Το «τάμα» της Αμφίπολης




ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ

(...)
Πιστεύω στην ανακούφιση, στην ανάταση, στην παρηγοριά που μπορούν να προσφέρουν η Ιστορία μας, οι αποστομωτικοί θησαυροί του παρελθόντος μας, οι παράγοντες που με έκαναν να νιώσω υπερήφανος όταν η κυρία του bed and breakfast είχε την αφέλεια να συγκρίνει τις «πέτρες» της με τα περίτεχνα σμιλεμένα μάρμαρά μας. Την ίδια, όμως, στιγμή δεν μπορώ να μη θαυμάσω την κυρία και (στο πρόσωπό της) ολόκληρο τον λαό της. Γιατί εκείνες τις πέτρες που εγώ σνόμπαρα τις είχαν φροντίσει και αναδείξει περισσότερο από όσο έχουμε αναδείξει εμείς τους σημαντικότερους θησαυρούς μας. Το «τίποτά» τους το είχαν κάνει κάτι. Ενώ εμείς το κάτι μας το κάνουμε συνήθως τίποτα. Εν κατακλείδι, αν αναζητάμε στην ανασκαφή της Αμφίπολης έναν λόγο για να αισθανθούμε «πρώτοι των πρώτων», κάποιοι άλλοι, αξιοποιώντας στο έπακρο τα μικρά, τα ελάχιστα που τους έλαχαν, προηγούνται σε έναν «αγώνα» όπου δεν κερδίζει ο πιο προικισμένος, αλλά εκείνος που κατάλαβε, σεβάστηκε, φρόντισε. 




Πόσο θεραπευτικά μπορεί να λειτουργήσει μια επιστροφή στο πολύ μακρινό παρελθόν τη στιγμή που το σήμερα και το αύριο παραμένουν νεφελώδη; 

Κάπου στον ευρωπαϊκό βορρά. Επειτα από αρκετές επισκέψεις σε παλαιολιθικά και μεγαλιθικά μνημεία, δηλαδή σε κάτι αδιάφορες για έναν τουρίστα (δεν εξετάζω, φυσικά, την ιστορική-επιστημονική σημασία τους) σπηλιές ή κατασκευές από βράχια, η σπιτονοικοκυρά μου στο bed and breakfast μού είπε: «Εχουμε πάντως ως λαοί ένα κοινό σημείο που μας ξεχωρίζει από τους άλλους: σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, σπουδαίο αρχαίο πολιτισμό». Συμφώνησα, για να μην την προσβάλω, η σύγκριση όμως που ήρθε αμέσως στο μυαλό μου - ο Παρθενώνας από τη μία και ο σωρός από ατάκτως ερριμμένες πέτρες που είχα επισκεφθεί πληρώνοντας τσουχτερό εισιτήριο από την άλλη - ήταν συντριπτική, με τα δικά μας μνημεία να κερδίζουν εύκολα τις εντυπώσεις. Αισθάνθηκα υπερήφανος ως Ελλην.

Ετσι είχα αισθανθεί και κατά τη διάρκεια πολυήμερου ταξιδιού στην Κίνα, μια χώρα που υπερηφανεύεται για τον πανάρχαιο πολιτισμό της. Και εκεί, όσα ωραία και αν είδα τα συνέκρινα αναπόφευκτα με τις δικές μας αρχαιότητες, για να τις βρω για άλλη μία φορά ανώτερες. Και στα μουσεία της Ρώμης (αυτής της πανέμορφης πόλης-μουσείο) παρατήρησα ότι όσο εντυπωσιακά και αν είναι τα αγάλματα των Ρωμαίων, τις περισσότερες φορές δεν έχουν την απαράμιλλη χάρη, την τελειότητα των δικών μας. Δεν σκοπεύω να καταλήξω σε έναν ακόμη έμπλεο υπερβολών θούριο περί της υπεροχής των Ελλήνων. Σκέψεις μεταφέρω στο χαρτί έπειτα από πολλές επισκέψεις σε μεγάλα μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους σε όλον τον κόσμο· σκέψεις οι οποίες οδηγούν πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: οι εν Ελλάδι θησαυροί δεσπόζουν στην κορυφή της διεθνούς αρχαιολογίας. Είμαστε τυχεροί που έτυχαν σε εμάς, που τους δημιούργησαν εκείνοι που αποκαλούμε προγόνους μας. Το θέμα, όμως, δεν είναι μόνο τι έχουμε, αλλά και πώς του φερόμαστε.

Παρατηρώντας τον ενθουσιασμό μας για την ανασκαφή στην Αμφίπολη, όπως εκδηλώνεται μέσα από τις συζητήσεις με τους φίλους μας, τα σχόλιά μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα δημοσιεύματα του Τύπου, τις δηλώσεις πολιτικών και επιστημόνων, εντυπωσιάστηκα με το πόση ανάγκη είχαμε από μια νέα αρχαιολογική ανακάλυψη. Εμείς, οι πολίτες ενός κράτους που μπλοκάρει τις ανασκαφές περιορίζοντας ή κόβοντας τη χρηματοδότησή τους, που κλείνει τα μουσεία του καθώς αδυνατεί να πληρώσει τους υπαλλήλους τους, που διαφημίζει περισσότερο το παρά θίν' αλός ούζο παρά τις εκατοντάδες αρχαιολογικές τοποθεσίες που βρίσκονται διάσπαρτες σε όλη τη χώρα. Εμείς που στα ανά την Ελλάδα ταξίδια μας προσπερνάμε τις πινακίδες (όταν και αν υπάρχουν ή αν είναι ακόμη ευανάγνωστες κάτω από συνθήματα γραμμένα με σπρέι και τρύπες από σκάγια) που οδηγούν προς ναούς, ερειπωμένες πόλεις και μαντεία. Που από τις ξεναγήσεις προτιμάμε έναν καφέ στην πιο κοντινή καφετέρια. Που δεν διαβάζουμε, δεν ενημερωνόμαστε, δεν ενδιαφερόμαστε.

Ξαφνικά ενδιαφερθήκαμε, και η κοιμισμένη αρχαιολατρία μας ξύπνησε με θόρυβο εκκωφαντικό. Θυμηθήκαμε τον Φίλιππο, την Ολυμπιάδα, τη Ρωξάνη. Αρχίσαμε να ελπίζουμε ότι μπορεί να γίνει το θαύμα και μέσα στον τάφο να βρίσκεται ο Μέγας Αλέξανδρος. Τότε τι; Θα ψηλώσουμε δέκα πόντους. Θα πάρουμε σβάρνα τους αρχαιολογικούς χώρους που εδώ και χρόνια αγνοούμε σε ένα προσκύνημα μνήμης, κάνοντας τάματα και φτάνοντας ως εκεί πεσμένοι στα τέσσερα, ώστε ο Δίας, η Ηρα, ή όποιος άλλος από το δωδεκάθεο να μας συντρέξουν στην εθνική αγωνία μας. Σε ποιο, αλήθεια, θαύμα προσδοκούμε με τα βλέμματα στραμμένα στην Αμφίπολη; Ποια ανακάλυψη μπορεί να θεραπεύσει τον πόνο για την εθνική απαξίωση που ζούμε; Πόσο θεραπευτικά μπορεί να λειτουργήσει μια επιστροφή στο πολύ μακρινό παρελθόν τη στιγμή που το μέλλον εξακολουθεί να προβάλλει δυσοίωνο;

Πιστεύω στην ανακούφιση, στην ανάταση, στην παρηγοριά που μπορούν να προσφέρουν η Ιστορία μας, οι αποστομωτικοί θησαυροί του παρελθόντος μας, οι παράγοντες που με έκαναν να νιώσω υπερήφανος όταν η κυρία του bed and breakfast είχε την αφέλεια να συγκρίνει τις «πέτρες» της με τα περίτεχνα σμιλεμένα μάρμαρά μας. Την ίδια, όμως, στιγμή δεν μπορώ να μη θαυμάσω την κυρία και (στο πρόσωπό της) ολόκληρο τον λαό της. Γιατί εκείνες τις πέτρες που εγώ σνόμπαρα τις είχαν φροντίσει και αναδείξει περισσότερο από όσο έχουμε αναδείξει εμείς τους σημαντικότερους θησαυρούς μας. Το «τίποτά» τους το είχαν κάνει κάτι. Ενώ εμείς το κάτι μας το κάνουμε συνήθως τίποτα. Εν κατακλείδι, αν αναζητάμε στην ανασκαφή της Αμφίπολης έναν λόγο για να αισθανθούμε «πρώτοι των πρώτων», κάποιοι άλλοι, αξιοποιώντας στο έπακρο τα μικρά, τα ελάχιστα που τους έλαχαν, προηγούνται σε έναν «αγώνα» όπου δεν κερδίζει ο πιο προικισμένος, αλλά εκείνος που κατάλαβε, σεβάστηκε, φρόντισε. 

Βίδος Κοσμάς 

 '' BHmagazino''  -  28 Σεπτεμβρίου 2014 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  01/10/2014 
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=636719


Φωτο:Άρης Μεσσήνης




Γιάννης Οικονομίδης:''Σπιρτόκουτο''