Όσο πιο μακρύ είναι ένα αδιέξοδο, τόσο πιο πολύ μοιάζει με δρόμο
(...)
σαν ένας ιδιώτης με πολύ μεγάλο χρέος να υπογράφει με το δανειστή του ότι θα το ξεπληρώνει εργαζόμενος 16 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα, αποδίδοντας όσο τρεις εργαζόμενοι και όλα αυτά υποσιτιζόμενος και κάνοντας περικοπές στη χρήση βασικών αγαθών για την εργασία και την επιβίωση του.
Μία συμφωνία αυτού του είδους που υποεκτιμά τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει ένα τέτοιο εξοντωτικό πρόγραμμα στον εργαζόμενο και υπερεκτιμά την αποδοτικότητα και τις αντοχές του πολύ πάνω από το εφικτό, μπορεί να εμφανίσει το χρέος,προσωρινά, ως βιώσιμο αλλά σύντομα θα οδηγήσει σε κατακόρυφη πτώση της αποδοτικότητας του, στην κατάρρευση του και τελικά στην αδυναμία πληρωμής των οφειλομένων, παρέχοντας στο δανειστή το δικαίωμα να προχωρήσει σε κατάσχεση της περιουσίας του και στην επιβολή μίας νέας “συμφωνίας’.
(...)
(...)
Αν φανταστούμε την ανάλυση τη βιωσιμότητας του χρέους μιας χώρας ως τίποτε περισσότερο από ένα απλό κλάσμα με δύο τιμές, μία στον αριθμητή, που αποτυπώνει την πρόβλεψη για την εξέλιξη όλων των θετικών οικονομικών παραμέτρων που επηρεάζουν την πορεία του χρέους και μία στον παρανομαστή που αποτυπώνει την πρόβλεψη για την εξέλιξη όλων των, αντίστοιχων, αρνητικών, τότε έχουμε κάνει το πρώτο βήμα για να καταλάβουμε το παιχνίδι που παίζεται εδώ και τέσσερα χρόνια στην πλάτη της Ελλάδας.
Για το δεύτερο βήμα αρκεί να σκεφτούμε πως από την αρχή της κρίσης σε κάθε μελέτη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, Τρόικα και κυβέρνηση φουσκώνουν τον αριθμητή και συμπιέζουν τον παρονομαστή τόσο όσο χρειάζεται για να κατασκευάσουν επί χάρτου την εικόνα που τη δεδομένη στιγμή τους εξυπηρετεί.
Επιλέγουν, δηλαδή, αντί της πραγματικής, μία κατά συμφωνία “λύση” του προβλήματος , γνωρίζοντας ότι συνηγορούν σε μία ψευδή υπόθεση και βασίζοντας εν γνώση τους όλα τα συνεπαγόμενα της συμφωνίας τους σ” αυτήν έτσι ώστε να προκαλέσουν μία στρεβλή εικόνα για το παρόν της Ελλάδας και μία ψεύτικη πρόβλεψη για το μέλλον της, ξέροντας πως αυτή μπορεί να έχει μόνο πολύ περιορισμένη διάρκεια ζωής.
Αυτό, γιατί η κατά συμφωνία λύση, μοιραία, καταλήγει να διαψευστεί από την πραγματικότητα, αφήνοντας βαθιά τα ίχνη της στην κοινωνία και την οικονομία και προκαλώντας, εν τέλει, χρηματοδοτικά κενά τα οποία αν δεν καλυφθούν με νέα μέτρα ή νέο δανεισμό, θα οδηγήσουν σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους.
Όταν το 2010 διάβασα τις μελέτες βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που συνόδευαν το πρώτο Μνημόνιο διαπίστωσα πως ακολουθούσαν αυτήν ακριβώς την πρακτική και υποστήριξα πως δε θα επαληθεύονταν ποτέ γιατί υποεκτιμούσαν όλες τις αρνητικές παραμέτρους, υπερεκτιμούσαν όλες τις θετικές και στηρίζονταν, σχεδόν εξ ολοκλήρου, στην υπόθεση της επιτυχίας μίας πολιτικής δρακόντειων μέτρων που δε θα οδηγούσε πουθενά αλλού παρά στην καταστροφή της οικονομίας και την πτώχευση.
Ήταν σαν ένας ιδιώτης με πολύ μεγάλο χρέος να υπογράφει με το δανειστή του ότι θα το ξεπληρώνει εργαζόμενος 16 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα, αποδίδοντας όσο τρεις εργαζόμενοι και όλα αυτά υποσιτιζόμενος και κάνοντας περικοπές στη χρήση βασικών αγαθών για την εργασία και την επιβίωση του.
Μία συμφωνία αυτού του είδους που υποεκτιμά τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει ένα τέτοιο εξοντωτικό πρόγραμμα στον εργαζόμενο και υπερεκτιμά την αποδοτικότητα και τις αντοχές του πολύ πάνω από το εφικτό, μπορεί να εμφανίσει το χρέος,προσωρινά, ως βιώσιμο αλλά σύντομα θα οδηγήσει σε κατακόρυφη πτώση της αποδοτικότητας του, στην κατάρρευση του και τελικά στην αδυναμία πληρωμής των οφειλομένων, παρέχοντας στο δανειστή το δικαίωμα να προχωρήσει σε κατάσχεση της περιουσίας του και στην επιβολή μίας νέας “συμφωνίας’.
Αυτό συνέβη στην Ελλάδα με την υπογραφή της συμφωνίας του πρώτου Μνημονίου και για να οδηγηθεί κατεστραμμένη και χρεοκοπημένη στην ελεγχόμενη, πλην αναγκαστική, αναδιάρθρωση του χρέους της το 2012. Όμως και τότε, βάσει επιλογής οι συνοδευτικές του PSI μελέτες βιωσιμότητας του χρέους εμφάνιζαν τα ίδια ελαττώματα με τις προηγούμενες και δεδομένου ότι η αναδιάρθρωση είχε, πλέον, πραγματοποιηθεί, πιστοποιούσαν πως η Ελλάδα έμπαινε σε μία νέα, πολυετή Οδύσσεια.
Φτάνοντας στο 2014 η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει και η Ελλάδα συνεχίζει να βαδίζει σε ένα αδιέξοδο το οποίο όσο μεγαλύτερο αποδεικνύεται τόσο περισσότερο η κυβέρνηση και η Τρόικα προσπαθούν το παρουσιάσουν ως δρόμο, χωρίς, όμως, αυτό να ισχύει. Η μελέτη των πιο πρόσφατων εκθέσεων βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους φανερώνει πως η υποεκτίμηση των αρνητικών και η υπερεκτίμηση των θετικών οικονομικών παραμέτρων έχει γίνει συστημική, τα δρακόντεια μέτρα μόνιμα, η αποτυχία των εκτιμήσεων Τρόικας και κυβέρνησης βέβαιη και η μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεδομένη.
Αυτός είναι ο λόγος που η κυβέρνηση έσπευσε να δανειστεί με υψηλά επιτόκια, αγγλικό δίκαιο και ενέχυρα στην εθνική περιουσία τον Απρίλιο και επιχειρεί, κατεπειγόντως, να πράξει το ίδιο και τον Ιούλιο, δανειζόμενη μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών το υπέρογκο ποσό των 6 και πλέον δις ευρώ, το οποίο προέκυψε από την διάψευση των προβλέψεων βιωσιμότητας του χρέους, τη δημιουργία χρηματοδοτικών κενών και από την επαλήθευση του ότι η Ελλάδα βαδίζει σε ένα αδιέξοδο όπου συναντά τον ένα τοίχο μετά τον άλλο, με την κυβέρνηση να προσπαθεί να τους σπάσει με τα κεφάλια των πολιτών, με ένα μείγμα μέτρων και πρακτικών μπούμερανγκ, που νομοτελειακά επιστρέφουν για να πληγώσουν τη χώρα και τους πολίτες της.
Το χειρότερο απ' όλα, όμως, είναι πως τα παραπάνω γίνονται εσκεμμένα και όχι εξαιτίας άγνοιας ή λάθος υπολογισμών. Μελετώντας, για παράδειγμα, κανείς τη σημαντικότερη διεθνή βιβλιογραφία περί βιωσιμότητας του χρέους σε δημοκρατικά πολιτεύματα διαπιστώνει την ταύτιση των μελετητών στο συμπέρασμα πως όταν η αξιολόγηση ενός χρέους ως βιώσιμο βασίζεται στη λήψη δρακόντειων μέτρων για την επίτευξη μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων τότε είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Ας μην πάμε, όμως, τόσο μακριά και ας σταθούμε στις πρόσφατες δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας, κ. Λουκά Παπαδήμου, ο οποίος υποστήριξε πως ''προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους απαιτείται … η εφαρμογή δημοσιονομικής πολιτικής που θα οδηγήσει σε ικανά πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα συμβάλλουν στη σταδιακή μείωση του χρέους'' και εμπλούτισε τη δήλωση του με τα γνωστά,σχόλια περί ανάγκης για μεταρρυθμίσεις και για αύξηση των εξαγωγών της Ελλάδας, χωρίς βέβαια να καταθέσει κάποιο σχετικό πλάνο ή πρόταση.
Το μόνο απολύτως σαφές στις δηλώσεις Παπαδήμου είναι πως η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους σήμερα δεν είναι εξασφαλισμένη – επομένως ότι η πολιτική λιτότητας απέτυχε και οι προηγούμενες προβλέψεις για άλλη μια φορά διαψεύστηκαν – και πως προτείνει ως λύση, τί άλλο, να επιβληθεί άμεσα ακόμη περισσότερη από την ίδια πολιτική λιτότητας ( “δημοσιονομική πολιτική που θα οδηγήσει σε ικανά πρωτογενή πλεονάσματα'') και μάλιστα τέτοιας έντασης ώστε να παραχθούν έσοδα τόσο μεγάλα που να αρχίσει να αποπληρώνεται το εξωφρενικού μεγέθους χρέος της χώρας (δεύτερο μεγαλύτερο διεθνώς ως ποσοστό του ΑΕΠ).
Συμπερασματικά, η έκθεση της βιωσιμότητας του χρέους της Ελλάδας που κάθε φορά συμφωνείται μεταξύ Τρόικας και κυβέρνησης ως η “ισχύουσα” αποτελεί έναν εξαιρετικά σημαντικό μηχανισμό που τοποθετείται στην “καρδιά” της χώρας και συνδέεται άρρηκτα με όλη την πορεία της. Έτσι αν έχει σχεδιαστεί σωστά μπορεί λειτουργήσει ως ένας σωτήριος βηματοδότης αλλά αν έχει σχεδιαστεί λάθος μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα. Και στην Ελλάδα σχεδιάζεται, εν γνώση των υπευθύνων, λανθασμένα ξανά και ξανά.
Τί πρέπει, λοιπόν, να γίνει; Πρώτον, όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οι ανεξάρτητοι βουλευτές να κατανοήσουν σε βάθος και να αναδείξουν το μείζον αυτό θέμα για το μέλλον της Ελλάδας, τόσο στο ελληνικό κοινοβούλιο όσο και στα ΜΜΕ. Δεύτερον, με τη βοήθεια ειδικών να καταρτίσουν μία εναλλακτική πρόταση, για την οποία ο γράφων μπορεί να παράσχει επιλεκτική διεθνή βιβλιογραφία και μελέτες και να υποδείξει συγκεκριμένες προτάσεις αν του ζητηθεί. Τρίτον, να καταθέσουν την εναλλακτική πρόταση στη βουλή και τέταρτον να την επικοινωνήσουν στον κόσμο.
Πρέπει να υπάρξει άμεσα μία σιωπηρή συμφωνία όλων των αντιπολιτευτικών δυνάμεων πως η περίοδος της άσκησης αντιπολίτευσης χωρίς τη στηλίτευση, με ισχυρά και καλά μελετημένα επιχειρήματα, των προβληματικών και σε ορισμένες περιπτώσεις καταστροφικών επιλογών κυβέρνησης και Τρόικας έχει παρέλθει. Αλλά και ότι η χώρα χρειάζεται επειγόντως εναλλακτικές προτάσεις προς αντικατάσταση των επιλογών που στηλιτεύονται, ώστε ο κόσμος να διαπιστώσει αν πραγματικά υπάρχει άλλος δρόμος και να μάθει ποιος είναι αυτός και πού οδηγεί (υπάρχει και οδηγεί σε ένα πολύ καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα και τους πολίτες της). .
Ειδάλλως, η Ελλάδα θα παραμείνει στο αδιέξοδο που βαδίζει εδώ και τέσσερα χρόνια και αυτό θα μακραίνει και θα μοιάζει όλο και περισσότερο με δρόμο, μέχρι που κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί γι' αυτό που εξ αρχής ήταν. Αλλά τότε θα μας πουν ότι είναι, πλέον, αργά για να γυρίσουμε πίσω.
Όσο πιο μακρύ είναι ένα αδιέξοδο, τόσο πιο πολύ μοιάζει με δρόμο
Mikhail Turovsky, 1933-, Ουκρανός συγγραφέας
iPolitics.gr
ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ