Χρειάζεται ισχυρή κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων
Σκίτσο:Κ. Μητρόπουλος
Σκίτσο:Β. Παπαβασιλείου
Με αφορμή τις τρεις δημοκοπήσεις (MRB, ALCO και RASS) που δημοσιεύτηκαν το Σαββατοκύριακο 20/21.9.14, ορισμένες εφημερίδες, ανάμεσα στις οποίες και η «Εφημερίδα των Συντακτών» (βλέπε φύλλο της 24.9.14) δημοσίευσαν τον αριθμό των εδρών που θα έπαιρναν τα κόμματα με το ισχύον καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, δηλαδή με τις 50 έδρες δώρο στο πρώτο κόμμα, κλεμμένες από τα υπόλοιπα κόμματα.
Με βάση τον μέσο όρο των ποσοστών που έδωσαν οι δημοσκοπήσεις αυτές, οι έδρες που θα έπαιρναν τα κόμματα είναι: ΣΥΡΙΖΑ 139, Ν.Δ. 76, Χρυσή Αυγή 23, Ποτάμι 18, ΚΚΕ 18, Ελιά (ΠΑΣΟΚ) 15 και Ανεξάρτητοι Ελληνες 11. Το συνολικό ποσοστό που δίνουν οι τρεις δημοσκοπήσεις στα κόμματα αυτά είναι 70%. Το υπόλοιπο αποτελείται από τους ελάχιστους (γύρω στο 3%) που εξέφρασαν προτίμηση σε ΔΗΜΑΡ, ΛΑΟΣ και Οικολόγους, ενώ το υπόλοιπο 27% αποτελείται από τη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο» (ψηφίζουν «άλλο» κόμμα, δεν έχουν αποφασίσει, αρνούνται να απαντήσουν). Η κατανομή των 300 εδρών τόσο με βάση τον μέσο όρο όσο και οι κατανομές των εφημερίδων κάνουν την, κάθε άλλο παρά ρεαλιστική, υπόθεση ότι αυτό το 30% θα εκφραστεί σε βουλευτικές εκλογές κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο εκφράστηκε το 70% στις ευρωεκλογές.
Σε ό,τι αφορά το εκλογικό αποτέλεσμα βουλευτικών εκλογών, εκτός του ότι πάντοτε διαφέρουν από τις ευρωεκλογές (όπως φαίνεται από το γεγονός ότι ενώ στις βουλευτικές εκλογές του 2012, τα 7 κόμματα που μπήκαν στη Βουλή συγκέντρωσαν συνολικά ποσοστό 94% των έγκυρων ψηφοδελτίων, τα 7 κόμματα που ξεπέρασαν το 3% στις ευρωεκλογές του 2014 συγκέντρωσαν μόλις το 84%), πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη:
(α) Η γενικευμένη απογοήτευση από τα πολιτικά κόμματα και η παθητικότητα που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά μεγάλου ποσοστού του εκλογικού σώματος, καταστάσεις που προοιωνίζονται μεγάλη αποχή στις εκλογές, και
(β) Ο κατακερματισμός του εκλογικού σώματος σε ό,τι αφορά τις εκλογικές προτιμήσεις, ο οποίος έχει αποτυπωθεί τόσο στις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2012 όσο και στις ευρωεκλογές το 2014. Ο κατακερματισμός αυτός έχει αποτυπωθεί και σε όλες τις δημοσκοπήσεις τα δύο τελευταία χρόνια.
Τα όσα προαναφέρθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι σήμερα αδύνατο να υπάρξει ασφαλής πρόβλεψη τόσο για τα ποσοστά όσο και για τις έδρες που θα πάρουν τα κόμματα στις πρόωρες εκλογές που θα διεξαχθούν στην περίπτωση που δεν θα συγκεντρωθούν οι 180 ψήφοι για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Τα ποσοστά αυτά και η κατανομή των εδρών θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές εξελίξεις τους επόμενους 4 μήνες.
Δεδομένου, όμως, ότι το διάστημα αυτό των 4 μηνών είναι πολύ σύντομο, είναι -κατά τη γνώμη μου- απίθανο να υπάρξει ανατροπή του συσχετισμού της δύναμης των 7 κομμάτων που ξεπέρασαν το 3% στις ευρωεκλογές. Είναι, δηλαδή, πολύ πιθανό κανένα κόμμα να μη συγκεντρώσει το ποσοστό εκείνο (κοντά στο 40%) που απαιτείται για να αποσπάσει (κλεμμένη, επαναλαμβάνω, με το ισχύον εκλογικό σύστημα και όχι πραγματική) αυτοδυναμία και να σχηματίσει κυβέρνηση.
Η όποια κυβέρνηση σχηματιστεί μετά τις πρόωρες εκλογές θα είναι αναγκαστικά κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων. Ενός, όμως, συνασπισμού κομμάτων που, συνολικά, δεν θα στηρίζεται στο 30,73% του λαού που συγκέντρωσαν στις ευρωεκλογές τα κόμματα Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, τα οποία στηρίζουν τη σημερινή δικομματική κυβέρνηση, ούτε και στο 42% που συγκέντρωσαν στις βουλευτικές του 2012.
Αυτό που έχει σήμερα ανάγκη η χώρα είναι μια κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων που θα συγκεντρώνουν πάνω από το 50% των ψήφων του λαού. Μόνο μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορέσει να ορθώσει το ανάστημά της (στηριζόμενο στην πλειοψηφία του εκλογικού σώματος) απέναντι στους δανειστές μας και να απαιτήσει μια ουσιαστική επίλυση του μέγιστου οικονομικού προβλήματος της χώρας, δηλαδή το πραγματικό «κούρεμα» του μη βιώσιμου δημόσιου χρέους, χωρίς το οποίο είναι αδύνατο να υλοποιηθούν η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από το σημερινό τέλμα και η επούλωση των πολλαπλών τραυμάτων που έχει προκαλέσει στο κοινωνικό σώμα η εφαρμογή των μέτρων των Μνημονίων τα τελευταία 5 χρόνια.
Μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί, αντικειμενικά, να είναι της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, κομμάτων που είναι υποταγμένα στους δανειστές μας και που, έτσι κι αλλιώς σήμερα, δεν αντιπροσωπεύουν ούτε το ένα τρίτο του λαού. Πρέπει να είναι μια κυβέρνηση κομμάτων που θα έχουν συμφωνήσει στην εφαρμογή ενός κοινού προγράμματος πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ανόρθωσης της χώρας. Αυτή είναι η πρόκληση που έχουν μπροστά τους τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και τα άλλα (εκτός της Χρυσής Αυγής) κόμματα τα οποία έχουν ταχθεί κατά της εφαρμοζόμενης πολιτικής και υπέρ μιας άλλης, ριζικά διαφορετικής από αυτήν.
3-10-2014
Μανόλης Γ. Δρεττάκης,
πρώην:αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
http://www.efsyn.gr/?p=240269