Το όπλο του χλευασμού
Αμβρόσιος Μπιρς:
Ηρωας, δημόσιος κατήγορος και χλευαστής, καταραμένος άθεος, μισάνθρωπος, μακάβριος συγγραφέας και δημοσιογράφος που η πένα του έμοιαζε με φιδίσια γλώσσα.
Ο εορτασμός των εκατόν πενήντα χρόνων από τον αμερικανικό Εμφύλιο –εκτός από τη σπουδή για μια περισσότερο εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση των γεγονότων– πυροδότησε το ενδιαφέρον για τον δημοσιογράφο, συγγραφέα και ποιητή Αμβρόσιο Μπιρς: τον μοναδικό Αμερικανό συγγραφέα που βρέθηκε στα θέατρα των μαχών κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Χαρτογράφος, πολέμησε στο Σάιλο, στην Τσικαμάουγκα και στο Πίκετ Χιλ και, με απολύτως ψυχρή θέαση του χάους της μάχης, με αλληγορίες και σοκαριστικές περιγραφές να αγγίζουν τα όρια της παρωδίας, επισήμανε την ανοησία του πολέμου, αποκολλώντας πολλά ψιμύθια των αναγνωστών του περί πατριωτισμού, ηρωισμού και αυτοθυσίας, χωρίς να κρύβει την απέχθειά του προς όσους δικαιολογούσαν τα «δίκαια» του πολέμου.
«Κίτρινος Τύπος»
Εκατό χρόνια μετά τη μυστηριώδη εξαφάνισή του, αρκετοί αναρωτιούνται ακόμα: Ποιος ήταν ο Ambrose Gwynnett Bierce (1842-1914;). Ηρωας, δημόσιος κατήγορος και χλευαστής, καταραμένος άθεος, κήνσορας, μισάνθρωπος, μακάβριος συγγραφέας και δημοσιογράφος που η πένα του έμοιαζε με φιδίσια γλώσσα. Από τους πρωτοπόρους Αμερικανούς, υπήρξε ηγετική μορφή των γραμμάτων της Ανατολικής Ακτής. Γνωστότερα έργα του: το «Tales of Soldiers and Civilians» (1891), που ξανακυκλοφόρησε με τίτλο «In the Midst of Life» το 2009, «Ενα συμβάν στη γέφυρα Οουλ Κρικ. Παρών σ’ έναν απαγχονισμό και άλλες ιστορίες φαντασμάτων» [(1891), Το Ποντίκι, 2005], το «Can Such Things Be? » (1893) κ.ά. Το γνωστότερο όλων, «Το αλφαβητάρι του διαβόλου» (Ηλέκτρα, 2004), γεννήθηκε από τις περίφημες δημοσιογραφικές του στήλες και εκδόθηκε αρχικά με 500 «ορισμούς» και με τίτλο «Cynics Word Book» στην Ουάσιγκτον το 1906 από τον οίκο Doubleday Page & Co. Το 1911 είχε γράψει πάνω από 1.000 «ορισμούς», εκμεταλλευόμενος πλήρως την ελευθερία να χλευάζει και να καυτηριάζει μέσω του Τύπου. Για μεγάλο διάστημα –όταν η δημοσιογραφία του 19ου αιώνα ήταν αυτοσχέδια πρακτική– ο Μπιρς υπήρξε έως το 1906 «μαντρόσκυλο» του Χιρστ: δηλαδή, ένας αυθεντικός «κιτρινιστής» που συνέδεσε το όνομά του με τον πόλεμο ανάμεσα στη New York World του Τζόζεφ Πούλιτζερ και στη New York Journal του Ουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, οι οποίοι έριζαν για το ποιος θα έχει στο φύλλο του το δημοφιλές κόμικς «The Yellow Kid» του καρτουνίστα Ρίτσαρντ Φέλτον Αουτκολτ. Το «κίτρινο παιδί» της διαμάχης ήταν, ας πούμε, ο νονός του «κίτρινου Τύπου». Νικητής είχε βγει το χρήμα του Χιρστ ο οποίος εγκαινίασε τη λαϊκίστικη δημοσιογραφία με υλικά από τον ρατσισμό, τα σκάνδαλα, την παραπολιτική, το σεξ, τη διαφθορά κ.ά.
Δημοσιογραφικά ο Μπιρς –μολονότι δεν ασχολήθηκε με αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης ή δημοκρατικού πνεύματος– βοήθησε την πολιτική εκστρατεία του Χιρστ έναντι του αντιπάλου του Κόλις Χάντιγκτον, ο οποίος βαρυνόταν με σκάνδαλα των σιδηροδρόμων. Το 1896, για λογαριασμό του Χιρστ, διευθυντή του στον San Francisco Examiner, είχε επιτεθεί κατά της γιγαντιαίας σιδηροδρομικής εταιρείας Central Pacific Railroad η οποία αθετούσε εσκεμμένα την αποπληρωμή εκατομμυρίων δολαρίων που είχε εισπράξει από κρατικά δάνεια. Ο Dennis Drabelle, στο πρόσφατο βιβλίο του «The Great American Railroad War», αφηγείται την ιστορία: «Ο Μπιρς είχε μετακομίσει στην Ουάσιγκτον και, με τη βοήθεια ενός κλιμακίου δημοσιογράφων, σκιτσογράφων και βοηθών, έγραψε δεκάδες εμπρηστικά άρθρα, κατηγορώντας τους σιδηροδρόμους για απληστία και διαφθορά. Πριν από τον Μπιρς, η έκβαση της υπόθεσης ήταν ήδη γνωστή – οι Σιδηρόδρομοι Σέντραλ Πασίφικ είχαν εξαγοράσει όλα τα μέλη του Κογκρέσου και είχαν προλάβει κάθε “συκοφαντική δημοσιογραφική αποκάλυψη” με απειλές για βαριές αποζημιώσεις. Ο απολογισμός; “Μετά τις αδιάκοπες βολές που διήρκεσαν έξι μήνες, ο κύριος Μπιρς κατάφερε να τρομοκρατήσει και να κάμψει τις δυνάμεις της Central Pacific Railroad· και πριν από το τέλος του έτους τις είχε νικήσει”». Οπως υποστηρίζει ο Drabelle, στο σύνολό τους «αυτά τα δημοσιεύματα αποτελούν ένα αριστούργημα του Μπιρς – και ένα από τα μεγαλεία της αμερικανικής δημοσιογραφίας του 19ου αιώνα».
Επιθετική υπεροψία
Τις τέσσερις δεκαετίες της πεζογραφίας του Μπιρς διακατέχει ένα πνεύμα επιθετικής υπεροψίας, από τον άγριο χλευασμό που εξέφραζε μέσω της εβδομαδιαίας στήλης που διατηρούσε στην εφημερίδα San Francisco Chronicle του Χιρστ μέχρι τα ανατρεπτικά λήμματα στο «Αλφαβητάρι του διαβόλου», την τρομακτική βία των «Ιστοριών του Αμερικανικού Εμφυλίου», τις ιστορίες τρόμου, τις «Ιστορίες φαντασμάτων» (Ηλέκτρα, 2005) και τις επινοήσεις επιστημονικής φαντασίας. Εως τη στιγμή της μυστηριώδους εξαφάνισής του, ο Μπιρς είχε «πιθανώς τους περισσότερους εχθρούς από κάθε άλλον άνθρωπο εν ζωή», σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο βιογράφο του, τον Ρόι Μόρις Τζούνιορ. Στόχαστρό του είχε τους «ηλιθίους κάθε βαθμίδας και κατηγορίας, τα καθάρματα κάθε μεγέθους, μορφής και απόχρωσης, τους κλέφτες και απατεώνες και όλους, εν γένει, τους ανεπιθύμητους». Η καυστική υπερβολή για την αποκάλυψη της διαφθοράς και της ύβρεως γίνεται σκανδαλοθηρικό όπλο που αναγκάζει τον αναγνώστη να έρθει αντιμέτωπος με το απρόβλεπτο της ύπαρξης. Κάτω από την αυτάρεσκη αύρα του μίσους στα γραπτά του, βρίσκεται ένας αυθεντικός συγγραφέας με το όραμα ενός βετεράνου του πολέμου, με εύθραυστη πίστη στη λογική, ένας καλλιτέχνης που ο ίδιος μαστιζόταν από τις πολυάριθμες μορφές της αμερικανικής τρέλας. Σε όλο το έργο του –μυθοπλασία και μη– υπάρχει ο υπαινιγμός πως η αμερικανική Χρυσή Εποχή ήταν μια φενάκη. Οι υπερφυσικές ιστορίες του αποτελούν μέρος της μάχης του κατά της αισιοδοξίας, της αμερικανικής αυταπάτης, με τη θρησκεία να βρίσκεται ανάμεσα στις πιο επιζήμιες μεγάλες κομπίνες της χώρας. Τα επίθετα που του προσέδωσαν είναι χαρακτηριστικά: «Πικρόχολος Μπιρς», «χαρτογράφος του διαβόλου», «μοχθηρός του Σαν Φρανσίσκο» κ.ά.
Εσχατη φάρσα
Η ίδια η εξαφάνισή του το 1914 (;) έγινε θέμα. Το μυθιστόρημα του Κάρλος Φουέντες «The Old Gringo», στο οποίο βασίστηκε η ταινία «Old Gringo» (1989) με τον Γκρέγκορι Πεκ, τη μυθοποιεί περαιτέρω. Σύμφωνα πάντα με τον βιογράφο Ρόι Μόρις, η απόφαση του Μπιρς να πάει στο Μεξικό για να ενωθεί με τον στρατό του Πάντσο Βίγια («να είσαι Γκρίνγκο στο Μεξικό· ω, αυτό θα πει ευθανασία!») δεν ήταν παρά μια επίδειξη τέχνης, ένα τέχνασμα, ίσως, που επινοήθηκε για να συγκαλύψει το σχέδιο του συγγραφέα να αυτοκτονήσει σ’ ένα μέρος μυστικό, όπου ποτέ κανείς δεν θα μπορούσε να βρει το πτώμα του: στην Κοιλάδα του Θανάτου. Ενδεχομένως, ο Μπιρς να σχεδίασε την εξαφάνισή του ως έσχατη αποτρόπαια φάρσα, οδηγώντας στην αλλοφροσύνη όλους όσους ελεεινολογούσε: τους μωρόπιστους ανόητους για μια τελευταία φορά.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
http://www.kathimerini.gr/
779133/article/politismos/vivlio/to-oplo-toy-xleyasmoy