ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ:ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΑ.ΤΟ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ...

ΠΝΥΚΑ

1
ΤΑ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ

Πριν ημέρες μετάφρασα έναν πίνακα από ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, το The Politics of Switzerland: Continuity and Change in a Consensus Democracy, των Hanspeter Kriesi και Alexander H. Trechse. Στην συνέχεια έκανα ένα print screen του πίνακα και άφησα την εικόνα του να ταξιδέψει στο διαδίκτυο και κυρίως στο Facebook. Η αίσθηση που έχω είναι ότι η εικόνα αυτή αναμεταδόθηκε και σχολιάσθηκε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και είναι φυσικό. Ο θεσμός του δημοψηφίσματος είναι –δυστυχώς– άγνωστος στην ολιγαρχική μας κοινωνία. Είναι ένας ιδιαίτερα επικίνδυνος θεσμός για ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο στην Ελλάδα και όχι μόνο (αλήθεια, θυμάστε την έκφραση της Μέρκελ αλλά κυρίως του Σαρκοζί όταν ο Παπανδρέου ψέλλισε την λέξη;). Καμιά από τις πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα δεν επιθυμεί την πολιτική χειραφέτηση του Έλληνα. Κανείς δεν θέλει τον Έλληνα πολίτη, ως υπήκοοι τους είμαστε απείρως χρησιμότεροι.

Τί λέει λοιπόν αυτός ο πίνακας;

Με δύο λόγια: από το 1848 ως και το 2007, οι Ελβετοί πολίτες ψήφισαν σε 543 δημοψηφίσματα. Ο αριθμός αυτός δεν είναι οι ημέρες που χρειάσθηκε να προσέλθουν οι Ελβετοί στις κάλπες. Στην Ελβετία είναι σύνηθες να ψηφίζουν για περισσότερα από ένα θέματα την ίδια ημέρα. Σίγουρα όμως αποφάσισαν για 543 θέματα. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι τα παραπάνω είναι μόνο τα ομοσπονδιακά δημοψηφίσματα. Εκτός αυτών, οι Ελβετοί ψηφίζουν για θέματα που αφορούν το καντόνι τους αλλά και τον δήμο τους. Εκτιμώ ότι ένας ενεργός πολίτης στην Ελβετία, συναποφασίζει (μαζί με τους συμπολίτες του) για περισσότερα από 15 θέματα τον χρόνο. Έτσι ένας Ελβετός στα πενήντα του έχει ψηφίσει για περίπου 500 θέματα! Από τα ίσως όχι και τόσο σημαντικά θέματα της πόλης του, ως το αν θα γίνει η Ελβετία μέλος της ΕΕ. Ας τα δούμε όμως ένα – ένα.

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

Από το 1848 ως το 2007 διεξήχθησαν στην Ελβετία διακόσια είκοσι ένα (221) υποχρεωτικά δημοψηφίσματα. Λέγονται έτσι γιατί δεν χρειάζεται να συλλέξει κανείς υπογραφές για να τα καλέσει (θυμηθείτε, στην Ελβετία δημοψήφισμα καλούν ΜΟΝΟΝ οι πολίτες ΚΑΙ ΟΧΙ οι πολιτικοί). Οποιαδήποτε αλλαγή στο Σύνταγμα πρέπει να περάσει ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ από δημοψήφισμα. Το ίδιο και η συμμετοχή της Ελβετίας σε οποιαδήποτε υπερεθνική οντότητα (ΝΑΤΟ, ΕΕ, κ.α.). Στα δημοψηφίσματα αυτά πρέπει να επιτευχτεί διπλή πλειοψηφία, και πολιτών και καντονιών. Αυτό γίνεται έτσι ώστε να μην μπορούν τα πολυπληθή καντόνια (όπως αυτό της Ζυρίχης με 1,3 εκατομμύρια κατοίκους) να επιβάλουν την άποψη τους στα λιγότερο πυκνοκατοικημένα (το Appenzell Innerrhoden έχει μόλις 15.000 κατοίκους). Έτσι λοιπόν οι Ελβετοί πολίτες αποφασίζουν κατά μέσο όρο 1,4 φορές τον χρόνο για ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα. Την δεκαετία του 70 ο μέσος όρος των υποχρεωτικών δημοψηφισμάτων ήταν 5 ανά έτος! Η ουσία του υποχρεωτικού δημοψηφίσματος είναι ότι τόσο το Σύνταγμα (και ό,τι αυτό προβλέπει) όσο και η συμμετοχή της χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς δεν μπορεί παρά να απολαμβάνει την σύμφωνη γνώμη των πολιτών. Μόνο τότε, τα προηγούμενα, είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένα. Μην διανοηθείτε σύγκριση με την ελληνική πραγματικότητα. Εδώ το Σύνταγμα και η συμμετοχή της χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς, γράφεται και αποφασίζεται αντίστοιχα από μια δεκάδα οικογενειών. Όπως σε κάθε ολιγαρχία………

ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΟ – ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

Αντίστοιχα από τον 1874 ως το 2007 διεξήχθησαν εκατόν εξήντα (160) προαιρετικά – ακυρωτικά δημοψηφίσματα. Έχουμε όλοι διδαχθεί και πιστέψει ένα ψέμα. Μας είπαν ότι δημοκρατία είναι να ψηφίζουμε τους αντιπροσώπους μας. Στην πραγματικότητα η έννοια της αντιπροσώπευσης είναι ασύμβατη με την δημοκρατία. Δημοκρατία σημαίνει ψηφίζω νόμους και όχι ψηφίζω αντιπροσώπους. Ο Αριστοτέλης (αλλά και αρκετοί άλλοι αργότερα) μας έχουν προειδοποιήσει : η ψήφος για την ανάδειξη πολιτικών προσώπων είναι ολιγαρχική πρακτική, δημοκρατική είναι η κλήρωση. Ας επιστρέψουμε όμως στους νόμους. Αυτή την στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχει ΚΑΝΕΙΣ τρόπος (εννοώ θεσμικά) να επηρεάσουμε την ισχύ ενός νόμου ο οποίος ψηφίσθηκε από ανθρώπους οι οποίοι υποτίθεται ότι μας αντιπροσωπεύουν. (Δηλαδή ο αντιπρόσωπος πολιτικός έχει απείρως μεγαλύτερη ισχύ από τον αντιπροσωπευόμενο λαό! Αλήθεια, τι είδους αντιπροσώπευση είναι αυτή;)

Είμαστε λοιπόν στην απίστευτα δυσάρεστη θέση να μην υπάρχει ΚΑΝΕΙΣ ΘΕΣΜΟΣ ο οποίος να μας επιτρέπει να ορίζουμε τις ζωές και το μέλλον μας. Ας δούμε τι συμβαίνει αντίστοιχα στην Ελβετία.

Μετά την ψήφιση ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ νόμου, οι πολίτες έχουν στην διάθεση τους 90 ημέρες για να συλλέξουν 50.000 υπογραφές ενάντια στο νόμο (αντιστοιχούν περίπου στο 1% του συνολικού αριθμού των ψηφοφόρων). Αν τα καταφέρουν, κηρύσσεται δημοψήφισμα στο οποίο οι Ελβετοί αποφασίζουν αν τελικά θα δεχθούν ή θα ακυρώσουν τον νόμο.

Όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο θεσμός του ακυρωτικού δημοψηφίσματος επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη επάνω από τους Ελβετούς πολιτικούς – νομοθέτες. Αν δεν λάβουν σοβαρά υπόψη τους το τι πιστεύει και επιθυμεί ο Ελβετός πολίτης θα αντιμετωπίσουν ένα δημοψήφισμα και πιθανότατα μια ταπεινωτική ήττα – ακύρωση του νομοθετήματός τους.

Το μόνο πρόβλημα της παραπάνω διαδικασίας είναι ο ιδιαίτερα μεγάλος χρόνος που απαιτείται προκειμένου να σχεδιασθεί και να ψηφισθεί ένα νόμος. Σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης το Ελβετικό Ομοσπονδιακό κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να ψηφίσει νόμο ο οποίος δεν μπορεί να δεχθεί «επίθεση» από δημοψήφισμα. Όταν κάποια στιγμή οι Ελβετοί πολιτικοί άρχισαν να ψηφίζουν το έναν νόμο μετά τον άλλο ως νόμους «έκτακτης ανάγκης», οι πολίτες αντέδρασαν με ένα δημοψήφισμα πρωτοβουλίας πολιτών, και πρόσθεσαν στο Σύνταγμα τους έναν όρο σύμφωνα με τον οποίο οι νόμοι έκτακτης ανάγκης δεν μπορούν να δεχθούν «επίθεση» από δημοψήφισμα μόνο για ένα έτος. Μετά το έτος ισχύει για αυτούς ότι και για τους υπόλοιπους ομοσπονδιακούς νόμους. Τόσο απλά……
Βλέπουμε λοιπόν ότι στη διάρκεια των τελευταίων 133 ετών η ομοσπονδιακή βουλή των Ελβετών έχει ψηφίσει 2370 νόμους. Από αυτούς οι 160 (περίπου οι 7 στους 100) έχουν δεχθεί «επίθεση» από δημοψήφισμα και περίπου οι μισοί από αυτούς (87) ακυρώθηκαν.

Εδώ θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι δημοκρατία δεν σημαίνει «απλά ψηφίζω για κάτι». Το σημαντικότερο είναι ό,τι προηγείται του δημοψηφίσματος, δηλαδή, ο δημόσιος διάλογος που μετασχηματίζει τον αδρανή υπήκοο σε ενεργό πολίτη.
Ακούμε συχνά κάποιους συνανθρώπους μας να αναρωτιούνται: έχει όμως την γνώση και την επάρκεια ο ελληνικός λαός να αποφασίζει για το μέλλον του; Το ερώτημα αυτό και η συχνά αρνητική του απάντηση, περιγράφουν με ακρίβεια την ΑΠΟΛΥΤΑ ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ μας. Το ερώτημα αυτό δεν υφίσταται στην δημοκρατία. Το ουσιαστικό ερώτημα δεν είναι αν ξέρουμε ή όχι ως κοινωνία τί πρέπει να κάνουμε. Το ερώτημα είναι: ποιός νομιμοποιείται και δικαιούται να αποφασίζει για το μέλλον των πολιτών και της κοινωνίας τους; Για την δημοκρατία και τους δημοκράτες, η απάντηση είναι μόνο μία: ΜΟΝΟ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ. Αν βέβαια μιλήσετε με έναν Έλληνα πολιτικό (προσπαθήστε το) θα σας απαντήσει ότι το καίριο ερώτημα είναι άλλο: θέλουν οι έλληνες να αποφασίζουν οι ίδιοι για το μέλλον τους; Εμείς θα του απαντούσαμε: Ρωτήστε τους, κάντε δηλαδή ό,τι έκαναν και στην Ισλανδία. Κηρύξτε ένα δημοψήφισμα και ΡΩΤΗΣΤΕ ΤΟΥΣ.

Υπάρχει τέλος ο αντίλογος ότι ακόμα και η Ελβετία (και το πολιτικό της μοντέλο) δεν αποτελούν μια αυτόνομη κοινωνία, εφόσον ακόμα και εκεί, οι νόμοι δημιουργούνται από το κοινοβούλιο και όχι τους πολίτες. Είναι αλήθεια. Η σημαντική διαφορά είναι όμως ότι ο Ελβετός έχει κατακτήσει τον ΘΕΣΜΟ (το προαιρετικό – ακυρωτικό δημοψήφισμα) ο οποίος του επιτρέπει να έχει τον ΤΕΛΙΚΟ ΛΟΓΟ για όλους τους νόμους. Αυτός, ως πολίτης, και κανένας άλλος.

ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ

Τέλος, λίγα χρόνια αργότερα (το 1891), οι Ελβετοί πολίτες απέκτησαν ένα ακόμα δημοκρατικό «εργαλείο», το δημοψήφισμα πρωτοβουλίας πολιτών (popular initiative). Από το 1891 ως και το 2007 οι Ελβετοί προσπάθησαν διακόσιες πενήντα τέσσερις (254) φορές να ορίσουν αυτοί την πολιτική ατζέντα και τον δημόσιο διάλογο. Ιδανικά, σε μια αυτόνομη κοινωνία, θα έπρεπε να προτείνουμε και να επικυρώνουμε εμείς, ως πολίτες, όλους τους νόμους. Αυτό συνέβαινε στην αρχαία Αθήνα και θα μπορούσε να συμβεί και σήμερα αν το επιθυμούσαμε. Σαν έναν πρώτο βήμα προς την δημοκρατία, ή απλά αν δεν επιθυμούμε να ψηφίζουμε εμείς για τον κάθε νόμο, μπορούμε να αφήσουμε την νομοθετική διαδικασία στους πολιτικούς και εμείς να ελέγχουμε την «εργασία» τους μέσω των προαιρετικών – ακυρωτικών δημοψηφισμάτων. Παρόλα αυτά, θα υπάρχουν πάντα οι στιγμές που οι πολιτικοί δεν θα θελήσουν (από άγνοια ή δόλο) να ανοίξουν τον δημόσιο διάλογο για κάποια θέματα. Το δημοψήφισμα πρωτοβουλίας πολιτών έρχεται εκεί να καλύψει το κενό.

Έτσι οι Ελβετοί μπορούν να ζητήσουν να προστεθεί στο Σύνταγμα τους οποιαδήποτε θέση – πρόταση επιθυμούν. Αρκεί να συλλέξουν 100.000 υπογραφές σε διάρκεια 18 μηνών και στην συνέχεια να «κερδίσουν» το δημοψήφισμα. Η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να αντιπροτείνει μια δική της θέση και ο Ελβετός πολίτης μπορεί να επιλέξει την πρόταση των συμπολιτών του, την πρόταση της κυβέρνησης, και τις δύο ή και καμία από αυτές.

Συχνά η ομάδα που καλεί το δημοψήφισμα γνωρίζει ότι έχει ελάχιστες ή ακόμα και μηδενικές πιθανότητες να κερδίσει το δημοψήφισμα. Παρόλα αυτά, ο θεσμός τούς επιτρέπει να ρίξουν τα φώτα της δημοσιότητας σε ένα θέμα το οποίο θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό και για το οποίο δεν υπάρχει δημόσιος διάλογος. Επίσης, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο η κυβέρνηση να ικανοποιήσει κάποια ή ακόμα και όλα από τα αιτήματα των πολιτών που κάλεσαν το δημοψήφισμα, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να το αποσύρουν. Στην στήλη «αποσυρθέντα» του πίνακα, βλέπουμε ότι περίπου ένα στα τρία δημοψηφίσματα τελικά δεν έφθασε στις κάλπες.

Ας δούμε ένα παράδειγμα των παραπάνω. Κάποια στιγμή, την δεκαετία του 80, μια ριζοσπαστική ομάδα της αριστεράς προκάλεσε δημοψήφισμα με αίτημα την κατάργηση του ελβετικού στρατού. Το δόγμα της Ελβετίας όσο αφορά την ουδετερότητα της είναι αυτό της ένοπλης ουδετερότητας. Ο ελβετικός στρατός είναι ιερή αγελάδα για τους Ελβετούς και αυτός είναι ο λόγος που σχεδόν όλος ο πολιτικός κόσμος θεώρησε ότι το αίτημα δεν θα υποστηριχθεί ούτε από ένα 10% των πολιτών. Ένα από τα αιτήματα των πολιτών ήταν και η καθιέρωση εναλλακτικής – ως προς την υποχρεωτική στρατιωτική – κοινωνικής θητείας. Όταν το δημοψήφισμα διεξήχθη το 1989 το αποτέλεσμα ήταν μια έκπληξη για όλους. Η συμμετοχή ανήλθε στο 70% και το ποσοστό των Ελβετών οι οποίοι υποστήριξαν την κατάργηση του ελβετικού στρατού έφτασε το 35,6%! Όταν μετά από δύο χρόνια διεξήχθη νέο δημοψήφισμα το οποίο ζητούσε το δικαίωμα να μπορεί να επιλέξει κανείς εναλλακτική κοινωνική θητεία, το αποτέλεσμα ήταν υπέρ της πρότασης με ποσοστό 82,5%! Στην συνέχεια, η ίδια ομάδα, ζήτησε και κατάφερε να καλέσει νέο δημοψήφισμα με αίτημα και πάλι την κατάργηση του στρατού. Το ποσοστό των Ελβετών που τους υποστήριξε αυτή την φορά μειώθηκε στο 21,9%. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο θεσμοί των δημοψηφισμάτων είναι σημαντικός πυλώνας της δημοκρατία.

Ένα δεύτερο αλλά αντίστοιχα απαραίτητο στοιχείο είναι η ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΠΟΙΗΣΗ. Ο μόνος τρόπος να μην επιτρέπουμε στην εξουσία (κρατική, κομματική, ολιγαρχική) να μας δυναστεύει, είναι να διασπάσουμε την ισχύ της σε μικρότερους – και σε δυναμική ισορροπία μεταξύ τους – πόλους εξουσίας. Έτσι, το κάθε καντόνι στην Ελβετία έχει την δική του Βουλή, το δικό του Σύνταγμα, ελέγχει σχεδόν απόλυτα την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, την αστυνομία και την δικαιοσύνη. Μέσω της ομοσπονδοποίησης αφαιρείται εξουσία από το απρόσωπο και απάνθρωπο κεντρικό κράτος για να μεταφερθεί στην ίδια την κοινωνία, στους ίδιους τους πολίτες.

Και κάποια σχόλια …επί του πιεστηρίου.

Οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί στην Ελβετία έχουν ιστορία από τον δωδέκατο αιώνα. Η δημοκρατία άνθησε πρώτα σε τοπικό επίπεδο και στην συνέχεια κατέκτησε τα καντόνια και τελικά ολόκληρη την ομοσπονδία.

Το ποσοστό συμμετοχής των Ελβετών στα δημοψηφίσματα είναι σταθερά μεγαλύτερο από αυτό που απολαμβάνουν οι εκλογές των αντιπροσώπων τους. Αν αυτό το δούμε σε μια λογική ορίου (με την μαθηματική έννοια) θα μπορούσε να καταλήξει ακόμα και στην ΚΛΗΡΩΣΗ των Ελβετών βουλευτών. Ο Ελβετός ψηφοφόρος δεν δείχνει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα άτομα που θα τον αντιπροσωπεύσουν, εφόσον ξέρει ότι υπάρχουν θεσμοί για να ανακαλέσει τον οποιονδήποτε πίσω στην δημοκρατική τάξη.

Τα δημοψηφίσματα και η ομοσπονδοποίηση είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές ως συνθήκες για την ύπαρξη της δημοκρατίας. Με απλά λόγια, τα παραπάνω δεν αρκούν για να μας εξασφαλίσουν την δημοκρατία αλλά σίγουρα, η απουσία τους σημαίνει και απουσία της δημοκρατίας.

 Πέτρος Βουρλής
referendumsforgreece.wordpress.com



2.
Μαθήματα από τα δημοψηφίσματα στην Ελβετία


Τα πρόσφατα δημοψηφίσματα στην Ελβετία σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως και στην Ελλάδα. Δυστυχώς για άλλη μία φορά φαίνεται να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Αντί να δούμε την θαυμαστή αυτή διαδικασία μέσω της οποίας οι Ελβετοί πολίτες συμμετέχουν στο πολιτικό γίγνεσθαι για οτιδήποτε και οποτεδήποτε το επιθυμούν, εστιάζουμε στο αποτέλεσμα που αφορά εντέλει μόνο τους Ελβετούς και την κοινωνία τους.
Με αφορμή διάφορα κείμενα και σχόλια τα οποία διαβάσαμε στο διαδίκτυο, θα σημειώσω κάποια πολύ συχνά λάθη που κάνουν όσοι αναγκάζονται, μάλλον με κάποια δυσαρέσκεια, να μιλήσουν για τα δημοψηφίσματα ως θεσμό.
1. Η πλειοψηφία στο συγκεκριμένο δημοψήφισμα ήταν ισχνή (50,3%) αλλά η συμμετοχή ανήλθε στο 55,8%. Το 2011 η συμμετοχή των Ελβετών στις εκλογές για την ανάδειξη της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν 49,1%. Θα μπορούσε έτσι να πει κανείς ότι οι Ελβετοί δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το ποιος θα τους αντιπροσωπεύσει αφού διαθέτουν τους θεσμούς (τα δημοψηφίσματα) μέσω των οποίων μπορούν να επαναφέρουν τους αντιπροσώπους τους στην τάξη.

2. Τα γερμανόφωνα καντόνια παρουσιάστηκαν ως περισσότερο «συντηρητικά». Δεν είμαι καθόλου βέβαιος για το αν ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά είναι σίγουρο ότι είναι πολύ περισσότερο «αμεσοδημοκρατικά» από τα αντίστοιχα γαλλόφωνα, με τα ιταλόφωνα να βρίσκονται κάπου στη μέση. (Frey & Stutzer – Happiness and Economics σελ.192)

3. Οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας είναι μάλλον άγνωστοι στην Ελλάδα και σίγουρα δεν υποστηρίζονται από κανένα πολιτικό χώρο. Σύσσωμη η ελληνική πολιτική ελίτ όλων των αποχρώσεων, όταν μιλά περί δημοκρατίας αναφέρεται κυρίως στον -δήθεν αντιπροσωπευτικό- κοινοβουλευτισμό. Αν διατηρείτε επιφυλάξεις, κάντε το εξής: ψάξτε σε μία μηχανή αναζήτηση για «άμεση δημοκρατία” και στην συνέχεια κάντε το ίδιο με το “direct democracy”. Αυτό το οποίο είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό στην Ελλάδα. Στην χώρα που πρωτοεμφανίσθηκε η δημοκρατία.

4. Η δημοκρατία δεν είναι ούτε άμεση ούτε έμμεση, ούτε φυσικά αντιπροσωπευτική. Η δημοκρατία είναι μία, και με απλά λόγια σημαίνει ότι οι πολίτες αποφασίζουν για οτιδήποτε και οποτεδήποτε το επιθυμούν. Φυσικά εντός των ορίων του Συντάγματος το οποίο έχουν οι ίδιοι (με έναν άμεσο ή έμμεσο τρόπο) συγγράψει. Δυστυχώς είμαστε αναγκασμένοι (για ευνόητους λόγους) να χρησιμοποιούμε τον όρο “θεσμοί άμεσης δημοκρατίας” για να εκφράσουμε το αυτονόητο για μία πραγματική δημοκρατία: αυτοί που δικαιούνται να αποφασίζουν είναι μόνο οι πολίτες. Αυτή την στιγμή το βέλτιστο πολιτικό βήμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να «μπολιάσουμε» τα αντιπροσωπευτικά πολιτικά συστήματα με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας.

5. Υπάρχει όμως κάτι με το οποίο θα συμφωνήσω με όσους δεν υποστηρίζουν τους θεσμούς αυτούς. Είναι όντως επικίνδυνα τα δημοψηφίσματα που καλούν μόνον οι πολίτες. Το ερώτημα είναι, για ποιον; Και η απάντηση είναι απλή: για όσους, ερήμην ημών, αποφασίζουν για το μέλλον μας. Εξυπηρετώντας τους λίγους και ενάντια σε όλους εμάς.

6. Σε ένα δημοψήφισμα το τι θα τεθεί στη λαϊκή κρίση το επιλέγει μόνο ο λαός. Δεν υπάρχουν ζητήματα “οριακής φύσης”. Υπάρχουν απλά, ζητήματα που οι πολίτες τα θεωρούν σημαντικά και αποφασίζουν αυτοί μέσω δημοψηφίσματος, και ζητήματα άλλα τα οποία, πάλι οι πολίτες, θεωρούν ήσσονος σημασίας και για τα οποία αποφασίζουν οι αντιπρόσωποί τους στη Βουλή. Έτσι λειτουργεί μια πραγματική δημοκρατία.
7. Συχνό επιχείρημα ενάντια στα δημοψηφίσματα είναι ότι αυτά απλουστεύουν σύνθετα ζητήματα και απαντούν καταφατικά ή αποφατικά με μία λέξη, ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ. Μα αυτό ακριβώς δεν είναι η ουσία κάθε σοβαρής πολιτικής επιλογής; Οι αντιπρόσωποί μας παίρνουν με έναν άλλο τρόπο τις σημαντικές αποφάσεις; Και εντέλει, σε μία δημοκρατία –αν φυσικά μιλάμε για δημοκρατία– ποιος αποφασίζει ποια θέματα είναι σύνθετα; Ποιος δικαιούται να αποφασίζει για αυτά; Αν αυτός δεν είναι οι πολίτες (ενώ οι ίδιοι το επιθυμούν) με ποια δημοκρατική νομιμοποίηση το κάνει; Και για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, αν ένας πολιτικός παρακρατεί ενάντια στην βούληση του λαού, την εντολή που του έδωσε ο τελευταίος, μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία;

8. Γράφτηκε επίσης το καινοφανές επιχείρημα ότι τα δημοψηφίσματα συρρικνώνουν τα περιθώρια πρότερης διαβούλευσης. Αυτό το οποίο συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ακριβώς το αντίθετο: το λιγότερο σημαντικό σε ένα δημοψήφισμα είναι το αποτέλεσμα. Αντίθετα, η μεγάλη του αξία έγκειται στην πολιτικά εκπαιδευτική του λειτουργία: το πλέον σημαντικό σε ένα δημοψήφισμα είναι ο δημόσιος διάλογος πριν την διεξαγωγή του. Στην διάρκεια αυτού του διαλόγου οι πολίτες ενημερώνονται, ανταλλάσσουν επιχειρήματα, συζητούν, διαβουλεύονται, και εντέλει αποφασίζουν για το μέλλον τους. Έτσι, από κάτοικοι ενός τόπου αυτομετασχηματίζονται σε πολίτες του, γίνονται υπεύθυνοι της ζωής και του μέλλοντός τους. Μην ξεχνάμε ότι όπου οι θεσμοί υπάρχουν και λειτουργούν, το χρονικό περιθώριο από την προκήρυξη ενός δημοψηφίσματος μέχρι την διεξαγωγή του (αν φυσικά μιλάμε για λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία) είναι μερικά χρόνια.

9. Σε μία προσπάθεια διάσωσης της αντιπροσώπευσης (στην ουσία ιδιαίτερα ισχνής, αν όχι ανύπαρκτης, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα) διαβάσαμε ότι “Η αρχή της αντιπροσώπευσης είναι πεμπτουσία της δημοκρατίας”. Δεν έχω κάτι να σχολιάσω εδώ. Μιλάμε ελληνικά και αν μη τι άλλο μπορούμε να καταλάβουμε την ετυμολογία της λέξεως δημοκρατία χωρίς να χρειαζόμαστε λεξικό.

10. Τέλος εμφανίσθηκε ξανά το γνωστό και έωλο επιχείρημα σχετικά με το πόσο άργησαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα οι γυναίκες στην Ελβετία. Εδώ πραγματικά δεν καταλαβαίνω εάν πρόκειται για ένα επιχείρημα ενάντια στους Ελβετούς άρρενες-πολίτες ή ενάντια στο θεσμό του δημοψηφίσματος. Και αν οι Ελβετοί άργησαν να επιτρέψουν στις γυναίκες την πολιτική συμμετοχή, τι συνέβη στο Κολοράντο το 1893, την Ουάσινγκτον το 1910, την Καλιφόρνια το 1911, το Όρεγκον το 1912 και την Αριζόνα επίσης το 1912; Σε όλες αυτές τις Πολιτείες, οι άρρενες-πολίτες κάλεσαν οι ίδιοι και αποφάσισαν μέσω δημοψηφίσματος να δώσουν πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες. Για άλλη μία φορά βλέπουμε λοιπόν τους αντιπάλους του θεσμού του δημοψηφίσματος να αναφέρουν το τι συνέβη στην Ελβετία με τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, αλλά να σιωπούν όσον αφορά τα αντίθετα παραδείγματα από τις Η.Π.Α.
Δύο τελευταία, πολύ σημαντικά, σχόλια. 
Πρώτον, σχεδόν σε όλα τα κείμενα που διαβάσαμε στην Ελλάδα σχετικά με τα ελβετικά δημοψηφίσματα της 9ης Φεβρουαρίου γράφτηκε ότι το δημοψήφισμα κάλεσε το ακροδεξιό κόμμα SVP (Swiss People’s Party). Αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια και ο τρόπος που γράφτηκε, δεν βοηθά εμάς τους αναγνώστες να συνειδητοποιήσουμε ότι δημοψήφισμα στην Ελβετία καλούν μόνο οι πολίτες. Φυσικά οποιοδήποτε πρόσωπο, κόμμα, ομάδα ειδικών συμφερόντων και συλλογικότητα μπορεί να ζητήσει από τους Ελβετούς πολίτες να προσυπογράψουν το αίτημα τους για διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Όμως ουδείς πολιτικός ή πολιτικό κόμμα δεν έχει το δικαίωμα να καλέσει δημοψήφισμα χωρίς την υποστήριξη των πολιτών. Έτσι, το SVP συνέλεξε τουλάχιστον 100.000 υπογραφές πολιτών σε διάστημα 18 μηνών και κατάφερε να προκαλέσει δημοψήφισμα λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Όσοι αμφιβάλλετε, μπορείτε να συμβουλευτείτε το ίδιο το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Σύνταγμα όπου, στα άρθρα 138 – 142, θα δείτε τι ακριβώς ισχύει στη μοναδική δημοκρατία των ημερών μας.
Δεύτερον, όλοι όσοι μιλούν απαξιωτικά για τους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, ξεχνούν να αναφέρουν ότι το δημοψήφισμα δεν είναι ένα αλλά τουλάχιστον τριών ειδών:
ακυρωτικό μέσω του οποίου μπορεί να ακυρωθεί οποιοσδήποτε νόμος έχει ψηφιστεί από την Βουλή,
λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία για προτάσεις νόμων από τους πολίτες,
υποχρεωτικό δημοψήφισμα μέσω του οποίου τίθεται σε ψηφοφορία οποιαδήποτε αλλαγή στο Σύνταγμα, η συμμετοχή της χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς και η δέσμευσή της από διακρατικές συμφωνίες.
Υπάρχει βέβαια και ένα τέταρτο είδος δημοψηφίσματος το οποίο αναφέρει ο συνταγματολόγος Ηλίας Νικολόπουλος σε μία καταπληκτική του τοποθέτηση. Είναι αυτό της ανάκλησης αξιωματούχου ή συνολικά της κυβέρνησης. Δείτε την ομιλία του στη “Νέα Ελβετία” (τι σύμπτωση!). Εκεί θα ακούσετε την μόνη σοβαρή πολιτειακή πρόταση ενάντια στην πολιτική μας δυστοπία.
Σας καλώ λοιπόν να σκεφτείτε όλα τα παραπάνω και μετά, αν το επιθυμείτε, να απαντήσετε στο ερώτημα: Θέλετε να γίνουμε Ελβετία;

 

3.
Η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει
την υπέρβαση της εποχής ...


Μπορεί να κατέβη όλη η κοινωνία ενώπιον του κυβερνείου ή της βουλής για να διαδηλώσει την αντίθεσή της στην ακολουθούμενη πολιτική ή στη διαφθορά, ή να το δηλώσει με το μέσον των δημοσκοπήσεων. Το Σύνταγμα εντούτοις εξουσιοδοτεί τον κυβερνήτη να πει ότι γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τις αντιρρήσεις της [...] όλες οι πολιτικές δυνάμεις, και αυτές που δηλώνουν φιλολαϊκές και οι άλλες, από την αριστερά έως την δεξιά, είναι βαθιά ολιγαρχικές [...] Μπορεί να συγκρούονται μεταξύ τους για τη νομή της εξουσίας, αλλά είναι εξ ολοκλήρου αλληλέγγυες στο ζήτημα του αποκλεισμού της κοινωνίας των πολιτών από την πολιτεία [...] η υπέρβαση της κρίσης, προϋποθέτει την υπέρβαση της εποχής μας [...]

Ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Γιώργος Κοντογιώργης, μιλά στην  Κρυσταλία Πατούλη για "το μύθο του γιδοβοσκού που τελικά ποδοπατήθηκε από το καταπονημένο κοπάδι του, ή πώς ο τρόμος της κοινωνίας των πολιτών επικρέμαται πάνω από την κομματοκρατούμενη «πόλη»", συμμετέχοντας στο δημόσιο διάλογο του tvxs.gr.


Γ.Κ.: Από τη δεκαετία του ’80 σε όλο τον κόσμο έχει συμβεί μία μεταβολή κοσμοϊστορικής σημασίας:

Η οικονομία και η επικοινωνία, δύο από τους κεντρικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τη ζωή των ανθρώπων, επέβαλαν την αυτονομία τους από τα σύνορα και την εξουσία του κράτους. Η οικονομία έχει ακτινωθεί στο σύνολο του πλανήτη, η επικοινωνία κάνει γνωστά όλα όσα συμβαίνουν σε κάθε χώρα επίσης στο σύνολο της γης.

 Στον αντίποδα, η κοινωνία (ως πολιτική κατηγορία) και το κράτος (ως πολιτικό σύστημα) έχουν παραμείνει ερμητικά κλεισμένα και στοχάζονται τη λειτουργία τους με τους όρους του 18ου αιώνα.

Αυτό σημαίνει ότι η σημερινή κρίση δεν έχει να κάνει με τις προηγούμενες (είτε οικονομικές είτε πολιτικές) κρίσεις. Οι προηγούμενες κρίσεις, από τον 18ο αιώνα έως τη δεκαετία του ’80, ήταν κυρίωςκρίσεις μετάβασης από τη φεουδαρχία στην πρωτόλεια ανθρωποκεντρική κοινωνία. Αφορούσαν δηλαδή στον αγώνα του κοινωνικού ανθρώπου να απελευθερωθεί ως ατομική οντότητα και να αποκτήσει ορισμένα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα.

Αυτή η (ατομική) ελευθερία και τα κοινωνικο-πολιτικά δικαιώματα δεν ήσαν ασύμβατα με το νεότερο, το σημερινό πολιτικό σύστημα, το οποίο το ενσαρκώνει το κράτος, διότι δεν αγγίζουν την φύση του, ούτε την φύση του οικονομικού συστήματος.

Στην πραγματικότητα, τόσο το οικονομικό όσο και το πολιτικό σύστημα, συνεχίζουν να αναπαράγουν το παλαιό καθεστώς: ανήκουν σε έναν τρίτον, πέραν της κοινωνίας των πολιτών, φορέα, με όρους ιδιοκτησίας.
Η συνάντηση ανάμεσα στην κοινωνία της εργασίας και στην κοινωνία των πολιτών αφενός με τα συστήματα της οικονομίας και της πολιτικής γινόταν και εξακολουθεί να γίνεται εξωθεσμικά: στους δρόμους με διαδηλώσεις ή με απεργίες.
Αυτό σημαίνει ότι τη διαχείριση των συμφερόντων της η κοινωνία των πολιτών δεν επιζητά να την αναλάβει απευθείας η ίδια, όπως συμβαίνει με τα ζητήματα της άμεσης προσωπικής της ζωής, ούτε και να αποκαταστήσει μια θεσμική σχέση με τους φορείς της πολιτικής (ή και οικονομικής) εξουσίας. Έτσι, την πολιτική λειτουργία την ανέλαβαν αυτόκλητοι διαμεσολαβητές (οι κοινωνικές ή πολιτικές δυνάμεις), οι οποίοι, επιζήτησαν τη νομιμοποίησή τους με την υπόσχεση να παρέμβουν στην πολιτική εξουσία ή και να αναλάβουν τη διαχείρισή της, προκειμένου να υπερασπισθούν τα συμφέροντα της.
Για την μεταφεουδαλική κοινωνία, ο εγκιβωτισμός της στον ιδιωτικό χώρο και η ολική εκχώρηση του πολιτικού συστήματος σε τρίτους διαμεσολαβητές, θεωρήθηκε, σε σχέση με το παρελθόν,μεγάλη πρόοδος... Άλλωστε, όχι μόνο οι προτεραιότητές της αλλά και η πολιτική της εμπειρία προδιέθετε για την ύπαρξη ενός αξιακού συστήματος που θα έθετε σε αμφισβήτηση το ανήκειν του οικονομικού και πολιτικού συστήματος στην ιδιοκτησία.
Μην ξεχνάμε ότι οι αγώνες του 20ου αιώνα έγιναν με πρόσημο το ανήκειν του συστήματος στην ιδιοκτησία ή στο κράτος. Η κοινωνία ήταν και στις δυο ιδεολογίες εκτός.

 Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία δεν αποτελεί μέρος των αξιών της εποχής μας.Έτσι όταν  στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου εισήχθη η καθολική ψήφος στις ευρωπαϊκές χώρες, η Γερμανία, που ήταν η πιο καθυστερημένη κοινωνία στην Ευρώπη και φορτωμένη με πολλά αυταρχικά βαρίδια, εκχώρησε με ολοκληρωτικό τρόπο το σύνολο της πολιτικής εξουσίας στον Χίτλερ.

Η κρίση του ’29 δεν ήταν η αιτία που έκανε την εμφάνισή τους ο Χίτλερ και ο ναζισμός. Ήταν η αφορμή, που επέτρεψε στην κοινωνία, που συγκροτούσε μια απλώς πολιτική μάζα, που δεν συγκροτούσε πολιτική κατηγορία, τον Χίτλερ στην εξουσία. Το ίδιο συνέβη και στη Ρωσία.
Πρόκειται λοιπόν για κρίση που επαγγέλλεται την υπέρβαση του αξιακού και οικονομικο-πολιτικού συστήματος της εποχής του διαφωτισμού, με το οποίο ζήσαμε μέχρι σήμερα. Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της νέας αυτής περιόδου στην οποία εισέρχεται ο νεότερος ανθρωποκεντρικός κόσμος;
Πρώτον, όπως ανέφερα, η ολοκλήρωση για τη Δύση της πρώιμης ανθρωποκεντρικής μετάβασης.Δεύτερον, αλλά εξίσου σημαντικό, η διακτίνωση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη.
Εφεξής, και οι κοινωνίες του λεγόμενου "τρίτου κόσμου", εξήλθαν ως προς το ουσιώδες από τη δεσποτεία, μετέχουν δηλαδή στο ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι. Με μια διαφορά:

 Ενώ η Δύση έφτασε στο τέλος της πρώτης αυτής φάσης και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εγκατάστασή της στη νέα, την επόμενη φάση, το υπόλοιπο του πλανήτη, βιώνει μόλις την είσοδό του σ'αυτήν.

Όχημα και για τις δύο αυτές περιοχές του πλανήτη αποδεικνύεται η τεχνοδικτυακή οικονομία και η επικοινωνία. Στον χώρο του τρίτου κόσμου, αποσαθρώνει τις βάσεις του παλαιού καθεστώτος και δημιουργεί οργανικούς συνεκτικούς δεσμούς με τη Δύση, η οποία οδηγεί τις εξελίξεις, σε μια σχέση κέντρου περιφέρειας.
Μια σημαίνουσα εκδήλωση της σχέσης αυτής είναι το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης, που υποδηλώνει ότι το κοινωνικό πρόβλημα εφεξής επιδιώκεται να επιλυθεί δια της μεταφοράς του στη Δύση. Μια άλλη, εξίσου ενδιαφέρουσα εξέλιξη είναι η οβιδιακή μεταβολή στην έννοια και στο περιεχόμενο της εργασίας, με τη μεσολάβηση της τεχνολογικής καινοτομίας, που αλλάζει άρδην την ίδια την λογική της σχέσης μεταξύ οικονομίας και κοινωνίας.
Στον δυτικό κόσμο, οι εξελίξεις αυτές οδηγούν στην ριζική ανατροπή του αξιακού περιβάλλοντος και των συσχετισμών και, ήδη, στη ρήξη της ισορροπίας ανάμεσα στην κοινωνία, το κράτος/σύστημα και στην οικονομία, υπέρ της καθολικής κυριαρχίας της τελευταίας.
Η ρήξη αυτή "σημαίνεται" επίσης, στο εσωτερικό της οικονομίας, από μια ουσιώδη ανατροπή, υπέρ των δυνάμεων του χρηματοπιστωτικού και του εμπορευματικού κεφαλαίου. Το ίδιον γνώρισμα των δυνάμεων αυτών, που συμβατικά αποκαλούνται "αγορές", είναι ότι προκαλούν μια εσωτερική αναδιανομή,συσσωρεύοντας, εν προκειμένω στη Δύση όπου εδρεύουν, τον πλούτο που δημιουργείται από την παραγωγική οικονομία, σε έναν περιορισμένο κύκλο ανθρώπων.

 Η παραγωγική βάση της οικονομίας όμως έχει ήδη μετακινηθεί στις χώρες του "τρίτου κόσμου". Συμβαίνει έτσι, οι μεν θέσεις εργασίας, που ανάγονται στην κλασική παραγωγική διαδικασία, να δημιουργούνται στον "τρίτο κόσμο", ο δε πλούτος να μεταφέρεται, και μαζί του το εκεί κοινωνικό πρόβλημα, στη Δύση.

Ο πλούτος ακριβώς αυτός, στη Δύση, παράγει τεράστια πολιτική δύναμη, χωρίς ωστόσο να δημιουργεί αναλόγως θέσεις εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος της εργασίας στη Δύση δεν έχει σχέση με εκείνον της προ του Ψυχρού Πολέμου περιόδου.

Κρ.Π.: Επομένως, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας είναι η αιτία της ανατροπής των συσχετισμών στις δυτικές κοινωνίες;

Γ.Κ.: Ο καταμερισμός αυτός στο εσωτερικό της οικονομίας, η πλανητική της διακτίνωση και η οριζόντια (διακρατική) κινητικότητα της εργασίας, αποτελούν την πρώτη αιτία της πολιτικής αδυναμίας, στην οποία έχει περιέλθει η κοινωνία των πολιτών.

Εκδήλωση της ανατροπής αυτής είναι η συντελούμενη στις μέρες μας ολοκληρωτική αποδόμηση της σχέσης εργασίας και ιδιοκτησίας επί του συστήματος, με άμεση ορατή εκδήλωση τη μεταβολή της εργασίας, από σχέση δημοσίου δικαίου, σε εργασία εμπόρευμακαι ο μονοσήμαντος προσανατολισμός του σκοπού της πολιτικής στο συμφέρον των αγορών.

Εντούτοις, μια πιο εμπεριστατωμένη ματιά στα γεγονότα αποκαλύπτει ότι η υπέρμετρη ισχύς των αγορών, δεν είναι πρωτογενής. Οφείλεται στο ότι η μεν, οι παράμετροι της οικονομίας και της επικοινωνίας, έχουν μεταβεί στο μέλλον, κινούνται σε κοσμοσυστημικό επίπεδο, οι δε, κοινωνία και πολιτεία, παραμένουν ερμητικά έγκλειστες στο παρελθόν, ουσιωδώς στον 18ο αιώνα.

 Η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που εγκαθιδρύθηκε με αφετηρία τον 18-19ο αιώνα, ανεξαρτήτως των εννοιολογικών ακροβασιών που την επενδύουν, υφαίνεται εξωθεσμικά. Η κοινωνία δεν μετέχει στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων και ρητώςτο συμφέρον της δεν εγγράφεται στο σκοπό της πολιτικής.

Συμβαίνει λοιπόν, στο νέο περιβάλλον που δημιούργησε η κοσμοσυστημική ανάπτυξη της οικονομίας και της επικοινωνίας, η εξωθεσμική/εξωπολιτειακή συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, να μην παράγει εφεξής αποτέλεσμα.
Ουδείς από τους πολιτικούς διαμεσολαβητές έχει λόγους να συνεκτιμά την κοινωνία, καθώς  αντλούν νομιμοποίηση αποκλειστικά από τους μηχανισμούς και τις σχέσεις δύναμης που υφαίνονταιγύρω από το κράτος. Το πολιτικό κόστος, συνδέεται με τις αντιδράσεις των δυνάμεων αυτών, ενώ η κοινωνική συνοχή μετριέται πια με γνώμονα όχι την κοινωνία των πολιτών, αλλά με τις αντοχές και τις ανοχές της έναντι των πολιτικών αποδόμησης που την οδηγούν στο περιθώριο.

Με λίγα λόγια, η παντοδυναμία των αγορών είναι απόρροια του πλανητικού τους αναπτύγματος, οφείλεται όμως στο γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα και, επομένως, η σχέση κοινωνίας και πολιτικής, παρέμεινε ανάλλακτη.

Το χειρότερο είναι ότι προσεγγίζεται ως μια πραγματικότητα, που δεν υπόκειται  στην εξέλιξη. Εκτιμώ ότι η προσέγγιση αυτή της πολιτείας, είναι ανιστορική και, σε κάθε περίπτωση, βαθιά συντηρητική.
 
Εάν αντιμετωπίσουμε την σημερινή πολιτεία ως την πρώιμη φάση της ανθρωποκεντρικής μετάβασης, όπως πράγματι είναι, τότε θα συνομολογήσουμε ότι οι αγορές έγιναν παντοδύναμες και έθεσαν σε μονοσήμαντη ομηρία την πολιτική τάξη, επειδή η βούληση της κοινωνίας απουσιάζει από την πολιτεία.

Κρ.Π.:Και πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να ανατραπεί;


Γ.Κ.: Εάν υιοθετήσουμε τον συλλογισμό αυτόν, εάν επομένως συμφωνήσουμε ότι η κρίση είναι προεχόντως πολιτική, οφείλουμε να την αντιμετωπίσουμε με πολιτικούς όρους.
Δεν εννοώ, προφανώς, να σταματήσουμε την εξέλιξη και να επανέλθουμε στο παλαιού τύπου κράτος, ούτε να προκρίνουμε την δεοντολογία, ορθώνοντας έναν κώδικα συμπεριφοράς των κατόχων της εξουσίας, έναντι της κοινωνίας. Η εξέλιξη δεν σταματά παρά μόνο με την ακύρωση της ανθρωποκεντρικής προοπτικής των κοινωνιών. Και η δεοντολογία σταδιοδρομεί όπου οι κοινωνίες είναι εξοβελισμένες από το πολιτικό σύστημα και ο ηγέτης δεν υπόκειται σε έλεγχο και, ακόμη περισσότερο, σε περιορισμούς κατά την άσκηση της εξουσίας.
Η λύση λοιπόν δεν μπορεί να δοθεί παρά μόνο με ρυθμίσεις που θα μεταβάλουν τους συσχετισμούς, ώστε και η πολιτεία και, κατ'επέκταση, η κοινωνία να μεταβούν στο μέλλον.

Πως θα γίνει αυτό; Στην φάση που διέρχεται ο ανθρωποκεντρικός κόσμος σήμερα, αποκλείεται η αναζήτηση λύσεων σε κοσμοσυστημικό/πλανητικό επίπεδο, με τη συγκρότηση για παράδειγμα ενός κοσμοκράτους. Άλλωστε, το ζήτημα δεν είναι να συγκροτηθεί ένα ακόμη κράτος, που θα ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα, αλλά ένα νέο πολιτικό σύστημα που θα αναδιαμορφώνει τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, προκειμένου να ανασταλεί η μονοσήμαντη ομηρία της τελευταίας από τις δυνάμεις των αγορών.

Θα πρέπει να έχουμε κατά νουν ότι στις ανθρωποκεντρικές κοινωνίες συντρέχει μια αδήριτη "νομοτέλεια":
όσο οι αγορές αυτονομούνται, αναπτυσσόμενες σε κοσμοσυστημικό/πλανητικό επίπεδο, τόσο οι κοινωνίες θα επιχειρούν να ελέγξουν την πολιτεία για να εξισορροπήσουν την δύναμή τους. Αυτό μπορεί, υπό τις παρούσες συνθήκες, να συμβεί αποκλειστικά εντός του κράτους.
 
Και, στο πλαίσιο αυτό, είναι εξίσου σαφές ότι δεν μπορεί να αλλάξει η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής εντός του παρόντος συστήματος, χωρίς να θιγεί η θεμέλια βάση της νεοτερικής πολιτείας.   Επομένως, δεν αρκεί η αναθεώρηση του Συντάγματος, μια διαφορετική διαρρύθμιση των εξουσιών ανάμεσα στον πρόεδρο ή στο κοινοβούλιο ή στην κυβέρνηση, για να υπερβούμε την κρίση. Αυτά, είναι λεπτομέρειες που αφορούν την εσωτερική δομή της εξουσίας, την οποία ενσαρκώνει το κράτος.  

Κρ.Π.: Και άρα;

Γ.Κ.: Πρώτον, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι είναι και τι δεν είναι το παρόν σύστημα.
 
Το πολιτικό σύστημα της εποχής μας δεν είναι, παρόλα τα ψεύδη που διδάσκει η ολιγαρχική διανόηση, ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε δημοκρατικό. Η συνειδητοποίηση αυτή, είναι εκ των ων ουκ άνευ για να πάψουμε να είμαστε εγκιβωτισμένοι στο παρελθόν, σε μια στρεβλή και ιδίως συντηρητική και αδιέξοδη λογική. Η απελευθέρωσή μας από τις βεβαιότητες που μας σέρβιραν οι νεοτερικές ελίτ, ήδη από την εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού είναι πια θεμελιώδης για να μεταβούμε στο μέλλον.

Πρέπει να πω ότι η μάχη των εννοιών είναι αδυσώπητη, γιατί προϋποθέτει εσωτερική κάθαρση, τησυγκρότηση ενός νέου αξιακού συστήματος. Η αποκάθαρση αυτή, είναι αναγκαία για να στοχασθούμε την αιτία της κρίσης. Για να αντιληφθούμε προς τα που κατευθύνεται ο κόσμος. Για να διακρίνουμε την έξοδο, το τι πρέπει να κάνουμε.  
Όσο γρηγορότερα απελευθερωθούμε από τις δουλείες του συντηρητικού πια παρελθόντος, τόσο μικρότερες θα είναι οι αρνητικές για την κοινωνία επιπτώσεις. Εάν δεν το πράξουμε εμείς, θα μας το επιβάλει η ανάγκη, δηλαδή η περαιτέρω κάθοδός μας στον Άδη.
Ώστε, η επίγνωση ότι δεν ζούμε σε καθεστώς δημοκρατίας ή έστω αντιπροσώπευσης, δεν έχει θεωρητική αξία, δεν είναι μέρος μιας διανοητικής άσκησης. Αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την επεξεργασία ενός νέου προτάγματος, που θα μας βγάλει από την κρίση και θα μας οδηγήσει στο μέλλον.
Προσθέτω, επίσης, ότι η διευκρίνιση μέσα μας του τι είναι δημοκρατία, ότι είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την αντιπροσώπευση, ή ότι ο χρόνος κάθε πολιτείας δεν εξαρτάται από την φαντασία μας, αλλά από το στάδιο της ωριμότητάς μας, θα μας επιτρέψει να μην λέμε όλες τις ανοησίες που κυκλοφορούν στην "αγορά" για τα περί "άμεσης δημοκρατίας", "αντιπροσωπευτικής" ή "συμμετοχικής δημοκρατίας" κλπ.
Για να οδηγηθούμε στη δημοκρατία είναι αναγκαίο να διέλθουμε από ένα μεταβατικό στάδιο, που είναι η αντιπροσώπευση.

Η αντιπροσώπευση μεταβάλει την κοινωνία σε μερικό θεσμό της πολιτείας, ανασυγκροτεί τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, υπό το πρίσμα της υποχρεωτικής γέφυρας για τη δημοκρατία. Αλλά δεν είναι η δημοκρατία.

Όσο και αν δεν αρέσει στους θαμώνες της ολιγαρχίας, θεσμοί όπως το δημοψήφισμα, δεν είναι δημοκρατικοί, ουδέ καν αντιπροσωπευτικοί. Ομοίως, η επιλογή ορισμένων, όλως συμπληρωματικών θεσμών, όπως η κλήρωση ή η αρχή της πλειοψηφίας, δεν ορίζουν τη δημοκρατία. Μπορούμε να τους συναντήσουμε και σε άλλες πολιτείες.

Η δημοκρατία δεν είναι ούτε αυτοσκοπός ούτε σύστημα διακυβέρνησης. Είναι η πολιτεία που προόρισται να εμπραγματώσει την καθολική (ατομική, κοινωνική, πολιτική) ελευθερία, εν αντιθέσει προς το σημερινό σύστημα που εγγυάται μόνο την ατομική ελευθερία και ορισμένα κοινωνικο-πολιτικά δικαιώματα.

Κρ.Π.: Ποιά είναι συνεπώς η πολιτεία που θα μας μεταφέρει στο μέλλον;

Γ.Κ.: Η μετάβαση στο μέλλον, που θα αλλάξει τα πράγματα, αξιώνει όπως η κοινωνία θεσμηθεί ως μια σταθερή, ως μια καθημερινή -και όχι ευκαιριακή κατά τη συγκυρία- συνιστώσα της πολιτείας, ότι ακριβώς είναι η βουλή και η κυβέρνηση.
Το επόμενο ερώτημα είναι ποιες αρμοδιότητες θα δοθούν στην κοινωνία/δήμο. Προφανώς ορισμένες από αυτές που προσιδιάζουν στην ιδιότητα του εντολέα.
Ποιες μπορεί να είναι αυτές; Ο καθορισμός του γενικού πολιτικού πλαισίου, όπου θα κινηθεί η πολιτική εξουσία, ο έλεγχος, η (ποινική και αστική) ευθύνη των φορέων της, η ανάκληση των αποφάσεων και του πολιτικού προσωπικού που αποκλίνει από την βούληση της κοινωνίας των πολιτών κλπ.  
Το σύστημα αυτό θα το αποκαλούσαμε αντιπροσωπευτικό. Είναι προφανές, ωστόσο,  ότι η είσοδος της κοινωνίας στην πολιτεία, με πρόσημο την αντιπροσώπευση, θα αλλάξει άρδην και την "ατζέντα" του διαλόγου, επομένως και την φύση της πολιτικής διαδικασίας.

Τελικός αποδέκτης της προεργασίας για την λήψη μιας απόφασης θα είναι εφεξής η κοινωνία/δήμος και όχι ο υπουργός, ο πρωθυπουργός ή η βουλή. Τα τελευταία αυτά σώματα γίνονται προδικαστικά, νομοπαρασκευαστικά, όχι αποφασιστικά.

Οι επισημάνσεις αυτές δείχνουν τελικά τι δεν είναι δημοκρατία. Δημοκρατία δεν είναι η αντιπροσώπευση. Η δημοκρατία καταργεί την αντιπροσώπευση, τη σχέση εντολέα εντολοδόχου και αποδίδει το σύνολο της πολιτείας στην κοινωνία/δήμο. Η τελευταία γίνεται αυτό που σήμερα είναι το κράτος σε σχέση με την πολιτεία. Ο αποκλειστικός της ενσαρκωτής.

Στη δημοκρατία, η κοινωνία κάνει ότι η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, η βουλή και πολλοί άλλοι θεσμοί, μαζί ή χωριστά. Στην αντιπροσώπευση μοιράζονται τις αρμοδιότητες αναλόγως. Στη δημοκρατία, ο πολιτικός ηγέτης είναι απλώς ο κατά συνήθειαν εισηγητής, ο ρήτορας, όχι κυβερνήτης.

Στις μέρες μας, εκτός από την ατομική ελευθερία, ο νεοτερικός άνθρωπος δεν βιώνει ούτε κόκκο κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας. Το τραγικό είναι ότι διδάχθηκε να το πιστεύει το αντίθετο.
Θα έλεγα μάλιστα ότι ο βαθμός της ψευδούς απεικόνισης των εννοιών είναι τέτοιος που φθάνει στο σημείο να ισχυρίζεται ότι η αναγνώριση στον πολίτη ορισμένων δικαιωμάτων εξισώνεται με την απόλαυση της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας. Λάθος μέγα.
Η ελευθερία ορίζεται ως αυτονομία, προϋποθέτει την κατάργηση κάθε "καταμερισμού" στην άσκηση του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού έργου, "το μη άρχεσθαι υπό μηδενός". Άρα η δημοκρατία συγκροτεί μια διαδικασία συσσώρευσης ελευθερίας, πέραν του ατομικού, στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Υπό την έννοια αυτή, αναγγέλλει ένα εντελώς νέο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα.
Οι διευκρινίσεις αυτές είναι αναγκαίες για να αντιληφθούμε ότι στο αξιακό σύστημα του σημερινού κοινωνικού ανθρώπου απουσιάζει όλο εκείνο το υπόβαθρο που συνεπάγεται η έννοια της δημοκρατίας, αλλά αυτής της απλής αντιπροσώπευσης.

Κατά τούτο, το ζήτημα σήμερα τίθεται στην πρωταρχική του μορφή. Πρώτον, με όρους προσομοίωσης της νεοτερικής πολιτείας στην αντιπροσώπευση, και όχι προφανώς στη δημοκρατία. Και δεύτερον, η αντιπροσωπευτική μεταβολή της πολιτείας αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της μεταβολής των συσχετισμών δύναμης, ώστε να πάψει η κοινωνία των πολιτών να χάνει ότι κατόρθωσε να αποκτήσει υπό το παλαιό καθεστώς, πριν ανατραπεί η καθημερινότητά της. Η άσκησή της όμως είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει στην εκκόλαψη του νέου αξιακού μέτρου της κοινωνίας, το οποίο σε βάθος χρόνου θα οδηγήσει στη δημοκρατία.

Κρ.Π.:Οπότε, το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας δεν μπορεί να επαναφέρει του παλαιούς συσχετισμούς. Πώς γίνεται όλη η ανθρωπότητα να αποδέχεται ή να πιστεύει ότι το σύστημά της είναι συγχρόνως και αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό;

Γ.Κ.: Ποια από τα στοιχεία της αντιπροσώπευσης περιέχει το σημερινό πολιτικό σύστημα; Κανένα!Δηλώνει ο πολιτικός ότι είναι αντιπροσωπευτικό, με το επιχείρημα ότι δεν κατέχεται από έναν άρχοντα, όπως ήταν ο Λουδοβίκος, ο απόλυτος μονάρχης. Διακηρύσσει όμως ότι δεν αντιπροσωπεύει την κοινωνία, αλλά το "έθνος", το γενικό όχι το κοινό συμφέρον.

Ποιος ορίζει, ωστόσο, τι είναι εθνικό συμφέρον; Ο ίδιος ο πολιτικός, που θα εφαρμόσει και τις πολιτικές που θα δώσει ο ίδιος εντολή στον εαυτό του! Ο πολιτικός στο νεοτερικό σύστημα είναι και εντολέας και εντολοδόχος!

Άλλωστε, ο ίδιος ομολογεί ότι το κράτος κατέχει την πολιτική κυριαρχία και η κοινωνία είναι ένας απλός ιδιώτης.
Οι ακραιφνείς ολιγάρχες διακινούν συστηματικά την ιδέα ότι η κοινωνία εκλέγει τους πολιτικούςκαι άλλα συναφή.

Αποκρύπτεται ότι η ψήφος δεν περιέχει κανένα στοιχείο, ούτε αντιπροσώπευσης, ούτε δημοκρατίας. Είναι μια πράξη νομιμοποίησης ενός πολιτικού προσωπικού, που διαμόρφωσανοι "μηχανισμοί" που νέμονται το κράτος. Το να επιλέξουμε το άλφα αντί του βήτα κόμματος, τον γάμα αντί του δέλτα ηγέτη είναι άνευ σημασίας, αφού μετά την ψήφο, καθιερώνεται ρητώς το ανεύθυνο, το ανεξέλεγκτο και το ανέκκλητο του πολιτικού.

Εάν θέσετε το ερώτημα σε κάποιον ολιγάρχη της καθημερινότητας, πως εξηγεί το γεγονός ότι κατοχυρώνεται συνταγματικά το δικαίωμα του πολιτικού να αγνοεί τις προεκλογικές του υποσχέσεις, αμέσως την επομένη, θα σας κοιτάξει με έκπληξη και είναι βέβαιο ότι θα σας εγκαλέσει για λαϊκισμό. Το ίδιο θα πράξει εάν του επισημάνετε ότι το "κράτος δικαίου" ισχύει για όλους εκτός από την πολιτική τάξη.  

Για τους θιασώτες της νεοτερικότητας, δημοκρατία είναι η δυνατότητα του πολίτη να διαδηλώνει. Όχι η υποχρέωση της κυβέρνησης να ακροάται και να συνεκτιμά την κοινωνική βούληση. Μπορεί, επομένως, να κατέβη όλη η κοινωνία ενώπιον του κυβερνείου ή της βουλής για να διαδηλώσει την αντίθεσή της στην ακολουθούμενη πολιτική ή στη διαφθορά, ή να το δηλώσει με το μέσον των δημοσκοπήσεων. Το Σύνταγμα εντούτοις εξουσιοδοτεί τον κυβερνήτη να πει ότι γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τις αντιρρήσεις της. Αυτός γνωρίζει τι είναι καλό γι αυτήν, όχι η ίδια…

Ας αναλογισθούμε ποιες θα ήσαν οι πολιτικές της κυβέρνησης εάν οι αποφάσεις της όφειλαν να έχουν την εκπεφρασμένη κάθε φορά εκτός συναίνεση της κοινωνίας. Εάν δηλαδή αντί για εντολοδόχος της τρόικας, όφειλε να λειτουργεί θεσμικά ως εντολοδόχος της κοινωνίας των πολιτών.

Κρ.Π.: Με ποιόν τρόπο λοιπόν θα μπορούσε "η κοινωνία να μπει στην πολιτική";

Γ.Κ.: Πρώτα πρέπει να διευκρινίσουμε τι μας ενδιαφέρει. Να δούμε την κοινωνία να εκκλησιάζεται στην Πνύκα, στην πλατεία Συντάγματος, κάπου τέλος πάντων; Ή να αντλήσουμε τη βούληση της κοινωνίας; Ο σκοπός που εκκλησιάζονταν οι Αθηναίοι στην Πνύκα, ήταν ένας τρόπος για να διαμορφώσουν τη βούλησή τους, επομένως για να πάρουν αποφάσεις!

Βεβαίως, αν κάνουμε μια προβολή στο μέλλον, ο τρόπος που μια κοινωνία θα συγκροτείται και θα λειτουργεί ως δήμος, η ίδια η συγκρότηση του πολιτικού συστήματος, θα πρέπει να αναζητηθεί στο επίπεδο της τεχνολογίας της επικοινωνίας, κάτι σαν το ιντερνέτ που γνωρίζουμε σήμερα.

Στο σημερινό στάδιο έχουμε ήδη ορισμένους απλούς, αλλά αλάνθαστους τρόπους να αναζητήσουμε την κοινωνική βούληση. Με την ηλεκτρονική ψηφοφορία, όπου θα δοθεί στον κάθε πολίτη η δυνατότητα, μετά από ενημέρωση και διάλογο, να ψηφίζει για κάθε θέμα ή να ελέγχει, να ανακαλεί κλπ. τους πολιτικούς, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Υπογραμμίζω την επισήμανση ότι η έννοια του δήμου, δηλώνει την συγκρότηση της κοινωνίας των πολιτών σε διαρκή θεσμό, κατά το ανάλογο της κυβέρνησης ή της βουλής και όχι επ'ευκαιρία. Θα προσέθετα, ακόμη, κάτι απλούστερο:
Τη δημιουργία ενός διαρκούς δημοσκοπικού δήμου: Είτε με τον συμβατικό τρόπο των δημοσκοπήσεων είτε με μια πιο προωθημένη μορφή, με έναν "ζωντανό" δημοσκοπικό δήμο, ένα δείγμα πολιτών, που θα βουλεύεται και θα αποφαίνεται για τα ζητήματα της ημερήσιας διάταξης της βουλής ή της κυβέρνησης ή που θα εγείρει η ίδια άλλα προς αντιμετώπιση θέματα. Όπως οι δημοσκοπήσεις, έτσι και ο δημοσκοπικός δήμος  παρέχουν ακρίβεια σχεδόν 100%, όταν γίνονται με επιστημονικό τρόπο.  
Άρα, λοιπόν, τρόποι υπάρχουν. Αρκεί να ωριμάσει η σκέψη των κοινωνιών, να υπερβούν τις ολιγαρχικές τους επιφυλάξεις και κυρίως να αντιληφθούν ότι είναι ο μόνος δρόμος για να βγουν από τη σημερινή κρίση, για μεταβούν και αυτές στο μέλλον.
Διότι, το ζητούμενο δεν είναι να ξανα-ρυθμισθούν οι αγορές, αλλά το ποιος πληρώνει το κόστος ή ορθότερα, ποια θα είναι η θέση των κοινωνιών στο οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Το ζητούμενο αυτό, ως διερώτηση έχει μόνο μια απάντηση. Οι κοινωνίες είναι ο λόγος ύπαρξης των αγορών, των κρατών, του παντός. Δεν γίνεται λοιπόν να αντιστρέφεται η λογική του πράγματος και να λειτουργούν ως υποζύγιό τους. Το σύστημα αυτό που θέλει τις κοινωνίες υποζύγια των ιδιοκτητών της οικονομίας και των νομέων της πολιτικής, ανάγεται στο παρελθόν της δεσποτικής βαρβαρότητας, όχι στο μέλλον.

Κρ.Π.: Ας υποθέσουμε ότι οι κοινωνίες απαιτούν την αντιπροσωπευτική τους υποστασιοποίηση στο πολιτικό σύστημα. Πώς όμως θα γίνει αυτό, με δεδομένο ότι οι άρχουσες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις το αρνούνται;


Γ.Κ.: Πρώτη επισήμανση. Η γενική τάση που θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και στο μέλλον θα είναι συγκεκριμένη:

Όσο οι αγορές θα αποκτούν δύναμη, που θα διέρχονται οριζοντίως τα κράτη, θα κινούνται σε κοσμοσυστημικό επίπεδο, τόσο πιο πολύ οι κοινωνίες να επιζητούν μια μεγαλύτερη συμμετοχή στην πολιτεία, ώστε να βαρύνουν στην πολιτική λειτουργία και να εξισορροπήσουν την δύναμή τους. Η αντιπροσώπευση και προοπτικά η δημοκρατία θα κληθούν να αποτελέσουν την απάντηση στο πρόβλημα που τίθεται ήδη.

Σήμερα, η ολοκληρωτική επικράτηση των αγορών, σηματοδοτεί την πολιτική κυριαρχία των δυνάμεων της ολιγαρχίας. Αυτή καθεαυτή η κυριαρχία των αγορών προμηνύει μια μείζονος σημασίας οπισθοδρόμηση του κεκτημένου των κοινωνιών. Στην υπηρεσία της οποίας, συστρατεύονται, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, όλες οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις.
Διότι, όλες οι πολιτικές δυνάμεις, και αυτές που δηλώνουν φιλολαϊκές και οι άλλες, από την αριστερά έως την δεξιά, είναι βαθιά ολιγαρχικές. Όλες εχθρεύονται την πολιτειακή θέσμιση της κοινωνίας και, συνακόλουθα, αντιπροσωπευτική μετάλλαξη της πολιτείας. Μπορεί να συγκρούονται μεταξύ τους για τη νομή της εξουσίας, αλλά είναι εξ ολοκλήρου αλληλέγγυες στο ζήτημα του αποκλεισμού της κοινωνίας των πολιτών από την πολιτεία. Ώστε, η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών υπέρ της κοινωνίας, δεν θα επέλθει με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία.
Δεν πρέπει επίσης να αναμένει κανείς την υιοθέτηση ενός προτάγματος εξόδου προς το μέλλον, από τις κρατούσες πολιτικές δυνάμεις. Ούτε το θέλουν ούτε το μπορούν.
Το γεγονός αυτό κάνει φανερό γιατί ποτέ άλλοτε τους τελευταίους αιώνες δεν υπήρχε τόση πενία ιδεών και προταγμάτων. Η χειραφέτηση της κοινωνίας διέρχεται από την εκπαραθύρωση της κομματοκρατίας, από μια συνολική αντιπαράθεσή της με ότι αναπέμπει στο παρελθόν.

Η ολική εναντίωση με πρόσημο τον εξαναγκασμό της πολιτικής τάξης, προσφέρει δύο ενδεχόμενα: το ένα, να εξέλθουν από αυτήν κάποιες δυνάμεις που θα διακρίνουν τη δυνατότητα της ηγεμονίας τους μέσω του προσεταιρισμού της κοινωνίας. Το άλλο, να αναδειχθούν νέες δυνάμεις από τα σπλάχνα της κοινωνίας, που οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση του ολιγαρχικού κατεστημένου.

Η προοπτική της ολικής απόρριψης της καθεστωτικής πολιτικής τάξης όπως και εκείνη της επανάστασης, τελεί υπό μια προϋπόθεση: Ότι, πέραν του προφανούς, πως ήδη συσσωρεύονται, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, τα σύννεφα μιας σημαίνουσας αμφισβήτησης (ή και εξεγερτικής λογικής, στις κοινωνίες), απουσιάζει μια καίρια παράμετρος:
η αποπροσωποποίηση της ευθύνης και, περαιτέρω, η απόδοσή της στην πολιτειακή πηγή της. Η επισήμανση της παραμέτρου αυτής μας επαναφέρει επομένως στην αρχική μας σκέψη.

 Ότι η υπέρβαση της κρίσης, προϋποθέτει την υπέρβαση της εποχής μας, δηλαδή των βεβαιοτήτων μας. Απαιτείται πρωταρχικά η μεταβολή προτάγματος και, πρωταρχικά, σεμια επανάσταση στο πεδίο των εννοιών. Που θα απολήξει στη διαμόρφωση νέων ιδεών με πρόσημο τη διεύρυνση της ελευθερίας και,  σε τελική ανάλυση, στη μετάβαση στην αντιπροσωπευτική πολιτεία του μέλλοντος.   

Οπωσδήποτε όμως, η κοινωνική δυναμική περιέχει ένα στοιχείο απροσδιοριστίας, σε σχέση με τη δυνατότητα του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου, να ελέγχει τις εξελίξεις. Ο μύθος του γιδοβοσκού, που τελικά ποδοπατήθηκε από το καταπονημένο κοπάδι του, είναι από την άποψη αυτή διδακτικός, για όσους τουλάχιστον μπορούν να εξέλθουν της αλαζονείας τους και να ανιχνεύσουν τις εξελίξεις.
Σήμερα, λοιπόν, το διακύβευμα είναι πολυσήμαντο, αλλά σαφείς τις προδιαγραφές του.-

*Ο Γιώργος Κοντογιώργης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και ασχολείται με τη «μεταβολή πολιτειών» όπως και την κατασκευή των εννοιών δημοκρατία, αντιπροσώπευση και την εξέλιξη -ειρηνικά ή επαναστατικά- των πολιτικών συστημάτων.

http://contogeorgis.blogspot.com/.

 
'' (...) Το μόνο ανάχωμα απέναντι στη διεθνή των αγορών είναι η πολιτική συλλογικότητα των κοινωνιών. Για να σφυρηλατήσεις τη συλλογικότητα του κοινωνικού σήμερα χρειάζονται δυο πράγματα: ισχυρό ταυτοτικό υπόβαθρο (έθνος) και πολιτειακή θέσμιση του κοινωνικού υποκειμένου. Το υποκείμενο αυτό σήμερα, λέγεται έθνος. Τα δυο αυτά στοιχεία στοιχειοθετούν σήμερα την έννοια της προόδου. Εάν η κοινωνία κατέχει το «ελέγχειν» και το «ευθύνειν» της πολιτικής δεν χρειάζεται φροντίδα. Θα βρει μόνη της το δρόμο της αναδιανομής του οικονομικού προϊόντος, της δικαιοσύνης, της ευτυχίας. Εάν η κοινωνία αποτελεί πολιτική κατηγορία, θα λειτουργεί σε καθημερινή βάση ως θεσμός της πολιτείας. Εφεξής η πολιτική τάξη θα συνεκτιμά στις πολιτικές της την κοινωνική βούληση και όχι μονοσήμαντα το συμφέρον των αγορών ή των συγκατανευσιφάγων του κράτους.  (...)  για να ανατρέψουν οι κοινωνίες των πολιτών την πολιτική κυριαρχία των αγορών, που δημιουργεί τις περιοδικές κρίσεις και την εξαθλίωση, πρέπει να πάψουν να κινούνται όπως στο παρελθόν, δηλαδή να θεωρούν ότι η θέση τους είναι αυτονοήτως στην ιδιωτεία και ότι, ως εκ τούτου, η πολιτική τους αρμοδιότητα εξαντλείται μόνο στις διαδηλώσεις και στις απεργίες, ή στην χειραγώγησή τους από τους κομματικούς, τους συνδικαλιστικούς και άλλους απίθανους "ινστρούκτορες" ή "αγκιτάτορες".    (...)   Για να μην γίνει μη ανατάξιμη η καταστροφή της χώρας και να μην πληρώσει το συνολικό κόστος η κοινωνία με την εξαθλίωσή της, ένας τρόπος υπάρχει. Να ορθώσει τη συλλογικότητά της απέναντι στην λεηλατική, παρασιτική και γι'αυτό περιδεή και πρόσφορη σε κάθε εξάρτηση πολιτική τάξη. Αναφέρομαι στο σύνολο της πολιτικής τάξης χωρίς καμία εξαίρεση, διότι απλούστατα όλες μαζί συναντώνται στο ζήτημα της διατήρησης της αυτονομίας και των προνομίων τους απέναντι στην κοινωνία.Η κοινωνική συλλογικότητα γίνεται εκρηκτική όταν συγκροτείται σε σώμα. Καμία δύναμη δεν μπορεί να της αντισταθεί.(...) Να αποκτήσουμε συνείδηση του κοινού μας τόπου, αντί να γινόμαστε προαπαιτούμενο της κομματοκρατίας. Να αντιληφθούμε ότι η λύση δεν διέρχεται από την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, αλλά από την μεταβολή της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. ''