''Ουρανός'' του Τάκη Κανελλόπουλου
1.
''Ουρανός'' του Τάκη Κανελλόπουλου
26 Οκτωβρίου 1940 .
Σε ένα φυλάκιο στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, η ζωή των στρατιωτικών κυλά ήρεμα.
29 Οκτωβρίου 1940.
Έχει κηρυχθεί ο πόλεμος με τους Ιταλούς και οι στρατιώτες αλλάζουν μονάδες ανάλογα με την ειδικότητά τους .
Άνοιξη 1941.
Μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Γερμανούς, οι στρατιώτες επιστρέφουν από τα μέτωπα του πολέμου, στα σπίτια τους με τα πόδια.
Στη μακεδονική επαρχία δύο ζευγάρια χωρίζουν με την έναρξη του πολέμου. Οι δύο άντρες πάνε στο μέτωπο της Αλβανίας. Πολεμούν πλάι-πλάι με τον δάσκαλο ο οποίος θα σκοτωθεί πρώτος. Στη συνέχεια, θα πέσουν και οι ίδιοι, το μέτωπο θα καταρρεύσει και το πένθος θα σκεπάσει τα πάντα.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος του οποίου ο Ουρανός, η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, βρίσκεται πολύ συχνά στις λίστες των 10 καλύτερων ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου, υπήρξε ένας μοναχικός και ιδιαίτερος δημιουργός. Στο έργο του ποιητικό ή συμβολικό, ρομαντικό ή νοσταλγικό, αισθαντικό ή ευαίσθητο, ρεαλιστικό ή μεταφορικό (όλα αυτά μαζί ή και τίποτα), αλλά σίγουρα νεωτερικό, κινηματογράφησε την ανθρώπινη εσωτερικότητα και τα ψυχικά της τοπία, με μια εκρηκτική λυρική δύναμη, γεγονός που το καθιστά μοναδικό στο σώμα της ελληνικής κινηματογραφίας. Χαρακτηριστικό της οπτικής του η φράση: «...οι αιώνιες αλήθειες δεν έχουν χρόνο. Μια ανθισμένη κερασιά μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, η δροσιά του νερού και το τραγούδι του ανέμου, θ’ αγγίζουν πάντα τους ανθρώπους, όπως τους αγγίζει η πίστη, ο έρωτας, ο θάνατος...».
Παίζουν Τάκης Εμμανουήλ, Φαίδων Γεωργίτσης, Ελένη Ζαφειρίου, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Λάζος Τερζάς, Κώστας Καραγιώργης, Νίκος Τσαχιρίδης
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
1962 ΠΕΚΚ (αργυρό βραβείο - φωτογραφίας) 1962 βραβείο φωτογραφίας στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, Συμμετοχή στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης, 1963 Φεστιβάλ Νάπολης (αργυρό βραβείο) 1963 Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, 1964 Κρατικό Βραβείο (σκηνοθεσίας)
2.
" Οὐρανός " - Τάκης Κανελλὀπουλος
Κείμενο τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου, δημοσιευμένο στό περιοδικό Διάλογος τό 1963, μέ ἀφορμή τήν ταινία τοῦ Τάκη Κανελλόπουλου "Οὐρανός"
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΕΝΑΡΙΟ
Ἀπάνθρωπος ὁ λόγῳ ἐρεύνης τεμαχισμὸς ἔργων τέχνης. Μὴ ὑφισταμένης ἄλλης μεθόδου, ὁ ἐρευνητὴς χρησιμοποιεῖ τὴν ἐπιμέρους ἐξέταση συνθέτοντας ἐν τέλει μίαν σχετικῶς καθολικὴν εἰκόνα τοῦ μνημείου. Τὸ σενάριο τοῦ Οὐρανοῦ ἐγράφη κυρίως ἀπὸ τὸν λογοτέχνη Γιῶργο Κιτσόπουλο, ἐνῶ ὁ Τάκης Κανελλόπουλος ὑπέδειξε πολλὲς τροποποιήσεις καὶ στὸ γύρισμα τῆς ταινίας προσήρμοσε ὁρισμένες σκηνές. Γιὰ νὰ νιώσεις τὸν Οὐρανὸ κατ’ ἀρχὴν πρέπει νἆσαι φτωχός. Τὸ σενάριο τοῦ Οὐρανοῦ περιδέραιο ἐπεισοδίων ἀπὸ τὸ παραγεγραμμένο ἔπος τοῦ 1940-41. Ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Οὐρανὸς παρουσιάζει τὸ ἔπος αὐτὸ εἶναι λανθασμένη. Παρομοίως ἡ ἄποψη ὅτι διηγεῖται λίγες ἱστορίες ταπεινῶν ἀνθρώπων – ἐπίσης λανθασμένη. Σωστὴ πιθανῶς εἶναι ἡ ἄποψη πὼς πρόκειται γιὰ ἀνθρώπινες σχέσεις τὴν ἐποχὴ ἑνός συγκεκριμένου πολέμου, τοῦ ὁποίου ἡ σημασία μειώθηκε ὅταν ἀργότερα ἦρθε ἡ Μαύρη Κατοχή. Τὸ σενάριο τοῦΟὐρανοῦ εἶναι ἁπλὸ στὴν διάρθρωσή του. Στὸ πρῶτο μέρος δείχνει σὲ παράλληλες σκηνές, τὴ ζωὴ σ’ ἕνα χωριὸ τῶν συνόρων ὅπου ὑπάρχει καὶ στρατιωτικὸ φυλάκιο – τὸ χωριὸ εἶναι φυλάκιο καὶ τὸ φυλάκιο τμῆμα τοῦ χωριοῦ. Στὸ δεύτερο μέρος περιλαμβάνονται πέντε ἱστορίες ἀνδρῶν, ποὺ ἔχουν τὸ ξεκίνημά τους στὸ πρῶτο μέρος: Τοῦ Δάσκαλου, τοῦ Ταχυδρόμου, τοῦ Λοχία, τοῦ Στράτου, τοῦ Γιάγκου. Τὸ ριζικὸ τῶν πέντε αὐτῶν ἀνθρώπων ἦταν κακὸ γιατί μόνο ὁ Ταχυδρόμος ἐπέζησε.Ὁ Δάσκαλος πέθανε ἀπὸ βαρὺ τραῦμα καὶ παγωνιά, ὁ Λοχίας σκοτώθηκε σὲ ἐπίθεση, ὁ Στράτος αὐτοκτόνησε ἀπὸ φιλότιμο καὶ τὸν Γιάγκο τὸν πυροβόλησαν δίπλα σ’ ἕνα ρυάκι – ἡ πηγὴ καὶ τὸ γάργαρο νερὸ ἀντιστοίχως σύμβολα ζωῆς καὶ ἀνανεώσεως. Τὸ σενάριο τοῦ Γιώργου Κιτσόπουλου δὲν εἶναι μαγαρισμένο οὔτε πυριφλεγές. Εἶναι τὸ τελευταῖο φθινόπωρο. Ἐδώ ὅποιος δὲν ὁμιλεῖ πεθαίνει. Ὅποιος φωνάζει τὸν θάβουν. Ὁ Γιῶργος Κιτσόπουλος ψιθυρίζει, μὲ μάγουλα μουσκεμένα ἀπὸ δάκρυα, γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῶν προσώπων τῶν ἀξύριστων ἑλλήνων. Μὰ σενάριο δὲν εἶναι οἱ διάλογοι. Τὸ σενάριο στὸνΟὐρανὸ δὲν εἶναι ἕνα μεταξὺ ἄλλων στοιχεῖο ἀλλὰ ὁ καλοπελεκημένος ἀκρογωνιαῖος λίθος.
Ζύγωσε ὁ φαντάρος μὲ τὰ χαλασμένα ἄρβυλα καὶ γονάτισε. Ἔλυσε τὰ κορδόνια τοῦ νεκροῦ. Τράβηξε τὰ ἄρβυλα ἀπ’ τὰ πόδια του καὶ τ’ ἀπίθωσε πάνω στὸ χιόνι. Μετὰ πέταξε τὰ δικά του, ἅρπαξε τ’ ἄλλα καὶ τὰ φόρεσε σφίγγοντας τ’ ἀχείλι του. Τὴν ὥρα πούδενε τὰ κορδόνια, τὸν εἶδαν οἱ ἄλλοι νὰ κλαίει.
ΕΝΝΟΙΕΣ ΧΡΟΝΟΥ
Ὁ Οὐρανὸς εἶναι μολυβένιο ἔργο. Ὁ ἐντός της ταινίας καὶ ἐντός τῆς ὑποθέσεως της χρόνος βαρύνων, βαρετός, ἑλικοειδής, συνταρακτικός, σὲ συνεχῆ ἔνταση, δὲν ἀνέρχεται οὔτε πέφτει. ὉΟὐρανὸς ἄρχισε στὴν μηδὲν ὥρα. Στὰ πρῶτα πέντε λεπτὰ γέλια κοριτσιῶν πού τρέχουν. Ἄλλα δύο λεπτὰ τὸ φυλάκιο. Στὸ ἔνατο λεπτό της ταινίας τὸ ἀγόρι φιλᾶ τὸ κορίτσι δίπλα σὲ μία λεύκα. Πάλι τὸ φυλάκιο καὶ τὰ κορίτσια καὶ μετὰ νυχτώνει. Στὸ δωδέκατο λεπτὸ τὸ σκάψιμο στὸ χωράφι. Μετὰ δυὸ λεπτὰ κάποιος λέει: Πάει ἡ σημερινὴ Κυριακή. Ἀκολουθεῖ μία περίφημη σκηνὴ στὸ ποτάμι, μία ἄλλη σκηνὴ μὲ δυὸ κορίτσια, μία ἀσύγκριτη σκηνὴ στὸ χωράφι – γιὰ δέστε τὸν ἀμάραντο. Στὸ δέκατο ἔνατο λεπτὸ βραδυάζει. Πάει ἡ σημερινὴ Κυριακή. Στὸ εἰκοστὸ πρῶτο λεπτὸ ξημερώνει ἡ 28 Ὀκτωβρίου 1940 ( ἀποφρὰς ἡμέρα). Στὸ εἰκοστὸ δεύτερο τὰ παληκάρια ἀποχαιρετοῦν τὸ χωριό. Πάει, ἔφυγε γιὰ πάντα, ἡ χθεσινὴ εἰρηνικὴ Κυριακή.
Τὸ δεύτερο μέρος τοῦ Οὐρανοῦ ( ἄρχιζε μὲ τὸ πρῶτο πολεμικὸ ἀνακοινωθέν, συνοδείᾳ πολυβολισμῶν, καὶ) ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα ἐπεισόδια. Τὸ πρῶτο ἐπεισόδιο εἶναι ὁ τραυματισμός, ἡ μεταφορὰ καὶ ὁ θάνατος τοῦ Δάσκαλου. Ἡ διάρκειά του δώδεκα λεπτὰ ( χρόνος ὑπερβολικός). Τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο ἡ ἱστορία τοῦ Ταχυδρόμου καὶ τοῦ Χαμένου Δέματος. Δύο-τρία λεπτὰ ὁ Ταχυδρόμος ψάχνει τὸ χιονισμένο δάσος, ἔπειτα νυχτώνει καὶ ἀνάβει φωτιὰ ( μονόλογος). Τὴν ἄλλη μέρα φτάνει στὸν προορισμό του, μοιράζει τὰ γράμματα, μὰ προπάντων προσπαθεῖ νὰ μαντέψει ποιοῦ φαντάρου ἀπώλεσε τὸ δέμα. Ὅλο τὸ ἐπεισόδιο κράτησε δεκατέσσερα λεπτά. Ἀμέσως μετὰ ἀρχίζει τὸ τρίτο ἐπεισόδιο: ἡ Ἐπίθεση. Διαρκεῖ δέκα πέντε λεπτὰ καὶ ἀπαρτίζεται ἀπὸ τὴν Ἐπιθεώρηση στὸ Δάσος, τὸ τράβηγμα τῶν Ξιφολογχῶν, τὴν Ἕφοδο καὶ τὸ Τραγικὸ Δέσιμο τῶν Κορδονιῶν ( κλάμα πικρό). Ἡ Ὑποχώρηση τὸ τέταρτο καὶ τελευταῖο ἐπεισόδιο. Ἕνας Φαντάρος στὸν Δρόμο, ἡ Αὐτοκτονία τοῦ Φαντάρου, ἡ Συνάντηση δυὸ Ἀδελφῶν, ὁ Βουβὸς Βομβαρδισμός, ὁ Σκοτωμὸς στὸ Ποτάμι, ἡ ἐπικὴ Ὑποχώρηση μὲ τὶς σάλπιγγες τοῦ Ἀργύρη Κουνάδη, μία Γριὰ μοιράζει ψωμάκι ( ἄχ, μπάμπω μου), ἡ Δασκάλα, τὸ πέρασμα τῶν Γερμανῶν ( φρικτὸ ὄνειρο), τὸ Φορτηγὸ Αὐτοκίνητο ( γειά σου δασκάλα), στὸ Χωρίο ( οἱ γριὲς θρηνοῦν, σκηνὴ μὲ τὸν γέροντα, φαῒ καὶ ὕπνος), τὸ Σταυροδρόμι ( δὲν θὰ ξανανταμώσουμε ποτὲ πιά), ἡ Ἐπιστροφή. Τὸ σύνολο τῆς Ὑποχωρήσεως βάσταξε σαράντα τέσσερα ὁλόκληρα λεπτά.
Ὁ μύθος τοῦ Οὐρανοῦ ἔχει τὸν δικό του χρόνο. Στὸ πρῶτο μέρος ὑπαινιγμοὶ τῶν τριῶν ἡμερῶν ( φευγαλέα βραδιάσματα, ὑποστολὲς σημαίας). Στὸ δεύτερο μέρος ὁ χρόνος διευρύνεται. Ὁ Τραυματισμὸς καλύπτει μίαν ἡμέρα. Ὁ Ταχυδρόμος ξεκινάει ἀπόγευμα καὶ φτάνει πρωί. Ἡ Ἐπίθεση γίνεται τὴν αὐγὴ ( πάντα τὴν αὐγὴ οἱ στρατηγοὶ δολοφονοῦν τοὺς φαντάρους). Ἡ Ὑποχώρηση εἶναι διήγηση πολλῶν ἀνθρώπων καὶ ἡμερῶν. Ὁ χρόνος τοῦ Οὐρανοῦ δὲν εἶναι μπερδεμένος, συνθηματικός, συμβολικός. Οἱ χρονικὲς παραπομπὲς ἐλάχιστες. Μία ὀπτικὴ ( τὸ φιλὶ ἐνῶ πεθαίνει ὁ Γιάγκος), δυὸ ἀκουστικὲς ( ἡ ἀνάγνωση τῆς ἐπιστολῆς στὴν ἐκκλησία καὶ ἡ ἄλλη ἀνάγνωση ἐπιστολῆς ἐνῷ προβάλλονται σπίτια χωριοῦ). Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν κινηματογραφικὸ χρόνο τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τὸν πραγματικὸ χρόνο τοῦ μύθου του ὑπάρχουν κι’ ἄλλοι χρόνοι. Ὁ χρόνος ποὺ διανύουμε – τὸ ἀπολύτως συγκεκριμένο καὶ καταθλιπτικὸ 1963. Ὁ χρόνος ποὺ διανύσαμε – ἡ πυκνὴ εἰκοσαετία ἀπὸ τὸ 1941. Ὅλοι οἱ χρόνοι εἶναι τυραννικοί. Ὁ οὐρανὸς δὲν εἶναι χρόνος. Μία φούγκα χρόνων ὁ Οὐρανός.
ΣΥΝΟΛΟ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Μπορεῖ οἱ ἥρωες τοῦ Οὐρανοῦ νὰ πέθαναν. Ἤ καὶ νὰ σώθηκαν. Ἐμεῖς πάντως ξεφύγαμε. Δηλαδὴ ἐπιζήσαμε ὡς σακάτηδες. Ὁ Οὐρανὸς δὲν εἶναι μόνο ἕνα σύνολο τόπων καὶ στιγμῶν. Εἶναι κυρίως ἕνα σύνολο ἀνθρώπων, στρατευθέντων ἀνθρώπων. Προφανὴς κίνδυνος κακῆς φιλολογίας καὶ αἰσθηματικῶν ξεσπασμάτων. Παρὰ ταῦτα ὁ Οὐρανὸς μένει μία ἀνάληψη. Τὰ πρόσωπα τοῦ Οὐρανοῦ δὲν ἀποτελοῦν προκαθορισμένες ὁμάδες, ἀλλὰ συμπλέκονται ὅπως στὴν ὁλοζώντανη ζωή. Τὰ πρόσωπα τοῦ Τάκη Κανελλόπουλου δὲν εἶναι σχηματικά, πλαστά,ἐπιτηδευμένα, κομένα, ξεχωριστά, σιωπηλά, ἢ φλύαρα, ὡραῖα, νέα, ἄσχημα, ἀπόκοσμα, ἠρωϊκά, κουρασμένα - ἁπλῶς εἶναι ἕλληνες, τὰ πολυαγαπημένα ἀδέλφια μας μὲ τὰ ὄμορφα καστανὰ μάτια. Ὁ Λαὸς σχετίζεται μὲ τὸν Στρατό, ὁ Στρατὸς ἀπορρέει ἐκ τοῦ Λαοῦ, ὁ Λαὸς φοβᾶται τὸν Πόλεμο, ὁ Πόλεμος θερίζει τὸν Στρατό, ὁ Λαὸς θρηνεῖ, ὁ Τάκης Κανελλόπουλος ταυτίζεται μὲ τὸν Λαό, ὁ Στρατὸς εἶναι ἀπορριπτέο σχῆμα, ὁ Λαὸς δὲν ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ μετανιώσει γιὰ τὸν Πόλεμο γιατί δὲν τοῦ τὴ δίνουν, ὁ Γιῶργος Κιτσόπουλος ὑπῆρξε στὸν Πόλεμο, ὅλοι μας εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Λαοῦ καὶ ὑπήρξαμε στὸν Πόλεμο. Στὸν Οὐρανὸ δὲν ἔχουν θέση οἱ ἀξιωματικοί, ὁ δὲ ἐχθρὸς εἶναι ἀδιάφορος καὶ ἀσφαλῶς ἐξ ἴσου δυστυχής.
ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ
Ὁ Τάκης Κανελλόπουλος δὲν δραματοποιεῖ μὲ τὰ ἀποτελέσματα τῶν γεγονότων ἀλλὰ μὲ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα. Τὰ συμβάντα τοῦ Οὐρανοῦ μίας αὐατηρῆς ἐποχῆς. Νοοῦνται τὰ ἐπακολουθήσαντα. Τὸ σκηνικό του Οὐρανοῦ ἀποτελεῖ τὴν παλινδρόμηση: Ἤπειρος - Ἀλβανία - Ἤπειρος. Ὁ χῶρος καὶ τὸ ἔτος γνωστὰ τοῖς πάσι. Ἡ ἱστορία τοῦ σύντομου πολέμου ( μὲ τὸ σχετικὸ μέγεθος) ἐπίσης. Ὁ Τάκης Κανελλόπουλος δὲν εἶναι ἐπικαρπωτὴς τοῦ ὀνομαζομένου ἔπους τῆς Ἀλβανίας, γιατί ὁ Οὐρανὸς κατέστη ἀντίτιμο. Οὔτε ὠφέλιμος, οὔτε ἐξαιρετικὰ φρικτός, ἢ ἄδικος ἦταν ὁ πόλεμος τοῦ 1940-41, οὔτε ὁ Οὐρανός εἶναι τοιχογραφία του. Τὸ ἄτομο καὶ ἡ ὁμάδα ἐν πολέμῳ συνθέτουν καταρράχτη. Ἡ Κατοχὴ μὲ τὴν πεῖνα καὶ τὴν Ἀντίσταση, οἱ συντάξεις καὶ τὰ ἁμαξάκια τῶν ἀναπήρων, κάλυψαν τὸ αἶσχος καὶ τὸ ἔπος τοῦ πολέμου τῆς Ἀλβανίας. Ὁ Οὐρανὸς ταινία χωρὶς ἀποχετευτικὸ σύστημα, δὲν ζητάει τὴν ἐγκρισή μας, προσβάλλει τὰ παραδεκτά, μειώνει ( ἐνίοτε μουντζώνει) τοὺς γνήσιους μικροαστούς, δὲν ὁμιλεῖ εὐμενῶς περὶ τῆς ὑποχρεωτικῆς εἰσφορᾶς αἵματος, ἀφήνει ἀκάλυπτους τὸν σκηνοθέτη καὶ τὸν σεναριογράφο στὴν ἀπορία, ὀργή, ἀδιαφορία τῶν ἡμιμαθῶν ἢ ψευτοευαίσθητων.
Ο ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ὅλοι νόμιζαν τὸν Οὐρανὸ ξῖφος, μὰ ὁ Τάκης Κανελλόπουλος ἔγραψε μίαν ἐρωτικὴ ἐπιστολὴ γιὰ ὅλα ὅσα τελείωσαν χωρὶς ἐλπίδα πιά. Ὁ Τάκης Κανελλόπουλος εἶναι πληγωμένος ὅσο κι’ ὁ Μανώλης Ἀναγνωστάκης, ὁ ποιητὴς τῶν πληγωμένων. Λιγώτερο ἀπογοητευμένος ἢ δυσοίωνος ἀπ’ αὐτὸν καὶ περισσότερο ἐμπαθής. Ὁ Τάκης Κανελλόπουλος πλησιάζει αὐτοὺς ποὺ ἀγαπάει (μὲ δύσκολη ἀλλὰ ὄχι ἑρμητικὴ διάθεση) σὰν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὸ λιμό. Κοιτάει κατάματα, ἐπισκέπτεται τοὺς φίλους του, ξέρει πολλοὺς πού σώθηκαν, γνωρίζει πώς τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωή, θυμᾶται ἄριστα γιὰ λογαριασμὸ τῶν ἄλλων. Ὅμως τὸ παρελθὸν δὲν ἀγοράζεται, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ἀγοραστεῖ. Ὁ Τάκης Κανελλόπουλος δὲν ἔχει προσωπικὰ αἰσθήματα, ἕρπει ὑπὸ καταιγισμὸν προσωπικῶν ἀναμνήσεων συγκρατημένος ἀπὸ ἕνα σενάριο σχάρα μὲ σβησμένους διαλόγους μείζονος σημασίας. Ὁ Τάκης Κανελλόπουλος εἶναι ὁ ἀγαπημένος φίλος ποὺ ξέρει τὸ μαράζι τοῦ χωριοῦ, ποὺ μιλάει δίχως ἀσάφειες γιὰ ἀτιμώρητα σφάλματα. Ὁ σπαρτιάτης Τάκης Κανελλόπουλος μᾶς βλέπει στὰ χέρια, στὰ μάτια, σ’ ὁλόκληρο τὸ πρόσωπο καὶ μᾶς ἁρπάζει τὴν ψυχή. Ἄραγε ἔνοιωσε πόσο τὸν ἀγαποῦν;
ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΛΙΘΟΙ
Ροδόχροοι χαλαζίες, ἰάσπιδες, ὀπάλιοι ἀρλεκίνοι, σεληνόλιθοι καὶ χρυσόλιθοι, αἰλακρόφθαλμοι σὰν κάστανα, διαφανεῖς ἀδάμαντες, πυροπάλιοι, σειρὰ πολυτίμων λίθων ἀποτελούντων καρδιᾶς θησαυρό, χάρισμα εὐγενὲς δοσμένο μόνο γιὰ ἕνα χαμόγελο. Κι’ἀκόμη μαργαριτάρια, πράσινα σμαράγδια, ἀμέθυστοι, κυανοὶ βήρυλλοι, χαλκηδόνιοι κι’ ἄλλα πιὸ παρακατιανὰ πετράδια, δῶρο γιὰ ἕνα βλέμμα ( οἴκτου ἔστω). Οἱ ἥρωες τοῦ Οὐρανοῦ δὲν εἶναι ἥρωες τοῦ δεδομένου πολέμου. Ὁ πόλεμος τοῦ 1940-41 δὲν εἶχε ἥρωες, ποτὲ δὲν βρέθηκε ἀπὸ τότε ( καὶ χάθηκε γιὰ πάντα) ἡ κατάλληλη προοπτική. Μετὰ τὴν ὑποχώρηση ἕκαστος ἑκάστῳ. Ὁ Οὐρανὸς παραπομπὴ νοσταλγίας. Ὁ Τάκης Κανελλόπουλος δὲν ἀντιγράφει. Ἡ διὰ παραβολῶν διήγηση ξένη στὴν ἰδιοσυγκρασία του. Ὁ Οὐρανὸς διανοεῖται σὲ παραγράφους παρουσιάζοντας τὰ ἐπουσιώδη σὰν σφυροκοπήματα. Συνταρακτικὲς σκηνὲς τοῦ Οὐρανοῦ εἶναι βουβὲς ( ψάξιμο Ταχυδρόμου, δέσιμο κορδονιῶν, ἐπιθεώρηση πρὶν τὴν ἐπίθεση, ὑποχώρηση μὲ σάλπιγγες). Πρόσωπα φωτογραφίζονται σὲ γκρὸ-πλάν κυρίως κάτω δεξιά. Τὸ ἄλσος ποὺ ὁ Λοχίας προετοιμάζει τοὺς στρατιῶτες ( καὶ τὸν ἑαυτό του) γιὰ τὴν ἕφοδο ( καὶ τὸν θάνατο) κῆπος τῆς Γεθσημανῆ. Τὸ πτῶμα τοῦ Λοχία ( μάνα μου μὲ σκοτώσανε) ὕπνος ἀδιατάρακτος καὶ ζηλευτός. Ἡ μουσικὴ μικρὸ ποσοστὸ τῆς χρονικῆς διάρκειας τοῦ ἔργου καλύπτει, συχνὰ ἐπανέρχεται, πάντα εἶναι αὐτὸ ποὺ ταιριάζει. Οἱ ἥρωες τοῦ Οὐρανοῦ, ἀπαρηγόρητοι ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῶν προσφιλῶν καὶ τοῦ σπιτιοῦ, ἀναμένουν σὰν ἄνθρωποι χωρὶς καμιὰ ἰδιαίτερη ἰδεολογία τὸ κοντινότερο τέρμα. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Οὐρανοῦ πολύτιμοι λίθοι. Πολύτιμοι λίθοι καὶ οἱ φωτογραφίες τοῦ Οὐρανοῦ. Καὶ στὸν Οὐρανό, σὺν τοῖς ἄλλοις, ὁ Τάκης Κανελλόπουλος ἀποδεικνύεται γνώστης τῆς ὑπαίθρου, τοῦ ἑλληνικοῦ προσώπου, τῆς λαϊκῆς μουσικῆς. Ἀκόμη ξεφεύγει μὲ εὐστροφία τὰ φτηνὰ ἐφφὲ τοῦ μοντάζ, ὁμιλεῖ εὐκρινῶς τὴν ἑλληνική, μάχεται τὴν ἠθογραφία, γνωρίζει πὼς περπατοῦν στὸ χιόνι, πῶς ὑπομένουν τὸ κρύο, πόσο ἐπιβάλλεται ἡ φύση, τί σημαίνει σιγή, ποτάμι, ἄνοιξη. Τὸ περιδοτό, ὁ αἱματίτης, τὸ ζιρκάνι, ὁ γρανάτης τὸ χρυσοπράσινο κι’ ὁ αλεξανδρίτης, πολύτιμοι λίθοι μὲ λάμψη ἢ θαμποί, πολύεδροι ἢ κυρτοί, χρυσίζοντες μὲ ραβδώσεις, φλέβες, βοῦλες, μὲ κάποιαν ἀξίαν καὶ χρησιμότητα, μὲ ἐπίσημα, ἐπιστημονικὰ ἢ λαϊκὰ ὀνόματα. Ὅμως ἐλάχιστοι ξέρουν τὴν ὕπαρξή τους.
ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ
Συγκινητικὲς ταινίες καὶ ἐξαίσια ποιήματα, πλάσματα μὲ φτεροῦγες. Νεκροψία κάθε κριτική. Οἱ λέξεις τῆς ἑκάστοτε εἰδικῆς ὁρολογίας σιχαμερὰ ἐργαλεῖα, ποὺ δικαίως βρίσκονται στὰ λεξικά. Κανεὶς δὲ θέλει μπαλσαμωμένα ποιήματα. Ὁ Μανόλης Ἀναγνωστάκης καὶ ὁ Γιῶργος Ἰωάννου μὲ ξεκρέμαστα λόγια ἀκολούθησαν μία γενικὴ ὑποχώρηση. Οἱ ἠθικὲς ἀξίες ἀπὸ εἰκοσαετίες φυλαγμένες στὰ συρτάρια. Ἀξιοπρέπεια διὰ τῆς μονώσεως. Ἐγκλήματα δὲν συντελοῦνται πλέον, ἡ μορφὴ τοῦ στραπατσαρίσματος εἶναι ἀνεκτή, ἔπαψε ὁ πανικός, κανεὶς δὲν μοιριολογᾶ. Ἡ γνήσια νύχτα πείθει. Ξαναγυρίζουν τὰ φοβερὰ ὁράματα, ποὺ ἐκ τῶν ὑστέρων ἀγαποῦμε γιατί ἐκεί δέσαμε τὰ νιάτα μας. Ἐκεῖνοι ὅλοι σκοτώθηκαν μὲ πυροβολισμὸ ἐξ ἐπαφῆς. Κάποτε ἦταν ἀλλιῶς. Τώρα πιὸ πολὺ μυρίζει προδοσία, ἐγκατάλειψη. Σιγὰ σιγὰ οἱ ἐναπομείνατες ἐπείσθησαν πώς πρέπει νὰ σιωπήσουν. Καὶ μέσα στοὺς ἐλάχιστους ἁγνοὺς ὁ Μανόλης Ἀναγνωστάκης, ὁ Γιῶργος Ἰωάννου καὶ ὁ νεώτερος Τάκης Κανελλόπουλος ( ἐκ τύχης συμπατριῶτες καὶ περίπου ὁμόφρονες) κατέδειξαν πόσο λίγο ἀπελπίστηκαν. Μόνη, δίκην ἀντιφάσεως, διέξοδος ὁ ἔρως ( ὅλα μπορεῖς νὰ τὰ σωπάσεις, ὅμως ποτὲ τὸν ἔρωτα), κατὰ τὴν σχετικὴ παράδοση τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν. Δῆθεν παρεμπιπτόντως ἐπαναφέρουν στὸ προσκήνιο κάποιους ἀλησμόνητους ( ποὺ ὁ θάνατός τους ἀκόμα μᾶς ραντίζει) μὲ λόγια σὰν χρησμοὺς – καταληπτὰ ὡστόσο. Σὰν δοῦλοι τοῦ ἀνύπαρκτου θεοῦ διαβιοῦν ὑπὸ συνεχῆ ἀπειλὴν κι’ ἔτσι τὸ σαστισμένο φρόνημα ρέπει στὸ μνημόσυνο. Γιατί ὅταν ὅλοι λουφάζουν, μόνο ἀνόητοι τραγουδοῦν. Μάνα προώρως γερασμένων ποιητῶν κάθε ἧττα καὶ ἀντεπανάσταση. Ὁριστικὲς οἱ πληγὲς τοῦ παρελθόντος. Γι’ αὐτὲς τὶς πληγὲς οἱ δροσεροὶ μενεξέδες. Δέηση ὑπὲρ τῶν ἑβραίων ποὺ χάθηκαν, ὑπὲρ τῶν νέων ποὺ τουφεκίστηκαν στὸν κολοφώνα τῆς δυνάμεως των, ὑπὲρ τῶν κατεδαφιζομένων τουρκόσπιτων καὶ τῶν παλιῶν ἠθῶν, ἐθίμων, γνωριμιῶν καὶ συνοικιῶν. Ἀλλὰ κατὰ βάθος μᾶλλον ἐλπίζουν ὅτι αὐτὸ τὸ ἀπόστημα θὰ σπάσει σὰν τὸν ἥλιο.
ΚΑΗΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ
Δὲν ἔχω ὄνομα, ἐπώνυμο, ἐπάγγελμα, κατοικία, γυναίκα ,παιδιά. Οὔτε κότες, γάτα, καὶ σκύλον πιστό. Ἔχω πεθάνει ἀπὸ διαμπερὲς τρομερὸ τραῦμα κι’ ἐνῷ ἔλυωνα ἄθαφτος μὲ σκέπασαν τὰ φύλλα ( Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ καημένη πατρίδα). Βασανίστηκα. Βασανίζομαι. Ἀκόμη βασανίζομαι γιὰ σένα. Πάντα γιὰ σένα, καημένη πατρίδα. Πετάξαμε τότε τὰ ἄχρηστα ντουφέκια καὶ τὶς φαρμακερὲς λόγχες. Μόνο οἱ σαλπιγκτὲς κράτησαν τὶς σάλπιγγες. Κι’ οἱ σάλπιγγες φτάσαν στὰ στόματα, οἱ σάλπιγγες σκληρὲς στοὺς τέσσερεις ὁρίζοντες. Κομίζουν τὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου. Πότε ἀκούστηκε σάλπιγγες νὰ σημαίνουν ὑποχώρηση; Οἱ καρδιές μας καὶ ὁ Ἀργύρης Κουνάδης ἔνοιωσαν τὴν πικρὴ μελωδία τῶν ἀπατημένων καὶ ντροπαλῶν. ( Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταία σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν, καημένη πατρίδα. ). Δὲν θὰ ξανακούσω πιὰ μπουζούκια, σαντούρια καὶ μπαγλαμάδες. Καὶ οὔτε θὰ παραβρεθῶ σὲ γάμους καὶ βαφτίσια. Ὅλοι θὰ μὲ ξεχάσουν. Ἀκόμη κι’ ἐσὺ ἀγάπη μου. ( Μπῆκα ζωντανὸς σὲ ὑγρὰ χαρακώματα καημένη πατρίδα.) Μᾶς πῆραν τὰ ὄπλα. Λησμονήσαμε τὰ κανόνια σὲ ἀνώνυμα ἢ ἐπώνυμα ὑψώματα. Τὰ αὐτοκίνητα τὰ κάψαμε μὲ τὴν ἴδια τοὺς τὴ βενζίνη. Ὅλα τὰ ἐγκαταλείψαμε γιατί πολὺ φοβηθήκαμε. Τρομάξαμε σὰν παιδιὰ μικρά. Φοβηθήκαμε σὰν ἀληθινοὶ ἥρωες καὶ φύγαμε. ( Ἔμεινα χρόνια γονατιστὸς καημένη πατρίδα). Ἔχασα τὸ δίκωχο. Τὰ πουρνάρια ξέσχισαν τὴ χλαίνη μου. Χωρὶς παγούρι ὁδηγήθηκα δέσμιος καὶ νηστικὸς σὲ δενδροσκεπὴ μονοπάτια ὅπου περιπλανήθηκα. Στὰ καθημαγμένα βουνὰ μὲ ξέχασαν δίχως μνῆμα. ( Κάννες τουφεκιῶν στράφηκαν καταπάνω μου καημὲνη πατρίδα). Φόρεσα χιτώνια προσφάτως σκοτωμένων. Ἀπὸ δύσκαμπτα πόδια νεκρῶν τράβηξα ἄρβυλα ποὺ εἶχε καλύψει ἡ ἀπριλιάτικη πάχνη. ( Τοὺς τρέμω τοὺς νεκρούς, τὰ βλέπουν ὅλα, πετοῦν παντοῦ, παρίστανται καὶ φρίττουν). Μὲ χαμηλωμένα βλέμματα καὶ χείλη σφιγμένα πέρασα διὰ μέσου ἀγνώστων χωριῶν. ( Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλητες τὶς μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα καημένη πατρίδα). Σκέφτομαι τὰ παληκάρια ποὺ δέχτηκαν τὸ θάνατο χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει. ( Χίλιες φορὲς μὲ σκότωσες καημένη πατρίδα). Δὲν κρατῶ κρυφὰ μυστικά. Δὲν ἀντέχω νὰ βλέπω τὰ γοργὰ ἄλογα γυμνὰ ἀπὸ λουριά, χάμουρα, κουδούνια, χαϊμαλιά. Ποτὲ δὲ σὲ θρήνησα ὅσο τώρα. ( Μεγάλη ἡ χάρη σου, γλυκειὰ κατακαημένη πατρίδα)
Δὲν ἔχω ὄνομα, ἐπώνυμο, ἐπάγγελμα, κατοικία, γυναίκα ,παιδιά. Οὔτε κότες, γάτα, καὶ σκύλον πιστό. Ἔχω πεθάνει ἀπὸ διαμπερὲς τρομερὸ τραῦμα κι’ ἐνῷ ἔλυωνα ἄθαφτος μὲ σκέπασαν τὰ φύλλα ( Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ καημένη πατρίδα). Βασανίστηκα. Βασανίζομαι. Ἀκόμη βασανίζομαι γιὰ σένα. Πάντα γιὰ σένα, καημένη πατρίδα. Πετάξαμε τότε τὰ ἄχρηστα ντουφέκια καὶ τὶς φαρμακερὲς λόγχες. Μόνο οἱ σαλπιγκτὲς κράτησαν τὶς σάλπιγγες. Κι’ οἱ σάλπιγγες φτάσαν στὰ στόματα, οἱ σάλπιγγες σκληρὲς στοὺς τέσσερεις ὁρίζοντες. Κομίζουν τὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου. Πότε ἀκούστηκε σάλπιγγες νὰ σημαίνουν ὑποχώρηση; Οἱ καρδιές μας καὶ ὁ Ἀργύρης Κουνάδης ἔνοιωσαν τὴν πικρὴ μελωδία τῶν ἀπατημένων καὶ ντροπαλῶν. ( Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταία σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν, καημένη πατρίδα. ). Δὲν θὰ ξανακούσω πιὰ μπουζούκια, σαντούρια καὶ μπαγλαμάδες. Καὶ οὔτε θὰ παραβρεθῶ σὲ γάμους καὶ βαφτίσια. Ὅλοι θὰ μὲ ξεχάσουν. Ἀκόμη κι’ ἐσὺ ἀγάπη μου. ( Μπῆκα ζωντανὸς σὲ ὑγρὰ χαρακώματα καημένη πατρίδα.) Μᾶς πῆραν τὰ ὄπλα. Λησμονήσαμε τὰ κανόνια σὲ ἀνώνυμα ἢ ἐπώνυμα ὑψώματα. Τὰ αὐτοκίνητα τὰ κάψαμε μὲ τὴν ἴδια τοὺς τὴ βενζίνη. Ὅλα τὰ ἐγκαταλείψαμε γιατί πολὺ φοβηθήκαμε. Τρομάξαμε σὰν παιδιὰ μικρά. Φοβηθήκαμε σὰν ἀληθινοὶ ἥρωες καὶ φύγαμε. ( Ἔμεινα χρόνια γονατιστὸς καημένη πατρίδα). Ἔχασα τὸ δίκωχο. Τὰ πουρνάρια ξέσχισαν τὴ χλαίνη μου. Χωρὶς παγούρι ὁδηγήθηκα δέσμιος καὶ νηστικὸς σὲ δενδροσκεπὴ μονοπάτια ὅπου περιπλανήθηκα. Στὰ καθημαγμένα βουνὰ μὲ ξέχασαν δίχως μνῆμα. ( Κάννες τουφεκιῶν στράφηκαν καταπάνω μου καημὲνη πατρίδα). Φόρεσα χιτώνια προσφάτως σκοτωμένων. Ἀπὸ δύσκαμπτα πόδια νεκρῶν τράβηξα ἄρβυλα ποὺ εἶχε καλύψει ἡ ἀπριλιάτικη πάχνη. ( Τοὺς τρέμω τοὺς νεκρούς, τὰ βλέπουν ὅλα, πετοῦν παντοῦ, παρίστανται καὶ φρίττουν). Μὲ χαμηλωμένα βλέμματα καὶ χείλη σφιγμένα πέρασα διὰ μέσου ἀγνώστων χωριῶν. ( Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλητες τὶς μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα καημένη πατρίδα). Σκέφτομαι τὰ παληκάρια ποὺ δέχτηκαν τὸ θάνατο χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει. ( Χίλιες φορὲς μὲ σκότωσες καημένη πατρίδα). Δὲν κρατῶ κρυφὰ μυστικά. Δὲν ἀντέχω νὰ βλέπω τὰ γοργὰ ἄλογα γυμνὰ ἀπὸ λουριά, χάμουρα, κουδούνια, χαϊμαλιά. Ποτὲ δὲ σὲ θρήνησα ὅσο τώρα. ( Μεγάλη ἡ χάρη σου, γλυκειὰ κατακαημένη πατρίδα)
ΠΗΓΗ:http://katotokerdos.blogspot.gr/2010/01/blog-post.html
Σ Χ Ε Τ Ι Κ Α
1.
2.