Tο τέλος του μακρού 20ού αιώνα ...
Γράφοντας σχεδόν πριν από 20 χρόνια, λίγο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Βρετανός ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ μίλησε για τη διάχυτη σύγχυση που επικρατεί σχετικά με το που κατευθύνεται ο κόσμος: «Σαν να είχαμε περικυκλωθεί από μια παγκόσμια ομίχλη», έγραφε. Στα τέλη του 20ου αιώνα, οι πολίτες του κόσμου ήταν βέβαιοι «ότι μια ιστορική εποχή τερματίζεται. Αλλά δεν γνώριζαν σχεδόν τίποτε περισσότερο»1. Κατά τις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν, παρόλο που η «νέα εποχή» συνέχισε να παίρνει μορφή, η «παγκόσμια ομίχλη» δεν έχει ακόμα σκορπιστεί.
Οι προσεγγίσεις ως προς την φύση της παγκόσμιας αλλαγής έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, εν μέσω της εκτεταμένης οικονομικής άνθησης των Ηνωμένων Πολιτειών, και όταν δεν υπήρχε κανένας σοβαρός ανταγωνιστής της παγκόσμιας αμερικανικής ισχύος, πολλοί μιλούσαν για έναν επικείμενο «δεύτερο αμερικανικό αιώνα». Αυτές οι προβλέψεις έφτασαν στο απόγειό τους έπειτα από την χρηματοπιστωτική κρίση των ασιατικών χωρών του 1997. Αλλά εν συνεχεία, η κατάσταση αντιστράφηκε, αρχικά με το σπάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας της Νέας Οικονομίας στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το 2000-2001, και αμέσως μετά με την πανωλεθρία στο Ιράκ και την αποτυχία των σχεδίων της κυβέρνησης Μπους για ένανΝέο Αμερικάνικο Αιώνα. Με την χρηματιστηριακή κατάρρευση που είχε ως επίκεντρο την Αμερική το 2008 και την συνεχιζόμενη, ραγδαία ανάπτυξη της Κίνας, η συζήτηση για έναν «δεύτερο αμερικανικό αιώνα» έλαβε τέλος. Αντίθετα, πολλαπλασιάστηκαν οι προβλέψεις για έναν επικείμενο κινέζικο αιώνα. Την ίδια στιγμή, οι προβλέψεις για το τέλος της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας πολλαπλασιάστηκαν θυμίζοντας τη δεκαετία του 1970, όταν η αμερικάνικη ήττα στο Βιετνάμ, η πετρελαϊκή κρίση και ο στασιμοπληθωρισμός διαμόρφωναν μια αίσθηση βαθύτατης κρίσης.
Τι νόημα έχουν αυτές οι κυμαινόμενες εκτιμήσεις για την περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας στην οποία έχουμε εισέλθει; Σε αυτό το κείμενο, υποστηρίζουμε ότι μια σύγκριση με προηγούμενες φάσεις ανάλογες με την παρούσα, μπορεί να μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε την αλλαγή αντιλήψεων, αλλά και να σκορπίσει την παγκόσμια ομίχλη που μας περιβάλει2. Με ποιά φάση άραγε μπορούμε να συγκρίνουμε την παρούσα; Συχνά επισημαίνονται οι ομοιότητες μεταξύ των αρχών και του τέλους του 20ου αιώνα. Και στις δύο φάσεις, το χρηματο-οικονομικό κεφάλαιο κατέλαβε ηγεμονική θέση στην παγκόσμια οικονομία συγκριτικά με το επενδυόμενο στην παραγωγή. Επιπλέον, και στις δύο περιόδους, η χρηματιστικοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων αποδείχθηκε μάλλον αποσταθεροποιητική και κατέληξε σε μείζονες κρίσεις, αυτές του 1929 και του 2008.
Όντως, αυτές οι δύο φάσεις χρηματιστικοποίησης είναι ανάλογες. Αλλά η ανάδειξη των χρηματο-οικονομικών δραστηριοτήτων σε ηγεμονική θέση στον παγκόσμιο καπιταλισμό δεν παρατηρήθηκε μόνον στα τέλη του 19ου και του 20ου αιώνα. Όπως έχει επισημάνει και ο Γάλλος ιστορικός Φερνάντ Μπρωντέλ, η χρηματιστικοποίηση του κεφαλαίου αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο στοιχείο του ιστορικού καπιταλισμού, ήδη από τα πρώτα του βήματα. Γράφοντας κατά την δεκαετία του 1970 (δηλαδή, πριν από την έναρξη της τελευταίας φάσης χρηματιστικοποίησης), ο Μπρωντέλ προσδιόρισε τρεις περιόδους συστημικής χρηματο-οικονομικής επέκτασης: Στα μέσα του 16ου αιώνα (με επίκεντρο τις ιταλικές πόλεις-κράτη), κατά τα μέσα του 17ου αιώνα (με επίκεντρο την Ολλανδία), και στα τέλη του 19ου αιώνα (με επίκεντρο το Ηνωμένο Βασίλειο)3. Σ’ αυτό το κείμενο, θεωρούμε αυτές τις τρείς παλιότερες περιόδους χρηματο-οικονομικής επέκτασης κατάλληλες για ιστορικές συγκρίσεις ώστε να κατανοήσουμε την παρούσα (τέταρτη) περίοδο συστημικής χρηματο-οικονομικής επέκτασης.
Όπως και σήμερα, κάθε μια από τις προηγούμενες περιόδους χρηματιστικοποίησης διαδεχόταν μια μακρά περίοδο υλικής επέκτασης της παγκόσμιας οικονομίας, κατά την οποία το κεφάλαιο διοχετευόταν κυρίως στο εμπόριο και την παραγωγή, και όχι στη χρηματιστική διαμεσολάβηση και την κερδοσκοπία. Η Γένοβα, η Ολλανδία, η Βρετανίακαι οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέκτησαν διαδοχικά την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, έχοντας πρωτοστατήσει σε κάποια μεγάλη επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας (όπως συνέβη, για παράδειγμα, κατά την διάρκεια της καθοδηγούμενης από τις ΗΠΑ «χρυσής εποχής» του φορντισμού-κεϋνσιανισμού κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60). Σ’ ένα ορισμένο σημείο, αυτές οι υλικές επεκτάσεις έφταναν στα όριά τους (για λόγους που θα συζητήσουμε αργότερα), και όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η κυρίαρχη δύναμη της εποχής προωθούσε μια συστημική μετάβαση από τις επενδύσεις στο εμπόριο και την παραγωγή προς τη χρηματιστική διαμεσολάβηση.
Η φάση της υλικής επέκτασης, και η φάση της χρηματο-οικονομικής επέκτασης που την διαδέχεται, συνθέτουν αυτό που έχουμε αποκαλέσει εκτεταμένο αιώνα ή συστημικό κύκλο συσσώρευσης (ΣΚΣ). Μπορούμε να προσδιορίσουμε τέσσερις (εν μέρει αλληλοεπικαλυπτόμενους) εκτεταμένους αιώνες ή ΣΚΣ: (1) Έναν γενουατικό-ιβηρικόκύκλο, που εκτείνεται από τον 15ο μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα. (2) έναν ολλανδικό, που εκτείνεται από τα τέλη του 16ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 18ου. (3) έναν βρετανικόκύκλο, που εκτείνεται από τα μέσα του 18ου μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. και (4) έναναμερικανικό, που εκτείνεται από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Κάθε κύκλος παίρνει το όνομά του (και προσδιορίζεται) από το σύμπλεγμα των κυβερνητικών και επιχειρηματικών παραγόντων που καθοδηγεί το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα κατά την φάση τόσο της υλικής όσο και της χρηματο-οικονομικής επέκτασης, που από κοινού διαμορφώνουν τον εκτεταμένο αιώνα.
Και στις τρείς περιπτώσεις που πραγματεύτηκε ο Μπρωντέλ, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις οδήγησαν σε μια μεγάλη ανάκαμψη της ισχύος και ευημερίας της ηγέτιδας καπιταλιστικής χώρας της περιόδου (π.χ. μια δεύτερη χρυσή εποχή για τους Ολλανδούς ή η Βικτωριανή μπέλ επόκ για τη Βρετανία). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η ανάκαμψη της παγκόσμιας ισχύος και ευημερίας ήταν βραχύβια. Για τον Μπρωντέλ, οι αλληλοδιάδοχες μετακινήσεις των Γενουατών, των Ολλανδών και των Βρετανών καπιταλιστών από το εμπόριο και την παραγωγή στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες αποτελούσε την ένδειξη ότι η υλική επέκταση είχε αγγίξει την «ωριμότητά της»· ήταν ένα «σημάδι του φθινοπώρου». Η χρηματο-οικονομική φάση αποτελούσε το πρελούδιο για την τελική κρίση της παγκόσμιας ηγεμονίας και την άνοδο ενός νέου γεωγραφικού επίκεντρου της παγκόσμιας οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος.
Πρόκειται για ένα σχήμα που επαναλαμβάνεται και σήμερα; Μήπως βιώνουμε το «φθινόπωρο» της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας; Σ’ αυτό το κείμενο, υποστηρίζουμε ότι η οικονομική κατάρρευση του 2008 αποτελεί έναν από τους πιο πρόσφατους δείκτες που επιβεβαιώνουν ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα. Όπως με τους Γενουάτες, τους Ολλανδούς και τους Βρετανούς πρωτύτερα, το αμερικανικό κεφάλαιο στράφηκε ολοένα και περισσότερο προς τις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες, εγκαταλείποντας το εμπόριο και την παραγωγή, καθώς η μείζων παγκόσμιας κλίμακας υλική επέκταση, θεμελιωμένη στον φορντισμό-κεϋνσιανισμό, έφτασε στα όριά της κατά την δεκαετία του ’80. Μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον τους στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες, οι ΗΠΑ πέτυχαν να προσελκύσουν κεφάλαια από ολόκληρο τον πλανήτη, χρηματοδοτώντας τόσο τη γιγάντια ανάπτυξη του χρηματιστηρίου τους όσο και την θεαματική επέκταση του στρατού τους. Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε υπό την πίεση, ενώ οι ΗΠΑ βίωναν τη δική τους μπελ επόκ, επι της προεδρίας του Ρέιγκαν και του Κλίντον. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η κρίση της δεκαετίας του ’70 έμοιαζε σαν μακρινή ανάμνηση, και οι προβλέψεις για έναν Δεύτερο Αμερικανικό Αιώνα γενικεύτηκαν.
Στην πραγματικότητα όμως, αυτοί που προέβλεπαν έναν επικείμενο Δεύτερο Αμερικάνικό Αιώνα, συνέχεαν το «φθινόπωρο» της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας με μια «νέα άνοιξη». Για να το θέσουμε διαφορετικά, βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος του εκτεταμένου εικοστού αιώνα – που αρχίζει με τη χρηματο-οικονομική επέκταση του τέλους του 19ου αιώνα, και τελειώνει μέχρι την πρόσφατη ανάλογη επέκταση, και ο οποίος ταυτίστηκε με την ανάδυση, την άνθιση και την παρακμή της αμερικάνικης εποχής στην παγκόσμια ιστορία του καπιταλισμού. Αυτό το κείμενο, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα του εάν το «φθινόπωρο» της παγκόσμιας αμερικανικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος θα μπορούσε να ειδωθεί (εκ των υστέρων) ως η «άνοιξη» μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης, όπως συνέβη με τις τρείς προηγούμενες χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις.
Στη συνέχεια του κειμένου, συγκρίνουμε την παρούσα με τις προηγούμενες φάσεις χρηματιστικοποίησης, και τον εκτεταμένο εικοστό με τους προηγούμενους εκτεταμένους αιώνες, μέσα από τρεις βασικές παραμέτρους. Στην πρώτη ενότητα, αναζητούμε τις ομοιότητες μεταξύ των τριών προηγούμενων φάσεων χρηματιστικοποίησης, εστιάζοντας σε σχήματα που επαναλαμβάνονται μέσα στο χρόνο. Στην επόμενη ενότητα, εστιάζουμε στα σχήματα της εξέλιξης. Διότι οι εκτεταμένοι αιώνες δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως επαναλαμβανόμενα (κυκλικά) φαινόμενα. αντίθετα, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις που σφραγίζουν την αρχή και το τέλος κάθε εκτεταμένου αιώνα, υπήρξαν φάσεις ριζικής αναδιοργάνωσης του παγκόσμιου συστήματος. Καταδεικνύουμε πως αυτές οι διαδοχικές αναδιοργανώσεις παρήγαγαν ένα εξελικτικό σχήμα κατά το οποίο το κυρίαρχο σύμπλεγμα επιχειρήσεων και κυβερνήσεων διευρύνεται μέσα στο χρόνο, ως προς το μέγεθος, την ισχύ και την πολυπλοκότητα – συμπεριλαμβανομένης και της κοινωνικής πολυπλοκότητάς του.
Τα σχήματα της επανάληψης και της εξέλιξης που συνοψίζονται στις ακόλουθες δύο ενότητες μας βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε τις πιθανές εναλλακτικές εκδοχές του μέλλοντος που ανοίγονται μπροστά μας αυτή τη στιγμή. Αλλά, όπως υποστηρίζουμε στην τελευταία ενότητα αυτού του κειμένου, δεν μπορούμε απλώς να προβάλουμε στο μέλλον τα σχήματα μιας απλής επανάληψης και εξέλιξης του παρελθόντος. Το τελευταίο μέρος του κειμένου εντοπίζει συγκεκριμένες ανωμαλίες που αναμένεται να διαφοροποιήσουν τη μελλοντική εξέλιξη από τα παλαιότερα μοντέλα, και κλείνει με μια πραγμάτευση των «πιθανών εκδοχών του μέλλοντος».
Επανάληψη
Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στον δεύτερο και τον τρίτο τόμο της τριλογίας του Φερνάντ Μπρωντέλ, Υλικός πολιτισμός, οικονομία και καπιταλισμός –η οποία αποτελεί μια λεπτομερέστατη περιήγηση της περιόδου από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα– είναι ότι η επαναλαμβανόμενη πρωτοκαθεδρία των χρηματο-οικονομικών δραστηριοτήτων αποτελεί χαρακτηριστικό του ιστορικού καπιταλισμού από τα πρώτα του βήματα. «Το χρηματο-οικονομικό κεφάλαιο», γράφει ο Μπρωντέλ, «δεν ήταν κάποιο νεογέννητο βρέφος των αρχών του 20ού αιώνα ». Επισημαίνει, αντίθετα, τουλάχιστον δύο παλαιότερα κύματα χρηματο-οικονομικής επέκτασης –περιόδους κατά τις οποίες «το χρηματο-οικονομικό κεφάλαιο ήταν… σε θέση να αναλάβει και να κυριαρχήσει, τουλάχιστον προς στιγμήν, σ’ όλες τις δραστηριότητες του επιχειρηματικού κόσμου». Το πρώτο κύμα της χρηματιστικοποίησης ξεκίνησε γύρω στο 1560, όταν οι ηγέτιδες ομάδες της γενουατικής επιχειρηματικής διασποράς εγκατέλειψαν σταδιακά το εμπόριο για να εξειδικευτούν στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες· το δεύτερο γύρω στα 1740, όταν οι Ολλανδοί άρχισαν να εγκαταλείπουν το εμπόριο για να γίνουν οι «τραπεζίτες της Ευρώπης»4.
Από αυτή τη σκοπιά, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις που ξεκίνησαν κατά τα τέλη του 19ου και του 20ου αιώνα αποτελούν το 3ο και το 4ο κύμα μιας περιοδικά επαναλαμβανόμενης διαδικασίας του παγκόσμιου συστήματος. Κατά την διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1873-1896, και μετά από αυτήν, όταν είχε γίνει σαφές ότι το «φανταστικό ταξίδι της βιομηχανικής επανάστασης» είχε δημιουργήσει ένα υπερπλεόνασμα κεφαλαίων που δεν μπορούσε να επενδυθεί επικερδώς στις βιομηχανικές δραστηριότητες, οι Βρετανοί εγκατέλειψαν σταδιακά τη βιομηχανία για να εξειδικευτούν στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες. Την περίοδο που ο Μπρωντέλ συνέγραφε την τριλογία του, το τέταρτο (δηλαδή, το τωρινό) κύμα της χρηματιστικοποίησης δεν είχε ξεκινήσει ακόμα· αλλά σήμερα μπορούμε να διαπιστώσουμε την επανάληψη του ίδιου φαινομένου: Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, έγινε σαφές ότι η χρυσή εποχή του φορντισμού-κεϋνσιανισμού δημιούργησε ένα υπερπλεόνασμα κεφαλαίων που δεν μπορούσαν να επενδυθούν επικερδώς στις βιομηχανικές δραστηριότητες, και το αμερικάνικο κεφάλαιο στράφηκε στην εξειδίκευση στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες, αντί για τη βιομηχανική παραγωγή. Από τα μέσα του 1990, το μερίδιο από το σύνολο των κερδών των αμερικανικών πολυεθνικών που αναλογούσε στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες, την πίστη, και την αγορά γης (FIRE) ξεπέρασε εκείνο των κερδών που προέρχονταν από τη βιομηχανία5.
Είναι χρήσιμο να επαναδιατυπώσουμε τα συμπεράσματα του Μπρωντέλ, σχετικά με την περιοδική επανεμφάνιση του χρηματο-οικονομικού κεφαλαίου, υπό το φως της γενικής θεωρίας του κεφαλαίου του Μαρξ, που συχνά θεωρείται ότι αναλύει τη λογική των επενδυτικών αποφάσεων των καπιταλιστών σε ατομικό επίπεδο6. Οι καπιταλιστές τοποθετούν τα κεφάλαιά τους σε προϊόντα που χρησιμεύουν στην παραγωγή (π.χ. μηχανές, εργασία) με την προσδοκία ότι θα κερδίσουν περισσότερα χρήματα σε κάποιο μελλοντική στιγμή μέσα στο χρόνο. Η συμμετοχή στην παραγωγή δεν είναι αυτοσκοπός. Εάν οι καπιταλιστές δεν περιμένουν να αυξηθούν τα χρηματικά τους κεφάλαια από τις επενδύσεις στην παραγωγή, ή αν αυτή η προσδοκία συστηματικά διαψεύδεται, τότε θα τείνουν να εγκαταλείψουν την παραγωγή και να στραφούν σε πιο ευέλικτες (ρευστές) μορφές επενδύσεων.
Αλλά το θεωρητικό σχήμα του Μαρξ μπορεί επίσης να ειδωθεί ως η ανίχνευση μιας συστημικής λογικής. Υπάρχουν φάσεις κατά τις οποίες η κυρίαρχη τάση μεταξύ των καπιταλιστών είναι να επενδύουν τα κεφάλαιά τους στην παραγωγή και το εμπόριο, εηκαινιάζοντας έτσι περιόδους γενικευμένης υλικής επέκτασης. Αλλά η ίδια η επιτυχία κάθε υλικής επέκτασης οδηγεί εντέλει σε υπερσυσσώρευση κεφαλαίων και μειώνει τις αποδόσεις των δραστηριοτήτων που πρωτύτερα την εξέτρεφαν. Η συνακόλουθη συρρίκνωση των κερδών προκαλεί μια στροφή: η κυρίαρχη τάση μεταξύ των καπιταλιστών γίνεται να κρατούν ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου τους σε ρευστή μορφή, δημιουργώντας τους «όρους της προσφοράς» για μια χρηματο-οικονομική επέκταση του συστήματος στο σύνολό του. Οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις αποτελούν το σύμπτωμα μιας κατάστασης κατά την οποία, οι επενδύσεις στην επέκταση του εμπορίου και της παραγωγής, δεν επιτυγχάνουν πια την αύξηση της ροής χρηματικών κεφαλαίων προς την τάξη των καπιταλιστών τόσο αποδοτικά όσο οι αμιγώς χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες.
Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, οι παρελθούσες χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις αποκατέστησαν προσωρινά την ισχύ και τις τύχες του ηγετικού καπιταλιστικού κράτους της εποχής (με πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτό της μπέλ επόκ του Ρέιγκαν και του Κλίντον). Γιατί συνέβη αυτό; Με πολύ γενικούς όρους, η επιβράδυνση της υλικής επέκτασης, που σχετίζεται με την αρχική απογείωση της χρηματο-οικονομικής επέκτασης, κλονίζει τα δημοσιονομικά των κρατών, τα οποία με τη σειρά τους αρχίζουν να ανταγωνίζονται πιο έντονα για το μετακινούμενο κεφάλαιο που κυκλοφορεί στις χρηματο-οικονομικές αγορές, πυροδοτώντας μια χρηματο-οικονομική επέκταση από την «πλευρά της ζήτησης». Η εκάστοτε παγκόσμια ηγεμονική δύναμη (Ολλανδία, Βρετανία, ΗΠΑ), εξαιτίας της συνεχιζόμενης κεντρικότητάς της στα χρηματο-οικονομικά δίκτυα, είναι σε καλύτερη θέση να χρησιμοποιήσει τον εντεινόμενο ανταγωνισμό για ρευστό κεφάλαιο προς όφελός της και να κερδίσει προνομιακή πρόσβαση στην υπεράφθονη ρευστότητα που συσσωρεύεται στις παγκόσμιες χρηματο-οικονομικές αγορές. Αυτό έγινε σαφές κατά το ’80 και το ’90, όταν οι ΗΠΑ πέτυχαν να προσελκύσουν ρευστά κεφάλαια απ’ όλο τον κόσμο, τροφοδοτώντας μια μακρόχρονη ανάπτυξη στο εσωτερικό τους και πυροδοτώντας μια σειρά σοβαρότατων κρίσεων χρέους στους υπολοίπους. Η πρώτη μεγάλη κρίση χρέους, επικεντρώθηκε στη Λατινική Αμερική στις αρχές του ’80, προκαλώντας αυτό που ο ΟΗΕ αποκάλεσε «χαμένη δεκαετία ανάπτυξης». Ακολούθησαν κρίσεις χρέους στην Ανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Ασία.
Κατά το παρελθόν, μια νέα συστημική υλική επέκταση ξεκινούσε μόνο εάν και εφόσον υπήρχε μια ηγεμονική δύναμη ικανή να συγκροτήσει τις απαιτούμενες παγκόσμιες θεσμικές προϋποθέσεις (χρηματο-οικονομικές, γεωπολιτικές και κοινωνικές). Όταν συνέβαινε αυτό –όπως κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν οι υποστηριζόμενοι από τις ΗΠΑ παγκόσμιοι οργανισμοί παρείχαν έναν ορισμένο βαθμό ασφάλειας και προβλεψιμότητας– οι καπιταλιστές διοχέτευαν μηχανικά τα κέρδη τους εκ νέου στην επέκταση του εμπορίου και της παραγωγής. Ωστόσο, τέτοιες παγκόσμιες θεσμικές συνθήκες δεν διαμορφώνονται εύκολα και γρήγορα. Κατά το παρελθόν, οι παρακμάζουσες δυνάμεις έχαναν τη δυνατότητα να διατηρούν τις παγκόσμιες θεσμικές προϋποθέσεις, προτού οι ανερχόμενες δυνάμεις αποκτήσουν την ικανότητα ή τη διάθεση να αναλάβουν το ρόλο του ηγέτη. Έτσι, οι μεταβατικές φάσεις από τον έναν εκτεταμένο αιώνα στον επόμενο, υπήρξαν ιστορικά φάσεις γενικευμένου πολέμου και οικονομικών κρίσεων. Ακριβώς αυτό συνέβη κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, με την μετάβαση από τη βρετανική στην αμερικανική ηγεμονία, ενώ ενδείξεις ενός αντίστοιχου διλήμματος μοιάζουν να απασχολούν σήμερα τον πλανήτη.
Ο Μαρξ, στην ανάλυσή του για την πρωταρχική συσσώρευση, διείδε ένα ιστορικό σχήμα κατά το οποίο οι επεκτάσεις του χρηματοοικονομικού συστήματος έπαιζαν καθοριστικό ρόλο για τη μεταφορά του πλεονάζοντος κεφαλαίου από τα παρακμάζοντα στα ανερχόμενα γεωγραφικά επίκεντρα του καπιταλιστικού εμπορίου και της παραγωγής. Ο Μαρξ διαπίστωσε μια ακολουθία που ξεκίνησε από τη Βενετία, η οποία «στην παρακμή της» δάνειζε τεράστια ποσά στην Ολλανδία. έπειτα, η Ολλανδία δάνειζε «τεράστια κεφάλαια, ιδιαίτερα στη μεγάλη εχθρό της, Αγγλία» όταν «έπαψε να είναι το έθνος που υπερέχει στο εμπόριο και τη βιομηχανία»· και τέλος, η Αγγλία έκανε το ίδιο έναντι των ΗΠΑ την εποχή του ίδιου του Μαρξ7. Έτσι, ξανά και ξανά, στη διάρκεια της ζωής του ιστορικού καπιταλισμού, οι επεκτάσεις του πιστωτικού συστήματος έπαιξαν κρίσιμο ρόλο για την επανεκκίνηση της συσσώρευσης κεφαλαίου σ’ ένα νέο γεωγραφικό επίκεντρο, ή, για να εκφραστούμε σύμφωνα με τη δικιά μας ορολογία, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στην ανάδυση ενός νέου συστημικού κύκλου συσσώρευσης 8.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, ιστορικά, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις υπήρξαν περίοδοι αλλαγής της ηγεμονίας, κατά την διάρκεια της οποίας μια νέα ηγεσία αναδυόταν παράλληλα και συν τω χρόνω αναδιοργάνωνε το σύστημα, θέτοντας τις προϋποθέσεις για μια νέα υλική επέκταση σε παγκόσμια κλίμακα. Οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις δεν ήταν μόνο «το φθινόπωρο» του υφιστάμενου ηγεμόνα. σηματοδοτούσαν επίσης την «άνοιξη» μιας νέας μεγάλης φάσης καπιταλιστικής ανάπτυξης υπό μια νέα ηγεσία, ενός νέου εκτεταμένου αιώνα, δηλαδή, με νέο γεωγραφικό επίκεντρο. Αλλά επειδή αυτή η διαδικασία δεν ήταν ούτε απλή ούτε ομαλή, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις αποκορυφώνονταν σε αρκετά μεγάλες περιόδους γενικευμένου συστημικού χάους.
Εξέλιξη
Στην προηγούμενη ενότητα, επικεντρωθήκαμε στις αναλογίες μεταξύ των εκτεταμένων αιώνων. Εάν έπρεπε να εξάγουμε συμπεράσματα βασιζόμενοι μόνο στα σχήματα της επανάληψης, τότε θα καταλήγαμε στο ότι βρισκόμαστε στο «βαθύ φθινόπωρο» της αμερικάνικης ηγεμονίας και στην «πρώιμη άνοιξη» ενός νέου εκτεταμένου αιώνα με διαφορετικό γεωγραφικό επίκεντρο (ίσως την Ανατολική Ασία). Θα έπρεπε επίσης να ανησυχούμε γιατί εισερχόμαστε (ή έχουμε ήδη εισέλθει) σε μια εκτεταμένη φάση συστημικού χάους, και γενικευμένης ανθρώπινης δυστυχίας. Ωστόσο, ακριβώς επειδή το παγκόσμιο σύστημα έχει εξελιχθεί μέσα στο χρόνο, έχουμε περιορισμούς ως προς το τι μπορούμε να συμπεράνουμε σχετικά με το παρόν και το άμεσο μέλλον, επικεντρώνοντας μόνον στα σχήματα της επανάληψης. Σε αυτή την ενότητα, εστιάζουμε στα σχήματα της εξέλιξης.
Το σχήμα 1 συνοψίζει ένα ιστορικό σχήμα εξέλιξης το οποίο εστιάζει στα μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά των «κιβωτίων της εξουσίας» που φιλοξενούσαν τα στρατηγεία των κορυφαίων καπιταλιστικών μηχανισμών (δηλ. το κυρίαρχο σύμπλεγμα κυβέρνησης και επιχειρήσεων) των τεσσάρων διαδοχικών μακρών αιώνων: της Δημοκρατίας της Γένοβας, της Ολλανδικής Δημοκρατίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ9. Η κυρίαρχη πτυχή του εξελικτικού σχήματος που καταγράφεται στο σχήμα 1 είναι η τάση προς διεύρυνση κατά μέγεθος, ισχύ και πολυπλοκότητα του κυρίαρχου συμπλέγματος κυβέρνησης και επιχειρήσεων από τον έναν εκτεταμένο αιώνα στον άλλον.
Την εποχή της υλικής επέκτασής της, η Γένοβα ήταν πόλη-κράτος. Ήταν μικρή σε μέγεθος, απλή στην οργάνωση, βαθιά διχασμένη κοινωνικά και μάλλον ανυπεράσπιστη στρατιωτικά, ένα αδύναμο κράτος σε σύγκριση με όλες τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, βάσει των περισσότερων κριτηρίων. Ο πλούτος της, την καθιστούσε ελκυστικό στόχο για κατάκτηση και επειδή δεν διέθεταν σημαντική στρατιωτική δύναμη, οι Γενουάτες έπρεπε να εξαρτούνται για την ασφάλειά τους από τους Ίβηρες μονάρχες, από τους οποίους «αγόραζαν προστασία». Η ολλανδική δημοκρατία, αντίθετα, ήταν μεγαλύτερη και πολύ πιο πολύπλοκη στην οργάνωσή της από την Γένοβα. Την εποχή της δικής της υλικής επέκτασης, ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να κερδίσει την ανεξαρτησία της από την αποικιακή Ισπανία, να οικοδομήσει μια εξαιρετικά επικερδή αυτοκρατορία εμπορικών αποικιών, και να απαντάει στις στρατιωτικές προκλήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας. Έτσι, αντίθετα με τους Γενουάτες, οι Ολλανδοί δεν χρειαζόταν να «αγοράζουν προστασία» από άλλα κράτη· «παρήγαγαν» τη δικιά τους. Οι Ολλανδοί, με άλλα λόγια «εσωτερίκευαν» το κόστος της προστασίας ενώ οι Γενουάτες το εξωτερίκευαν, όπως δείχνει το σχήμα 1
Την εποχή της υλικής επέκτασης με επίκεντρο την Βρετανία, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ένα πλήρως αναπτυγμένο εθνικό κράτος με μια παγκόσμιας εμβέλειας εμπορική και εδαφική αυτοκρατορία, που προσέφερε στις άρχουσες τάξεις και τους καπιταλιστές της μια άνευ προηγουμένου εξουσία πάνω στους ανθρώπινους και τους φυσικούς πόρους του πλανήτη. Όπως και με την ολλανδική, η βρετανική καπιταλιστική τάξη δεν έπρεπε να βασίζεται σε ξένες δυνάμεις για προστασία (και οι δύο είχαν εσωτερικεύσει το κόστος προστασίας). Επιπλέον, ως το «εργαστήριο του κόσμου», η Βρετανία δεν χρειαζόταν να εξαρτάται από άλλους και για τα βιομηχανικά προϊόντα στα οποία στήριζε τις εμπορικές της δραστηριότητες. Οι Βρετανοί ξεπέρασαν τους Ολλανδούς εσωτερικεύοντας τα κόστη της παραγωγής.
Τέλος, οι ΗΠΑ αποτέλεσαν ένα ηπειρωτικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα με τόση ισχύ ώστε να παρέχουν αποτελεσματική προστασία στον εαυτό τους και τους συμμάχους τους αλλά και για να εκτοξεύουν προς τους εχθρούς τους σοβαρές απειλές οικονομικού στραγγαλισμού και στρατιωτικής εξολόθρευσης. Αυτή η ισχύς, συνδυαζόμενη με το μέγεθος, την γεωγραφική απομόνωση, και τον φυσικό πλούτο των Ηνωμένων Πολιτειών, επέτρεψε στην καπιταλιστική τους τάξη να εσωτερικεύσει τα κόστη της προστασίας και της παραγωγής, όπως είχε κάνει και η βρετανική καπιταλιστική τάξη. Αλλά με το να καινοτομήσει στην οικοδόμηση κάθετα διαρθρωμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων, η αμερικανική καπιταλιστική τάξη κατάφερε να εσωτερικεύσει και το «κόστος των συναλλαγών» – δηλαδή, να εσωτερικεύσει τις αγορές από τις οποίες εξαρτιόταν η αυτο-επέκταση του κεφαλαίου.
Εάν έπρεπε να συναγάγουμε συμπεράσματα που να βασίζονται στα σχήματα της εξέλιξης που συζητήσαμε σ’ αυτή την ενότητα, τότε θα προβλέπαμε ότι το κυβερνητικό-επιχειρηματικό σύμπλεγμα που θα ηγηθεί σε οποιονδήποτε μελλοντικό κύκλο συσσώρευσης θα πρέπει απαραίτητα να είναι μεγαλύτερο σε μέγεθος και πιο πολύπλοκο από τις ΗΠΑ. Λογικά, δεν υπάρχει ούτε μια χώρα που να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις. Για παράδειγμα, η Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερη αλλά ταυτόχρονα πολύ φτωχότερη από τις ΗΠΑ, παρ’ όλες τις δεκαετίες γοργής οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, η μελλοντική εξέλιξη που ανιχνεύεται στο Σχήμα 1 θα είναι μια κίνηση προς κάποιου είδους «παγκόσμιο κράτος».
Ωστόσο, η καθαρά γραμμική τάση προς ευρύτερα και πολυπλοκότερα σχήματα, εν μέρει συγκρατείται από μια άλλη πτυχή του ιστορικού σχήματος, που συνοψίζεται στο σχήμα 1, σε μια κίνηση του εκκρεμούς μεταξύ των «εκτατικών» και των «εντατικών» καθεστώτων συσσώρευσης. Οι Ολλανδικές εμπορικές εταιρίες, όπως η Ολλανδική Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών (VOC), ήταν πιο πολύπλοκοι οργανισμοί από τα οικογενειακά δίκτυα της γενουάτικης καπιταλιστικής διασποράς. Αλλά και οι οικογενειακές εταιρικές επιχειρήσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η βρετανική βιομηχανία υφασμάτων, ήταν λιγότερο πολύπλοκες από τις Ολλανδικές εμπορικές εταιρείες. επιπλέον, η συνολική επιτυχία του βρετανικού κεφαλαίου εξαρτιόταν από την αναβίωση, σε νέες και πιο πολύπλοκες μορφές, ενός συνδυασμού των στρατηγικών και των δομών του γενουάτικου κοσμοπολιτικού καπιταλισμού και της εδαφικής λογικής των Ιβήρων. Παρόμοια, οι αμερικανικές πολυεθνικές ήταν πιο πολύπλοκες από τις βρετανικές οικογενειακές εταιρείες, ενώ η επιτυχία του αμερικανικού κεφαλαίου σε πλανητική κλίμακα εξαρτήθηκε από την αναβίωση σε νέες και πιο πολύπλοκες μορφές των στρατηγικών και των δομών του ολλανδικού εταιρικού καπιταλισμού.
Ποιές είναι οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει στο παρόν αυτή η κίνηση του εκκρεμούς μεταξύ «εκτατικών» (κοσμοπολίτικων και αυτοκρατορικών) και «εντατικών» (εταιρικών- εθνικών) καθεστώτων, όταν προβάλλεται πάνω σε μια γραμμική τάση αυξανόμενης πολυπλοκότητας; Εάν μπορούσαμε να προβάλουμε το σχήμα στο μέλλον, τότε θα έπρεπε να περιμένουμε ότι οι στρατηγικές και οι δομές του κυβερνητικού και επιχειρηματικού συμπλέγματος, που θα ηγηθεί του επόμενου εκτεταμένου αιώνα, θα είναι «εκτατικές» σε σύγκριση με τις «εντατικές» του αμερικανικού καθεστώτος, αν και μεγαλύτερης πολυπλοκότητας από εκείνες της βρετανικής υλικής επέκτασης του 19ου αιώνα. Προς το παρόν, θα συγκρατήσουμε μόνον ότι τα συστήματα πολλαπλών υπεργολαβιών και οι άλλες μορφές ευέλικτης παραγωγής που συνδέονται με τον μεταφορντισμό (ο οποίος, όχι τυχαία, πρωτοεισήχθηκε στην Ασία) μπορούν να θεωρηθούν ενδείξεις για την επιστροφή του εκκρεμούς προς την «εκτατική» κατεύθυνση10. Παρά την κίνηση του εκκρεμούς, όμως, μια γραμμική τάση προς την μεγιστοποίηση της πολυπλοκότητας είναι επίσης εμφανής.
Η δυσκολία της αναγωγής αυτής της γραμμικής τάσης στο μέλλον, αποκαλύπτεται σαφέστερα εάν παρατηρήσουμε την παρούσα διχοτόμηση μεταξύ του ελέγχου των παγκόσμιων χρηματο-οικονομικών και των στρατιωτικών πόρων, με τους πρώτους να συγκεντρώνονται στη Ανατολική Ασία, και τους δεύτερους να παραμένουν στις ΗΠΑ. Αυτή η διχοτομία αποτελεί ένα φαινόμενο άνευ προηγουμένου, τις επιπτώσεις του οποίου θα πραγματευτούμε στην επόμενη ενότητα.
Ανωμαλίες
Μια από τις κυριότερες ανωμαλίες στην παρούσα μετάβαση, είναι ο χωρίς ιστορικό προηγούμενο, διαχωρισμός των γεωγραφικών επικέντρων της στρατιωτικής και της χρηματο-οικονομικής ισχύος. Οι αμερικάνικες πολυεθνικές έχουν επενδύσει πολύ στην Κίνα, επαναλαμβάνοντας το ιστορικό σχήμα που παρατήρησε ο Μάρξ, κατά το οποίο τα παρακμάζοντα επίκεντρα μεταφέρουν το πλεονάζον κεφάλαιο στα αναδυόμενα. Ωστόσο, μια αξιοσημείωτη διαφορά με τα σχήματα του παρελθόντος, είναι το γεγονός πως η ροή του πλεονάζοντος κεφαλαίου, ήδη από τις απαρχές της αμερικανικής χρηματο-οικονομικής επέκτασης, κατευθύνεται από το αναδυόμενο προς το παρακμάζον επίκεντρο, και παίρνει κυρίως τη μορφή μαζικών αγορών αμερικανικών ομολόγων από την Ανατολική Ασία, αρχικά από την Ιαπωνία και μεταγενέστερα από την Κίνα. Όπως και στις παλιότερες μεταβολές της ηγεμονίας, ο παρακμάζων ηγεμόνας (οι ΗΠΑ) μεταβλήθηκε από τον μεγαλύτερο δανειστή του κόσμου σε έθνος χρεώστη. Αυτός ο μετασχηματισμός, στην περίπτωση των ΗΠΑ, πραγματοποιήθηκε σε κλίμακα και με ταχύτητα χωρίς προηγούμενο.
Ωστόσο, οι πλανητικών διαστάσεων στρατιωτικές δυνάμεις έχουν συγκεντρωθεί σε συντριπτικό βαθμό στα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη ένδειξη ότι οποιοδήποτε από τα οικονομικά ανερχόμενα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, έχει κάποια πρόθεση να προκαλέσει απευθείας την αμερικάνικη στρατιωτική ισχύ. Εντούτοις, ακόμα και χωρίς μια άμεση πρόκληση, οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν πια τους χρηματο-οικονομικούς πόρους που απαιτούνται για να υποστηρίξουν το παγκόσμιο στρατιωτικό κατεστημένο τους (και μέχρις στιγμής το πετυχαίνουν μόνο με το να χρεώνονται ολοένα και περισσότερο). Επιπλέον, όπως κατέστη σαφές από την αποτυχία της κυβέρνησης Μπους, να εγκαθιδρύσει έναν δεύτερο αμερικανικό αιώνα, η προβολή της στρατιωτικής ισχύος δεν υπήρξε και πολύ αποτελεσματική για να επιβάλει στον πλανήτη τη θέληση των ΗΠΑ ή για την αντιμετώπιση των κλιμακούμενων κοινωνικών και πολιτικών κρίσεων του συστήματος.
Το μελλοντικό σενάριο που πιθανολογείται από το ιστορικό διάγραμμα που συνοψίζει το Σχήμα 1 –δηλαδή η ανάδυση ενός παγκόσμιου κράτους– προϋποθέτει ότι το παγκόσμιο κράτος θα αποκτήσει πρόσβαση στο παγκόσμιο πλεονάζον κεφάλαιο, το οποίο τώρα εντοπίζεται στον Παγκόσμιο Νότο, και ειδικότερα στην Ανατολική Ασία. Η πρόσφατη διεύρυνση των συναντήσεων των πλούσιων χωρών της G7 για να περιλάβει μεγάλες χώρες του παγκόσμιου Νότου (όπως για παράδειγμα οι συναντήσεις της G20) είναι μια περισσότερο ή λιγότερο ρητή αποδοχή αυτής της συνθήκης και καταδεικνύει ότι έστω και εν μέρει υπάρχει αναγνώριση του γεγονότος πως πια δεν είναι εφικτό πολιτικά ένα παγκόσμιο κράτος στο οποίο να κυριαρχεί η Δύση και ο Βορράς (μέσα από μια συμμαχία των ΗΠΑ με την Ευρώπη). Η Δύση ανακαλύπτει ότι δεν διαθέτει πια ένα από τα δύο πιο σημαντικά στοιχεία της επιτυχίας όλων των προηγούμενων πέντε αιώνων: τον έλεγχο του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Αυτή είναι μια σημαντική ανωμαλία σε σχέση με τις προηγούμενες ηγεμονικές μεταβάσεις – οι οποίες υπήρξαν όλες μεταβάσεις στο εσωτερικό της Δύσης και του Βορρά.
Η άνοδος της Κίνας και τα εναλλακτικά σενάρια για το μέλλον
Εάν ένα δυτικοκρατούμενο παγκόσμιο κράτος δείχνει σήμερα απίθανο, τότε ποιές είναι οι πιθανότητες να καταστεί η Κίνα από μόνη της επίκεντρο μιας νέας υλικής επέκτασης του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα κατά τον 21ο αιώνα; Πρώτον, είναι απαραίτητο να αποκαθάρουμε το τοπίο από διαπιστώσεις άσχετες προς τη διεξαγόμενη συζήτηση. Μετά την χρηματο-οικονομική κρίση του 1997-1998 στην Ασία, πολλοί αναλυτές απέρριψαν ως αυταπάτη την άνοδο της Ανατολικής Ασίας· και σήμερα, είναι αρκετά σύνηθες να ακούει κανείς τοποθετήσεις για μια επικείμενη χρηματο-οικονομική κρίση που θα ξεσπάσει στην Κίνα και θα αποκαλύψει, όπως υποστηρίζεται, το πόσο λανθασμένες είναι οι εκτιμήσεις για την άνοδό της. Το ερώτημα εάν θα ξεσπάσει μια τέτοια κρίση στην Κίνα ή όχι είναι ανοιχτό. Αλλά οποιαδήποτε τέτοια κρίση λίγο έχει να κάνει με το εάν το επίκεντρο της παγκόσμιας καπιταλιστικής συσσώρευσης μετατοπίζεται ή θα μετατοπιστεί προς την Κίνα. Όπως παρατηρήσαμε στα συμπεράσματα του Χάος και Διακυβέρνηση στο Σύγχρονο Παγκόσμιο Σύστημα, ιστορικά, οι βαθύτερες χρηματο-οικονομικές κρίσεις έχουν συμβεί στα νεοαναδυόμενα επίκεντρα της παγκόσμιας συσσώρευσης του κεφαλαίου, στο Λονδίνο το 1772, τη Νέα Υόρκη το 1929, καθώς η χρηματο-οικονομική τους δυναμική υπερέβη τη θεσμική τους δυνατότητα να διαχειριστούν τις αυξανόμενες ροές των κεφαλαίων. Θα ήταν αστείο να υποστηρίξουμε ότι το κραχ της Γουόλ Στρητ του 1929-’31 και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε αποτελούσαν ενδείξεις ότι το επίκεντρο της συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν μετατοπιζόταν προς τις ΗΠΑ κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα! Παρομοίως, δεν έχει κανένα νόημα να υποστηρίξουμε το ίδιο για τις χρηματο-οικονομικές κρίσεις που ξεσπούν ή θα ξεσπάσουν στην Ανατολική Ασία κατά τα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα.
Ωστόσο, όπως υποστηρίξαμε και προηγουμένως, οι προγενέστερες υλικές επεκτάσεις ξεκίνησαν όταν η ανερχόμενη οικονομική δύναμη ήταν σε θέση να καταστεί ηγεμονική με τη γκραμσιανή έννοια του όρου, δηλαδή, να ηγηθεί του κόσμου μέσα από τη συγκρότηση παγκόσμιων θεσμικών ρυθμίσεων (οικονομικών, γεωπολιτικών και κοινωνικών), ικανών να προσφέρουν την απαραίτητη προστασία και ασφάλεια για μια υλική επέκταση μεγάλης κλίμακας. Καθώς το παγκόσμιο σύστημα έχει εξελιχθεί ριζικά από τον έναν εκτεταμένο αιώνα στον επόμενο, μεταβάλλονταν και η φύση αυτών των παγκόσμιων θεσμών.
Σήμερα, όπως και στο παρελθόν, τα όρια για μια νέα υλική επέκταση είναι κοινωνικά όσο και οικονομικά. Όπως υποστηρίξαμε στο Χάος και Διακυβέρνηση, οι διαδοχικοί ηγεμόνες έπρεπε να βρουν τρόπους διευθέτησης αιτημάτων που προέρχονταν από μια διευρυνόμενη γκάμα κοινωνικών κινημάτων. Έτσι, το εξελικτικό σχήμα των διευρυνόμενων μεγεθών, κλίμακας και πολυπλοκότητας που περιγράψαμε νωρίτερα, περιλαμβάνει επίσης και την κοινωνική πολυπλοκότητα. Η αδιαφιλονίκητη εγκαθίδρυση της αμερικανικής ηγεμονίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (και η απογείωση της υλικής επέκτασης σε συστημική κλίμακα) δεν εξαρτιόταν μόνο από το προβάδισμα της χώρας στην οικονομική και την στρατιωτική ισχύ. Περισσότερο, εξαρτιόταν από την εφαρμογή πολιτικών που σκόπευαν να ενσωματώσουν, τουλάχιστον εν μέρει, τα εργατικά, σοσιαλιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Οι λύσεις των ΗΠΑ –το κοινωνικό συμβόλαιο μαζικής κατανάλωσης για τους εργάτες του Βορρά και η απο-αποικιοποίηση μαζί με την υπόσχεση για ανάπτυξη στο παγκόσμιο Νότο– υπήρξαν προσωρινές, καθώς ήταν ασύμβατες με το πλαίσιο του ιστορικού καπιταλισμού. Για παράδειγμα, προκειμένου να υλοποιηθούν ολοκληρωτικά αυτές οι λύσεις θα προκαλούσαν συρρίκνωση των κερδών εξαιτίας των έντονων αναδιενεμητικών συνέπειών τους.
Όντως, η αρχική κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και των αρχών του ’70, ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα κοινωνικο-πολιτικό γεγονός, που προκλήθηκε από την παγκόσμια κοινωνική δυσαρέσκεια, καθώς μια ευρεία γκάμα κινημάτων τόσο στον Πρώτο όσο και στον Τρίτο κόσμο κινητοποιήθηκαν ώστε να απαιτήσουν αυτά που στην ουσία αποτελούσαν μια ταχύτερη εκπλήρωση των άμεσων και των έμμεσων υποσχέσεων της αμερικανικής ηγεμονίας. Αυτή η κρίση, που σφράγισε το τέλος της καθοδηγούμενης από τις ΗΠΑ υλικής επέκτασης, ήταν ταυτόχρονα οικονομικό και κοινωνικό-πολιτικό γεγονός ή ακριβέστερα, αυτά τα δύο στοιχεία διαπλέκονταν μέσα στην κρίση. Η χρηματο-οικονομική επέκταση των τελών του 20ουαιώνα, επίλυσε προσωρινά αυτές τις διαπλεκόμενες κρίσεις προς όφελος των αμερικάνων καπιταλιστών και του αμερικανικού κράτους, οδηγώντας στην μπελ επόκ της δεκαετίας του 1990. Η χρηματιστικοποίηση –η γενικευμένη εγκατάλειψη του εμπορίου και της παραγωγής από το κεφάλαιο και η στροφή στην χρηματιστική διαμεσολάβηση και κερδοσκοπία– είχε αποσυνθετικές συνέπειες στα κοινωνικά κινήματα σε παγκόσμιο επίπεδο, κυρίως μέσω του μηχανισμού πρόκλησης κρίσεων χρέους στο Νότο και των μαζικών απολύσεων στην καρδιά των εργατικών κινημάτων του Βορρά.
Εάν όλοι οι προηγούμενοι εκτεταμένοι αιώνες προϋπέθεταν μια ριζική κοινωνικο-πολιτική αναδιοργάνωση του παγκόσμιου συστήματος, όπως για παράδειγμα το τέλος του εμπορίου σκλάβων στον Ατλαντικό κατά την διάρκεια της βρετανικής ηγεμονίας, το τέλος της τυπικής αποικιοκρατίας υπό την αμερικάνικη ηγεμονία, τότε τι θα μπορούσε να προτείνει η ανάλυση μας για το είδος των ριζικών αναδιαρθρώσεων που απαιτούνται σήμερα; Πρώτον, μια νέα παγκόσμια ηγεμονία (είτε καθοδηγείται από ένα και μοναδικό κράτος, είτε από μια συμμαχία κρατών, είτε από ένα παγκόσμιο κράτος) θα πρέπει να επιτρέψει έναν μεγαλύτερο βαθμό ισότητας μεταξύ του Νότου και του Βορρά, δεδομένης και της οικονομικής δύναμης του πρώτου. Εάν η γραμμική τάση προς την αυξανόμενη κοινωνική πολυπλοκότητα συνεχιζόταν στο μέλλον, τότε θα απαιτούσε μια τέτοια εξίσωση Βορρά και Νότου, τουλάχιστον εν μέρει, μέσω της ενσωμάτωσης μιας ευρείας γκάμας κοινωνικών κινημάτων από τα κάτω. (Η γενικευμένη κοινωνική αναταραχή στην Κίνα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές –και οι προσπάθειες της κινέζικης κυβέρνησης να ανταποκριθεί σ’ αυτή– μπορεί να είναι προάγγελος μιας ευρύτερης τάσης προς την αναβάθμιση της κοινωνικής πολυπλοκότητας σε παγκόσμια κλίμακα).
Αλλά τι θα σήμαινε αυτό πιο συγκεκριμένα; Αυτό το ερώτημα μας φέρνει στο τρίτο στοιχείο που καταδεικνύεται στο σχήμα 1 και δεν έχουμε συζητήσει ακόμα. Όλες οι προηγούμενες παγκόσμιες ηγεμονίες βασίστηκαν στην εξωτερίκευση του κόστους αναπαραγωγής της εργασίας και της φύσης. Δηλαδή, η κερδοφορία σε όλες τις προηγούμενες υλικές επεκτάσεις εξαρτιόταν από την αντιμετώπιση του φυσικού κόσμου ως μια χωρίς κόστος εισροή στην παραγωγή. Επιπλέον, η κερδοφορία στηρίζονταν στο ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των εργατών του πλανήτη απολάμβανε το πλήρες κόστος (ή σχεδόν) της αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης. Αντίθετα, ένα μεγάλο μέρος του κόστους της αναπαραγωγής μετατοπίζονταν στα νοικοκυριά και τις κοινότητες που εμπλέκονταν σε απλήρωτες δραστηριότητες (όπως είναι η οικιακή γεωργία ή η απλήρωτη οικιακή εργασία, η ανατροφή των παιδιών και η φροντίδα των άρρωστων και των γηραιότερων).
Η εξωτερίκευση του κόστους αναπαραγωγής της φύσης έφτασε σε παροξυστικά επίπεδα κατά τον εκτεταμένο 20ο αιώνα, με το έντονα ενεργοβόρο και σπάταλο μοντέλο μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης που συνδέθηκε με τον «αμερικανικό τρόπο ζωής». Επιπλέον, η ανάπτυξη για όλους –ότι ο καθένας θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στον αμερικανικό τρόπο ζωής– αποτελούσε μια άμεση υπόσχεση της αμερικανικής ηγεμονίας (η οποία θεσμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, και μέσω του Αναπτυξιακού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών). Το ότι αυτή η υπόσχεση ήταν «ψεύτικη», έγινε αντιληπτό για πρώτη φορά κατά την κρίση της δεκαετίας του ’70, με το σοκ της ανόδου των τιμών του πετρελαίου, που αποτέλεσε έναν ξεκάθαρο δείκτη γι’ αυτό.
Ο Μοχάντας Γκάντι είχε ήδη αναγνωρίσει το πρόβλημα το 1928: «Ο οικονομικός ιμπεριαλισμός ενός και μοναδικού μικρού νησιού [της Αγγλίας] έχει αλυσοδέσει ολόκληρο τον πλανήτη. Εάν ένα ολόκληρο έθνος 300 εκατομμυρίων [ο τότε πληθυσμός της Ινδίας] εφάρμοζε μια αντίστοιχη οικονομική πολιτική εκμετάλλευσης, θα αποψίλωνε τον πλανήτη σαν ακρίδα»11. Η διορατικότητα του Γκάντι, παραμένει πάντα επίκαιρη μετά από 80 χρόνια: η άνοδος της Δύσης στηρίχτηκε σε ένα αβίωτο οικολογικά μοντέλο, το οποίο ήταν εφικτό μόνον όσο η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού αποκλειόταν από αυτό. Δεδομένης της μεταβαλλόμενης γεωγραφικής κατανομής της οικονομικής ισχύος σε παγκόσμια κλίμακα, καθίσταται σαφές πως η πρόσβαση σε αυτού του τύπου την κατανάλωση μπορεί να είναι περιορισμένη μόνον σε ένα μικρό ποσοστό του συνολικού πλανητικού πληθυσμού. Έτσι, οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια να γενικευτεί ο αμερικανικός τρόπος ζωής μπορεί να οδηγήσει μόνον σε κοινωνικές, πολιτικές και οικολογικές συγκρούσεις που είναι πολύ πιθανότερο να αποτελέσουν τη βάση για μια μακρά περίοδο χάους παρά για μια νέα υλική επέκταση.
Το μοντέλο συσσώρευσης που επέτρεψε την υλική επέκταση του μακρού 20ου αιώνα, δεν μπορεί να προσφέρει το έδαφος για μια νέα υλική επέκταση κατά τον 21ο αιώνα. Οποιαδήποτε νέα υλική επέκταση σε παγκόσμια κλίμακα προϋποθέτει ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό, γεωπολιτικό και οικολογικό μοντέλο, διαφορετικό όχι μόνον σε σχέση με τον μακρό 20ο αιώνα αλλά και από τους προηγούμενους. Προϋποθέτει ένα εναλλακτικό δρόμο ως προς το δυτικό ενεργοβόρο μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, ένα μοντέλο εντάσεως εργασίας, που να είναι λιγότερο σπάταλο ως προς τους φυσικούς πόρους, και να μη βασίζεται στον αποκλεισμό της μεγάλης πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού από τα αγαθά του 12.
Έχουμε φτάσει στο τέλος του εκτεταμένου 20 ου αιώνα. Το εάν θα αποκαλέσουμε αυτό που θα προκύψει έναν ακόμα «εκτεταμένο αιώνα» του ιστορικού καπιταλισμού ή αν θα αποφασίσουμε (αναδρομικά) ότι έχουμε φτάσει και στο τέλος του ίδιου του ιστορικού καπιταλισμού, παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα. Εν τω μεταξύ, μια μακρά και έντονη περίοδος συστημικού χάους ανάλογου αλλά όχι ταυτόσημου με το συστημικό χάος του πρώτου μισού του 20 ου αιώνα, παραμένει ένα πολύ σοβαρό ιστορικό ενδεχόμενο. Ενώ το τέλος του μακρού 20ου αιώνα είναι αναπόφευκτο, δεν υπάρχει τίποτε που να προδικάζει το εάν αυτή η κατάληξη θα είναι καταστροφική ή όχι. Είναι επιτακτική συλλογική αποστολή μας το να αποτρέψουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο
Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς
Επιμέλεια: Γ. Καραμπελιάς
πηγή:
περιοδικό Άρδην, τ 86
Σημειώσεις
1 Eric Hobsbawm, The Age of Extremes: A History of the World 1914-1991 Pantheon, Νέα Υόρκη: 1995, 558-59.
2 Σε αυτό το κείμενο παρουσιάζουμε μια περίληψη μερικών από τα κύρια ευρήματα της έρευνάς μας, αποφεύγοντας τις εκτενείς παραπομπές στο πλούσιο ιστορικό και θεωρητικό υλικό πάνω στο οποίο στηρίζονται οι αναλύσεις μας. Για μια ολοκληρωμένη εκδοχή των επιχειρημάτων που παρουσιάζονται εδώ (και περιλαμβάνουν εκτεταμένες βιβλιογραφικές αναφορές), βλέπε, Giovanni Arrighi, The Long Twentieth Century: Money,Power and the Origins of Our Times, Verso, Λονδίνο, 22010. Giovanni Arrighi and Beverly J. Silver, Chaos and Governance in the Modern World System, University of Minnesota Press, Μινεάπολη 1999. Arrighi and Silver, “Capitalism and World (Dis)Order,” Review of International Studies 27 (2001): 257-79. Silver and Arrighi, “Polanyi’s ‘Double Movement’: The Belle Epoques of British and U.S. Hegemony Compared,” Politics and Society 31, no. 2 (2003), 325-55. Silver, Forces of Labor: Workers’ Movements and Globalization since 1870, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 2003. Arrighi, Adam Smith in Beijing: Lineages ofthe Twenty-first Century , Verso, Λονδίνο 2007.
3 Fernand Braudel, Civilization and Capitalism, 15th-18th Century, τ. 3, The Perspective of the World, Harper and Row, Νέα Υόρκη 1979.
4 Braudel, Civilization and Capitalism, ό.π. τ. 3, σσ. 157, 164, 242-43, 246, 604.
5 Greta R. -Krippner, “The Financialization of the American Economy,” Socio-Economic Review 3 (2005), σσ. 173-208.
6 Το γενικό σχήμα του κεφαλαίου είναι Χ-Ε-Χ΄, όπου το Χ είναι το κεφάλαιο που επενδύεται στο Ε (εμπορεύματα, που περιλαμβάνουν την εργασία, τις μηχανές και τις πρώτες ύλες), ενώ Χ΄ είναι το κεφάλαιο που επιστρέφεται στον καπιταλιστή όταν πωλούνται τα εμπορεύματα που έχουν παραχθεί. Εάν το Χ΄ είναι μεγαλύτερο από το Χ, τότε ο καπιταλιστής έχει παραγάγει κέρδος. Αν το Χ΄ είναι αισθητά χαμηλότερο του Χ, τότε δεν υπάρχει κανένα κέρδος και κανένα κίνητρο για τους καπιταλιστές ώστε να επενδύσουν στην παραγωγή, είτε ατομικά, είτε ως τάξη. Karl Marx, Capital, τ. 1, 1867. ανατύπωση, Foreign Languages Publishing House, Μόσχα, 1959.
7 Marx, Capital, 1, σσ. 755-56.
8 Μπορούμε να φανταστούμε αυτήν την διαδικασία ως ένα σύνολο αλληλοεπικαλυπτόμενων «καμπύλων με μορφή τελικού σίγμα». Η αλληλοεπικάλυψη καταδεικνύει το γεγονός ότι ένας νέος συστημικός κύκλος συσσώρευσης προκύπτει την ίδια στιγμή που το κυρίαρχο καθεστώς αγγίζει τα όριά του.
9 Για μια λεπτομερή ιστορική ανάλυση των εξελικτικών σχημάτων που συνοψίζονται σε αυτήν την ενότητα βλέπε, Arrighi, Long Twentieth Century, ό.π., and Arrighi and Silver,Chaos and Governance, ό.π..
10 Για περισσότερα σ’ αυτό το σημείο βλέπε Arrighi, Long Twentieth Century, ό.π., and Arrighi and Silver, Chaos and Governance, ό.π.., Κεφ. 2 και Συμπεράσματα.
11 Αναφέρεται στο Ramachandra Guha, Environmentalism: A Global History, Longman’s, Νέα Υόρκη 2000, σ. 22.
12 Για τους λόγους για τους οποίους η Κίνα έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τόσο την κληρονομιά της κομμουνιστικής της εποχής όσο και αυτήν της «επανάστασης της μανιφακτούρας» των αυτοκρατορικών της χρόνων, προκειμένου να διαμορφώσει ένα νέο υβριδικό μοντέλο που αντιπροσωπεύει έναν εναλλακτικό δρόμο, βλέπε Arrighi, Adam Smith in Beijing, ό.π.
Τζιοβάνι Αρίγκι, Μπέβερλυ Σίλβερ