O ουκρανικός εμφύλιος και η γεωπολιτική σύγκρουση



Η διεξαγωγή των Προεδρικών εκλογών της 25ης Μαΐου έγινε το επίκεντρο της διεθνούς αντιπαραθέσεως για την Ουκρανία μεταξύ των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων συμμάχων τους και της Ρωσίας. Εάν η κρίση στην Ουκρανία είχε πραγματικά εσωτερικό πολιτικό χαρακτήρα και δεν είχε στο βάθος της μια αδυσώπητη γεωπολιτική σύγκρουση, οι Προεδρικές εκλογές θα μπορούσαν να είναι μια διέξοδος προς την πολιτική ομαλότητα. Γι’ αυτό, άλλωστε, είχε συναινέσει και ο Ρώσος αντιπρόσωπος στη συμφωνία των τριών Ευρωπαίων υπουργών (της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας) με τον απελθόντα Πρόεδρο Γιαννουκόβιτς και τους ηγέτες των εξεγερμένων της πλατείας Μαϊντάν του Κιέβου για τη διεξαγωγή πρόωρων Προεδρικών εκλογών. Επενέβη όμως δυναμικά ο Αμερικανικός παράγων και ανέτρεψε ουσιαστικά τη συμφωνία, δίνοντας το «πράσινο φως» στις ακραίες πολιτικές δυνάμεις που πρωτοστάτησαν στην πλατεία Μαϊντάν, όπως το κόμμα Σβόμποντα και η κυριολεκτικά φιλοναζιστική και παραστρατιωτική οργάνωση Δεξιός Τομέας, να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία. Η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών στη συμφωνημένη ημερομηνία διατηρήθηκε. Οι προϋποθέσεις όμως και οι απαραίτητες εγγυήσεις άλλαξαν ριζικά. Η εγκατάσταση στο Κίεβο ακραίων και σφοδρά αντι-Ρωσικών δυνάμεων, που διακηρύσσουν ως στόχο την απόσπαση της Ουκρανίας από τη Ρωσική γεωπολιτική σφαίρα επιρροής και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, ήταν αναπόφευκτο να ενεργοποιήσει στο εσωτερικό τις αντιθέσεις που διχάζουν τη χώρα και να προκαλέσει την οργή και την αντίδραση της Ρωσίας.

Η τελευταία εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να επαναφέρει, σε πρώτη φάση, υπό Ρωσικό έλεγχο την Κριμαία που έχει ύψιστη στρατηγική σημασία γι’ αυτή. Το Κίεβο και οι Δυτικοί υποστηρικτές του επιδιώκουν επομένως με τις Προεδρικές εκλογές τη νομιμοποίηση της νέας τάξεως και την επιβολή της σε όλη την Ουκρανία, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με μεγάλη γεωπολιτική ανατροπή σε βάρος της Ρωσίας. Ο στόχος όμως αυτός είναι ανέφικτος λόγω της εσωτερικής εθνοτικής και θρησκευτικής διαιρέσεως της χώρας αλλά και της Ρωσικής αντιθέσεως.

Η εξέγερση των Ανατολικών και Νοτίων περιοχών της χώρας ήταν αναμενόμενη. Οι επαρχίες του Ντονέτσκ και του Λουκάνσκ προχώρησαν ήδη σε δημοψήφισμα με στόχο την αυτονόμησή τους πριν από τις Προεδρικές εκλογές της 25ης Μαΐου. Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος για τις 11 Μαΐου επιτάχυνε την επέμβαση της Εθνοφρουράς του Κιέβου, στην οποία έχουν ενταχθεί οι ακραίες ομάδες του Δεξιού Τομέα και όσες από τις μονάδες του Ουκρανικού στρατού κρίνονται αξιόπιστες και έτοιμες για επέμβαση κατά των εξεγερμένων της Ανατολικής και Νοτίου Ουκρανίας. Με τις δυνάμεις αυτές συμπράττει και απροσδιόριστος αριθμός ξένων μισθοφόρων, κατά το πρότυπο της περίφημης εταιρείας Blackwater στο Ιράκ.

Η προσπάθεια αιματηρής καταστολής της εξεγέρσεως με βιαιότητες, όπως η πρωτοφανής βαρβαρότητα εναντίον των Ρωσοφώνων στην Οδησσό, αλλά και στο Σλαβιάνσκ, στη Μαριούπολη και στο Ντονέτσκ, μετατρέπει εκ των πραγμάτων την εξέγερση σε εμφύλιο πόλεμο. Οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι εταίροι απειλούν με οικονομικές κυρώσεις τη Ρωσία, την καταγγέλλουν για σχέδια επεμβάσεως στην Ουκρανία και ασκούν πίεση με συνεχείς κινητοποιήσεις και ασκήσεις δυνάμεων του ΝΑΤΟ στα σύνορά της, ιδίως στη Βαλτική, με στόχο να αποτρέψουν ενδεχόμενη Ρωσική στρατιωτική επέμβαση και να καλύψουν τη βίαιη επιβολή των δυνάμεων του Κιέβου.

Η Ρωσία, για ν’ αποφύγει τις διεθνείς περιπλοκές που συνεπάγεται μια άμεση στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία, διατηρεί ως εφεδρεία και ως παράγοντα αποτροπής το ενδεχόμενο αυτό, αλλά ακολουθεί στρατηγική έμμεσης προσπελάσεως, κατά το παράδειγμα, άλλωστε, των Δυτικών στο Κίεβο. Προτείνει ως διέξοδο από την κρίση την ομοσπονδοποίηση της Ουκρανίας, ως πλαίσιο για τη διατήρηση της ενότητας της χώρας και την αντιμετώπιση της πολυεθνικής της πραγματικότητας και των εγγενών αντιθέσεων και αντιφάσεων που τη διαπερνούν. Επενδύει ταυτοχρόνως στην εξέγερση των φιλο-Ρωσικών πληθυσμών και στην αντίστασή τους. Με βάση τα δεδομένα αυτά, προδιαγράφεται μια απροσδιόριστη περίοδος σκληρού εμφύλιου πολέμου στη χώρα και γεωπολιτικής αντιπαραθέσεως μεταξύ των Δυτικών χωρών, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, και της Ρωσίας. 

Γιατί οι ΗΠΑ υποδαυλίζουν γεωπολιτική σύγκρουση με τη Ρωσία;

Τίθεται το ερώτημα: γιατί οι ΗΠΑ εμμένουν στην υποστήριξη ακραίων πολιτικών δυνάμεων στο Κίεβο, που δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν βάση για συναινετική διπλωματική λύση που να λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο την πραγματικότητα της χώρας όσο και τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας;

Η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται στους υπερφίαλους στόχους που θέτει η ευρύτερη Αμερικανική στρατηγική σε σχέση με τη Ρωσία, αλλά και στους στόχους της σε σχέση με την Ευρώπη. Ειδικότερα, η στρατηγική αυτή σε ό,τι αφορά στη Ρωσία επιδιώκει να εμποδίσει την τελευταία να καταστεί πάλι επικίνδυνος ανταγωνιστής ως παγκόσμια δύναμη και να την περιορίσει σε ρόλο περιφερειακής δυνάμεως. Στο πνεύμα αυτό, πιστεύεται ότι η απόσπαση της Ουκρανίας από το γεωπολιτικό δυναμικό της και η περαιτέρω προέλαση των Ευρω-Ατλαντικών θεσμών, της Ευρωπαϊκής, δηλαδή, Ενώσεως και του ΝΑΤΟ, θα κατεδίκαζε τη Ρωσία σε ρόλο περιφερειακής πλέον και όχι παγκόσμιας δυνάμεως, ανταγωνιστικής των ΗΠΑ.

Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπισθεί στο μεσοπρόθεσμο μέλλον ανατροπή καθεστώτος στην ίδια τη Ρωσία, με την επάνοδο των ολιγαρχών και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που είχαν προωθήσει με τον πρώην Πρόεδρο Γιέλτσιν και εναρμονίζονταν με τη γενικότερη πολιτική της παγκοσμιοποίησης.

Στο μέτρο που ισχύουν τα παραπάνω, η γεωπολιτική σύγκρουση στην Ουκρανία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας δεν αφορά καθόλου μικρά πράγματα. Η Αμερικανική στρατηγική όμως επιδιώκει επιπλέον με την ψυχροπολεμικού τύπου ένταση στην Ουκρανία ειδικότερους στόχους σε σχέση με την Ευρώπη. Επιδιώκει, ειδικότερα, να περιορίσει όσο το δυνατόν τη στρατηγική οικονομική συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας και να καταστήσει την Ευρώπη μέρος ενός οργανικού, γεωπολιτικού Ευρω-Ατλαντικού συνόλου. Το τελευταίο δεν θα συνέχεται μόνο από τους διπλωματικούς και στρατιωτικούς δεσμούς του ΝΑΤΟ, αλλά και από τους οικονομικούς δεσμούς μιας ενιαίας αγοράς, με τη μορφή ζώνης ελευθέρου εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Βορείου Αμερικής.

Το σχέδιο αυτό είναι υπό διαπραγμάτευση και έχει τεθεί ως στόχος να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις πριν το τέλος της Ελληνικής Προεδρίας. Η Αμερικανική στρατηγική βλέπει στην προοπτική αυτή την αποτροπή οποιασδήποτε γεωπολιτικής αυτονομίας της Ευρώπης και εξελίξεώς της σε ανεξάρτητο πόλο και την οργανική πρόσδεσή της στην Αμερικανική ηγεμονία.

Η Ρωσία ελίσσεται για ν’ αποφύγει την απομόνωση

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ρωσία ελίσσεται για ν’ αποφύγει την απομόνωση και να διαφυλάξει τις στρατηγικές οικονομικές της σχέσεις με την Ευρώπη, στις οποίες την πρώτη θέση κατέχει η Γερμανία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι διατεθειμένη να υπερβεί τις «κόκκινες γραμμές» της πολιτικής της στην Ουκρανία. Θα εμμείνει στην πρότασή της για ομοσπονδοποίηση, η οποία προάγεται defacto μέσα από την αυτονόμηση των Ρωσόφωνων περιοχών της Ανατολικής και Νοτίου Ουκρανίας. Η ομοσπονδοποίηση θα επέτρεπε στη Ρωσία να θέσει βέτο μέσω των αυτόνομων Ρωσόφωνων περιοχών στην ένταξη της Ουκρανίας στο Δυτικό στρατόπεδο. Σε διαφορετική περίπτωση, παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο της πλήρους ανεξαρτητοποιήσεως των Ρωσόφωνων και φιλορωσικών περιοχών και της ενώσεώς τους, σε δεύτερο στάδιο, με τη Ρωσία.

Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται σε σχέση με τα παραπάνω είναι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση να μην έχει στρατηγικές οικονομικές σχέσεις με τη γειτονική Ρωσία και γιατί να άγεται παθητικά από μια Αμερικανική πολιτική, που δεν συμπίπτει αναγκαστικά με τα Ευρωπαϊκά συμφέροντα; Δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις ζώντες πρώην καγκελλάριοι της Γερμανίας, Σμιτ, Κολ και Σρέντερ, κατέκριναν έντονα την πολιτική Μέρκελ, που διαφοροποιείται από την πολιτική των προκατόχων της. «Όταν η Γερμανία έχει καλές σχέσεις με τη Ρωσία, ευημερεί», έλεγε ο Βίσμαρκ. Ο ίδιος, βαθύς γνώστης των κινδύνων που προκαλούν οι ανεξέλεγκτοι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, είχε καθορίσει επί της δικής του θητείας τρεις βασικές αρχές για ν’ αποφύγει η Γερμανία τον κίνδυνο καταστροφικού πολέμου: πρώτον, να διατηρήσει καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Υπέγραψε γι’ αυτό σχετικό σύμφωνο. Δεύτερον, να μην επιχειρήσει δημιουργία αποικιακής αυτοκρατορίας και να έρθει σε σύγκρουση με τις άλλες αποικιακές δυνάμεις. Τρίτον, να μην επιδοθεί σε υπερβολικούς ναυτικούς εξοπλισμούς που θ’ απειλούσαν τη ναυτική υπεροχή της Μ. Βρετανίας και θα προκαλούσαν την αντίδρασή της.

Ο Γερμανός αυτοκράτωρ Γουλιέλμος Β' απέπεμψε τον Βίσμαρκ και ανέτρεψε τις υποθήκες του. Αυτό είχε ως συνέπεια ν’ ακολουθήσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι συνθήκες δεν είναι σήμερα οι ίδιες. Υπάρχει όμως ως κοινός παρονομαστής ο ανεξέλεγκτος και επικίνδυνος γεωπολιτικός ανταγωνισμός. Είναι τραγικό η Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τη διάψευση των οικονομικών και κοινωνικών οραμάτων που υποσχέθηκε, να διαψεύδει και το μύθο που η ίδια προέβαλε ως θεμέλιο λίθο της δημιουργίας της, ότι, δηλαδή, η Ευρωπαϊκή οικοδόμηση είναι συνώνυμη με την ειρήνη και τη συνεργασία στην Ευρώπη.

Η Ελλάδα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στην πολιτική της. Είναι θλιβερό ότι ο υπουργός Εξωτερικών έσπευσε άκριτα να ευθυγραμμισθεί με πολιτικές υποστηρίξεως των ακραίων του Κιέβου και να εγκρίνει συμμετοχή της Ελλάδος σε ασκήσεις του ΝΑΤΟ κοντά στα Ρωσικά σύνορα. Η Ελλάδα πρέπει ν’ ακολουθήσει εξισορροπημένη πολιτική και να κρατήσει ανοικτή την πόρτα της φιλίας και της συνεργασίας με τη Ρωσία. 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ 
(Τεύχος 239)

ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
http://www.epikaira.gr/article/O-oykranikos-emfulios-kai-i-geopolitiki-sugkroysi





ΣΧΕΤΙΚΑ

Ukraine in Crisis