χερν 
22. 
Ο εκπαιδευτικός Λευκάδιος Χερν 
23. 
Λευκάδιος Χερν, η πορεία προς την αυτογνωσία 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
http://www.gr.emb-japan.go.jp/portal/gr/culture/culture19.html

Ο Χέρν με την σύζυγο του και τον γιό του

4.

 Ο άπατρις Λευκάδιος Χερν  

Ο Λευκάδιος Χερν ήταν μισός έλληνας, μισός ιρλανδός. Ανατράφηκε στα Κύθηρα και το Δουβλίνο. Μόλις ενηλικιώθηκε έφυγε για την Αμερική. Τα πρώτα του βιβλία αναφέρονται στους κρεολούς της Νέας Ορλεάνης και τις εντυπώσεις του από τη Μαρτινίκα υπό τον τίτλο «Δυο χρόνια στις Γαλλικές Ινδίες». Εν τούτοις ο Λευκάδιος Χερν (1850-1904) πολιτογραφείται Ιάπωνας. Εκεί έκανε οικογένεια, εκεί αναγνωρίστηκε ως εθνικός συγγραφέας παρά το γεγονός ότι δεν έμαθε ιαπωνικά.
Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση του λογοτέχνη, δημοσιογράφου και μεταφραστή παρουσιάζεται στον κύκλο εκδηλώσεων «Ενας σκιώδης Ελληνας» από τις 27 Μαρτίου ως τις 16 Απριλίου στο κέντρο τέχνης ΒΕΤΟΝ7, σε επιμέλεια Δημοσθένη Αγραφιώτη. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει διαλέξεις, εργαστήρια, στρογγυλές τράπεζες, performance, ταινίες, βίντεο, ραδιοφωνικές εκπομπές.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τέσσερα βιβλία του, που αποτελούν ικανοποιητική βάση για να ξεκινήσει κάποιος την ενασχόληση του με αυτόν τον τελευταίο των ρομαντικών: «Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας), «Κείμενα από την Ιαπωνία» και «Εντός του κύκλου των ψυχών» (εκδόσεις Ινδικτος), «Η χώρα των χρυσανθέμων» (εκδόσεις Κέδρος). Αυτό που κερδίζει τον αναγνώστη είναι η ευκολία του αφηγητή να προσαρμόζεται στα δεδομένα της Απω Ανατολής. Δεν πρόκειται για έναν ακόμη περιηγητή σε αναζήτηση του εξωτισμού. Πρόκειται για έναν άπατρι που βολεύεται με έναν αλλότριο πολιτισμό και τον οικειοποιείται.
Ο Χερν είχε μεγαλώσει με το αίσθημα ότι ανήκει στο περιθώριο. Η μητέρα του Ρόζα Κασιμάτη από τη Λευκάδα παντρεύτηκε έναν ιρλανδό στρατιωτικό γιατρό και τον ακολούθησε στην πατρίδα του. Εκείνος μετατέθηκε στις Δυτικές Ινδίες, ακύρωσε το γάμο και έδωσε το παιδί του στην αδελφή του. Εκείνη επέστρεψε στην πατρίδα, ξαναπαντρεύτηκε αλλά πέθανε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Το παιδί φοίτησε εσώκλειστο σε σχολείο της Αγγλίας όπου σε κάποιο ατύχημα έχασε το ένα του μάτι. Τα χρόνια που έζησε στον δυτικό κόσμο αυτή η αναπηρία σε συνδυασμό με το μικρό ανάστημα και τα οικογενειακά ζητήματα τού δημιούργησαν ένα βαθύ αίσθημα μειονεξίας. Το ξεπέρασε μόνο στην Ιαπωνία, όπου πήγε το 1890 ως ανταποκριτής, χωρίς να υποψιάζεται ότι εκεί θα έβρισκε την πατρίδα της καρδιάς του και την αναγνώριση.

Τα κείμενά του αναφέρονται στην ιαπωνική καθημερινότητα. Θα βρούμε περιγραφές της δομή της οικογένειας, των βουδιστικών τελετών, των κήπων. Αναφέρεται στη θέση της γυναίκας, στη σημασία του έρωτα, στο σεβασμό για τον αυτοκράτορα και τους μεγαλύτερους. Ταυτόχρονα συλλέγει τοπικούς θρύλους και ερμηνεύει τους βουδιστικούς συμβολισμούς. Στέκεται έκπληκτος μπροστά στη σοφία των παροιμιών, αναζητεί την αληθινή ομορφιά, προσπαθεί να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες της ζωής. Τα πάντα χωρούν στα ευσύνοπτα κείμενά του: μια ψόφια μύγα, ένα ευτελές αγαλματάκι, ένα μεταξωτό ύφασμα. Συνυπάρχουν το ευτελές με το πολυτελές, το μεγαλειώδες και μυθικό με το ασήμαντο, με την ελάχιστη χειρονομία.  Ο Λευκάδιος Χερν είναι ένας παρατηρητής των πάντων, βλέπει σε βάθος. Θα έλεγε κανείς ότι η αναπηρία του μετατράπηκε σε ταλέντο, έχασε τον οφθαλμό, επένδυσε στη συναίσθηση.

24-3-2014
ΛΩΡΗ ΚΕΖΑ
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=579952






 5.

 Λευκάδιος Χερν – κείμενα από την ιαπωνία 
[ανθολογία]

Και ξαφνικά, γεννιέται μέσα μου μια μοναδική αίσθηση καθώς στέκομαι εκεί μπροστά στην παράξενα σκαλισμένη πύλη· αίσθηση ονείρου και αμφιβολίας. Μου φαίνεται ότι τα σκαλοπάτια και η πύλη με τα κύματα των δράκων της, ο γαλάζιος ουρανός που σαν τεράστια καμάρα σκεπάζει την πόλη, η φαντασματική ομορφιά του Φούτζι, μα κι ο ίσκιος μου που πέφτει επάνω στους γκρίζους τοίχους πρόκειται να χαθούν τώρα. Γιατί όμως αυτό το συναίσθημα; Γιατί χωρίς καμιά αμφιβολία, αυτές οι μορφές μπροστά στα μάτια μου – οι σκαλισμένες στέγες, οι κουλουριασμένοι δράκοι, οι κινέζικες παραξενιές στο σκάλισμα – δε μου φαίνονται κάτι καινούργιο αλλά κάτι που ονειρεύτηκα κάποτε. Η θέα τους πρέπει να ξαναζωντάνεψε ξεχασμένες μνήμες εικονογραφημένων βιβλίων…[σ. 246]

 …αν η επαναφορά μνημών που έζησε ή εικόνων που φαντάστηκε από άλλους πολιτισμούς υπήρξε για τον Λευκάδιο Χερν  [Γιακούμο Κοϊζούμι] μια επιθυμητή εμπειρία, η ζωή εντός τους υπήρξε αναμφίβολα μια βαθύτερη επιθυμία. Έφυγε κι εκείνος από την γερασμένη ήπειρο και περιπλανήθηκε από την Κεντρική Ασία ως την Άπω Ανατολή, αναζητώντας, όπως και οι Π. Λοτί, Ρ. Κίπλινγκ, Β. Σεγκαλέν και τόσοι άλλοι, το Χαμένο Κέντρο. Αλλά με μια μεγάλη διαφορά: εκείνος έζησε σώματι ψυχή τε και σώματι εντός του.

 Η 67σέλιδη εισαγωγή του μεταφραστή αποτελεί ένα πολύτιμο διαπιστευτήριο για την είσοδο στον λογοτεχνικό κόσμο αλλά και τον ψυχισμό του ιδιαίτερου αυτού συγγραφέα. Η ιστορία της ζωής του αποτελεί από μόνη της επαρκές μυθιστόρημα – η γέννηση στις Δυτικές Ινδίες από ιρλανδική οικογένεια, ο τρόπος που χώρισε βίαια από την μητέρα του, που βρέθηκε στο σπίτι της αυστηρής θείας του στην Ιρλανδία οριστικά μόνος, στην βαριά ατμόσφαιρα ενός καταθλιπτικού σπιτιού, το κλείδωμα του πεντάχρονου τότε Χερν στο κατασκότεινο δωμάτιό του, που του γέννησε τον υπερβολικό φόβο για τα φαντάσματα, το καταφύγιο που βρήκε στην μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού.

Στα δεκαέξι του έμεινε μονόφθαλμος, με προβληματική την όραση και στο μάτι που του απέμεινε και αυτή η δεύτερη μεγάλη τραγωδία της ζωής του τον έκλεισε οριστικά στον εαυτό του. Αργότερα η θεία του έχασε την περιουσία της και ο Χερν με δυσκολία μάζεψε χρήματα και αναχώρησε για την Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε σε διάφορες δουλειές ενώ συχνά κοιμόταν στο δρόμο. Στο Τσιντσινάτι έχασε την εργασία του όταν παντρεύτηκε μια νεαρή μιγάδα, με την οποία συζούσε σε εποχή που επικρατούσε ο φυλετικός διαχωρισμός, ενώ στη Νέα Ορλεάνη ο πειρασμός της αυτοκτονίας τον έφερε δυο τρεις φορές σε μια ψηλή γέφυρα απάνω απ’ το ποτάμι. Η ελπίδα όμως, όπως έγραψε σε μια επιστολή, ότι υπάρχει κάτι που αξίζει να βρεις τις λέξεις να το πεις, του έδινε κάθε φορά τη δύναμη να γυρίσει στο σπίτι. Ακριβώς αυτή η αίσθηση πως η ζωή που θα άξιζε μπορεί να βρίσκεται αλλού και άλλοτε τον έκανε να γράψει: Δε θα ’πρεπε να είχα γεννηθεί ετούτον τον αιώνα, στα όνειρά μου ζω παντοτινά σε άλλες εποχές, σε άλλες πίστεις, σε άλλες ηθικές.

Η Τύχη του έφερε στο δρόμο του τον άγγλο τυπογράφο Γουώτκιν που του στάθηκε πατρικά και τον έφερε σε επαφή με τη γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία ενώ τα ασιατικά περίπτερα του προσέλκυσαν την  προσοχή στην Παγκόσμια Βιομηχανική Έκθεση του 1884 σε σημείο να του γράψει: Φτάνει κάποτε μια μέρα που νιώθεις ότι για να ζήσεις οφείλεις ν’ αποφασίσεις – όποιο κι αν είναι έπειτα το αποτέλεσμα – να τινάξεις για πάντα απ’ τα παπούτσια σου τη γνώριμη σκόνη του τόπου. 
Ακολούθησαν δυο χρόνια στην Μαρτινίκα και η αναχώρηση από το Βανκούβερ με το πλοίο Αβυσσηνία για τη Γιοκοχάμα· η Ιαπωνία θα γινόταν εις το εξής ο κόσμος του.

Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν το οριστικά διαμορφωμένο άτομο, τη σταθερή προσωπικότητα. Υπάρχει μόνο η φαντασματική παρουσία, το ένα φάντασμα διαδέχεται το προηγούμενο, σαν το ένα κύμα πίσω από το άλλο στη Στοιχειωμένη Θάλασσα της Γέννησης και του Θανάτου. [σ. 61]

Ο Χερν δεν αντιμετώπισε την χώρα με τη γνωστή δυτική έπαρση και το ορθολογικό ή χρησιμοθηρικό πνεύμα αλλά με απεριόριστο σεβασμό και αγάπη. Οι συνθήκες ζωής και πάλι δεν ήταν εύκολες: ο βαρύς χειμώνας της βορειοανατολικής επικράτειας που σαρωνόταν από τους ανέμους της Σιβηρίας, το παγωμένο ξύλινο σπιτάκι, η χυδαιότητα της άσχημης Νέας Ιαπωνίας, όλα έμοιαζαν εμπόδια στην ψυχική του ηρεμία. Όμως και πάλι χάρη στην επιμονή του οργάνωσε τη νέα του ζωή, άρχισε να εργάζεται ως καθηγητής σε κολλέγιο και αργότερα σε πανεπιστήμιο, έφτιαξε οικογένεια και αφοσιώθηκε στη γραφή.

Ο παραδοσιακός ιαπωνικός πολιτισμός υπήρξε το βασικό αντικείμενο των γραπτών του, παράλληλα με τη γενικότερη πνευματική απόρριψη του δυτικού κόσμου. Η παντελής έλλειψη ατομικότητας που χαρακτήριζε τον πνεύμα της Ιαπωνίας ακριβώς τον αποθάρρυνε από την συγγραφή μυθιστορήματος, εφόσον έκρινε πως δεν μπορεί να υπάρξει μυθιστόρημα σε μια κοινωνία όπου η ίδια η έννοια του ατόμου είναι κάτι άγνωστο και ασυμβίβαστο με τις θεμελιώδεις ηθικές και θρησκευτικές της πεποιθήσεις της· κάθε απόπειρα μυθιστορηματικής απόδοσης της πραγματικότητας της Άπω Ανατολής θα αποτελούσε καθαρό εξωτισμό.

Στο μυαλό του Ιάπωνα το ιδεόγραμμα είναι ζωντανή εικόνα: ζει, μιλάει, χειρονομεί. Όλος ο χώρος του ιαπωνικού δρόμου πλημμυρίζει από αυτούς τους ζωντανούς χαρακτήρες· μορφές που κλαίνε στα μάτια των περαστικών, λέξεις που χαμογελούν ή μορφάζουν σαν πρόσωπα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο, ακριβώς λόγω αυτής της παράξενα προσωπικής, έμψυχης, εσωτεριστικής πλευράς της ιαπωνικής γραφής, που υπάρχουν θαυμάσιοι μύθοι γύρω από την καλλιγραφία. [σ. 46]

 Ο ανθολόγος επέλεξε τα κείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να καλυφθούν όλες οι πτυχές του συγγραφικού έργου: από παράδοξες ιστορίες από την μεσαιωνική Ιαπωνία μέχρι δοκίμια για την ιαπωνική εμπειρία. Ιστορίες με βρυκόλακες, φαντάσματα, πολέμαρχους αλλά και διάφορους θρύλους εναλλάσσονται με προσωπικές εμπειρίες και εντυπώσεις, όπως για την μαγευτική μορφή των τελετών που διέπουν και την παραμικρή εκδήλωση της ιαπωνικής ζωής. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Χερν διασκευάζει παλιούς μύθους, όπως στον Θρύλο του Κουασίν Κότζι που ενέπνευσε και μια νουβέλα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Στη δική του απόδοση ο διασωθείς ήρωας είναι κάποιος που μπορεί και μιλάει για τη ζωγραφική με τη σιγουριά εκείνη που σου επιτρέπει μια άλλη έστω μύηση στη Μεγάλη Τέχνη· την Τέχνη εκείνη δηλαδή που καταργεί τα όρια πραγματικότητας και εικόνας, που μπορεί να παρουσιάζεται στους θεατής της κάθε φορά κι αλλιώτικη ανάλογα με το τίμημα που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν. «Οι μεγάλοι πίνακες», θα πει  Κουασίν Κότζι, «διαθέτουν την προσωπική τους θέληση. Μπορεί να μην αποδεχτούν να απαρνηθούν το δημιουργό ή το νόμιμο κάτοχό τους». [σ. 67]

Η ιστορία της Κιμίκο αποτελεί μια περίτεχνη ψυχογραφία της γιαπωνέζας και του απροσπέλαστου των ψυχικών της θαλάμων. Στο δοκιμιακό Ένας συντηρητικός ο συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για την Ανατολή μέσα από την εμπειρία ενός Ιάπωνα που περιπλανήθηκε στη Δύση και καταφέρεται με οργή κατά του προσηλυτισμού των ιεραποστόλων, αυτής της αιχμής της δυτικής επιθετικότητας. Όπως έγραψε κάποτε στον Γουώτκιν, Όσο κι αν ξέρω ότι δεν είμαι μεγαλοφυία, ελπίζω πάντα να υπηρετήσω κάποια μέρα τη λογοτεχνία, να προσφέρω κι εγώ έναν μικρό κόκκο ομορφιάς στο πελώριο οικοδόμημά της.


Εκδ. Ινδικτος, 2008 [Γ΄ έκδοση], εισαγωγή – μετάφραση: Σωτήρης Χαλικιάς, σελ. 381. Εκτός από την εκτενή και πληρέστατη εισαγωγή περιλαμβάνονται 60 σημειώσεις και βιβλιογραφία με το έργο του Λευκάδιου Χερν, μεταθανάτιες εκδόσεις, μεταφράσεις από τα Γαλλικά, μεταθανάτιες συλλογές μεταφράσεων από τα Γαλλικά, διασκευές από τα Ιαπωνικά, βασική βιβλιογραφία για τον συγγραφέα και ελληνικά δημοσιεύματα για τον συγγραφέα.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
http://pandoxeio.com/2014/01/21/hearn/



6.

από apmaster


7.

 Βιβλία του Λευκάδιου Χερν στα ελληνικά:

ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ,
 μεταφρ. Χαλικιάς Σωτήρης, Ινδικτος, 1999, 285 σελ.

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΩΝ,
μετάφρ. Καλαμαντής Γιώργος Κ., Κέδρος, 1998, 368σελ.

ΙΑΠΩΝΙΚΟΙ ΘΡΥΛΟΙ
μεταφρ. Νικητοπούλου Μαριάννα, εικονογράφηση Αραποστάθη
Ηλέκτρα, Σιδέρης Ι., 150 σελ.

ΚΑΪΝΤΑΝ,
Σμυρνιωτάκης, 1996, 96 σελ.

ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ
Χαλικιάς Σωτήρης, Ίνδικτος, 1997, 444 σελ.

ΟΛΕΘΡΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, 
μετάφρ. Καλονάρος Πέτρος, Gutenberg, 1991,

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, 
μετάφρ. Βουκελάτου Δώρα,Εστία, 2000, 61 σελ.