Είναι βιώσιμη οικονομικά μια ανεξάρτητη Σκωτία;



Ο φόβος της χρεοκοπίας ήταν αυτός που οδήγησε το 1707 το Σκωτικό Κοινοβούλιο να υιοθετήσει την Πράξη της Ένωσης με την Αγγλία. Και οι προβληματισμοί για την οικονομία είναι αυτοί που θα κρίνουν το μέλλον της Ένωσης στο δημοψήφισμα της 18ης Σεπτεμβρίου. Η προσδοκία ενός δικαιότερου μοντέλου ανάπτυξης τρέφει (μαζί με το απύθυμενο μίσος για το “κατεστημένο του Westminster”) το ρεύμα υπέρ του “Ναι” στην ανεξαρτησία της Σκωτίας. Όμως τα οικονομικά ρίσκα ενός δρόμου έξω από το Ηνωμένο Βασίλειο πιθανότατα θα σφραγίσουν την επικράτηση του “Όχι”. 

Οι ασάφειες του εθνικιστή Σκωτσέζου πρωθυπουργού Alex Salmond στο κρίσιμο θέμα του νομίσματος αποτελούν βέβαια την πηγή όλων των αντιφάσεων, που ενδέχεται να αποβούν μοιραίες για την υπόθεση της απόσχισης: με κυριότερη, όπως δεν χάνουν την ευκαιρία να τονίσουν οι υπέρμαχοι του “Ναι”, το γεγονός ότι η ανεξαρτησία που διεκδικεί η Σκωτία, προσβλέποντας πρωτίστως σε περισσότερο “κοινωνικό κράτος”, θα οδηγούσε στην πραγματικότητα στην επιβολή δρακόντειας λιτότητας. 

Ο Salmond υποστηρίζει ότι η ανεξάρτητη Σκωτία θα συνεχίσει να έχει ως νόμισμά της τη στερλίνα – και ότι το Λονδίνο δεν είναι σε θέση να εμποδίσει αυτή την επιλογή. Το αν κάτι τέτοιο θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα συμφωνίας των δύο πλευρών ή ως μονομερής “στερλινοποίηση” της σκωτσέζικης οικονομίας, προφανώς δεν μπορεί να απαντηθεί προκαταβολικά. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, θα έφερνε το Εδιμβούργο στην παράδοξη για ανεξάρτητο κράτος θέση να συναλλάσσεται σε ένα “ξένο νόμισμα” -χωρίς να έχει λόγο στην χάραξη της νομισματικής πολιτικής.

Ήδη ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Mark Carney, ο οποίος προβάλλει την πολιτική του ουδετερότητα και πάντως, ως Καναδός, αντιμετωπίζει το όλο θέμα με λιγότερα πάθη, προειδοποίησε την Τετάρτη ότι ένα τέτοιο σενάριο προϋποθέτει την δραματική αύξηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Σκωτίας, που τώρα ανέρχονται σε μόλις 15 δισ. στερλίνες, ήτοι 12% του ΑΕΠ, προκειμένου να καλυφθεί η απουσία ενός πραγματικού “δανειστή ύστατης ανάγκης”. Χαρακτηριστικά, τα αποθέματα της Δανίας (που έχει το νόμισμά της προσδεδεμένο στο ευρώ) φθάνουν το 26% του ΑΕΠ και του Χονγκ Κονγκ (που βασίζεται στο δολάριο) στο 119%. 

Η επιθυμία να παραμείνουν κάτω από την “ομπρέλα” της Τράπεζας της Αγγλίας είναι αυτή που ωθεί τους πρωταγωνιστές του τραπεζικού και ασφαλιστικού τομέα, όπως οι Lloyds, RBS, Clydesdale Bank, Tesco Bank και Standard Life να επεξεργάζονται σχέδια για μεταφορά της έδρας τους στο Λονδίνο, σε περίπτωση επικράτησης του “Όχι”. Και μολονότι αυτό μπορεί να είναι απλώς μια νομική μεταβολή, χωρίς απαραίτητα να συνοδεύεται από σημαντική μεταφορά δραστηριοτήτων, κάθε κραδασμός αναμένεται να γίνει ιδιαίτερα αισθητός στην σκωτσέζικη οικονομία, αφού το Εδιμβούργο αποτελεί μεγάλο χρηματοπιστωτικό κέντρο και ο κλάδος απασχολεί άμεσα 85.000 πρόσωπα και έμμεσα 100.00 επιπλέον, ήτοι το 7% του συνολικού εργατικού δυναμικού. 

(Υπάρχει βεβαίως και η άποψη ότι οι χαώδεις ισολογισμοί των εν λόγω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, δωδεκαπλάσιοι του σκωτσέζικου ΑΕΠ, συνεπάγονται θεαματική βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε περίπτωση μετεγκατάστασής τους στο Λονδίνο, που θα βρισκόταν αντιμέτωπο με μεγαλύτερους κινδύνους, αν επαναλαμβανόταν ένα σοκ αντίστοιχο του 2008). 

Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η Σκωτία θα εξαρτηθεί ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση ανεξαρτητοποίησης, από την ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδυτών – εξ ού και οι υποσχέσεις του Salmond να μειώσει τους εταιρικούς φόρους. 

Οι επιχειρήσεις που εδρεύουν εκτός Σκωτίας συνιστούν ήδη το 3,1% όσων δραστηριοποιούνται στη χώρα και αντιπροσωπεύουν το 35,2% των θέσεων εργασίας και το 58,1% του τζίρου – ποσοστά που αυξάνονται θεαματικά αν περιοριστούμε στις μεγάλες επιχειρήσεις. 

Ούτως ή άλλως, στη Σκωτία αντιστοιχούν μόνο 740 ιδιωτικές επιχειρήσεις ανά 10.000 κατοίκους (έναντι 753 στην Ουαλία και 984 στην Αγγλία), ενώ ο δημόσιος τομέας, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος υγείας, απασχολούσε το 2005 συνολικά 577.300 άτομα, ήτοι 23,4% των απασχολουμένων. 

Σημειώνεται ότι μετά την υποχώρηση της βαριάς βιομηχανίας (χαλυβουργία, ναυπηγεία) τις προηγούμενες δεκαετίες, ο πρώτος σε εξαγωγές κλάδος της Σκωτίας (4,2 δισ. στερλίνες το 2001) είναι, αν εξαιρεθεί το πετρέλαιο, τα τρόφιμα και ποτά, κοινώς... το ουίσκι 

Το σκωτσέζικο υπουργείο Οικονομικών επιμένει ότι η Σκωτία αποτελεί τη μόνη περιφέρεια του Ηνωμένου Βασιλείου, εκτός από το Λονδίνο, η οποία κατέγραψε αύξηση του παραγόμενου προϊόντος μεταξύ 2007 και 2010. Ωστόσο, με 8,4% του συνολικού βρετανικού πληθυσμού, η Σκωτία αντιπροσωπεύει το 9,1% των δημοσίων εσόδων και το 9,3% των δημοσίων δαπανών (για το δημοσιονομικό έτος 2012-2013) και παρ΄ όλα αυτά εμφανίζει έλλειμμα της τάξης του 8,3% του ΑΕΠ, έναντι 7,3% για το σύνολο του Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένων και των εσόδων από το πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας. 

Το ζήτημα του πετρελαίου αποτελεί βέβαια κεντρικό στοιχείο της δημοσίας συζήτησης ενόψει του δημοψηφίσματος, καθώς, παρά την κυρίαρχη άποψη ότι η παραγωγή ξεπέρασε την κορύφωση της το 1999, η προσκείμενη στους Σκωτσέζους αυτονομιστές δεξαμενή σκέψης Ν-56 υποστηρίζει ότι οι υδρογονάνθρακες θα αρκέσουν όχι απλώς για την επίτευξη πλεονασμάτων, αλλά και τη δημιουργία ενός sovereign wealth fund. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμπερντίν Alex Kemp ισχυρίζεται ότι μέχρι το 2050 θα είναι δυνατή η εκμετάλλευση 147 κοιτασμάτων που βρίσκονται υπό εξέταση, άλλων 99 νέων κοιτασμάτων που θα εντοπισθούν χάρη στη συνέχιση των ερευνών και άλλων 58 αντι-οικονομικών κοιτασμάτων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν χάρη στην αύξηση των τιμών. Ο ίδιος ο Salmond εκτιμά για την ίδια περίοδο ότι η παραγωγή θα φθάνει τα 24 δισ. βαρέλια ετησίως, με έσοδα 7 δισ. στερλίνες για κάθε ένα από τα επόμενα πέντε χρόνια. 

Ωστόσο, ο “Νέστορας” του κλάδου, Sir Ian Wood, πρώην επικεφαλής του Wood Group, θεωρεί περισσότερο ρεαλιστικό αριθμό τα 15-16 δισ. βαρέλια ετησίως,με προοπτική η παραγωγή να έχει περιορισθεί το 2050 στα 200.000 βαρέλια ημερησίως έναντι 1,45 εκατ. σήμερα. Όλες οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες (BP, Shell) συνηγόρησαν αμέσως, με τους υπέρμαχους της ανεξαρτησίας να παρατηρούν δηκτικά ότι όσοι ήδη επωφελούνται του πλούτου της Βόρειας Θάλασσας είναι παραδόξως οι πρώτοι που υποτιμούν τις προοπτικές του.

Του Κώστα Ράπτη 
http://www.capital.gr/NewsTheme.asp?id=2106966