CINEMA!

1.


1. Ken Loach:

''Ο ΑΝΕΜΟΣ ΧΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΚΡΙΘΑΡΙ''
(THE WIND THAT SHAKES THE BARLEY) 


Divide Et Impera  
Υπόθεση: Ιρλανδία, 1920: εθελοντές εργάτες από όλη τη χώρα κάνουν αντάρτικο κατά των Βρετανών. Με αίσθηση καθήκοντος και αγάπη για τη χώρα του, ο Ντέμιαν εγκαταλείπει την αστική του ιατρική καριέρα και ρίχνεται κι αυτός στον αγώνα για την ελευθέρια. Όμως η μερική αυτονομία που επιβάλλουν οι Βρετανοί πυροδοτεί αντιθέσεις. Εμφύλιος πόλεμος ξεσπά και οι οικογένειες που πάλεψαν ενωμένες, βρίσκονται τώρα να πολεμούν μεταξύ τους σαν ορκισμένοι εχθροί, δοκιμάζοντας στο έπακρο την πίστη τους. 
(...)
πώς ένας μακροχρόνιος αγώνας για ανεξαρτησία εμποδίστηκε πάνω στην καλύτερη στιγμή του. Η αποικιοκρατική δύναμη, χάνοντας την αυτοκρατορία, κατάφερε παρόλαυτα να κρατήσει ακέραια τα στρατηγικά της συμφέροντα. Αυτή ήταν η επιδεξιότητα ανθρώπων όπως οι Τσόρτσιλ, Λόιντ Τζορτζ, Μπίρκενχεντ... Όταν αναγκάστηκαν από τα γεγονότα να μπουν στη γωνία, όταν δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους να εξακολουθούν να αρνούνται την ανεξαρτησία, βάλθηκαν να χωρίσουν τη χώρα και να δώσουν την υποστήριξή τους σε εκείνους του κινήματος ανεξαρτησίας που ήταν προετοιμασμένοι να αφήσουν την οικονομική εξουσία στα ίδια χέρια με τα οποία η ‘πρώην’ εξουσία μπορούσε να κάνει ‘δουλειά’. Υπάρχει εδώ αυτό το μοτίβο που το βλέπεις να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά- αυτού του είδους η εκμετάλλευση από την άρχουσα τάξη, πώς διαφορετικά συμφέροντα συνασπίζονται υπό την απειλή του κοινού εχθρού και πώς τελικά και αναπόφευκτα αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν στο ξεσκέπασμά τους... Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να το δεις και σήμερα σε μέρη σαν το Ιράκ, όπου η αντίσταση στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία φέρνει κοντά πολλούς ανθρώπους που, όταν διώξουν τις δύο μεγάλες δυνάμεις, θα δουν ότι είναι περισσότερα αυτά που τους χωρίζουν...
(...)



ΧΡΥΣΟΣ ΦΟΙΝΙΚΑΣ:59ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ (2006)
Σκηνοθεσία: ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ 
Σενάριο: ΠΟΛ ΛΑΒΕΡΤΙ 
Παραγωγή: ΡΕΜΠΕΚΑ Ο ΜΠΡΑΪΑΝ
Πρωταγωνιστούν: ΚΙΛΙΑΝ ΜΕΡΦΙ, ΛΙΑΜ ΚΑΝΙΓΧΑΜ, ΠΑΝΤΡΑΪΚ ΝΤΕΛΑΝΕΪ
Δ/νση Φωτογραφίας: ΜΠΑΡΙ ΑΚΡΟΪΝΤ 
Σκηνικά: ΦΕΡΓΚΟΥΣ ΚΛΕΓΚ 
Κοστούμια: ΕΪΜΕΡ ΝΙ ΜΧΑΟΛΝΤΟΜΝΑΪ 
Μοντάζ: ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΜΟΡΙΣ 
Μουσική: ΤΖΟΡΤΖ ΦΕΝΤΟΝ 
Διάρκεια: 129΄
 
Η ΤΑΙΝΙΑ  
«Αυτό που συνέβη στην Ιρλανδία το 1920-1922 ανήκει στις ιστορίες που δεν χάνουν ποτέ το ενδιαφέρον τους, όπως ο ισπανικός εμφύλιος, καταλυτικές στιγμές της Ιστορίας...», επισημαίνει ο πολυβραβευμένος βρετανός δημιουργός Κεν Λόουτς (‘Γλυκά Δεκάξι’, ‘Το Όνομά μου Είναι Τζο’, ‘Ψωμί και Τριαντάφυλλα’), δίνοντας στην ταινία του οικουμενική και διαχρονική διάσταση. Πάντα σε συνεργασία με τον Πολ Λάβερτι στο σενάριο και με πρωταγωνιστή τον Κίλιαν Mέρφι (’Breakfast on Pluto’) μία πολεμική... αντιπολεμική ταινία για τους Δαβίδ και Γολιάθ της ζωής.
Ο Λόουτς συνεχίζει: «Η ιστορία αυτή αποκαλύπτει πώς ένας μακροχρόνιος αγώνας για ανεξαρτησία εμποδίστηκε πάνω στην καλύτερη στιγμή του. Η αποικιοκρατική δύναμη, χάνοντας την αυτοκρατορία, κατάφερε παρόλαυτα να κρατήσει ακέραια τα στρατηγικά της συμφέροντα. Αυτή ήταν η επιδεξιότητα ανθρώπων όπως οι Τσόρτσιλ, Λόιντ Τζορτζ, Μπίρκενχεντ... Όταν αναγκάστηκαν από τα γεγονότα να μπουν στη γωνία, όταν δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους να εξακολουθούν να αρνούνται την ανεξαρτησία, βάλθηκαν να χωρίσουν τη χώρα και να δώσουν την υποστήριξή τους σε εκείνους του κινήματος ανεξαρτησίας που ήταν προετοιμασμένοι να αφήσουν την οικονομική εξουσία στα ίδια χέρια με τα οποία η ‘πρώην’ εξουσία μπορούσε να κάνει ‘δουλειά’. Υπάρχει εδώ αυτό το μοτίβο που το βλέπεις να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά- αυτού του είδους η εκμετάλλευση από την άρχουσα τάξη, πώς διαφορετικά συμφέροντα συνασπίζονται υπό την απειλή του κοινού εχθρού και πώς τελικά και αναπόφευκτα αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν στο ξεσκέπασμά τους... Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να το δεις και σήμερα σε μέρη σαν το Ιράκ, όπου η αντίσταση στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία φέρνει κοντά πολλούς ανθρώπους που, όταν διώξουν τις δύο μεγάλες δυνάμεις, θα δουν ότι είναι περισσότερα αυτά που τους χωρίζουν...

Στην αρχή υπάρχει μόνο μια λευκή σελίδα χαρτί και ο τεράστιος ιστορικός καμβάς. Το ζήτημα είναι πως θα αποστάξεις όλο αυτό το υλικό σε ανθρώπινη εμπειρία. Έτσι, ο Πολ Λάβερτι διαμόρφωσε τους χαρακτήρες και μια αφήγηση που τους ακολουθεί κατά τη διάρκεια διαφορετικών συγκρούσεων, συμμαχιών και αποφάσεων. Αν το πετύχεις αυτό, τότε οι χαρακτήρες ριζώνουν απόλυτα στις δικές τους πράξεις και απόψεις... Όμως η άποψη της ταινίας πρέπει να είναι ξεχωριστή από όλες αυτές τις ατομικές, επιμέρους γνώμες και να είναι σε θέση να τις βλέπει να λειτουργούν η μία πάνω στην άλλη... Ο Πολ είναι πολύ καλός στο να δουλεύει πάνω σε μια αφήγηση που όλα υπονοούνται. Τα πράγματα δεν χρειάζονται να εξηγούνται πάντα φόρα παρτίδα...

Αυτό που ήταν ένα πρόβλημα για εμάς -που δεν είμαι και σίγουρος ότι το λύσαμε τελικά- ήταν το να βρούμε την ισορροπία μεταξύ της ιστορικής αυθεντικότητας αλλά και της ανάγκης μας να παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον σύγχρονο θεατή, να είναι κάπως σύγχρονη... Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι –αυτοί που δεν συγχωρούν αναχρονισμούς και... δάνεια- θα εκπλαγούν, ιδίως σε μία ή δύο σκηνές. Στο τέλος όμως νομίζω ότι πρόκειται για ένα πολύ μικρό τίμημα. Δεν μπορείς να αναδημιουργήσεις το παρελθόν σε όλο του το μεγαλείο, αυτό που πετυχαίνεις είναι πάντα μία προσέγγισή του, αλλά προσπαθείς να πιάσεις το πνεύμα και να αποφύγεις τα κλισέ. Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι μπορεί να σταθούν περισσότερο στη γλώσσα, γιατί είναι πιο κοντά σε εκείνη την εποχή. Αυτή είναι η δύσκολη ισορροπία- ότι κι αν κάνεις ποτέ δεν έχεις ικανοποιήσει όλες τις πλευρές...

Υπάρχει συχνά μια υποκρισία στις πολεμικές ταινίες. Πολλοί δημιουργοί ισχυρίζονται για τις ταινίες τους ότι είναι αντιπολεμικές, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι της διασκέδασης που προσφέρουν εξαντλείται σε εκρήξεις, αίματα και ακρωτηριασμούς. Αυτό δεν μου μοιάζει και τόσο αντιπολεμικό, για να είμαι ειλικρινής... Δεν μπορείς να λες ότι είσαι κατά των σκοτωμών αλλά κατά τα άλλα ‘ας απολαύσουμε λίγο αίμα όσο το δείχνουμε’! Υπάρχει μια πολύ μεγάλη παράδοση αυτού, που χρονολογείται από το Ιακωβιανό Θέατρο, αλλά χωρίς την ποίηση του τελευταίου καταντά πολύ φτηνό... Αν δεις πολύ αίμα στην οθόνη πιθανώς αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έχουν σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους κι όλο αυτό σε αποπροσανατολίζει, σε κάνει να σκεφτείς άλλα πράγματα έξω από την ταινία...

Δεν θα την αποκαλούσα μια αντιβρετανική ταινία. Θα ήθελα οι άνθρωποι να αναγνωρίσουν σε αυτούς τους λαούς και στην προσπάθειά τους δικές τους ανάλογες εθνικές προσπάθειες και αγώνες... Οι άνθρωποι έχουν πολλά περισσότερα κοινά με τους ανθρώπους μιας άλλη εθνικότητας της ίδιας όμως κοινωνικής τάξης παρά με την ανώτατη τάξη της ίδιας εθνικότητας... Εξάλλου, νιώθω μια ευθύνη να επιτεθώ στα λάθη και τις παραλείψεις των ηγετών μας, των παλιών και των νέων....» ολοκληρώνει ο σκηνοθέτης Κεν Λόουτς στο σημείωμά του.

Ο σεναριογράφος Πολ Λάβερτι, πιστός συνεργάτης του Λόουτς, καταθέτει τις δικές του σκέψεις για την ταινία: «Το κουράγιο του λαού, παρά τις ελάχιστες πιθανότητες που είχε να επιβιώσει, πραγματικά με εντυπωσίασε. Η ικανότητα των καθημερινών ανθρώπων για αντίσταση είναι κάτι που οι δυνάμεις κατοχής συχνά υποτιμούν και υποθέτουν ότι εύκολα μπορούν να κάμψουν τις όποιες αντιδράσεις τους... Οι περισσότεροι από τους εθελοντές ήταν πολύ νέοι. Έπρεπε να είναι. Το να κρύβεσαι στην ενδοχώρα για μήνες απαιτούσε πολύ μεγάλη σωματική και ψυχική αντοχή. Η απόφαση να τοποθετήσουμε την ταινία στα πλαίσια της μονάδας στρατού ‘Flying Column’ ήταν καταλυτική και μας έδωσε ουσιαστικό πλεονέκτημα σε σχέση με την προοπτική αφήγησης της ταινίας – έχει δύναμη, ένταση, βάθος, δράση... έχει να κάνει με τη φάση ζωής κάποιων νέων ανθρώπων που παίρνουν ξαφνικά ριζικές αποφάσεις για το μέλλον τους. Έχει να κάνει με το κουράγιο, τον φόβο, την προδοσία, τον ενθουσιασμό του αγώνα για ανεξαρτησία αλλά και του τρόμου για τον πόλεμο.

Αποφασίσαμε να κρατήσουμε τους χαρακτήρες πλασματικούς, αν και πολύ ριζωμένους στην πραγματικότητα. Αλλιώς, καπελώνεσαι από τις λεπτομέρειες, σταυρώνεσαι σχεδόν από αυτές, και περιορίζεται η ελευθερία σου να εξετάσει ευρύτερες ιδέες... Ήταν μία πρόκληση να δημιουργήσεις μία κλίμακα χαρακτήρων που θα μπορούσαν να αντανακλούν την πλούσια, σύνθετη ατμόσφαιρα της εποχής αλλά και από την άλλη να είναι αληθινοί, ολοκληρωμένες προσωπικότητες τριών διαστάσεων. ..»
 
ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΠΟΥ ΥΠΟΔΥΟΝΤΑΙ:
 

ΚΙΛΙΑΝ ΜΕΡΦΙ- Ντάμιεν
 

Ο Ντάμιεν έχει κερδίσει μία θέση για να εκπαιδευτεί στο Λονδίνο ως ιατρός. Εκείνη την εποχή το να σε ζητάνε από το Λονδίνο και μάλιστα για μία λαμπρή επαγγελματική σταδιοδρομία ήταν τεράστιο πράγμα! Φυσικά, η ιδέα αυτή του φαίνεται πολύ ελκυστική: να φύγει για το Λονδίνο αφήνοντας τις αιματοχυσίες πίσω του... Το ότι επιλέγει τελικά να μείνει και να παλέψει για την ανεξαρτησία της χώρας του ενώ έχει μία τόσο σπουδαία εναλλακτική, κάνει την απόφασή του πραγματικά ηρωική...

Δεν μπορείς να μιλήσεις για τον Ντάμιεν χωρίς να μιλήσεις και για τον αδελφό του, τον Τέντι. Η επιροή που του ασκεί είναι τεράστια. Ο Τέντι έχει μάθει από μικρός να στέκεται στα πόδια του και να παλεύει ενώ ο Ντάμιεν είχε προσανατολιστεί προς μία πιο ασφαλή και ‘ανώδυνη’ ακαδημαϊκή καριέρα...

Ο Ντάμιεν είναι τελικά ρεαλιστής. Συνειδητοποιεί ότι πρέπει να εμπλακεί στη βία και ότι υπάρχουν πιθανότητες ακόμα και να χάσει τη ζωή του. Αλλά δεν νομίζω ότι μοιάζει σε εκείνους τους άντρες του 1916 που ήξεραν ότι θα σκοτωθούν κι ήξεραν ακόμα τι θα κληροδοτούσε αυτό στις επόμενες γενιές. Είναι προετοιμασμένος να πολεμήσει μέχρι τελικής πτώσης για τις ιδέες του αλλά δεν θέλει να αφήσει την παρακαταθήκη του μάρτυρα. Θέλει να προτείνει μία χειροπιαστή, εργατική δημοκρατία αντίθετα ίσως από τον αδελφό του που θα συνεργαζόταν με τα πιο ελιτίστικα κομμάτια της κίνησης, καθώς τον ενδιαφέρει περισσότερο η πολιτική και λιγότερο τα πρακτικά ζητήματα.

Το γεγονός ότι ο Ντάμιεν σκοτώνει ενώ είναι γιατρός είναι δραματικά πολύ δυνατό... Με κάποιο τρόπο ο Ντάμιεν πρέπει να το δει σαν κάτι διαφορετικό από αυτό, σαν στόχους που πρέπει να χτυπήσει προκειμένου να πετύχει κάτι πολύ υψηλό, που τον υπερβαίνει....

ΠΑΝΤΡΑΪΚ ΝΤΕΛΑΝΕΪ- Τέντι
 
Ο Τέντι ανήκει σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που έπρεπε να ωριμάσουν πολύ γρήγορα, που δεν είχαν την πολυτέλεια της επιλογής και που έχουν δει περισσότερα από όσα θα έπρεπε... Καθώς ο Τέντι αρχίζει να εμπλέκεται πιο ενεργά στο Κίνημα της Ανεξαρτησίας, ‘χώνεται’ όλο και πιο βαθιά στην πολιτική σε βαθμό μάλιστα που κι ο ίδιος να αναρωτιέται «πώς έφτασα ως εδώ; Το μόνο που ήθελα ήταν η ελευθερία της χώρας μου και τώρα η εξουσία και η πολιτική με πιέζουν ασφυκτικά, κάτι που δεν με αφορούσε στο ελάχιστο όταν ξεκίνησα...». Ο αδελφός του θα αισθανόταν πολύ πιο άνετα σε αυτή τη θέση, είναι περισσότερο στοχαστής και ρήτορας- αυτός έπρεπε να είναι ο πολιτικός της οικογένειας! Ο Τέντι είναι ο στρατιώτης...

Είναι περίεργο γιατί νιώθω ότι οι ρόλοι του Ντάμιεν και του Τέντι έχουν αντιστραφεί στο τέλος της ταινίας. Ο Ντάμιεν γίνεται ο ισχυρογνώμων, φοράει παρωπίδες ενώ ο Τέντι είχε αυτά τα χαρακτηριστικά στην αρχή. Καθώς η κατάσταση περιπλέκεται τα αδέλφια μοιάζουν να μην μπορούν να σταματήσουν για λίγο και να ακούσουν ο ένας τον άλλο προσεχτικά τι έχει να του πει... Κάπου χάνουν την ουσία...

Ο ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ.
 

Γεννημένος στη Μεγάλη Βρετανία και με σπουδές Νομικής στην Οξφόρδη, ο Κεν Λόουτς ασχολήθηκε αρχικά με το θέατρο, παίζοντας σε περιπλανώμενους θιάσους. Ακολούθησε η τηλεόραση, όπου και συμμετείχε στην παραγωγή φημισμένων δραματικών ντοκιμαντέρ με κορυφαίο το ‘Cathy Come Home’, το οποίο έκανε τέτοια αίσθηση, ώστε προκάλεσε την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για τους άστεγους. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ήταν η ‘Poor Cow’ και στη συνέχεια οι ‘Kes’ και ‘Hidden Agenda’, που απέσπασε το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής στις Κάννες το 1990.

Ο Κεν Λόουτς, κύριος εκπρόσωπος του βρετανικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού, δεν υπέκυψε ποτέ στις σειρήνες του Χόλιγουντ, διατηρώντας έτσι το προσωπικό του ύφος, που βρήκε τεράστια ανταπόκριση στην Ευρώπη. Ανάμεσα στις πιο γνωστές ταινίες του είναι οι ‘Raining Stones’ (Ειδικό Βραβείο Επιτροπής-Κάννες 1993), ‘Ladybird Ladybird’, ‘Land and Freedom’ (Οικουμενικό Βραβείο Επιτροπής-Κάννες 1995), ‘Carla’s Song’, ‘My Name is Joe’, ‘Bread and Roses’, κ.α. Οι πιο πρόσφατες σκηνοθετικές του δουλειές είναι οι ταινίες ‘Sweet Sixteen’, που διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Καννών 2002, ‘Ae Fond Kiss’, υποψήφια για Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2004 και ‘Tickets’ που σκηνοθέτησε μαζί με τους Όλμι και Κιαροστάμι.

ΚΙΛΙΑΝ ΜΕΡΦΙ (Ντάμιεν)
 

Κέρδισε κυρίως την προσοχή και την εκτίμηση του κοινού το 2002, με την ερμηνεία του στην ταινία ‘28 Days Later’ του Ντάνι Μπόιλ. Από τότε έχει εμφανιστεί σε μία σειρά σημαντικών ταινιών, ανάμεσα στις οποίες τις ‘The Girl with the Pearl Earring’ του Πίτερ Γουέμπερ, ‘Cold Mountain’ του Άντονι Μιγκέλ και ‘Intermission’ πλάι στον Κόλιν Φερθ. Ο ιρλανδός ηθοποιός πρόσφατα έχει συμμετάσχει στο καστ των ταινιών ‘Batman Begins’ του Κρίστοφερ Νόλαν και ‘Red Eye’ του Γουές Κρέιβεν ενώ με τη χαρακτηριστική του πρωταγωνιστική ερμηνεία στην ταινία του Νιλ Τζόρνταν ‘Breakfast on Pluto’ κέρδισε Υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ανδρικού Ρόλου (Μιούζικαλ/Κωμωδία)
ΠΗΓΗ:

2.



2. Sydney Pollak:

''Σκοτώνουν τα Άλογα Όταν Γεράσουν''
 (They shoot horses, dont they?).
1969. Kοινωνικό δράμα του Σίντνεϊ Πόλακ με τους Tζέιν Φόντα, Mάικλ Σάραζεν. Στην Aμερική του 1932, περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης, απεγνωσμένα ζευγάρια συμμετέχουν, για ένα κομμάτι ψωμί, σ' έναν διαγωνισμό χορού, όπου ο νικητής θα είναι εκείνος που θα κατορθώσει να μείνει όρθιος τις περισσότερες μέρες. Mέσα απ αυτόν τον τραγικό αγώνα επιβίωσης, παρακολουθούμε τις επιμέρους ιστορίες διαφόρων χαρακτήρων και ιδίως αυτήν της αυτοκαταστροφικής Γκλόρια και του φιλόδοξου, αλλά άτολμου Pόμπερτ. Tόσο για τον συγγραφέα Xόρας MακKόι (σε βιβλίο του οποίου βασίζεται η ταινία) όσο και για τον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Πόλακ, αυτή η αίθουσα χορού είναι ένας μικρόκοσμος της Aμερικής του 30, με τα φτωχά απελπισμένα της θύματα από τη μια και τους απάνθρωπους μεγαλοκαρχαρίες που απομυζούν μεθοδικά την ενέργειά τους από την άλλη. Aκόμη περισσότερο, το όλο τελετουργικό του χορού χρησιμεύει μεταφορικά για να απεικονίσει την παρακμή της ίδιας της Aμερικής, που μην μπορώντας ν αντέξει το φορτίο του οικονομικού κραχ, χάνει μέρα με τη μέρα τις δυνάμεις της μέχρι την τελική πτώση. Mε τη μοναδική δραματουργική της δύναμη και τις συγκλονιστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών (ο Tζιγκ Γιανγ απέσπασε το Oσκαρ β ρόλου), το ''Σκοτώνουν τ άλογα όταν γεράσουν'' είναι μια από τις σπουδαιότερες αμερικανικές ταινίες της δεκαετίας του 60. 

3.


3.  Paolo and Vittorio Taviani:

Το "Χάος" 
Είμαι λοιπόν, γιος του Χάους. Και όχι αλληγορικά, μα στην πραγματικότητα, αφού γεννήθηκα κοντά σ’ ένα πυκνό δάσος που οι κάτοικοι του Τζιρζέντι το ονομάζουν Καβούζου, παραφθορά της αρχαίας ελληνικής λέξης Χάος.
ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ

Το 1984 οι αδελφοί Ταβιάνι γύρισαν το «Χάος», μια σπονδυλωτή ταινία που το σενάριό της βασίστηκε σε διηγήματα του Λουϊτζι Πιραντέλλο.
Με φόντο την Σικελία των αρχών του 20ου αιώνα ο νομπελίστας συγγραφέας βυθίζεται στο χάος της ανθρώπινης ψυχής, με τρόπο άλλοτε δραματικό, κι άλλοτε ανάλαφρο, σχεδόν φαρσικό που πίσω του όμως ενεδρεύει το τραγικό.
Οι σκηνοθέτες Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι μεταφέρουν στην οθόνη με ρεαλιστική και συνάμα ποιητική κινηματογραφική γλώσσα, έξι διηγήματα του Πιραντέλλο, όπου το πρώτο χρησιμοποιείται ως πρόλογος καθώς επίσης και ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις ιστορίες, και κλείνουν με έναν αριστουργηματικό επίλογο, μια συνάντηση του μεσήλικα συγγραφέα με τη νεκρή μητέρα του στο πατρικό σπίτι.

Οι ιστορίες που απαρτίζουν την ταινία είναι: 

«ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΤΟΥ ΜΙΤΖΑΡΟ» που οι σκηνοθέτες αξιοποιούν κινηματογραφικά μόνο μερικές σκηνές σαν εισαγωγή, όμως το κοράκι που πετά στον ουρανό με το κουδούνι στο λαιμό του, σηματοδοτεί την αρχή κάθε ιστορίας.
Στην δεύτερη ιστορία, «Ο ΑΛΛΟΣ ΓΙΟΣ», θίγεται το πρόβλημα της μετανάστευσης όταν τα φτωχά χωριά του ιταλικού νότου άδειαζαν από τους νέους άνδρες που έφευγαν στην Αμερική και πίσω έμεναν μόνο γυναίκες, παιδιά και γέροι. Κεντρικό πρόσωπο μια τρελή μάνα που στέλνει γράμματα στους δύο γιους της που έχουν ξενιτευτεί και κρατείται στη ζωή με την ελπίδα της επιστροφής τους. Επίσης αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που διαπλέκεται το προσωπικό δράμα της ηρωίδας με τα ιστορικά γεγονότα που συντάραξαν την Ιταλία στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Η συνάντηση δηλαδή της μικρής με τη μεγάλη Ιστορία. 
Η τρίτη ιστορία «Ο ΦΕΓΓΑΡΟΧΤΥΠΗΜΕΝΟΣ», είναι μια αφήγηση γεμάτη ποίηση, λυρισμό αλλά και τρόμο που μιλά για τον έρωτα και για την επίδραση της φύσης στον ανθρώπινο νου. Πρωταγωνιστεί ένα νιόπαντρο ζευγάρι χωρικών που η ζωή του αναστατώνεται όταν η γυναίκα ανακαλύπτει ότι ο άντρας της κάθε πανσέληνο παθαίνει επιληπτικές κρίσεις.
Στην τέταρτη ιστορία «ΤΟ ΠΙΘΑΡΙ», μια σχεδόν σουρεαλιστική ηθογραφία, σατιρίζονται με καυστικό τρόπο οι εμμονές και η μισαλλοδοξία. Ένας σκληρός γαιοκτήμονας, καβγατζής και δικομανής, βρίσκει το δάσκαλό του στο πρόσωπο ενός φτωχού τεχνίτη, εφευρέτη κόλλας και επιδιορθωτή πιθαριών.
Η επόμενη ιστορία, η πέμπτη κατά σειρά, «ΑΝΑΠΑΥΣΙΝ ΑΙΩΝΙΑΝ ΔΟΣ ΑΥΤΟΙΣ ,ΚΥΡΙΕ!», είναι μια μελαγχολική θλιμμένη ιστορία. Περιγράφει τις άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι Σικελοί χωρικοί στα χρόνια της φεουδαρχίας. Μια ομάδα χωρικών που δεν έχουν κανένα δικαίωμα, ούτε στη ζωή, ούτε στο θάνατο, προσπαθεί να βρει χώρο να θάψει τους νεκρούς της. 
Στη «ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ», την τελευταία ιστορία της ταινίας εξετάζονται τα μεγάλα θέματα της μνήμης, του χρόνου, της απώλειας. Εδώ ο συγγραφέας επιστρέφει στη γενέθλια γη της Σικελίας για να συναντήσει το φάντασμα της νεκρής μητέρας του, και να συμφιλιωθεί με τον πόνο του θανάτου της.
«Κλαίω γιατί εσύ, μαμά, εσύ δεν μπορείς πια να με σκέφτεσαι», απαντά όταν η μητέρα του προσπαθώντας να τον παρηγορήσει του λέει να την σκέπτεται καθισμένη στην πολυθρόνα της κοντά στο παράθυρο, όπως όταν ζούσε. Ακόμη μέσα από τις αναπολήσεις της μητέρας αναβιώνει το χρονικό της οικογένειας του συγγραφέα, αλλά και η νεώτερη Ιστορία της Ιταλίας.
Η κινηματογραφική αφήγηση γίνεται σ΄ όλες τις ιστορίες με γραμμική χρονική αλληλουχία. Οι ιστορίες αναπτύσσονται με αρχή, μέση, τέλος. Ο ρεαλισμός της σκηνοθετικής ματιάς πλουτίζεται με λυρικές αποχρώσεις. Η εισβολή του φανταστικού στην καθημερινότητα όπως η συνάντηση των δύο κόσμων του πραγματικού και του επέκεινα δίνεται με εντελώς νατουραλιστικό κινηματογραφικό τρόπο. Οι ιστορίες οπτικοποιούνται με αιθέρια εκφραστικότητα, και συνθέτουν μια αναφορά στο ιδιότυπο σικελικό τοπίο. 
Αυτό όμως που στον Πιραντέλλο λειτουργεί σαν φόντο, δηλαδή η φύση της Σικελίας, στην ταινία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο θεατής έχει την αίσθηση ότι αυτοί οι χαρακτήρες, αυτές οι ιστορίες δεν θα μπορούσαν να πάρουν μορφή και ν’ αναπτυχθούν παρά μόνο σ’ αυτόν το τραχύ και περιέργως αισθησιακό χώρο. Ότι οι άνθρωποι και οι ζωές τους είναι άρρηκτα δεμένοι μ’ αυτά τα χρώματα της γης, τα φρυγμένα κίτρινα, τα μουντά καφετιά, τα μολυβιά της πέτρας, που κυριαρχούν στο φιλμ. Ακόμη, είτε η κάμερα ίπταται και κινηματογραφεί από ψηλά, είτε ζουμάρει, μας αποκαλύπτεται με καθαρότητα η ψυχή του τόπου.
Φυσικά όπως σε όλες τις ταινίες των Ταβιάνι τονίζεται η πολιτική διάσταση των ιστοριών, αν και οι ίδιοι αρνούνται τον χαρακτηρισμό ότι κάνουν «πολιτικό σινεμά».
«Οι χαρακτηρισμοί γίνονται καλή τη πίστει», λέει σε συνέντευξή του ο Βιτόριο Ταβιάνι, «αλλά όλες οι σχηματοποιήσεις είναι λίγο επικίνδυνες και λίγο αμφιλεγόμενες. Το σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν μπορεί να περιορίζεται σε μερικούς τύπους. Γι’ αυτό εμείς κάνουμε έναν δικό μας κινηματογράφο μιλώντας για τους ανθρώπους. Δεν είναι ο κινηματογράφος πολιτικός. Οι άνθρωποι είναι πολιτικά όντα. Το σημαντικό είναι ο άνθρωπος μόνος του ανάμεσα στους άλλους».1 
Οι εικόνες της ταινίας είναι ντυμένες μουσικά από τον Νίκολα Πιοβάνι.

  Μαρία Τσολακούδη

''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
21.10.2001