Ούτε χαραμάδα ελπίδας

Σκίτσο του Μ.ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ


Από το τέλμα του δημόσιου χρέους η χώρα μας μπαίνει κατευθείαν στο τέλμα του ιδιωτικού. Και το χειρότερο είναι πως πρώτοι μπαίνουν πάλι αυτοί που ήδη έχουν εξουθενωθεί.

Υποτίθεται ότι οι θυσίες που έχει κάνει ο ελληνικός λαός τα τελευταία τέσσερα χρόνια -αιματηρές, όπως λέει και η κυβέρνηση- έσωσαν τη χώρα από μια μεγαλύτερη καταστροφή. Οι μισθοί και οι συντάξεις κόπηκαν στη μέση, η φορολογία των χαμηλότερων εισοδημάτων διπλασιάστηκε και οι άνεργοι -όσοι παίρνουν επίδομα ανεργίας- φέτος πληρώνουν φόρο. Το επίτευγμα όλων αυτών των θυσιών όντως δεν έχει προηγούμενο: η οικονομία εμφανίζει πλεόνασμα και η ύφεση δεν πάει πιο κάτω. Να πανηγυρίσουμε, λοιπόν, αλλά προηγουμένως να δούμε την επόμενη κρίση που έρχεται εξαιτίας αυτής που δεν έχει ακόμη περάσει. Εν τω μεταξύ, έχουν συσσωρευτεί άλλα 160 δισ. ευρώ χρέος (67 σε οφειλές προς το Δημόσιο, 16 προς τα ταμεία και 77 σε «κόκκινα» δάνεια), σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης. Σχεδόν άλλο ένα ΑΕΠ μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος, δίπλα στο δημόσιο που ανέρχεται στο 170% του ΑΕΠ και δεν λέει να υποχωρήσει. Για να αντέξει ώς τώρα ο κόσμος έχει αποσύρει καταθέσεις ύψους 40 δισ. και ο λόγος καταθέσεων και δανείων είναι κάτω από 160 προς 220.
Ας κάνουμε, λοιπόν, την καλύτερη υπόθεση εργασίας ότι όλοι όσοι έχουν χρέη έχουν και καταθέσεις, συνεπώς πάνε στις τράπεζες μόλις αυτές πάρουν πακέτο τη διαχείριση όλων των χρεών και ζητούν τακτοποίηση. Την επομένη, οι τράπεζες θα μείνουν λογιστικά με τις μισές καταθέσεις και το κράτος θα βρεθεί να δανείζει τις τράπεζες. Ακόμη και αν αυτό μπορούσε να γίνει, ούτε οι τράπεζες ούτε η κυβέρνηση θα το ήθελαν.
Στο χειρότερο σενάριο, αυτοί που έχουν χρέη δεν έχουν πλέον καθόλου καταθέσεις (στις ελληνικές τράπεζες), συνεπώς είναι αμφίβολο έως και απίθανο να τα πληρώσουν. Οι τράπεζες, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία προχωρούν σε διαγραφή και τα φορτώνουν σε ένα «ειδικό ταμείο», αλλά και πάλι δεν λύνεται το πρόβλημα, αφού θα απαιτηθούν εγγυήσεις και παράλληλα ένα ακόμη τεράστιο χρηματοδοτικό πρόγραμμα.
Οι τράπεζες θα βρίσκονταν σε χειρότερη θέση και στα stress tests του Νοεμβρίου δεν θα είχαν καμία απολύτως τύχη. Η τρόικα, που κατά τα λοιπά εξετάζει έναν προς έναν τους δικαιούχους του ΕΚΑΣ μην τυχόν κανείς χαμηλοσυνταξιούχος επωφεληθεί και πιει δεύτερο καφέ την ίδια μέρα, μαζεύει τις οφειλές που έχουν σωρευτεί, τις ρίχνει στον ίδιο λογαριασμό και συμφωνούν και οι τράπεζες και το Δημόσιο με τα Ταμεία, δηλαδή η κυβέρνηση.
Οι τράπεζες είναι βέβαιο ότι θα περάσουν τις εξετάσεις της ΕΚΤ με επιτυχία. Διάσωση εκ των έσω (bail in) δεν θα χρειαστεί, άλλωστε το πρόβλημα της Ιταλίας πλέον είναι δεκαπλάσιο από αυτό της Ελλάδας και οι επισφάλειες θα επιμεριστούν σε βάθος χρόνου. Μια τέτοια ρύθμιση για τις τράπεζες μπορεί να λειτουργήσει κατόπιν σαν μοντέλο και για τη διευθέτηση του υπέρογκου (και προσεχώς μη εξυπηρετούμενου) δημόσιου χρέους.
Φυσικά, η ρύθμιση αυτή μπορεί να θεωρηθεί μια κάποια λύση. Καλή για τις τράπεζες, η καλύτερη για την κυβέρνηση, όμως για την πραγματική οικονομία και την κοινωνία δεν δίνει ούτε χαραμάδα ελπίδας. Από το τέλμα του δημόσιου χρέους μπαίνουμε κατευθείαν στο τέλμα του ιδιωτικού. Και το χειρότερο είναι πως πρώτοι μπαίνουν πάλι αυτοί που ήδη έχουν εξουθενωθεί. Η έκπτωση μερικών λεπτών στο πετρέλαιο θέρμανσης ή η επέκταση των δόσεων για το χαράτσι δεν πρόκειται να δώσουν ανάσα. Οσο για την επιμήκυνση των οφειλών σε 40 ή σε 70 ή και σε 100 δόσεις, θα είχε σημασία εάν του χρόνου γινόταν ένα θαύμα και κρατούσε μέχρι το πέρας της ρύθμισης. Ειδάλλως, βάζοντας κάθε χρόνο δόσεις μέσα σε συνθήκες οικονομικής διάλυσης, σε δύο-τρία χρόνια επιστρέφουμε στο ίδιο σημείο.
Η τρόικα έχει κάθε λόγο να συνεχίζει την καταστροφική της συνταγή, έτσι δικαιολογεί την ύπαρξή της και τον κανονιστικό της ρόλο στη διεθνή οικονομία. Για την κυβέρνηση, όμως, το ερώτημα που έρχεται μαζί με τον νέο καταιγισμό φόρων και περικοπών, σε δόσεις ή εφάπαξ, ίσως και να μην έχει καμία σημασία, είναι πόσο έχει πωρωθεί με την αποστολή που της έχει ανατεθεί να εξοντώσει τους πιο αδύναμους. Δεν είναι δα και λίγοι οι κυβερνητικοί παράγοντες που δείχνουν να το χαίρονται.

           
Του Μπάμπη Αγρολάμπου