''Παιδί της γης'' ...




Παιδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Σαν αστραπή
Μπλέκω τα δάκτυλα
Κλείνω τα μάτια μου
Και σ’ ονομάζω Μουσική

“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω'

Παδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο 
Έτσι όπως μεσ’ στη θύμηση
Θυμίζεις τ’ όνειρό σου
Βγαίνουν μορφές πιο δυνατές
Κι απ΄την μορφή του Χάρου

“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω'

Παδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Με τη φλογέρα και τον αητό
Στον ώμο σου
Χαράζεις μια τον Θάνατο
Και τον γυρνάς σε ωραίο σκοπό

Μ.Χατζηδάκις: ''Παιδί της γης''


1.




 ''ΜΕΛΙ''- (''Bal'', ''Honey'') του Semih Kaplanoglu
-Ελληνικοί υπότιτλοι.
----------------------------- 

Ο Γιουσούφ είναι μοναχοπαίδι και ζει με τους γονείς του σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή. Για το νεαρό αγόρι, το γειτονικό δάσος είναι μέρος μυστηρίου και περιπέτειας όπως το ζει ενώ συνοδεύει τον πατέρα του στη δουλειά καθημερινώς. Ο πατέρας του ο Γιακούπ, είναι μελισσοκόμος και έχει τοποθετήσει τις ειδικώς κατασκευασμένες κυψέλες του στην κορυφή των πιο ψηλών δέντρων του δάσους. Ο Γιουσούφ και ο Γιακούπ έχουν μια πολύ δυνατή σχέση, μοιράζονται τα ίδια όνειρα και έχουν τα δικά τους μυστικά. Από την άλλη μεριά, στο σχολείο ο Γιουσούφ έχει μια δυσάρεστη σχέση με τους συμμαθητές του λόγω της δυσλεξίας που τον κάνει να ντρέπεται την ώρα των μαθημάτων. Κι ενώ οι ανησυχίες του για το σχολείο εξακολουθούν, ο πατέρας του πρέπει να ταξιδέψει σ' ένα μακρινό δάσος για μια ριψοκίνδυνη αποστολή. Με τους οικονομικούς πόρους της οικογένειας να λιγοστεύουν εξαιτίας της ολοένα και πιο συχνής "εξαφάνισης" των μελισσών, ο Γιακούπ δεν έχει άλλη λύση από το να μεταφέρει τις κυψέλες του σε άλλη ορεινή περιοχή. Όμως οι μέρες περνούν και αυτό ανησυχεί τόσο τον Γιουσούφ όσο και την μητέρα του. Η απόφαση του νεαρού αγοριού ν' αναζητήσει τον πατέρα του, θα τον οδηγήσει σε μονοπάτια που έως τότε δεν είχε ποτέ «περπατήσει».

------------------- 

ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Σεμίχ Καπλάνογλου (Semih Kaplanoglu)
ΧΩΡΑ: Τουρκία, Γερμανία 2010 ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103΄
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Barış Özbiçer
ΣΕΝΑΡΙΟ: Σεμίχ Καπλάνογλου, Ορτσούν Κοκσάλ (Orçun Köksal)
ΠΑΙΖΟΥΝ: Μπόρα Αλτας (Bora Altas), Ερντάλ Μπεσικτσίογλου (Erdal Besikçioglu), Τούλιν Οζέλ (Tülin Özen), Ayse Altay, Alev Uçarer, Özkan Akcay κ.α.
ΒΡΑΒΕΙΑ: Χρυσή Άρκτος στο 60ό Φεστιβάλ Βερολίνου

ΚΡΙΤΙΚΗ

#1.
Σ' ένα ορεινό χωριό της Ανατολίας, ένα 6χρονο αγόρι προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο και τα προβλήματά του, σε μια όμορφη, ελεγειακή ταινία, δοσμένη με ποίηση και λυρισμό - Χρυσή Αρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Με το «Μέλι», ο Τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου κλείνει την τριλογία του που είχε αρχίσει με «Το αβγό» και συνέχισε με «Το γάλα». Η τριλογία καταπιάνεται με την οικογενειακή ζωή και τα καθημερινά προβλήματα των φτωχών, απλών ανθρώπων. Ηρωας και στις τρεις ταινίες είναι ο Γιουσούφ, που τη ζωή του παρακολουθούσαμε αντίστροφα χρονολογικά, ξεκινώντας, στην πρώτη ταινία, όταν σε ηλικία 40 χρονώ επέστρεφε στο χωριό, σε μια ορεινή περιοχή της Ανατολίας, για να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του. Στη δεύτερη παρακολουθούσαμε τις πρώτες λογοτεχνικές επιτεύξεις του 18χρονου Γιουσούφ στο χωριό του και τα διάφορα προβλήματα με τη μητέρα του.
Τώρα, στο «Μέλι», ο Γιουσούφ (πολύ ωραία ερμηνεία από τον Μπόρα Αλτας) είναι ένα 6χρονο, ξεχωριστό παιδί, που γνωρίζει πολλά απ' όσα έχουν σχέση με το δάσος και τις μέλισσες. Τα μαθαίνει από το μελισσοκόμο πατέρα του, Γιάκομπ, στις περιπλανήσεις τους μέσα στο μαγικό για τον μικρό δάσος, για να στήσουν τεχνητές κυψέλες στις κορφές των δέντρων. Το μοναδικό πρόβλημα με τον Γιουσούφ είναι ότι τραυλίζει -αντίθετα, μιλά κανονικά, όταν ψιθυρίζει- πράγμα που του προκαλεί δυσκολίες στο σχολείο.
Ο Καπλάνογλου έφτιαξε την ελεγεία μιας απλής, τραγικής οικογένειας, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις καθημερινές δουλειές της - ο πατέρας με τις μέλισσες αλλά και τις διάφορες ξυλουργικές απασχολήσεις του, η μητέρα στο χωράφι και ο μικρός Γιουσούφ στο σχολείο, να προσπαθεί να κερδίσει ένα από τα βραβεία που ο δάσκαλος μοιράζει καθημερινά σ' όποιον διαβάσει σωστά το κείμενό του. Ο Καπλάνογλου αντλεί από τις δικές του προσωπικές εμπειρίες για να φτιάξει μια ταινία γύρω από έναν κόσμο που σταδιακά έχει αρχίσει να εξαφανίζεται. Εναν κόσμο που από τη μια έχει τις αναμφισβήτητες αρετές του (μια πιο ανθρώπινη ζωή κοντά στη φύση, η στενή σχέση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, καθώς και οι διάφορες παραδόσεις) αλλά και τα ελαττώματά της (ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά τη θέση της γυναίκας). Ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία του μικρού του ήρωα χρησιμοποιώντας ένα «μαγικό ρεαλισμό», συγγενικό μ' εκείνον στις ταινίες του Ταρκόφσκι, και, παρά τον ηθελημένα αργό ρυθμό της, η ταινία του έχει έναν εσωτερικό ρυθμό, που σταδιακά σε παρασύρει. Το ρυθμό χαρακτηρίζουν η ποίηση και ο λυρισμός, στοιχεία που τόσο μας λείπουν σήμερα από το σύγχρονο κινηματογράφο.

 Νίνος Φένεκ Μικελίδης,
 ''ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ'',
 21 Οκτωβρίου 2010 

#2.
«Για να πω όλη την αλήθεια, ταινιάρα της εβδομάδας και εξ όσων έχω δει μέσα στις δέκα καλύτερες της χρονιάς το «Βal», Μέλι, του Σεμίχ Καπλάνογλου από τη Σμύρνη - Τουρκία. Η ραφιναρισμένη κομψότητα στη σκηνοθεσία, η χειροποίητη κατασκευή του και ο μελωδικός ήχος της σιωπής του στάζουν μέλι σε κάθε κύτταρο της ύπαρξής σου!»

 Δημήτρης Δανίκας,
  ΝΕΑ 

#3.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΣΤΟΝ Ν. Φ. ΜΙΚΕΛΙΔΗ

"Στην Ανατολή ζούμε αλλιώς τη φύση"

Με το «Μέλι», το τρίτο μέρος της θαυμάσιας, πολυβραβευμένης τριλογίας του («Αβγό» και «Γάλα»), ο τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου κατάφερε να αποσπάσει τη Χρυσή Αρκτο στο 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. 
Πρόκειται για μια ημι-αυτοβιογραφική ταινία, με πρωταγωνιστή τον Γιουσούφ, ένα ευαίσθητο 6χρονο αγοράκι, που ζει με τη μητέρα και τον μελισσοκόμο πατέρα του σ' ένα δάσος, σε μια μικρή ορεινή πόλη της Ανατολίας, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, και ο οποίος ξεκινάει την πρώτη του χρονιά στο σχολείο. Μια ταινία γύρω από τα δύσκολα χρόνια της παιδικής ηλικίας αλλά και τη σχέση του Γιουσούφ με τη φύση, ιδιαίτερα το δάσος και τη μαγεία του, δοσμένη με λυρισμό και ποίηση. Συνάντησα τον 46χρονο σκηνοθέτη στο Βερολίνο και μιλήσαμε για την ταινία του αλλά και τις δικές του εμπειρίες που στάθηκαν βάση για τις ιστορίες της τριλογίας.

- Ποια είναι η σχέση αυτής της ταινίας με τις άλλες δύο της τριλογίας;

«Στο "Αβγό" δείχνουμε τον Γιουσούφ σε ηλικία 43 χρόνων και στο "Γάλα" τον δείχνουμε σε ηλικία 18 χρόνων, ενώ στο "Μέλι" ο Γιουσούφ είναι μόλις 6 χρόνων. Δεν θέλω να πω περισσότερα για τη σχέση ανάμεσα στις τρεις ταινίες, γιατί αυτό θα σήμαινε μια ανάλυση των ταινιών μου, κάτι που δεν μου αρέσει να κάνω».

- Πότε αρχίσατε να γράφετε τα σενάρια και ποιο ήταν πρώτο απ' αυτά;

«Ήμουν περίπου 42 χρόνων. Πρώτα έγραψα εκείνο με τον Γιουσούφ σε ηλικία 18 χρόνων, ύστερα εκείνο στην ώριμη ηλικία κι ύστερα εκείνη των παιδικών του χρόνων. Επέλεξα να γυρίσω πρώτα την ταινία όπου αυτός είναι 43 χρόνων, γιατί τότε είχε την ίδια περίπου ηλικία με μένα και μπορούσα πιο εύκολα να τον σχετίσω με τον εαυτό μου. Μετά άρχισα να τον γδύνω, ν' ανακαλύπτω τι βρίσκεται πίσω από αυτό που βλέπαμε, να φτάσω ώς τις ρίζες του, ή, για να το πω αλλιώτικα, να φτάσω στην πηγή του ποταμού».

Η διαφορά Ανατολής - Δύσης

- Υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στην αντιμετώπιση της εξέλιξης του χρόνου όπως τον παρουσιάζετε στην ταινία, διαφορά που ίσως υπάρχει ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση;

«Αν αντιμετωπίζεις τον χρόνο ως το πρώτο υλικό σε μια ταινία, μπορείς να πεις ότι η Ανατολή έχει μια άλλη έννοια του χρόνου από εκείνη της Δύσης. Από την άλλη, νομίζω ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι πολύ ανθρωποκεντρικός, ενώ εκείνος της Ανατολής είναι πιο κοσμικός, βρίσκεται στο επίπεδο του σύμπαντος. Ακόμη, ο δυτικός πολιτισμός αντιμετωπίζει τη φύση ως εχθρική προς αυτόν, ενώ για τον ανατολικό πολιτισμό αντιμετωπίζεται φιλικά, ως χώρος που μπορεί κανείς να ζήσει σ' αυτόν».

- Πού ακριβώς γυρίσατε όλες αυτές τις σκηνές;

«Σε μια μικρή πόλη κοντά στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί υπήρχαν τα δάση που ήθελα να έχω στην ταινία. Τα γυρίσματα ήταν πολύ δύσκολα, εξαιτίας του βροχερού καιρού».

- Για ποιον λόγο πολλές από τις σκηνές σας είναι σκοτεινές;

«Προσπάθησα να γυρίσω μόνο με φυσικό φωτισμό. Το φως στο δάσος αλλάζει κάθε ώρα. Εχεις τόσες μεταπτώσεις σκοταδιού και χρωμάτων, σου δημιουργεί ένα μυστικιστικό αίσθημα. Σου δημιουργεί και φόβο και αβεβαιότητα, κι είναι αυτό που προσπαθώ να πιάσω με τον φωτισμό αυτό στην ταινία. Ταυτόχρονα το δάσος σου δημιουργεί μια αίσθηση καθαρότητας, αγνότητας, έχει κάτι το άθικτο, το αναλλοίωτο. Εκεί, ο πατέρας του Γιουσούφ μαζεύει το μαύρο μέλι, που θεωρείται το καλύτερο του κόσμου. Δυστυχώς, μελισσοκόμοι σαν κι αυτόν σταδιακά εξαφανίζονται. Το να τοποθετείς τις κυψέλες ψηλά στα δέντρα είναι πολύ επικίνδυνο. Η δουλειά τους είναι δύσκολη και άχαρη. Δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι η ταινία γυρίστηκε στη σύγχρονη Τουρκία, σε συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες».

- Υπάρχει όμως και η σχέση του ήρωα με τη φύση...

«Ναι, ακριβώς. Ήθελα ταυτόχρονα να δείξω αυτή τη σχέση του ανθρώπου με το δάσος, κάτι που στην εποχή μας έχει αρχίσει να εξαφανίζεται μια και ο άνθρωπος την καταστρέφει ολοένα και με μεγαλύτερη μανία».

Η σημασία των ήχων

- Οι ήχοι έχουν μεγάλη σημασία στην ταινία σας. Οπως το κουδούνι που ακούμε συνεχώς. Μπορείτε να μιλήσετε λίγο περισσότερο γι' αυτούς; 

«Αυτό το κουδούνι είναι το μέσο για να επικοινωνεί το παιδί με ένα γεράκι. Οταν το γεράκι επιστρέφει, αυτό συνήθως αναγγέλλει την επιστροφή του πατέρα. Οταν εκπαιδεύουν αυτά τα γεράκια, βάζουν ένα κουδούνι στο πόδι τους ώστε το γεράκι να ξέρει πού να επιστρέψει και ο ιδιοκτήτης του να ξέρει πού πηγαίνει το γεράκι».

- Αποφεύγετε τη μουσική, προτιμάτε τις σιωπές, που έχουν μεγάλη σημασία στην ταινία...

«Προσπαθώ να δημιουργήσω την αίσθηση του χρόνου που περνάει. Γι' αυτό προτιμώ να χρησιμοποιώ μακρινά πλάνα και με την αίσθηση αυτή του χρόνου να δημιουργήσω ένα είδος αυτοσυγκέντρωσης, να δώσω στους φυσικούς ήχους την αίσθηση θρησκευτικών ύμνων. Επαιξα κάπως με την προοπτική αυτών των ήχων, αλλά πιστεύω ακόμη πως, πέρα απ' αυτά, το να χρησιμοποιήσεις και μουσική είναι σαν να θέλεις να ελέγξεις και να κατευθύνεις τον θεατή για να δημιουργήσεις τα αισθήματα που θέλεις. Πιστεύω πως οι φυσικοί ήχοι μπορούν και έχουν τη δύναμη να συνεισφέρουν στον τρόπο που αναπτύσσω τη δραματουργία της ταινίας».

- Τα παιδιά, για σας, δεν έχουν αίσθηση του χρόνου;

«Στη δουλειά μου με τα παιδιά ανακάλυψα πως δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα όταν τους ζητάς να παίξουν κάποιον ρόλο. Οταν όμως τα παιδιά περνούν τον χρόνο τους στη φύση, δεν έχουν άλλο δάσκαλο εκτός από την ίδια τη φύση. Στην περίπτωση του Γιουσούφ, ο πατέρας του τον μαθαίνει πώς να συνδεθεί με τη φύση».

Πρόβλημα στο σχολείο

- Γιατί το παιδί τραυλίζει στο σχολείο ενώ στο σπίτι μπορεί και μιλάει κανονικά; Από φόβο, από ντροπαλοσύνη;

«Αυτό ήταν κάτι που γνώρισα όταν ήμουν παιδί και πήγαινα στο σχολείο. Με τρόμαζε το ποιος θα διαβάσει, ποιος θα κερδίσει στον διαγωνισμό, και σ' όλους τους ανταγωνισμούς που υποβάλλεται ένα παιδί. Το να κερδίσω ένα μετάλλιο, όπως αυτό που δείχνω ότι κερδίζει ένα παιδί στην ταινία μου, διαβάζοντας δυνατά το κείμενο, μου κόστισε έναν έξτρα χρόνο. Επειδή δεν μπορούσα να διαβάσω δυνατά και χρειάστηκε να περιμένω έξι ολόκληρους μήνες για να το κερδίσω. Αυτό προκαλεί μεγάλη ένταση, προκάλεσε ένταση και σε μένα, ιδιαίτερα όταν πήγα πρώτη φορά στο σχολείο. Ανακάλυψα πως πολλά παιδιά είχαν παρόμοια εμπειρία. Από την άλλη, ο χαρακτήρας που προσπαθώ να απεικονίσω στις ταινίες μου είναι ένας ποιητής, θα γίνει αργότερα ποιητής, και οι ποιητές όπως γνωρίζουμε έχουν πρόβλημα με τη γλώσσα. Προσπαθούν να αρπάξουν λέξεις από τη γλώσσα, αγωνίζονται με τις λέξεις, υπάρχει πάντα ένα σημείο μεταρσίωσης, είναι το σημείο απ' όπου ξεκινάει η ποίηση».

- Ο μελισσοκόμος πατέρας, που ζει μέσα στη φύση, συμβολίζει κάτι για σας;

«Ναι. Για μένα όμως η πιο σημαντική λειτουργία των μελισσών είναι ότι παράγουν το μέλι. Διάβασα πολύ σχετικά με το πώς ζουν και παράγουν το μέλι οι μέλισσες και πέρασα ένα διάστημα μαζί με μελισσοκόμους, αλλά εκείνο που με ενδιέφερε περισσότερο στο θέμα αυτό των μελισσών είναι ότι αυτές εκπροσωπούν την ψυχή του δάσους, είναι η ψυχή, το πνεύμα του δάσους».

 Πηγή: ''ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ'', 
28/2/2010 


(συνέντευξη στο Νίνο Φένεκ Μικελίδη)]


2.




  Bahman Ghobadi:''Turtles Can Fly''
(''Και Οι Χελώνες Μπορούν Να Πετάξουν'' - 2004)
-Αγγλικοί υπότιτλοι
Δείτε το  ολόκληρο και στο: 
https://www.youtube.com/watch?v=zpGMlZXldEc

 ------------ 

ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Bahman Ghobadi
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ: Soran Ebrahim, Avaz Latif, Saddam Hossein Feysal, 
Hiresh Feysal Rahman, Abdol Rahman Karim
Σενάριο: Bahman Ghobadi
Φωτογραφία: Shahriar Assadi
Μουσική: Housein Alizadeh
Μοντάζ: Moustafa Khergheposh – Hayedeh Safiyari 
Παραγωγή: MIJ FILMS (Teheran)
Παραγωγός: Bahman Ghobadi

------------ 

Σε ένα στρατόπεδο Κούρδων προσφύγων στα σύνορα Ιράκ-Τουρκίας λίγο πριν την αμερικανική εισβολή του 2003, μια ομάδα μικρών ορφανών παιδιών προσπαθούν να κερδίσουν χρήματα αφοπλίζοντας νάρκες και πουλώντας τες σε εμπόρους όπλων. Ο αγώνας όμως αυτός για επιβίωση δεν γίνεται χωρίς απώλειες. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά είναι ακρωτηριασμένα ή σακατεμένα, και τα υπόλοιπα φλερτάρουν εν γνώση τους καθημερινά με τον κίνδυνο. Ο 13χρονος «Δορυφορικός», που απέκτησε αυτό το παρατσούκλι εγκαθιστώντας δορυφορικές κεραίες στα χαμόσπιτα του καταυλισμού, είναι ο ΑαρχηγόςΑ τους. Γνωρίζει πολύ καλά ότι οι πληροφορίες είναι το χρήμα του αύριο και τις χρησιμοποιεί έτσι ώστε να πάρει αυτό που θέλει. Το μοναδικό όμως πράγμα που θέλει, τη συνομήλική του Agrin, δεν μπορεί να την αποκτήσει. Εκείνη κρύβει ένα μεγάλο μυστικό το οποίο την κάνει να νιώθει απομακρυσμένη από τον 13 χρόνο ανάπηρο αδερφό της Henkov, αδιαφορώντας και για το 2χρονο αγοράκι που μαζί φροντίζουν.
Μετά το ''Μεθυσμένα Αλογα'' ο ιρανός σκηνοθέτης Bahman Ghobadi μας χαρίζει άλλη μια συγκλονιστική ταινία. Επικεντρώνεται σε μια ομάδα παιδιών που αγωνίζονται να επιβιώσουν σε μια χώρα, το Κουρδιστάν, που επισήμως δεν υπάρχει πουθενά, παρά μόνο στην ψυχή των Κούρδων προσφύγων. Έχοντας για πρωταγωνιστές αποκλειστικά ερασιτέχνες και μάλιστα παιδιά που πράγματι είναι Κούρδοι πρόσφυγες, καταφέρνει ένα θαυμαστό αποτέλεσμα που δύσκολα θα αφήσει το θεατή ασυγκίνητο. Η μικρή Agrin, ένα από τα πιο εκφραστικά και μελαγχολικά πρόσωπα που έχουμε δει τελευταία στο σινεμά, πιστεύει ότι θα λυτρωθεί από τους εφιάλτες του παρελθόντος, μόνο αν απαλλαχθεί από κάθε τι που της το θυμίζει, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να εγκαταλείψει τα πρόσωπα που αγαπά. Πολλές είναι οι σκληρές σκηνές (κυρίως αυτές που αφορούν τον ακρωτηριασμού και την αυτοκτονία μικρών παιδιών) που πιέζουν συναισθηματικά το θεατή. Διάχυτη όμως είναι και η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο όπως και η αίσθηση του χιούμορ (οι πρόσφυγες βάζουν δορυφορική αλλά τελικά δεν καταλαβαίνουν τίποτα από τα ξένα κανάλια).
Το μεγάλο πλεονέκτημα της ποιητικής και συγκινητικής αυτής ταινίας είναι ότι παρότι βαθιά αντιπολεμική δεν εγκλωβίζεται στο κήρυγμα και στο φτηνό συναίσθημα. Ο Ghobadi υπογράφει μια πολιτική ταινία χωρίς να καταφεύγει στην προπαγάνδα, κατακρίνοντας μάλιστα και τα δύο στρατόπεδα. Και τους ιρακινούς για τα έκτροπα που έκαναν, αλλά και τους αμερικάνους οι οποίοι τους είχαν υποσχεθεί βοήθεια, αλλά σύντομα ΑλάκισανΑ αναζητώντας τον επόμενο στρατιωτικό τους στόχο. Και όλα αυτά σε ένα κόσμο που τα μεγαλύτερα θύματα είναι πάντα και τα πιο αθώα. Σε ένα κόσμο όπου ακόμα και τα παιδιά μπορούν να θυσιαστούν στο βωμό της στρατιωτικής κυριαρχίας. Αλλά και σε έναν κόσμο που κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες μπορεί να αποκαλύψει το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Σε ένα δηλαδή κόσμο που ακόμα Και Οι Χελώνες Μπορούν Να Πετάξουν.

#.

Ο Bahman Ghobadi για την ταινία του

Τρεις μέρες μετά την πτώση του Σαντάμ, πήγα στη Βαγδάτη να παρουσιάσω την ταινία μου ''Songs of my motherland'', καθώς θα άρχιζε να προβάλλεται.
Ενώ οι υπερδυνάμεις έστελναν βαρύ οπλισμό στο Ιράκ, σκόπευα, σε συμβολικό επίπεδο, να συνεισφέρω καλλιτεχνικά σε όσα συνέβαιναν.
Με τη μικρή DV κάμερα που είχα μαζί μου, τραβούσα για μερικές βδομάδες όλα όσα έβλεπα να συμβαίνουν στη Βαγδάτη, αλλά και σε άλλες πόλεις.
Όταν επέστρεψα στο Ιράν, με τυραννούσε διαρκώς η σκέψη, και λίγες μέρες αργότερα επέστρεψα στο Ιράκ με σκοπό να γυρίσω μια ταινία για όλα αυτά που με είχαν συγκλονίσει – τα ναρκοπέδια, τα ακρωτηριασμένα παιδιά, τους ανθρώπους στο χάος, την παντελή έλλειψη ασφάλειας … Εμοιαζε σαν να ξεκινούσε μόλις ο πόλεμος!
Κάναμε γύρισμα με ένα μικρό συνεργείο (μου πήρε τρεις μήνες να πάρω άδεια για να κάνω γύρισμα στο Ιράκ).
Καθώς τα διεθνή ειδησεογραφικά τηλεοπτικά δίκτυα ανακοίνωναν το τέλος του πολέμου, άρχισα να γυρίζω μια ταινία, στην οποία δεν πρωταγωνιστούσε ούτε ο Μπους, ούτε ο Σαντάμ, ούτε κάποιος άλλος δικτάτορας.
Αυτοί ήταν οι πρωταγωνιστές των media σε όλο τον κόσμο.
Κανείς δεν ανέφερε τους Ιρακινούς. Δεν υπήρχε ούτε μία σκηνή που να δείχνει το δράμα τους.
Ηταν απλώς τα extras…
Στην ταινία μου, ο Μπους και ο Σαντάμ είναι δευτερεύοντες ρόλοι.
Αντιθέτως, οι Ιρακινοί και τα παιδιά στους δρόμους πρωταγωνιστούν.
Αφιερώνω την ταινία μου σε όλα τα αθώα παιδιά του κόσμου – αυτά που πληρώνουν την πολιτική δικτατόρων και φασιστών.

ΠΗΓΕΣ:
http://www.cinemanews.gr/v5/movies.php?n=2653
http://www.ecofilms.gr/popup2005gr.asp?Year=2005&reqid=I-40



3.



 Majid Majidi:''Color of Paradise'' 
[''Το χρώμα του παραδείσου''/ ''Range khoda''( Ιράν, 2000)]
- Αγγλικοί υπότιτλοι
------------- 

- Σκηνοθεσία-σενάριο: Ματζίντ Ματζίντι.
- Ηθοποιοί: Χοσέιν Μαχτζούμπ, Σαλάμ Φεϊζί, Μόσεμ Ραμεζάνι. 88'.
-Το δράμα ενός τυφλού αγοριού που ο πατέρας του θέλει να τον ξεφορτωθεί για να μπορέσει να παντρευτεί, σε μια ταινία με φόντο τα πανέμορφα φυσικά τοπία στα δάση της Κασπίας. Η φύση παρουσιάζεται σαν κατοικία του θεού, και γενικά η παρουσία του θεού και η αναζήτησή του είναι το βασικό μοτίβο σε όλη την ταινία. 
H ταινία παρά τα μελοδραματικά στοιχεία της είναι δοσμένη με λεπτότητα, ανθρωπιά και ποιητική διάθεση.

---------------------------- 

Με την οδύσσεια ενός τυφλού αγοριού καταπιάνεται στη συγκινητική αυτή, βαθιά ανθρώπινη ταινία του ο Ιρανός σκηνοθέτης Ματζίντ Ματζίντι, δημιουργός της υποψήφιας πριν από δύο χρόνια για Οσκαρ ταινίας «Τα παιδιά του Παραδείσου». Η ταινία αρχίζει στην Τεχεράνη, όπου καταφθάνει ο Χάσεμ, ένας χήρος πατέρας, για να πάρει μαζί του, για τις καλοκαιρινές διακοπές, το μικρό γιο του, Μοχάμαντ, από το ίδρυμα τυφλών, πράγμα που κάνει πολύ διστακτικά γιατί ντρέπεται γι' αυτόν, θεωρώντας τον εμπόδιο στο γάμο που φιλοδοξεί με μια εύπορη γυναίκα, η οποία δεν γνωρίζει την ύπαρξη του μικρού. Στη συνέχεια, παρακολουθούμε τον τυφλό Μοχάμαντ στο χωριό, όπου περνά αμέριμνα τον καιρό του με τη γιαγιά και τις δύο αδερφές του. Ο πατέρας του όμως, για να μπορέσει να υλοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του, θα τον «δανείσει» σ' έναν τυφλό ξυλουργό, για να του μάθει την τέχνη του...
Οι τυφλοί στο Ιράν είναι άτομα περιθωριοποιημένα κι η ζωή τους είναι ένα καυτό θέμα που προσέλκυσε τον Ματζίντι, σκηνοθέτη που καταπιάνεται πάντα με επίκαιρα κοινωνικά θέματα. Η συγκεκριμένη αυτή ταινία είχε αρχίσει να τον απασχολεί όταν στα γυρίσματα της προηγούμενης ταινίας του, «Τα παιδιά του Παραδείσου», είχε επισκεφτεί μια σχολή τυφλών. Για να γυρίσει την ταινία επισκέφτηκε διάφορες παρόμοιες σχολές απ' όπου διάλεξε και το μικρό πρωταγωνιστή του, Μόχσεν Ραμεζάνι, που ερμηνεύει τον Μοχάμαντ. Ο Ματζίντι φτιάχνει μια απλή στην αφήγησή της ταινία, είδος παραβολής, στην παράδοση των ιρανικών ταινιών που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιώντας ένα ημιντοκιμαντερίστικο στιλ, που θυμίζει τις ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, ιδιαίτερα εκείνες του Ντε Σίκα.
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τη φύση για να καταγράψει την ειδυλλιακή ομορφιά και την αθωότητα, αθωότητα που εκπροσωπεί το μικρό, ταλαιπωρημένο του τυφλό ήρωα, αντίθετα με ένα πικραμένο, οργισμένο πατέρα, που τελικά αποδείχνεται ο πραγματικός τυφλός. Διψασμένος για γνώση, τρυφερός απέναντι στα «χαμένα» πουλιά (η σκηνή όπου ενώ περιμένει στην αυλή του σχολείου τον πατέρα του, μαζεύει ένα νιογέννητο πουλί κι ανεβαίνει στο δέντρο για να το βάλει πίσω στη φωλιά του, είναι από τις πιο τρυφερές και ποιητικές σκηνές της ταινίας), στοργικός στις αδερφές του, κοντά σε μια γιαγιά που τον λατρεύει, είδος ιρανικής μάνας-κουράγιο (συγκινητική στο ρόλο η Σαλάμ Φεϊζί), ο μικρός Μοχάμαντ καθοδηγείται από τους ήχους και τα αγγίγματα των χεριών του για να μας γνωρίσει τον αθώο, απλοϊκό αλλά δύσκολο γι' αυτόν, συγκινητικό για μας, κόσμο του. Οι παραμικροί ήχοι, το κλάμα ενός πουλιού, το πέταγμα μιας πεταλούδας, το «τραγούδι» ενός τρυποκάρυδου, ο αέρας, όλα παίζουν ρόλο στη δημιουργία μιας καθαρά ποιητικής ατμόσφαιρας. Οι τελευταίες σκηνές στο ποτάμι είναι σκηνοθετημένες με δεξιοτεχνία αν και το «μεταφυσικό» φινάλε, αντίθετα με τα δυνατά, χωρίς υποχωρήσεις φινάλε ενός Κιαροστάμι, μοιάζει εμβόλιμο, καταστρέφοντας το ρεαλιστικό στοιχείο της υπόλοιπης ταινίας. Μια δοσμένη με λεπτότητα, σωστή ψυχολογία και, παρά τις κάποιες μελοδραματικές σκηνές της, βαθιά ανθρώπινη ταινία.

#.

(...)
Το αφοπλιστικό πλεονέκτημα των Ιρανών είναι η αθωότητα. Το χάρισμα να διηγούνται με την καρδιά τους και να βλέπουν με τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Ο μινιμαλισμός παρέα με τον ιταλικό νεορεαλισμό του '50. Με λίγα λόγια, επαναφέρουν στην κυκλοφορία ανεκτίμητους θησαυρούς από το μονάκριβο σεντούκι της κινηματογραφικής τέχνης. Και αν οι συντελεστές της ελληνικής οθόνης του '50 και του '60 διέθεταν το μυαλό, τη φαντασία και το ταλέντο ενός Ματζίντ Ματζίντι, τότε ο Στράντζαλης και ο Νίκος Ξανθόπουλος θα είχαν κατοχυρωθεί στο πάνθεον του κινηματογράφου.
Το στόρι του «παραδείσου» είναι τόσο σύντομο, τόσο απλοϊκό και τόσο γυμνό, όσο είναι η περίληψη μιας ταινίας μικρού μήκους. Ένας εκ γενετής τυφλός πιτσιρικάς με βαρίδι την απόρριψη του πατέρα του βυθίζεται στον πάτο της απελπισίας. Ορφανός από μάνα, χωρίς ίχνος πατρικής στοργής και με μοναδική παρηγοριά την χαροκαμένη γιαγιά του (έτσι ακριβώς) βρίσκει καταφύγιο στον άφθονο πλούτο της υπαίθρου και πιάνει κουβεντούλα με όλα τα πλάσματα της φύσης. Όλες οι αισθήσεις του συγκεντρωμένες για ένα και μοναδικό σκοπό. Την επικοινωνία με τα πουλιά και τα φυτά. Στο μεταξύ ο πατέρας του σχεδιάζει να τον μεταφέρει και να τον εγκαταλείψει σε κάποιο τυφλό μαραγκό προκειμένου ανεμπόδιστος και ελαφρότερος να πραγματοποιήσει τον δεύτερό του γάμο. Περίπου σα να λέμε «Η οδύσσεια ενός ξεριζωμένου».
Κι όμως. Τα εμφανή μελοδραματικά στοιχεία της ταινίας είναι τόσο πειστικά, τόσο αυτονόητα, τόσο αυτοκόλλητα με τη σάρκα, τα κύτταρα, τα δάκρυα, τις ψυχές και τις καρδιές αυτών των ηρώων, όσο είναι το μάγκνουμ με τα χέρια του Κλιντ Ίστγουντ. Φίλοι μου η λέξη απαγορεύεται είναι απαγορευτική στο γλωσσάρι της 7ης Τέχνης. Τα πάντα επιτρέπονται. Ακόμα και το πιο δακρύβρεκτο μελό. Αρκεί η συγκίνηση να είναι ανόθευτη και η καρδιά αληθινή. Και σας βεβαιώ πως εννιά στις δέκα φορές που βλέπω κάποια ταινία από το μακρινό και ξυπόλυτο Ιράν αισθάνομαι την ανάγκη να πω «παραμερίστε για να περάσει ο ποιητής»!

ΠΗΓΗ:http://www.provoles.gr/movie's_03-04/040213.htm

#.
Majid Majidi:

Ο Majid Majidi (Περσικά: مجید مجیدی) είναι ένας Ιρανός σκηνοθέτης, παραγωγός ταινιών και σεναριογράφος. Γεννήθηκε το 1959 στην Τεχεράνη από μια μεσοαστική οικογένεια. Από τα 14 του συμμετείχε σε ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες. Στη συνέχεια σπούδασε στο Ινστιτούτο Δραματικής Τέχνης στην Τεχεράνη, στο πανεπιστήμιο της ιρανικής πρωτεύουσας παρακολούθησε μαθήματα δραματικής τέχνης, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του, λόγω των αναταραχών που ακολούθησαν την επανάσταση του 1979 εναντίον του Σάχη. Αυτοδίδακτος, κυρίως, εμφανίζεται στον κινηματογράφο το 1980, αρχικά ως ηθοποιός, για να βρεθεί γρήγορα πίσω από την κάμερα. Με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο "Baduk" (1992) συμμετείχε στο 15ήμερο φεστιβάλ νέων σκηνοθετών των Καννών και κέρδισε αρκετά εθνικά βραβεία. "Τα παιδιά του παραδείσου" (1997) ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1998, ενώ "Το χρώμα του ουρανού" (The Color of Paradise) (1999) σημείωσε νέο ρεκόρ εισπράξεων ασιατικής ταινίας στη δύση.
Κινηματογραφεί με το λυρισμό και την ευαισθησία ενός ποιητικού βλέμματος τις άγριες όψεις της παιδικής ζωής: στις ταινίες του η δύναμη της αγάπης αλλάζει τον κόσμο. Οι μικροί ήρωες στις ταινίες του Majid Majidi ζουν σ' ένα σκληρό κόσμο: δύσκολη οικογενειακή ζωή (συνήθως ο ένας γονιός έχει πεθάνει) και συνθήκες στέρησης. Όμως είναι η δύναμη της ψυχής και που μεταμορφώνει αυτό τον δύσκολο κόσμο. Στο τέλος της αφήγησης καταλήγουν σε κάποιου είδους αυτογνωσία, καθώς οι εμπειρίες τους οδηγούν στην ωριμότητα.

#.
Φιλμογραφία - Σκηνοθεσία

Explosion (Enfejar) (1981) - Ντοκιμαντέρ μικρού μήκους
Hoodaj (1984) - Μικρού μήκους
Examination Day (Rooz-e Emtehan) (1988) - Μικρού μήκους
A Day with POWs (Yek Rooz Ba Asiran) (1989) - Ντοκιμαντέρ μικρού μήκους
Baduk (1992)
The Last Village (Akhareen Abadi) (1993) - Μικρού μήκους
Father (Pedar) (1996)
God Will Come (Khoda Miayad) (1996) - Μικρού μήκους
Children of Heaven (Bacheha-ye Aseman) (1997) 
The Color of Paradise (Rang-e Khoda) (1999)
Baran (Rain) (2001) 
Barefoot to Herat (Pa berahneh ta Herat) (2002) - Ντοκιμαντέρ
Olympics in the Camp (Olympik Tu Urdugah) (2003) - Ντοκιμαντέρ μικρού μήκους
The Willow Tree (Beed-e Majnoon; alternate English title
One Life More) (2005) 
Peace, Love, and Friendship (2007) - Ντοκιμαντέρ μικρού μήκους
Rezae Rezvan (2007) - Ντοκιμαντέρ
Najva ashorai (2008) - Ντοκιμαντέρ
The Song of Sparrows (Avaze Gonjesh ka) (2008)
Kashmir Afloat .


4.



Majid Majidi:'' Children of heaven''
-Τα ''παιδιά του Παραδείσου'' (Περσικός τίτλος: بچه‌های آسمان, Bacheha-ye Aseman) 
(Αγγλικοί υπότιτλοι)

------------------------------ 

-Ιρανικό οικογενειακό δράμα του 1997 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Majid Majidi.
-Η μικρή αδελφή του Ali, η Zahra, έχασε τα παπούτσια της. Καθώς πλησιάζει η ώρα για το σχολείο, πρέπει να βρουν μια λύση.
-Η ταινία ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1998.

------------------------------------------- 

Η υπόθεση της ταινίας διαδραματίζεται στα δρομάκια της παλιάς Τεχεράνης. Ο εννιάχρονος Ali (Amir Farrokh Hashemian), χάνει το μοναδικό ζευγάρι παπουτσιών της αδελφής του, της Zahra (Bahare Seddiqi), καθώς τα πήγαινε στο τσαγκάρη. Γνωρίζοντας την άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας, και φοβούμενος την τιμωρία από τον καλό, μα και αυστηρό πατέρα του (Mohammad Amir Naji), ο μικρός θα σκαρφιστεί ένα κόλπο για να μη μαθευτεί το λάθος του. Θα μοιραστεί τα δικά του παπούτσια με τη Zahra. Αυτή θα τα φοράει το πρωί στο σχολείο, και μετά θα τρέχει για να του τα φέρει πίσω, έτσι ώστε να πάει κι αυτός στα απογευματινά του μαθήματα. Θα πετύχει άραγε το σχέδιό τους; Απλούστατο στη σύλληψη και ευφυέστατο στην εκτέλεση.
Πρόκειται για μια αριστουργηματική ταινία που έκανε ευρύτερα γνωστό τον πολύ καλό, καταξιωμένο και πολυβραβευμένο σκηνοθέτη Majid Majidi. Η ταινία ξεχωρίζει για την απλότητα και την αυθεντικότητα των σκηνών της και δείχνει πώς οι σχέσεις με πρόσωπα που αγαπάμε δίνουν τη δική τους διάσταση σ' αυτά που μας συμβαίνουν και τελικά επηρεάζουν και ομορφαίνουν τις επιλογές μας. Μία τρυφερή ιστορία για την παιδική αθωότητα, με συγκινητικές ερμηνείες από τους μικρούς πρωταγωνιστές, με μία καθαρή ματιά που ποτέ δε γίνεται μελοδραματική, και με ένα απόλυτα ανθρώπινο μήνυμα. Πολλή φτώχεια, πολύ τρέξιμο, πολλά δάκρυα μα και πολλά χαμόγελα από τα δύο αξιολάτρευτα πιτσιρίκια. Η απλότητα είναι δύσκολο να περιγραφεί. 
Η ταινία διαθέτει ένα νεορεαλισμό. Ο Majid Majidi καταφέρνει να εκμαιεύσει από τους μικρούς ερασιτέχνες ηθοποιούς του, θαυμάσιες ερμηνείες που διαθέτουν πρωτογενή δύναμη και αφοπλιστική αθωότητα. Καταπληκτικά λαμπερά χρώματα και μια υπέροχη σκηνοθεσία, που συναρπάζει και σαγηνεύει τους θεατές.

#.
Majid Majidi:

Ο Majid Majidi (Περσικά: مجید مجیدی) είναι ένας Ιρανός σκηνοθέτης, παραγωγός ταινιών και σεναριογράφος. Γεννήθηκε το 1959 στην Τεχεράνη από μια μεσοαστική οικογένεια. Από τα 14 του συμμετείχε σε ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες. Στη συνέχεια σπούδασε στο Ινστιτούτο Δραματικής Τέχνης στην Τεχεράνη, στο πανεπιστήμιο της ιρανικής πρωτεύουσας παρακολούθησε μαθήματα δραματικής τέχνης, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του, λόγω των αναταραχών που ακολούθησαν την επανάσταση του 1979 εναντίον του Σάχη. Αυτοδίδακτος, κυρίως, εμφανίζεται στον κινηματογράφο το 1980, αρχικά ως ηθοποιός, για να βρεθεί γρήγορα πίσω από την κάμερα. Με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο "Baduk" (1992) συμμετείχε στο 15ήμερο φεστιβάλ νέων σκηνοθετών των Καννών και κέρδισε αρκετά εθνικά βραβεία. "Τα παιδιά του παραδείσου" (1997) ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1998, ενώ "Το χρώμα του ουρανού" (The Color of Paradise) (1999) σημείωσε νέο ρεκόρ εισπράξεων ασιατικής ταινίας στη δύση.
Κινηματογραφεί με το λυρισμό και την ευαισθησία ενός ποιητικού βλέμματος τις άγριες όψεις της παιδικής ζωής: στις ταινίες του η δύναμη της αγάπης αλλάζει τον κόσμο. Οι μικροί ήρωες στις ταινίες του Majid Majidi ζουν σ' ένα σκληρό κόσμο: δύσκολη οικογενειακή ζωή (συνήθως ο ένας γονιός έχει πεθάνει) και συνθήκες στέρησης. Όμως είναι η δύναμη της ψυχής και που μεταμορφώνει αυτό τον δύσκολο κόσμο. Στο τέλος της αφήγησης καταλήγουν σε κάποιου είδους αυτογνωσία, καθώς οι εμπειρίες τους οδηγούν στην ωριμότητα.

#.
Φιλμογραφία - Σκηνοθεσία

Explosion (Enfejar) (1981) - Ντοκιμαντέρ μικρού μήκους
Hoodaj (1984) - Μικρού μήκους
Examination Day (Rooz-e Emtehan) (1988) - Μικρού μήκους
A Day with POWs (Yek Rooz Ba Asiran) (1989) - Ντοκιμαντέρ μικρού μήκους
Baduk (1992)
The Last Village (Akhareen Abadi) (1993) - Μικρού μήκους
Father (Pedar) (1996)
God Will Come (Khoda Miayad) (1996) - Μικρού μήκους
Children of Heaven (Bacheha-ye Aseman) (1997) 
The Color of Paradise (Rang-e Khoda) (1999)
Baran (Rain) (2001) 
Barefoot to Herat (Pa berahneh ta Herat) (2002) - Ντοκιμαντέρ
Olympics in the Camp (Olympik Tu Urdugah) (2003) - Ντοκιμαντέρ μικρού μήκους
The Willow Tree (Beed-e Majnoon; alternate English title
One Life More) (2005) 
Peace, Love, and Friendship (2007) - Ντοκιμαντέρ μικρού μήκους
Rezae Rezvan (2007) - Ντοκιμαντέρ
Najva ashorai (2008) - Ντοκιμαντέρ
The Song of Sparrows (Avaze Gonjesh ka) (2008)
Kashmir Afloat .