Ο Αϊχμαν πριν από την Ιερουσαλήμ-Μια νέα ιστορική έρευνα ανατρέπει την εικόνα του γερμανού ναζιστή ως γραφειοκράτη που εκτελούσε εντολές.



Face of evil: 
Adolf Eichmann in his SS uniform, left, during the war, and in 1961 in an Israeli cell. The Holocaust's chief logistics organiser was captured by Mossad


Μια νέα ιστορική έρευνα ανατρέπει την εικόνα του γερμανού ναζιστή ως γραφειοκράτη που εκτελούσε εντολές. Η ανασκευή της έννοιας της «κοινοτοπίας του κακού», που είχε διατυπώσει η φιλόσοφος Χάνα Αρεντ μετά την παρακολούθηση της δίκης του συνταγματάρχη των Ες Ες στο Ισραήλ το 1961 

Το 1963 η   Χάνα Άρεντ τάραξε τα νερά της δυτικής διανόησης με ένα βιβλίο που επρόκειτο να συμβάλει στην ίδρυση ενός ολόκληρου πεδίου και να συζητείται επί δεκαετίες. «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Εκθεση για την κοινοτοπία του κακού» (εκδ. Νησίδες), καρπός της παρακολούθησης της δίκης του Αντολφ Αϊχμαν, υπευθύνου σε οργανωτικό επίπεδο για την εξόντωση εκατομμυρίων εβραίων στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, υπήρξε μία από τις πρώτες απόπειρες επιστημονικής ερμηνείας των κινήτρων των αυτουργών του Ολοκαυτώματος. Αποσυνδέοντας τη ναζιστική γενοκτονία από οποιαδήποτε αιτιολογία ψυχοπάθειας, η ΄Αρεντ απέρριπτε τη ριζοσπαστική φύση του κακού χάριν της «κοινοτοπίας» του: οι δράστες ήταν άτομα σαν τον Αϊχμαν, γκρίζοι γραφειοκράτες, διανοητικές μετριότητες, «κανονικοί» Γερμανοί, οι οποίοι υιοθέτησαν το ναζιστικό συνονθύλευμα ιδεών εγκαταλείποντας κάθε προσωπική αξιολογική κρίση ή ηθική επιλογή και απεκδυόμενοι οποιασδήποτε ευθύνης για τις πράξεις τους. Προκλητική στην εποχή της, η θέση αυτή άσκησε ιδιαίτερη επίδραση και δέχθηκε κατά καιρούς σκληρή κριτική για τη φιλοσοφική της τεκμηρίωση ή τις πιθανές προεκτάσεις της για τα ίδια τα θύματα. Πενήντα σχεδόν χρόνια αργότερα, η γερμανίδα φιλόσοφος Μπετίνα Στάνγκνετ αμφισβητεί για πρώτη φορά τον ίδιο τον πυρήνα της συλλογιστικής της Αρεντ. Στο συναρπαστικό βιβλίο της που μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά με τίτλο «Eichmann before Jerusalem. The Unexamined Life of a Mass Murderer», όπου γίνεται λεπτομερής επανεξέταση της βιογραφίας και της εσωτερικής ζωής του Αϊχμαν, η κριτική ανάγνωση του χειμαρρώδους λόγου του αναδεικνύει όχι πια την κοινοτοπία, αλλά την ιδιοτυπία του.





Το αρχείο της Αργεντινής

Η Στάνγκνετ επιδίδεται σε έναν κριτικό διάλογο με το έργο της Αρεντ, το οποίο αντιλαμβάνεται ως «αναπόσπαστο διανοητικό συνοδό» του δικού της. Δεν αποδομεί την έννοια της «κοινοτοπίας του κακού», καταρρίπτει όμως την ισχύ της όσον αφορά το πρόσωπο που την ενσάρκωσε. Με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η γερμανοαμερικανίδα πολιτική θεωρητικός, χωρίς δηλαδή την ευχέρεια της αντιπαραβολής της εικόνας πριν και μετά τη σύλληψη του Αϊχμαν, η εξήγησή της τον ανήγαγε σε έναν ιδεότυπο που, δίχως να τον αθωώνει, ενσωμάτωνε την αυτοπροβολή του ως μετριότητας. Ωστόσο, η Στάνγκνετ αποδύεται σε μια επανατοποθέτηση του ναζί εγκληματία στα συμφραζόμενα του βίου του προκειμένου να θέσει το ερώτημα αν ο Αϊχμαν υπήρξε όντως πρότυπο κοινοτοπίας. Για τον σκοπό αυτό  προβαίνει σε εξαντλητική έρευνα και αντιπαράθεση δεδομένων σε περισσότερα από 30 αρχεία. Συλλέγοντας ένα διάσπαρτο εδώ και δεκαετίες υλικό (κυρίως το λεγόμενο «αρχείο της Αργεντινής»), το οποίο αφορά πλήθος τεκμηρίων χρονολογουμένων πριν από την απαγωγή του από πράκτορες της ισραηλινής κυβέρνησης στο Μπουένος Αϊρες όπου είχε καταφύγει μεταπολεμικά, τη δίκη του στην Ιερουσαλήμ το 1961 και την εκτέλεσή του στις 31 Μαΐου 1962, αποφαίνεται ότι ο ασήμαντος γραφειοκράτης υπήρξε μόνο το προσωπείο που ένας πολύπλοκος χαρακτήρας φόρεσε ελπίζοντας να αποφύγει τις συνέπειες της ενοχής του.

Η Στάνγκνετ προσφεύγει στις μαρτυρίες τόσο εκείνων που γνώριζαν τον Αϊχμαν επί εθνικοσοσιαλισμού όσο και του κύκλου των ναζί που κατέφυγαν στην Αργεντινή. Και στις δύο περιπτώσεις, όπως και στις εκατοντάδες σελίδες των αυτοβιογραφικών του κειμένων προτού συλληφθεί, ο «τσάρος των Eβραίων» κάθε άλλο παρά ως «γρανάζι μιας γραφειοκρατικής μηχανής» παρουσιάζεται. Ο ίδιος κομπάζει ότι το «διάσημο όνομα Αϊχμαν» είχε καταστεί «σύμβολο», μιλά ανοικτά και με αριθμούς για τη δράση του στο Ολοκαύτωμα, υπογράφει αυτόγραφα με το κανονικό του όνομα και τον βαθμό του («Συνταγματάρχης SS εν αποστρατεία Αϊχμαν»). Σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα που φιλοτέχνησε στη δίκη του, εκείνη του μεταπολεμικού φιλειρηνικού εκτροφέα κουνελιών, ο οποίος εξαναγκάστηκε από πράγματα και καταστάσεις, ακολουθώντας διαταγές, να συμμετάσχει στην εξόντωση ενός λαού, δηλώνει υπερήφανος για το έργο του. Αντί του αφανούς διαχειριστή «καθαρά τεχνικών ζητημάτων μεταφοράς» διεκδικεί την αναγνώρισή του ως επιφανούς οργανωτικού εγκεφάλου της διαδικασίας εκτοπισμού και εξόντωσης των Eβραίων στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστεί τελικά αποσυνάγωγος από τη σέχτα των χιτλερικών νοσταλγών της εξορίας: αυτοί ήλπιζαν να χρησιμοποιήσουν την αυθεντία του για να αποκαθάρουν τον ναζισμό από το υποτιθέμενο ψέμα της εβραϊκής γενοκτονίας («το ψεύδος των έξι εκατομμυρίων»), εκείνος επέμενε να καυχιέται ότι «αν είχαμε εξοντώσει 10,3 εκατομμύρια, θα είχαμε ολοκληρώσει την αποστολή μας».

Ο υποτιθέμενα χαμηλού προφίλ Αϊχμαν επιδιώκει ήδη από το 1956 την έκδοση ενός βιβλίου για τα δικά του πεπραγμένα προκειμένου να προσδιορίσει τον ρόλο του στο Ολοκαύτωμα. Ερχεται σε επαφή με τον φιλοναζιστή εκδότη Εμπερχαρντ Φριτς και τον ολλανδό πρώην πολεμικό ανταποκριτή και προπαγανδιστή του ναζιστικού καθεστώτος Βίλεμ Σάσεν και οι τρεις τους συνάπτουν ένα συμβόλαιο στο πλαίσιο του οποίου ο Αϊχμαν παραχωρεί στον Σάσεν μια σειρά μακρών συνεντεύξεων ενώπιον μιας ομάδας πρώην ναζιστών και νοσταλγών του καθεστώτος. Ηδη, πριν από αυτές έχει συγγράψει ένα χειρόγραφο έκτασης 107 σελίδων με τον τίτλο «Οι άλλοι μίλησαν, τώρα είναι η σειρά μου», ενώ αργότερα θα ολοκληρώσει ένα ημι-μυθιστορηματικό κείμενο 260 σελίδων, το οποίο παραμένει ακόμη σε γνώση μόνο των κληρονόμων του. Στη διάρκεια της φυλάκισής του στην Ιερουσαλήμ το 1961 συντηρεί την ψευδαίσθηση της δημοσίευσης ενός αυτοβιογραφικού γραπτού 1.000 σελίδων με δυνητικό τίτλο «Γνώθι σαυτόν» και σχεδιάζει τις λεπτομέρειες της έκδοσης: «η ράχη και το εξώφυλλο πρέπει να είναι μονόχρωμα, μπεζ ή γκρίζα ίσως, με καθαρή, γραμμική και ελκυστική γραμματοσειρά. Είναι σαφές ότι δεν επιθυμώ ψευδώνυμο, καθότι δεν προσήκει στη φύση του πράγματος».



       

Κυνικός και ανελέητος

Η γλώσσα του Αϊχμαν στην Αργεντινή, όπως την παραθέτει η Στάνγκνετ, διαφέρει εντελώς από εκείνη της Ιερουσαλήμ. Η «αδυναμία ομιλίας» και «αδυναμία σκέψης» που εντοπίζει η Αρεντ έρχονται σε αντίθεση με τον συστηματικό τρόπο έκθεσης των απόψεών του. Κυνικός, ανελέητος, μισάνθρωπος, αυτός ο Αϊχμαν μπορεί να επιδεικνύει αδιάντροπα τον αντισημιτισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό του. Η τεχνική γλώσσα συνδυάζεται με την ανοικτή αποδοχή των όσων συνέβαιναν: τα στρατόπεδα «τροφοδοτούνταν με υλικό», αλλά και «για μένα δεν υπήρχε καμία διαφορά για το πού θα πήγαιναν οι Eβραίοι, στη Μαδαγασκάρη, στο Αουσβιτς, στα στρατόπεδα του (υψηλόβαθμου SS) Γκλόμποτσνικ για να εξοντωθούν με αέρια». Το ιδεολογικό περιεχόμενο εξακολουθεί να αφορά εν έτει 1957 την υπεράσπιση μιας διεστραμμένης κοσμοθεωρίας στην οποία εμμένει ως ιδανικό. Στην ερώτηση μιας κυρίας του κύκλου του Σάσεν «τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στη Γερμανία από την ανάληψη της εξουσίας από τους ναζί το 1933» εξανίσταται και μετά βίας συγκρατεί την οργή του: «Γι' αυτό τα δώσαμε όλα, τα νιάτα, την ελευθερία μας, κι άλλοι ακόμη περισσότερα, τη ζωή τους. Δεν αντέχω να ακούω κάτι τέτοιο [...], θα εκραγώ!».



Πεπεισμένος εθνικοσοσιαλιστής

Η αντεστραμμένη ηθική του Αϊχμαν είναι αυτή ενός πεπεισμένου εθνικοσοσιαλιστή - οι φυλετικές και βιολογικές κατηγορίες υπερβαίνουν τις πολιτισμικές, το αίμα ακυρώνει τις αξίες, η εξόντωση των Εβραίων αποβαίνει καθήκον, αποστολή, νομοτέλεια: «το αίσθημα της αυτοσυντήρησης είναι ισχυρότερο από κάθε αυτοαποκαλούμενη ηθική απαίτηση». Το ενδιαφέρον είναι ότι οι απόπειρες φιλοσοφικής τεκμηρίωσης των λεγομένων του δεν εξαντλούνται πάντα σε έναν χυδαίο κοινωνικό δαρβινισμό. Σε κάποιες επιστολές του χρησιμοποιεί όχι χωρίς δεξιότητα δάνεια από τον Καντ, τον Νίτσε, τον Πλάτωνα, τον Σοπενχάουερ, ακόμη και τον (εβραϊκής καταγωγής) Σπινόζα, σημειώνει η Στάνγκνετ. Πίσω από το υποτιθέμενο ανθρωπάκι-δέσμιο των μηχανισμών, όπως παρουσίαζε τον εαυτό του στη δίκη, δεν κρύβεται ωστόσο ένας διανοούμενος. Η χρήση των φιλοσοφικών εργαλείων αποδεικνύεται επιφανειακή και εργαλειακή, ανάλογα με τον συνομιλητή και τη συγκυρία. Η ιδιόμορφη χρήση της γλώσσας, η επινόηση αταίριαστων μεταφορών («νιώθω σαν ανώνυμος περιπατητής υποβρυχίως»), οι ακυρολεξίες, υποδηλώνουν τα όρια της σκέψης του. «Πολύ έξυπνος, πολύ πανούργος» κατά τον ισραηλινό ανακριτή του, όχι μετριότητα αλλά ούτε και προσωποποίηση του μέσου όρου, ο Αϊχμαν δεν μπορεί να αποτελέσει μέτρο των αυτουργών του Ολοκαυτώματος με τον τρόπο της Αρεντ, υποδεικνύει τελικά η Μπετίνα Στάνγκνετ. Οπως σημειώνει ο εξέχων αμερικανός ιστορικός του ναζισμού Κρίστοφερ Μπράουνινγκ στους «New York Times», ο Αντολφ Αϊχμαν ταίριαζε στο πορτρέτο της Χάνα Αρεντ μόνο κατά το ήμισυ: αποτελούσε συνώνυμο του κακού, όχι όμως της κοινοτοπίας του.  

Καρασαρίνης Μάρκος  

ΠΗΓΗ: http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=638123





 Bettina Stangneth
Eichmann before Jerusalem. 
The Unexamined Life of a Mass Murderer
Εκδόσεις Knopf, 2014, 
σελ. 610,  τιμή 35 δολάρια ΗΠΑ


Σ Χ Ε Τ Ι Κ Α




Bettina Stangneth is a German historian, philosopher and more recently, an author. Her works have mostly dealt with political and war-related matters, and her first book, published recently titled Eichmann Before Jerusalem, chronicles the life of the infamous mass murderer in depths few have ventured before.






14.
Άντολφ Άιχμαν 
1906 – 1962

 Μεσαίο στέλεχος των SS, που ήταν επιφορτισμένο με τη μεταφορά των Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Καταδιώχθηκε, συνελήφθη, δικάστηκε και εκτελέστηκε από τους Ισραηλινούς.
Γεννήθηκε ως Καρλ Άντολφ Άιχμαν (Karl Adolf Eichmann) στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας στις 19 Μαρτίου 1906 και ήταν γιος επιχειρηματία. Μετά το θάνατο της μητέρας του, η οικογένεια Άιχμαν μετακόμισε στην Αυστρία. Ο πατέρας του πολέμησε με τον στρατό της Αυστροουγγαρίας κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά συνέχισε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στην Αυστρία.
Ο νεαρός Άντολφ εγκατέλειψε νωρίς τις σπουδές του στο Λύκειο και αφού έκανε διάφορες δουλειές, γράφτηκε στη νεολαία του παραρτήματος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην Αυστρία (1 Απριλίου 1932). Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, το 1933, ο Άιχμαν επέστρεψε στη Γερμανία και υπέβαλε αίτηση για να ενταχθεί στα SS. Έγινε δεκτός και το Νοέμβριο του 1933 ανέλαβε υπηρεσία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Το 1935 παντρεύτηκε τη Βέρα Λιμπλ, από την οποία απέκτησε 4 παιδιά.
Το 1937 εστάλη στη βρετανοκρατούμενη Παλαιστίνη, με την εντολή να διερευνήσει τις πιθανότητες για μαζική μετανάστευση των Εβραίων της Γερμανίας στην περιοχή. Δεν του επετράπη η είσοδος και συνέχισε την αποστολή του στο Κάιρο, όπου ήρθε σε επαφή με διάφορους σιωνιστές για το σκοπό αυτό. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία, ο Άιχμαν βρίσκεται στη Βιέννη με το βαθμό του υπολοχαγού, προκειμένου να οργανώσει τις τοπικές υπηρεσίες των SS. Ένα από τα καθήκοντα που αναλαμβάνει είναι η απέλαση των Εβραίων από την Αυστρία.
Με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου προάγεται σε λοχαγό και υπηρετεί στο Βερολίνο στις υπηρεσίες ασφαλείας του Τρίτου Ράιχ. Τον Αύγουστο του 1940 δίδει στη δημοσιότητα το «Σχέδιο Μαδαγασκάρη», που προβλέπει μαζική μεταφορά όλων των Εβραίων στη Μαδαγασκάρη και τη δημιουργία εκεί του εβραϊκού κράτους. Το σχέδιο αυτό ποτέ δεν υλοποιήθηκε.
Το 1942 ο Άιχμαν μετέχει ως γραμματέας στη Διάσκεψη της Βάνζεε, όπου αποφασίζεται η «Τελική Λύση» του Εβραϊκού Ζητήματος, με την εξολόθρευση όλων των Εβραίων της Ευρώπης. Με διαταγή της ηγεσίας των SS αναλαμβάνει υπεύθυνος για τη μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου της κατεχόμενης Πολωνίας (Άουσβιτς, Μπιρκενάου κλπ). Με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, ο Άντολφ Άιχμαν γίνεται γνωστός και μπαίνει στο στόχαστρο των Συμμάχων.
Μετά το τέλος του Πολέμου συνελήφθη τυχαία από τους Αμερικανούς, με το όνομα Ότο Έκμαν, χωρίς να γνωρίζουν την αληθινή του ταυτότητα. Ο Άιχμαν δραπέτευσε στις αρχές του 1946 και παρέμεινε στη Γερμανία έως το 1950, οπότε μετανάστευσε στην Αργεντινή με το όνομα Ρικάρντο Κλέμεντ, με τη βοήθεια ενός φραγκισκανού μοναχού. Για τα επόμενα δέκα χρόνια θα ζήσει με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες και θα κάνει διάφορες δουλειές (επιστάτης, μηχανικός και εκτροφέας κουνελιών).
Από τις αρχές του 1954 οι ισραηλινοί και οι εβραίοι κυνηγοί των Ναζί γνώριζαν ότι Άιχμαν ζούσε στην Αργεντινή με ψευδώνυμο. Τρία χρόνια αργότερα, η «Μοσάντ» άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο για τη σύλληψή του. Στις 11 Μαΐου 1960, ύστερα από μια μυστική επιχείρηση που δεν ήταν σε γνώση των αρχών της Αργεντινής, ο Άιχμαν συνελήφθη από άνδρες της «Μοσάντ» και της «Σαμπάκ». Δέκα ημέρες αργότερα βρισκόταν στο Ισραήλ. Η Αργεντινή προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας επειδή παραβιάστηκε η εθνική της κυριαρχία και κέρδισε μια καταδικαστική απόφαση κατά του Ισραήλ. Οι σχέσεις των δύο χωρών διαταράχτηκαν, αλλά σύντομα αποκαταστάθηκαν, όταν το Ισραήλ ζήτησε δημοσίως συγγνώμη.
Η Δίκη του Άντολφ Άιχμαν άρχισε στις 11 Απριλίου 1961 στο Τελ Αβίβ κι έλαβε μεγάλη δημοσιότητα σε όλο τον κόσμο. Κατηγορήθηκε για εγκλήματα κατά του εβραϊκού λαού και της ανθρωπότητας. Ο ίδιος υποστήριξε ότι εκτελούσε εντολές ανωτέρων του. Έπειτα από 14 εβδομάδες ακροαματικής διαδικασίας, η δίκη ολοκληρώθηκε στις 14 Αυγούστου. Οι τρεις δικαστές διασκέφθηκαν και στις 15 Δεκεμβρίου 1961 εξέδωσαν την ετυμηγορία τους, επιβάλλοντας στον κατηγορούμενο τη θανατική ποινή. Ο Άιχμαν δικάστηκε σε δεύτερο βαθμό από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ, το οποίο διατήρησε την ποινή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (29 Μαΐου 1962). Η αίτηση για απονομή χάριτος απερρίφθη από τον πρόεδρο του Ισραήλ, Ιτζάκ Μπεν Ζβι, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις για επιείκεια.
Η ποινή εκτελέστηκε δια απαγχονισμού λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Μαΐου 1962 στη φυλακή Ράμλα. Πριν από την εκτέλεσή του, ο Άιχμαν αρνήθηκε το τελευταίο γεύμα και αντί αυτού προτίμησε να πιει μισό μπουκάλι από ένα τοπικό κόκκινο κρασί. Τα τελευταία λόγια του ήταν: «Ζήτω η Γερμανία, Ζήτω η Αυστρία, Ζήτω η Αργεντινή. Είναι οι τρεις χώρες που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Υπάκουσα στους κανόνες του πολέμου και της σημαίας μου. Είμαι έτοιμος». Είναι η μοναδική εκτέλεση θανατικής ποινής που έχει γίνει μέχρι σήμερα στο κράτος του Ισραήλ, καθώς η εσχάτη των ποινών δεν επιβάλλεται στα κοινά εγκλήματα. Αμέσως μετά τον απαγχονισμό, η σορός του Άιχμαν αποτεφρώθηκε και η στάχτη του διασκορπίστηκε στα ανοιχτά της Μεσογείου, προκειμένου να σβήσει η όποια ανάμνηση γι' αυτόν και να μην ηρωποιηθεί.
Τα χρόνια που ακολούθησαν η δράση και η προσωπικότητα του Άιχμαν απασχόλησαν πολύ τους ιστορικούς. Στο ερώτημα κατά πόσο ήταν υπεύθυνος για το Ολοκαύτωμα, κάποιοι απάντησαν καταφατικά, υποστηρίζοντας ότι γνώριζε τι έπραττε. Οι υπερασπιστές του, ανάμεσά τους και οι γιοι του, αντέτειναν ότι δεν έπρεπε να δικασθεί και να καταδικασθεί σε θάνατο, γιατί εκτελούσε απλώς το καθήκον του ως στρατιώτης.
Η διάσημη γερμανοεβραία πολιτική φιλόσοφος Χάνα Αρεντ, που παρακολούθησε τη δίκη, είδε μια άλλη εικόνα του Άιχμαν. Στο πρόσωπό του δεν διέκρινε έναν φανατικό διψασμένο για αίμα, αλλά έναν γραφειοκράτη που ήθελε να ευχαριστήσει τους ανωτέρους του. Απαριθμούσε τρένα που οδηγούσαν ανθρώπους στο θάνατο, λες και μιλούσε για φορτία με πορτοκάλια, Ήταν ασφαλώς ένας άνθρωπος που είχε στείλει εκατομμύρια Εβραίους στους θαλάμους αερίων, αλλά το κίνητρό του δεν ήταν ο αντισημιτισμός. Έγινε Ναζί επειδή του άρεσε να πηγαίνει με το πλήθος. Τα εγκλήματά του ήταν η απόδειξη της «κοινοτοπίας του κακού» (Χάνα Αρεντ: «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Η κοινοτοπία του κακού», εκδόσεις ΘΥΜΕΛΗ). 

15.
Gillo Pontecorvo: ''Kapo'' 

«Το μαύρο τρίγωνο στο χιτώνιο είναι για τους εγκληματίες.
 Οι πολιτικοί κρατούμενοι έχουν κόκκινο. 
Οι εβραίοι έχουν ένα κίτρινο άστρο. 
Τα μαύρα τρίγωνα έχουν την καλύτερη μεταχείριση.
 Είναι η αφρόκρεμα. Ανάμεσά τους διαλέγουν οι SS τους επίλεκτους φρουρούς για τα στρατόπεδα…
Τους αποκαλούν  ''Kapo'' »

Στην υποψήφια για Βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας το 1961 και δεύτερη ταινία του Τζίλο Ποντεκόρβο (...)  η Σούζαν Στράσμπεργκ υποδύεται την Εντιθ, μια έφηβη εβραία που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου στέλνεται κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με τη βοήθεια ενός γιατρού, η Εντιθ «ξαναγεννιέται» ως Νικόλ και δεν είναι πλέον εβραία - τουλάχιστον όχι στα χαρτιά.
Στην αρχή βιώνει αβάστακτη λύπη για τον χαμό των γονιών της, καθώς όμως ο καιρός περνά συνειδητοποιεί πως αυτή η στάση δεν θα τη βοηθήσει να επιβιώσει. Ετσι, εμπλέκεται σε ερωτική σχέση με έναν γερμανό αξιωματικό παρ' όλο που είναι μόλις 14 χρόνων και αρχίζει να αποκτά προνόμια ώσπου στο τέλος αποκτά την ιδιότητα της Καπό, αποκτώντας εξουσία πάνω στις άλλες αιχμάλωτες γυναίκες, ακόμη στο πλευρό του εχθρού, ως μέλος της Καμεραντενπολιτσάι, του σώματος στην ουσία των καταδοτών-εποπτών των υπόλοιπων αιχμαλώτων. Προσδοκά προνόμια και εξουσίες, όπως η απαλλαγή από την καταναγκαστική εργασία και φυσικά η ασυλία και η προστασία από τον ίδιο τον μαρτυρικό θάνατο.
Σε αυτή την ταινία ο Ποντεκόρβο, που πολέμησε στην Ιταλική Αντίσταση ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, επιτυγχάνει να παρουσιάσει μια ρεαλιστική εικόνα της πραγματικότητας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κάτι που φυσικά καμία ταινία δεν μπορεί πλήρως να αποδώσει χωρίς να αγγίζει τα όρια του μελοδράματος.
Γεννημένος τον Νοέμβριο του 1919 στην Πίζα της Ιταλίας και στους κόλπους μιας ευκατάστατης εβραϊκής οικογένειας (ο πατέρας του Μπρούνο ήταν διάσημος πυρηνικός φυσικός), ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Τζίλο Ποντεκόρβο, παρότι γύρισε λιγότερες από 20 ταινίες, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ιταλούς σκηνοθέτες όλων των εποχών κατέχοντας ξεχωριστή θέση στο παγκόσμιο σκηνοθετικό πάνθεον. Είναι περισσότερο γνωστός για την ταινία «Η μάχη του Αλγερίου» (1966), αν και το «Κapό» θεωρείται το υποτιμημένο αριστούργημά του.

Από την αντίσταση στη σκηνοθεσία
Ο Τζίλο Ποντεκόρβο μετακόμισε στη Γαλλία το 1938 για να ξεφύγει από τους φασιστικούς νόμους της Ιταλίας της εποχής και στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με προσωπικότητες όπως ο Σαρτρ και ο Στραβίνσκι. Από εκεί άρχισε να αναπτύσσει τα πολιτικά ιδανικά του με τα οποία εμπλούτισε το έργο του και όταν επέστρεψε στην Ιταλία ηγήθηκε μιας ταξιαρχίας ως μέλος της Αντίστασης κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου, σπούδασε χημεία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος προτού γίνει τελικά σκηνοθέτης, ξεκινώντας την καριέρα του με ντοκιμαντέρ. Συχνά επέλεγε να συμπεριλάβει ερασιτέχνες ηθοποιούς στις ταινίες του, όποτε κατά περίπτωση κάποιο άτομο είχε κατά τη γνώμη του το «σωστό» πρόσωπο ώστε να αποδώσει καλύτερα τον χαρακτήρα του ρόλου.
O Ποντεκόρβο, που πέθανε το 2006, ξόδευε μήνες - και μερικές φορές χρόνια - προκειμένου να μαζέψει το υλικό των ταινιών του. Δύο χρόνια χρειάστηκε για την προετοιμασία του «Κapό», το οποίο εν τέλει κέρδισε μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Ωστόσο, η «Μάχη του Αλγερίου» ήταν η ταινία του που κατάφερε να προβληθεί ευρύτατα στις Ηνωμένες Πολιτείες κερδίζοντας υποψηφιότητες στα Οσκαρ δυο διαφορετικών ετών: το 1967 στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και το 1969 για καλύτερη σκηνοθεσία και καλύτερο σενάριο.

ΑΡΘΡΟ του Γιάννη Ζουμπουλάκη:
''Ολα για την επιβίωση.
Μια συγκλονιστική ματιά στον κόσμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης στην ταινία του Τζίλο Ποντεκόρβο «Κapό»'' 

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=624081