''Η πρώτη μέρα στο σχολείο''

'Εργο του Γ. ΑΔΑΜΑΚΗ


Κλοντ Γκούντμαν:

''Η πρώτη μέρα στο σχολείο''


Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι, ήμουν ήδη ξύπνιος, καθισμένος στο κρεβάτι μου. Για δέκατη φορά βεβαιώθηκα πως δεν έλειπε τίποτα από την καινούργια μου τσάντα. Η κασετίνα, τα μολύβια, η σβήστρα, το πρόχειρο τετράδιο. Σηκώθηκα κρυφά. Πήγα γρήγορα και βρήκα το μικρό γούνινο αρκουδάκι μου, το έχωσα μέσα στην τσάντα και γύρισα στο κρεβάτι μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου για να δει η μαμά πόσο καλά είχα κοιμηθεί, εγώ, που στριφογύριζα σα σβούρα όλη τη νύχτα. Ο μπαμπάς άνοιξε την πόρτα.

- Το πρωινό είναι έτοιμο, Αργύρη! Εμπρός, όρθιος μεγάλε!

Έκανα ότι δεν άκουσα τίποτα. Η μαμά ήρθε να με φιλήσει. Την κοίταξα με μεγάλα έκπληκτα μάτια τάχα, σαν μπούφος. Αλλά ο μπούφος, εκείνο το πρωί δεν πεινούσε. Το στομάχι του έκανε περίεργους θορύβους κι έτσι το γάλα και η φέτα με το βούτυρο έμειναν πάνω στο τραπέζι. Η μαμά επέμενε:
- Μα είσαι μεγάλος πια, μικρούλη μου! Το σκέφτεσαι; σε μισή ώρα θα βρίσκεσαι στο μεγάλο σχολείο!

Μου είχαν κοπεί τα πόδια. Κρύωνα κιόλας. Αλλά οι μεγάλοι είναι θαρραλέοι. Κατάφερα να φορέσω τα καινούργια μου ρούχα. Όλα ήταν καινούργια, εκτός από το φόβο που είχε αρχίσει από τις διακοπές κιόλας. Στο δρόμο, αφού ήμουν πια μεγάλος, άφησα το χέρι της μαμάς. Δεν ήμουν εγώ σαν όλα αυτά τα πιτσιρίκια που περπατούσαν μπροστά μου. Μόλις όμως αντίκρισα το σχολείο, ξανάπιασα γρήγορα-γρήγορα το χέρι της μαμάς. Μου το έσφιξε δυνατά. Έπειτα μ' αγκάλιασε και δεν ήθελε να μ' αφήσει. Χρειάστηκε να βάλω όλη τη δύναμη για να της ξεφύγω. Ήμουν μεγάλος πια εγώ. Μπήκα στο μεγάλο σχολείο χωρίς να γυρίσω πίσω. Σκούπισα τα μάτια μου. Έκανα τάχα πως μπήκε σκόνη στο μάτι μου. Οι μεγάλοι δεν κλαίνε. Μήπως και στα μάτια της μαμάς είχε μπει σκόνη; Θάρρος. Το μεσημέρι όταν θα έρθει να με πάρει, θα ξέρω να διαβάζω. Σίγουρα. Και να γράφω και να λογαριάζω. Όλα θα τα ξέρω. Θα ακούω προσεκτικά τη δασκάλα, θα είμαι ευγενικός με τους συμμαθητές μου, δε θα λέω κακά λόγια, θα μπω ήσυχα-ήσυχα στη σειρά μου και δε θα λερώσω τα ωραία μου καινούργια ρούχα.

Η δασκάλα μας ήταν η κυρία Μεταξά. Ήθελε να τη φωνάζουμε Γεωργία και κυρίως όχι «δασκάλα». Ο Κυριάκος που καθόταν δίπλα μου, είπε:
- Δασκάλα, μπορώ...

Σταμάτησε. Η δασκάλα μας χαμογέλασε. Μετά είπαμε όλοι τα ονόματα μας. Φανή, Γιάννης, Ιουλία, Αναστασία...

Η δασκάλα μας κυρία Γεωργία τα έγραψε στον πίνακα.

Κοιταζόμασταν όλοι μεταξύ μας με κάτι χαζά χαμόγελα.

Με τι θέλετε να αρχίσουμε; ρώτησε η κυρία μας.

Ο Κωστής σήκωσε το χέρι.
- Με την τουαλέτα κυρία.


 * * *  


 Child I Will Hurt You ...








 ***  

Ελληνικά σχολεία της υπαίθρου κατά τη μεταπολεμική περίοδο. 

Φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου
και του Δημήτρη Χαρισιάδη












   * * *   


 Πιερ Μπουρντιέ, Ζαν-Κλοντ Πασερόν:
''Η αναπαραγωγή. Στοιχεία για μια θεωρία 
του εκπαιδευτικού συστήματος''
Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας.
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014




Η έκδοση στα ελληνικά του κλασικού και διαχρονικά επίκαιρου έργου των επιφανών γάλλων κοινωνιολόγων Πιερ Μπουρντιέ και Ζαν-Κλοντ Πασερόν Η αναπαραγωγή. Στοιχεία για μια θεωρία του εκπαιδευτικού συστήματος (Αλεξάνδρεια, 2014) αξίζει την προσοχή όλων και ιδιαίτερα όσων, γοητευμένοι από την κοινωνιολογική σκέψη, προσπαθούν να διερευνήσουν και να κατανοήσουν τα κοινωνικά φαινόμενα που παράγονται μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της εκπαίδευσης και, μέσω αυτής, στην κοινωνία.

Το καίριο και αφετηριακό κοινωνιολογικό ερώτημα της εργασίας τους είναι με ποιους τρόπους, έκδηλους ή αδιόρατους, γενεσιουργούνται η αναπαραγωγή και η διαιώνιση μιας κοινωνίας ανισοτήτων μέσα στο Σχολείο της κοινωνίας αυτής και μέσω του Σχολείου της, παρά τις παραπλανητικές ιδεολογικού τύπου διακηρύξεις περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή το Σχολείο αμβλύνει και μειώνει τις κοινωνικές ανισότητες. Από αυτή την αρχική ιδέα-υπόθεση εργασίας απορρέουν πολλές άλλες που συγκροτούν το σύστημα προτάσεων της θεωρίας των δύο γάλλων επιστημόνων. 

Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη, δύο βιβλία όπως τα αποκαλούν οι συγγραφείς. Στο πρώτο εκθέτουν με τρόπο συστηματικό τις προτάσεις (ή υποθέσεις) της θεωρίας τους για την παιδαγωγική δράση, δηλαδή για όλα όσα συμβαίνουν μέσα στο Σχολείο και τις σχέσεις του με την κοινωνία μέσα στην οποία λειτουργεί.

Συνοπτικά η θεωρία τους υποστηρίζει τα εξής: σε κάθε κοινωνία με περισσότερο ή λιγότερο κραυγαλέες ανισότητες υπάρχουν εκ των πραγμάτων (de facto) κοινωνικές τάξεις (ή κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες). Αυτές είναι ιεραρχημένες με κριτήριο το ποσό και το ποιόν του Κεφαλαίου που διαθέτουν και κληροδοτούν στους απογόνους τους. Αυτό το Κεφάλαιο είναι: οικονομικό, συμβολικό, μορφωτικό, πολιτιστικό, γλωσσικό, κοινωνικό (αναγνωρισιμότητα, κύρος και σχέσεις). Υπάρχει πάντα η τάξη που διαθέτει ενσωματωμένες (αφομοιωμένες, όπως π.χ. η μόρφωση) ή αντικειμενικές (όπως τα πτυχία ή τα χρήματα) όλες ή τις περισσότερες από αυτές τις διαστάσεις του Κεφαλαίου, γι' αυτό έχει τη δύναμη να επιβάλει την κουλτούρα της (τις επιλογές της) ως την ανώτερη και διαχρονική. Δύναμη που μεταφράζεται και ως νομιμοποιημένη εξουσία (αλλά αυθαίρετη με την έννοια ότι στη θέση της θα μπορούσε να είναι μια άλλη από εκείνες που υπάρχουν ή που είναι δυνατόν να υπάρξουν). Ως εξουσία περνάει στον θεσμό του Σχολείου την εντολή, ως αυτονόητη υποχρέωση, να μεταδίδει μόνο τη δική της επιλογή σημασιών (κουλτούρα) και να υποτιμά και να απορρίπτει κάθε τι άλλο (που είναι έκφραση της κουλτούρας των υπο-κείμενων κοινωνικών τάξεων) ως μη άξιο και μη νόμιμο να μεταδοθεί.

Το εντολοδόχο Σχολείο επιτελεί αυτή την κοινωνική αποστολή του με την άσκηση συμβολικής βίας, την εγχάραξη και την επιβολή της κυρίαρχης κουλτούρας των κοινωνικά κυρίαρχων στους μαθητές όλων των κοινωνικών τάξεων.

Οι μαθητές που προέρχονται από αυτή την εξουσιοδοτούσα κοινωνική τάξη των καλλιεργημένων και ισχυρών έχουν εξοικειωθεί από το σπίτι τους με αυτή την κουλτούρα αλλά και με τον τρόπο αφομοίωσής της (τρόπο μάθησης), γι' αυτό και αισθάνονται άνετα στο Σχολείο: αποδίδουν, προχωρούν χωρίς δυσκολίες και επαινούνται ως οι ικανότεροι. Οι άλλοι νιώθουν ότι το Σχολείο τούς είναι ξένο. Αυτά που προσφέρει και απαιτεί να μάθουν είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα που έχουν προσλάβει από το σπίτι τους, γι' αυτό δυσκολεύονται να προχωρήσουν, αποτυγχάνουν και συχνά απορρίπτονται ή εγκαταλείπουν νωρίς το Σχολείο. Ακόμη και οι ίδιοι πείθονται για την αντικειμενική και δίκαιη κρίση του Σχολείου, η οποία σε μεγάλο βαθμό καθορίζει την κοινωνική τους μοίρα. Σ' αυτό βοηθούν και οι εξετάσεις αλλά και η ιδεολογία συγκάλυψης και απόκρυψης της σχέσης ανάμεσα στην κοινωνική προέλευση και στα αποτελέσματα στο Σχολείο.

Είναι προφανές ότι το Σχολείο διαπιστώνει, πιστοποιεί και κατ' αυτόν τον τρόπο καθιερώνει και αναπαράγει τις ανισότητες, επανεισάγοντας και κατατάσσοντας τους μαθητές στην αντίστοιχη κοινωνική τάξη των γονέων τους. Ετσι, το Σχολείο προσθέτει τη συμβολική δύναμή του στη δύναμη των κυρίαρχων ενισχύοντάς την. «Κάθε εξουσία συμβολικής βίας, δηλαδή κάθε εξουσία που κατορθώνει να επιβάλλει σημασίες και να τις επιβάλλει ως νόμιμες, συγκαλύπτοντας τις σχέσεις δύναμης στις οποίες θεμελιώνεται η δύναμή της, προσθέτει σε αυτές τις σχέσεις δύναμης τη δική της ιδιάζουσα, δηλαδή συμβολική, δύναμη» (σελ. 30). Πρόκειται, λένε οι Μπουρντιέ και Πασερόν, για τη συμβολή του Σχολείου στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων και ταυτόχρονα την απόδοση της ευθύνης γι' αυτό στους ίδιους τους μαθητές. Το ίδιο το Σχολείο αυτοθεωρείται ουδέτερο, δηλαδή ακριβοδίκαιο και χωρίς ευθύνη.

Στο δεύτερο μέρος, ή βιβλίο 2, επιχειρούν να ελέγξουν εάν η θεωρία τους επιβεβαιώνεται ή αναιρείται από τα δεδομένα της πραγματικότητας. Γι' αυτό παραθέτουν στατιστικά στοιχεία και διαγράμματα. Για παράδειγμα, δείχνουν ότι, ενώ τα ποσοστά των εισερχόμενων στο πανεπιστήμιο παιδιών των διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών γενικά βελτιώνονται όσο περνούν τα χρόνια, εντούτοις κλιμακώνονται σταθερά, διατηρώντας τις ίδιες αποστάσεις (ανισότητες). Αλλο παράδειγμα: η γλώσσα των μη ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τον πλούτο και την εκφραστική ικανότητα της καλλιεργημένης γλώσσας, των ευνοημένων. Δεν είναι μόνο η γλώσσα διαφοροποιημένη, είναι και η σχέση με τη γλώσσα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και κοινωνιολογικά σημαντικές οι πολύ καλά και πειστικά τεκμηριωμένες αναλύσεις του δεύτερου βιβλίου. Ανοίγουν νέους δρόμους στο ερευνητικό πνεύμα και υποψιάζουν τους ανυποψίαστους. Φαίνεται πως δεν γνωρίζουμε καλά τι ακριβώς συμβαίνει και τι συντελείται μέσα στο Σχολείο και στη σχέση του με την κοινωνία μέσα στην οποία λειτουργεί.

Το βιβλίο, επιστημονικά έγκυρο και ταυτόχρονα γοητευτικό, κυκλοφορεί σε άψογη, θεωρώ, μετάφραση στα ελληνικά από τον Γιώργο Καράμπελα, την οποία θα εκτιμήσουν κυρίως όσοι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά τους συγκεκριμένους κοινωνιολόγους, τη συστηματικότητα και τη γλωσσικά περίπλοκη διατύπωση της σκέψης τους.

  Θεόδωρος Μυλωνάς ,
ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών.
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=622088