ΤΟ ΣΚΟΠΙΑΝΟ ΚΑΙ Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΜΑΣ ΕΝΔΕΙΑ
Την άνοιξη του 1992, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απέπεμπε τον υπουργό εξωτερικών κ. Α. Σαμαρά συνεπεία διαφωνιών περί τον χειρισμό του Σκοπιανού. Ένα χρόνο μετά ο εν λόγω βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας ίδρυε δικό του κόμμα και εν συνεχεία ανέτρεπε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με κύριο σύνθημα «όχι η λέξη Μακεδονία ή παράγωγά της στο όνομα των Σκοπίων». Σήμερα, είκοσι δύο χρόνια αργότερα και μετά κατασπατάληση πολύτιμου γεωπολιτικού κεφαλαίου, η κυβέρνηση Σαμαρά, συντασσόμενη κατά τούτο με τη γραμμή των προκατόχων της, αποδέχεται (κατά ρητή πρόσφατη δήλωση του αντιπροέδρου και επί των εξωτερικών υπουργού της) «μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό στον όρο Μακεδονία». [i]
Μόνο που εν τω μεταξύ τα Σκόπια έχουν αναγνωρισθεί ως σκέτη Δημοκρατία της Μακεδονίας από τη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών της υφηλίου, των ΗΠΑ, της Ρωσίας, και της Κίνας συμπεριλαμβανομένων· και, συντείνοντος και του επιβαρυμένου διμερούς κλίματος, η στάση τους αποδεικνύεται σαφώς πιο αδιάλλακτη. Με την ηγεσία τους να απορρίπτει τώρα προτάσεις λύσης που αμέσως μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τους είχε δείξει έτοιμη να αποδεχθεί – και μάλιστα με επί μέρους ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τις απόψεις μας από τις νυν συζητούμενες. Με άλλες λέξεις, η απουσία στρατηγικού σχεδιασμού και η επικράτηση εσωτερικών κομματικών σκοπιμοτήτων ενέπλεξαν τη χώρα μας σε μια μακρά, ατυχή διπλωματική περιπέτεια, συνεπαγόμενη σημαντικό κόστος για το ελληνικό γόητρο.
Είδαμε το δέντρο και αγνοήσαμε το δάσος. Η ανεξαρτοποίηση των Σκοπίων υπήρξε για την Ελλάδα γεωπολιτικό δώρο: Τόσο επί μοναρχίας, όσο και επί κομμουνισμού, η Γιουγκοσλαβία – κράτος με πληθυσμό υπερδιπλάσιο του ελληνικού – επεδίωξε να χρησιμοποιήσει τους Σλάβους των Σκοπίων ως αιχμή του δόρατος των βλέψεών της επί της ελληνικής Μακεδονίας. Ενώ, ήδη από τον δέκατο ένατο αιώνα και κατά το μείζον μέρος του εικοστού, η Σόφια – ανεξάρτητα και αυτή από τις εκάστοτε εσωτερικές καθεστωτικές της μεταλλάξεις – προσπάθησε να προωθήσει τις δικές της επεκτατικές φιλοδοξίες στον μακεδονικό χώρο, χαρακτηρίζοντας ως Βουλγάρους, όχι μόνο το σλαβόφωνο σκοπιανό στοιχείο, αλλά και τους εντός των ελληνικών συνόρων ευάριθμους διγλώσσους – των οποίων την αριθμητική δύναμη κατά βούληση διόγκωνε.
Αντιθέτως, το ανεξάρτητο σκοπιανό κρατίδιο, στρατιωτικά σκιώδες, οικονομικά ασθενές, αντιμέτωπο με τις επεκτατικές ορέξεις των δύο γειτονικών του σλαβικών κρατών, Σερβίας και Βουλγαρίας, και κυρίως της δεύτερης, και εσωτερικά ταρασσόμενο από την αντιπαράθεση των πλειοψηφούντων Σλάβων με την αλβανική μειονότητα, όχι μόνο δεν συνιστά απειλή για την Ελλάδα, αλλά αντικειμενικά αποτελεί εν δυνάμει σύμμαχο της χώρας μας. Κίνδυνος για τα ελληνικά συμφέροντα λόγω ΠΓΔΜ θα προέκυπτε μόνο εάν η τελευταία αυτή διελύετο – καθώς σε μια τέτοια περίπτωση πιθανό επακόλουθο θα ήταν η ενσωμάτωση, του μεν αλβανικού της στοιχείου σε μια Μείζονα Αλβανία, του δε σλαβικού σε μια Μείζονα Βουλγαρία· και η ως εκ τούτου αναζωπύρωση εθνικιστικών φαντασιώσεων και στους δύο αυτούς, συνεργάσιμους αυτή τη στιγμή, γείτονές μας.
Υπό το φως των δεδομένων αυτών, η Αθήνα όφειλε να είχε επωφεληθεί της ευνοϊκής συγκυρίας των αρχών της δεκαετίας του ’90 και της στήριξης που μας παρείχαν τότε οι Ευρωπαίοι εταίροι μας για να διευθετήσει το ζήτημα της σκοπιανής ονομασίας χωρίς χρονοτριβή· όχι μόνο για να θέσουμε τα Σκόπια υπό την αιγίδα μας, αλλά και προκειμένου να διαδραματίσουμε τον ευρύτερο ηγετικό ρόλο στα βαλκανικά πράγματα για τον οποίο η, μοναδική τότε στην περιοχή, διπλή ευρωενωσιακή και νατοϊκή ιδιότητά μας προόριζε – πλην όμως από τον οποίο μας αποστέρησαν η στρατηγική μυωπία και η μικροπολιτική ιδιοτέλεια των ταγών μας και ειδικότερα η σκοπιανοποίηση της εξωτερικής μας πολιτικής.
Οι αναμφιβόλως ενοχλητικοί και κατά περίπτωση εξοργιστικοί ισχυρισμοί των Σκοπιανών ότι κατάγονται από τους αρχαίους Μακεδόνες κττ – ισχυρισμοί, σημειωτέον, τους οποίους ουδείς σοβαρός τρίτος παίρνει στα σοβαρά, αλλά και ο ίδιος ο πρώτος πρόεδρος του νεοσύστατου σκοπιανού κράτους είχε ρητά και επανειλημμένως απορρίψει [ii] – έπρεπε, και πρέπει, να αντικρουσθούν και ανασκευασθούν εκεί όπου εκ των πραγμάτων εντάσσονται: στον χώρο της επικοινωνίας και της επιστήμης. Σε επίπεδο διακρατικών σχέσεων το ουσιαστικό ζητούμενο ήταν, και είναι, η παρεμπόδιση της χρησιμοποίησης των φληναφημάτων αυτών ως μέσου προαγωγής αλυτρωτικών φαντασιώσεων. Κάτι που ευχερώς θα είχαμε εξασφαλίσει ενεργώντας εγκαίρως και στοχευμένα. Και το οποίο παραμένει προαπαιτούμενο για την εξομάλυνση των ελληνο-σκοπιανών σχέσεων – αλλά κατ’ ευτυχή συγκυρία και για την ένταξη της ΠΓΔΜ στους δυτικούς θεσμούς.
Συναφής, αλλά εκφεύγουσα εν πολλοίς της επιρροής μας, είναι η διένεξη μεταξύ Σκοπίων και Σόφιας περί το γλωσσικό· ήτοι ο ισχυρισμός των πρώτων ότι το γλωσσικό τους ιδίωμα αντιστοιχεί σε αυτοτελή σλαβική γλώσσα, και η ομόθυμη απάντηση της βουλγαρικής πλευράς – κυβέρνησης, ΜΜΕ, και διανόησης - ότι πρόκειται απλώς για μια βουλγαρική διάλεκτο. Με την επιστημοφανή αυτή διαφωνία να υποκρύπτει το γεωπολιτικά σημαντικό - όχι μόνο για τους άμεσα εμπλεκομένους, αλλά και για την περιοχή - ερώτημα, αν οι Σκοπιανοί Σλάβοι και οι εκτός σκοπιανών συνόρων τυχόν ομόγλωσσοί τους είναι ή όχι Βούλγαροι.
Πολλοί εν Ελλάδι – συμπεριλαμβανομένων και των νυν κυβερνώντων μας – τάσσονται δημοσία υπέρ της βουλγαρικής θέσης. Ο συντάκτης του παρόντος δεν διεκδικεί γλωσσολογικούς τίτλους - και κατά άλλα δεν αποκλείει η βουλγαρική άποψη να είναι επιστημονικώς ισχυρότερη. Υπό το πρίσμα, όμως, των ελληνικών γεωπολιτικών συμφερόντων, πολύ προτιμότερη του φαίνεται η παρουσία επί των συνόρων μας μιας πληθυσμιακής ομάδας κάτι περισσότερο του ενός εκατομμυρίου ψυχών με τη δική της χωριστή γλωσσική ταυτότητα, παρά η προσαύξηση του πολύ πιο ισχυρού και υπολογίσιμου βουλγαρικού εθνικού κορμού – και μάλιστα με ελληνική συνηγορία. [iii] (Σημειωτέον ότι παρεμφερές, αν και πολύ σοβαρότερο ως προς τις συνέπειές του, σφάλμα στρατηγικής διαπράξαμε προ δεκαετιών προσφέροντας γλωσσικά τους Πομάκους της ελληνικής Θράκης στην Άγκυρα.) Σαφής, εν πάση περιπτώσει, είναι η ανάγκη, οι Έλληνες αρμόδιοι να εγκύψουν στο όλο θέμα προσεκτικότερα.
Κατά τα λοιπά, η εφεξής ακολουθητέα από πλευράς μας γενικότερη γραμμή για το Σκοπιανό είναι προφανής. Η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας επί τη βάσει των επίσημων ελληνικών θέσεων έχει αποβεί ζήτημα εθνικού γοήτρου - και συνεπώς αποτελεί μονόδρομο. Κύριος δε – και ισχυρός - μοχλός στη διάθεσή μας για να πειθαναγκασθούν οι εν Σκοπίοις να συμπράξουν είναι το δέλεαρ της οικονομικής και γεωπολιτικής μας στήριξης, σε συνδυασμό με την συγκατάθεσή μας για την ένταξη της χώρας τους στους δυτικούς θεσμούς.
Κυβερνάν ίσον προβλέπειν. Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα – και δυστυχώς δεν είναι το μόνο - οι ταγοί μας απεδείχθησαν θλιβερά κατώτεροι των περιστάσεων.
[i] Η πλήρης σχετική δήλωση του κ. Βενιζέλου έχει ως ακολούθως: «η Ελλάδα είναι έτοιμη να δεχθεί μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό στον όρο Μακεδονία που θα διαφοροποιεί σαφέστατα το κράτος αυτό από την ελληνική Μακεδονία και βεβαίως θέλουμε ένα τέτοιο όνομα, erga omnes. Δηλαδή ένα όνομα για κάθε χρήση εσωτερική και διεθνή, διμερή και πολυμερή». Επτά Ημέρες 7 meres.gr, 30-1-2014.
[ii] Μεταξύ άλλων και στα απομνημονεύματά του και σε πολυάριθμες δημόσιες δηλώσεις του, όπως η ακόλουθη της 3ης Ιουνίου 1992 στα Τίρανα, αναπαραχθείσα από πλείονα ΜΜΕ της εποχής: «Εμείς είμαστε Σλάβοι και δεν έχουμε καμία σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο.»
17-7-2014
Γεώργιος E. Σέκερης,
Πρέσβυς ε.τ.