Οι δρόμοι μιλούν, τα κτίρια λένε
(...)
Το μεταίχμιο που ζούμε οδηγεί το βλέμμα μας σε ό,τι ήταν αθέατο έως πρόσφατα· το στρέφει από τo mall της ματαιοδοξίας στα ίχνη ενός ζωτικού παρελθόντος, σε ίχνη αγώνων και αγωνίας. Επανασυνδεόμενοι με το παρελθόν, ελπίζουμε ότι θα κατανοήσουμε βαθύτερα το δύσκολο παρόν, την εσωτερική λογική των συμβάντων και των ενδεχομένων μες στην ιστορική ροή, ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να αντέξουμε τη δυσχέρεια, να αντέξουμε την ιστορία ως δρώντα υποκείμενα, ως συνδιαμορφωτές, και όχι ως άβουλοι θεατές.
(...)
12 Οκτωβρίου 1944
Απελευθέρωση της Αθήνας.
Απελευθέρωση της Αθήνας.
Αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής.
Σήμερα Κυριακή οργανώνεται για δεύτερη φορά ένας περίπατος στην Αθήνα της Κατοχής, με αφορμή τα εβδομήντα χρόνια από την απελευθέρωση της πρωτεύουσας. Πέρυσι σε παρόμοιο ιστορικό περίπατο προσήλθαν πάνω από χίλια άτομα. Η ιδέα είναι απλή: ένας οδηγός μεταφέρει τους περιπατητές σε τοπόσημα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης. Και τους θυμίζει τι συνέβη σε αυτή η γωνία, τι υποδεχόταν αυτό το κτίριο, τι συνέβη σε αυτό το πεζοδρόμιο.
Μερικά τα γνωρίζουμε. Στην οδό Μασσαλίας, εκεί που γνωρίσαμε τα υπαίθρια μικροβιβλιοπωλεία, βρισκόταν επί Κατοχής το νεκροτομείο· εμείς γνωρίσαμε το νεκροτομείο στα κτίρια της Ιατρικής στο Γουδί. Καλούμαστε να ανασυνθέσουμε μια σκληρή εικόνα: τα κάρα που μετέφεραν στη Μασσαλίας τις σορούς των νεκρών του κατοχικού λιμού.
Στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος ένα μισοκρυμμένο μνημείο θυμίζει ότι εδώ η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ ανατίναξε τα γραφεία της φιλοναζιστικής ΕΣΠΟ, που στρατολογούσε Ελληνες για τη Βέρμαχτ. Το γνωρίζω. Γνωρίζω ότι στα υπόγεια της Κοραή ήταν τα κολαστήρια της Κομαντατούρ, όπου μαρτύρησαν χιλιάδες πατριώτες - τα έχω επισκεφθεί. Δεν γνώριζα όμως ότι Πανεπιστημίου 64 και Σανταρόζα βρισκόταν το καζίνο του Μαυροκέφαλου, όπου μαυραγορίτες και δωσίλογοι έπαιζαν τις λίρες της προδοσίας.
Η πόλη είναι η μνήμη της, μάλλον οι μνήμες των ανθρώπων της, αυτών που έζησαν κι αυτών που τη ζουν τώρα, συνυφασμένες αξεδιάλυτα σ’ ένα συνεχές χωροχρόνου άλλοτε ορατό κι άλλοτε κρυμμένο, πάντα εκεί, πάντα εδώ, περιμένει να το δούμε, να μας μιλήσει, να μας παρωθήσει σε αυτογνωσία.
Η Αθήνα είναι τέτοιο θέατρο μνήμης, που περιμένει το βλέμμα του κατοίκου, του περιπλανητή, για να ανασύρει δράματα ατομικά και συλλογικά, τραγωδίες και ειρωνικές λεπτομέρειες. Εδώ μια κλινική που φιλοξένησε τραυματίες, στην Οικονόμου το σπίτι του Λαπαθιώτη, στην Ασκληπιού του Παλαμά, στη Ζωοδόχου Πηγής του Κουν, στην Ιπποκράτους έξω από την πανεπιστημιακή Λέσχη μαζεύονταν οι νέοι γύρω από τον Σικελιανό, στη γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου έπεσε ο Τέλλος Αγρας χτυπημένος από αδέσποτη σφαίρα τις μέρες της απελευθέρωσης, τα σημάδια στους τοίχους είναι από σφαίρες. Στη Βασιλίσσης Σοφίας δολοφονήθηκε την εποχή του Διχασμού ο Ιων Δραγούμης. Γύρω απ’ το Πολυτεχνείο και τα Εξάρχεια, μέχρι την Ομόνοια και τα Προπύλαια, εξόρμησαν οι παράτολμοι απεργοί του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1943, εναντίον της αναγκαστικής επιστράτευσης για τα γερμανικά εργοστάσια, σε αυτούς τους δρόμους πέφτουν οι δεκάδες νεκροί διαδηλωτές την 22α Ιουλίου 1943 ξεσηκωμένοι για την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Σε αυτούς τους δρόμους, τριάντα χρόνια αργότερα, πέφτουν οι νεαροί διαδηλωτές του Πολυτεχνείου χτυπημένοι από ελεύθερους σκοπευτές.
Το μεταίχμιο που ζούμε οδηγεί το βλέμμα μας σε ό,τι ήταν αθέατο έως πρόσφατα· το στρέφει από τo mall της ματαιοδοξίας στα ίχνη ενός ζωτικού παρελθόντος, σε ίχνη αγώνων και αγωνίας. Επανασυνδεόμενοι με το παρελθόν, ελπίζουμε ότι θα κατανοήσουμε βαθύτερα το δύσκολο παρόν, την εσωτερική λογική των συμβάντων και των ενδεχομένων μες στην ιστορική ροή, ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να αντέξουμε τη δυσχέρεια, να αντέξουμε την ιστορία ως δρώντα υποκείμενα, ως συνδιαμορφωτές, και όχι ως άβουλοι θεατές.
Πλάι στον Κεραμεικό, την Αγορά, την Πνύκα, την Ακαδημία Πλάτωνος, υπό τη σκιά της Ακροπόλεως και του αβάσταχτου κλέους των χρυσών χρόνων, πλάι στους διάσπαρτους μεσαιωνικούς ή μεταβυζαντινούς ναΐσκους, διαλείμματα ησυχίας, βρίσκονται τα πρώτα οικήματα του κράτους, άλλα ταπεινά, σαν τις λαϊκές αυλές θαυμάτων του Παπαδιαμάντη, του Μητσάκη, του Ροΐδη, άλλα ευκλεή και μνημειώδη, νεοκλασικά, εκλεκτικιστικά, καυτατζόγλεια και άλλα. Από τον Μεσοπόλεμο και, κυρίως, μετά τον Δεύτερο Πόλεμο, η λαϊκή και νεοκλασική Αθήνα γίνεται μοντέρνα, χαώδης, μεγάλη, χωνευτήρι, γίνεται μητρόπολη.
Σε αυτή τη μητροπολιτική κορυφή, σκοτεινιασμένη απ’ την κρίση, στεκόμαστε τώρα, αμήχανοι, σαστισμένοι, με κρυμμένη τη γραμμή του ορίζοντος. Ετσι γυρνάμε το βλέμμα στο παρελθόν. Νομίζω γόνιμα. Σίγουρα με αίσθηση σοβαρότητας, ίσως και αίσθηση επείγοντος, για να καλύψουμε κενά, για να κερδίσουμε τον άδειο χρόνο της προηγούμενης αμεριμνησίας, της αμνησίας. Περπατάμε, λοιπόν, για να ανακτήσουμε το ιστορικό κέντρο, την πόλη, τον ζωτικό χώρο της δημοκρατίας, για να ξανανιώσουμε πολίτες και ιστορικά όντα, με παρελθόν, με συνέχειες, με ρήξεις. Το άστυ είναι πολύ βαθύτερο και πλουσιότερο από real estate και gentrification.
Νίκος Ξυδάκης
12.10.2014