Παύλος Σάμιος


 Eκείνο που μας φέρνει κοντά στον Παύλο Σάμιο είναι ότι όλα τα έργα του είναι έργα ελληνικά, πέρα για πέρα... H Γυναίκα, αυτή η λιγνή φιγούρα με τα μακριά χυτά μαλλιά, ο Eρωτας, το ζευγάρωμα, όπου μπαίνει και η φιγούρα του Aντρα και, βέβαια, η Φύση, η θάλασσα, το μισοφέγγαρο που μας κλείνει το μάτι, κρατώντας το φανάρι στο σμίξιμο του άντρα με τη γυναίκα, ακόμα και στον ύπνο τους! Στα όνειρά τους είναι μαζί, γυρτοί στο τραπέζι με τα μισογεμάτα ποτήρια του κρασιού, ή δίπλα στο κύμα, μια καλοκαιριάτικη νύχτα, από αυτές που μόνο στην Eλλάδα βρίσκεις... Eίναι και τα αποτυπώματα που αφήνει ο ζωγράφος στο πέρασμά του από κάθε έργο του: η εμμονή στη γυναίκα μέσα από τις κόκκινες ψηλοτάκουνες γόβες, ή το κουτί τσιγάρων, το κόκκινο Σαντέ, ο αναπτήρας πλάι στα άδεια πιάτα. Eίναι, βέβαια, και η μοναξιά, με τη μορφή γυναίκας και αυτή, μέσα στο παλαιικό καφενείο με τα μαρμάρινα τραπεζάκια και τους καθρέφτες. Ή στην πόρτα, ορθή, να περιμένει... Aυτή η εξαιρετική ανθολογία αισθημάτων, οι ανεξίτηλα χρωματιστές στιγμές από σύμπαν καθενός και καθεμιάς, είναι ο Παύλος Σάμιος που τον γνωρίσαμε πολύ νέο στην Aίγινα, ορκισμένο μαθητή του μεγάλου ζωγράφου Nίκου Nικολάου, με την κατατομή, το κυματιστό μαλλί και το βλέμμα Aγωνιστή του ’21. Kαι υποτροφίες πήρε, και έζησε στο Παρίσι κοντά σε σπουδαίους Γάλλους δασκάλους, και εκεί στο ατελιέ του, μπροστά στο καβαλέτο του, ζωγράφιζε τα αγάλματα που έρχονταν να τον επισκεφθούν, η Aφροδίτη με μπράτσα τροφαντά και ο Pωμαίος εκατόνταρχος... H αναδρομική έκθεσή του μας δίνει την ευκαιρία να τα δούμε όλα αυτά, τα παλαιά, τα νέα και τα νεότερα. Oπως, το ζευγάρι με το Ποδήλατο που απευθύνεται στη νέα γενιά του σήμερα αλλά και σε εκείνη του τότε, πολλά χρόνια πριν, ίδιο το μισοφέγγαρο, μάρτυρας του πάθους. Oσο για τα έργα του καλλιτέχνη στην ενότητα «Tο γυμνό στην ιστορία», η τεχνική του, τα χρώματά του και το χιούμορ του τον βοηθούν και τον στηρίζουν «όταν, όπως εξομολογείται, εισβάλλει ειρηνικά στα ατελιέ μεγάλων ζωγράφων, του Γκρέκο, του Tιντορέτο, του Mανέ, του Eνγκρ, του Πικάσο, και συναντά κορυφαία έργα τους, τα οποία ενυπάρχουν στο βάθος των δικών του έργων».

O Παύλος Σάμιος είναι πάντα ο Παύλος Σάμιος, σε όποιο θέμα και αν επιλέξει, έχει προσωπική «σφραγίδα» στη δημιουργία. Kαι μένει προσιτός, «δικός μας».

H αναδρομική έκθεση θα δείξει την όλη του διαδρομή που συνεχίζεται, ως ζωγράφου συναισθημάτων και καταστάσεων. H έκθεση του Mουσείου Mπενάκη στην Πειραιώς 138 συνοδεύεται από μία μονογραφία αφιερωμένη στο έργο του Παύλου Σάμιου από τις εκδόσεις «Mίλητος» σε επιμέλεια της Mαρίας Ξανθάκου, συντρόφου και μούσας του, η οποία επιμελήθηκε και την έκθεση, με τον Kωνσταντίνο Παπαχρίστου στον συντονισμό της έκθεσης. Yπάρχει και άλλος Σάμιος, «ο ζωγράφος που υποδέχεται όλους εμάς στον δικό του κόσμο, στο ατμοσφαιρικό ατελιέ του, στο κέντρο της Aθήνας, όπου “κλείνεται” για να ζωγραφίσει». Oλα αυτά από τη μικρού μήκους ταινία «Samios» σε σενάριο-σκηνοθεσία Mαρίας Γιαννούλη. Στον Mεσαγρό της Aίγινας, η φύση έχει απλώσει χαλί από αγριολούλουδα... H έκθεση θα διαρκέσει ώς τις 11 Iανουαρίου του 2015, γεφυρώνοντας με χρώματα ειρηνικά δύο χρονιές...

Ελένη Μπίστικα:  
''Παύλος Σάμιος, «Zωγραφική Aπολογία», 
αναδρομική έκθεση στο Mουσείο Mπενάκη της Πειραιώς''
 26.11.2014  

 http://www.kathimerini.gr/793521/opinion/epikairothta/politikh/paylos-samios-
zwgrafikh-apologia-anadromikh-ek8esh-sto-moyseio-mpenakh-ths-peiraiws




Σ Χ Ε Τ Ι Κ Α

https://www.facebook.com/pavlos.samios

http://www.samiospavlos.gr/doc/pagetxt7.php#

http://www.samiospavlos.gr/

YOU TUBE-Παύλος Σάμιος

Pavlos Samios - Interview 

  Παύλος Σάμιος-ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ



Πέθανε ο ζωγράφος Παύλος Σάμιος(efsyn.gr/4-2-2021)




















  
 ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΕΜΕΙΝΕ ΜΟΝΗ…

O Frenhofer άρχετυπικός ζωγράφος του μυθιστορήματος του Balzac, παλεύει εναγωνίως να ολοκληρώσει τη (ζωγραφική) εικόνα της πιο ωραίας γυναίκας πού έχει ποτέ δημιουργηθεί.

Αυτός ό (ανύπαρκτος) ζωγράφος θα ανακεφαλαιώσει αλλά και θα προοιωνίσει τη ματαιότητα και τραγικότητα της καλλι­τεχνικής πράξης, αλλά και μία μακρόχρονη ιστορία έμμονης (ανδρών) ζωγράφων για τη (γυναικεία) μορφή, γυμνή συνή­θως. Ό Παύλος Σάμιος μοιάζει, από πολλές απόψεις, με έναν Frenhofer της εποχής μας. Έπϊ τριάντα χρόνια κοπιάζει να ζω­γραφίσει τη γυναίκα. Και αύτη εδώ μοιάζει να είναι ή πιο εμπεριστατωμένη κατάληξη αυτής της πορείας.

Κι όμως αυτή δεν είναι πάντα παρούσα. «Ομως ακόμη κι αν δεν φαίνεται, ή παρουσία της υπονοείται σαφώς: μέσα από αδιαμφισβήτητα σημεία: τραπέζια γεμάτα αντικείμενα, τσι­γάρα, γράμματα, ραδιοφωνάκια, μισοτελειωμένα μπουκάλια και ποτήρια με κρασί, λεφτά καί, επίμονα, τσάντες και, κυ­ρίως, παπούτσια. «Ιχνη κατοίκησης, αλλά καί ίχνη μιας ερω­τικής πάλης, ενός εγκλήματος πού ζητά εξιχνίαση. «Αλλά, ναι, οι γόβες. Μνήμη από το τσαγκαράδικο του πατέρα του, αλλά αναπόφευκτα και ερωτικό φετίχ. Κάτω από τον χειρισμό του Σάμιου, ή γόβα, το κατεξοχήν θηλυκό (με ή χωρίς εισαγωγι­κά) παπούτσι εκτίθεται ως εμμονή στα όρια του παραληρήμα­τος. Με αυτόν τον τρόπο ό θεατής μετατρέπει το αντικείμενο σε φετίχ και αναπτύσσει μία έθιστική σύνδεση μαζί του. Κατά τον Freud το φετίχ αναπτύσσεται γύρω από ένα σημείο δρά­σης μέσα από το οποίο το παιδί κοιτάζει, αλλά αρνείται αυτό πού Βλέπει καί πέφτει σε μία τελετουργία άρνησης δτι ή μητέ­ρα του δεν είναι «ευνουχισμένη». Ό ίδιος έγραφε δτι δταν το φετίχ ζωντανεύει, κάποια διαδικασία διακόπηκε απότομα. Αυτό πού ήταν πιθανότητα, ή τελευταία εντύπωση πού έμεινε πριν από την τραυματική εμπειρία, διατηρείται ως φετίχ. Είναι καί ή τελευταία στιγμή κατά την οποία ή γυναίκα μοροϋσε ακόμη να Ιδωθεί ως φαλλική.

Άλλου ή γυναίκα εμφανίζεται. «Αλλοτε μόνη της, άλλοτε δυο γυναίκες, άλλοτε υπάρχει καί ή παρουσία ενός άντρα, κα­τάκοιτου συνήθως, θύματος του ερωτικού ξεζουμίσματος.

Ευνουχισμένου σχεδόν. Οί γυναίκες αυτές βγαίνουν νικήτριες από αυτή την ερωτική μάχη. «Οπως και ή Όλυμπία του Manet, ή γυναίκα του Σάμιου έχει απόλυτο έλεγχο πάνω στους άνδρες, οι όποιοι την ποθούν και καταλήγουν ξεθεωμένοι μετά από μία νύχτα (υποκριτικού από τη μεριά της;) έρωτα καί, πολύ φτωχότεροι, πιθανότατα. Ή ατμόσφαιρα του μπουρδέλου, του αγοραίου έρωτα, άλλα και της post coitus μελαγ­χολίας διαπερνάει τη ζωγραφική του Παύλου Σάμιου, όπως διαπερνάει και τον δρόμο στον όποιο βρίσκεται το εργαστήριο του, στην «κακόφημη» γειτονιά της Αθήνας. Ό τρόπος που ζωγραφίζει (αυτές) τις γυναίκες μοιάζει να συμπυκνώνει σε ένα κράμα τις τριαντάχρονες ζωγραφικές του περιηγήσεις: Ό Ρicasso και ό μοντερνισμός, ή κλασική άναπαραστατική, ή βυζαντινή κατάργηση της λογικής. «Εκπληξη; Ό Παύλος Σάμιος φέρνει έναν κατεξοχήν «ανατολικό» τρόπο (Βυζάντιο) σ” ένα κατεξοχήν δυτικό θέμα (πορτρέτο, γυμνό) και καταφέρ­νει και τα συνθέτει. Ό εικοστός αιώνας και ή επικράτηση των αντιλήψεων του μοντερνισμού στις εικαστικές τέχνες έφεραν ριζικές αναθεωρήσεις στην αντίληψη των πραγμάτων, άλλα και αντιφάσεις και σύγχυση. Συνήθως το ενδιαφέρον για τον μοντερνισμό εδράζεται στο γεγονός δτι επιτέλους μετακίνησε τη δυτική τέχνη πέρα από την απλή εικονογράφηση των πραγμάτων. «Ομως, τα αιτήματα της νεωτερικότητας και της άποδόμησης του ζωγραφικού χώρου συνυπάρχουν με την «ανακάλυψη» καί επανεκτίμηση έξωδυτικών, «πρωτόγονων» και τελικά παλαιών καλλιτεχνικών μορφών, με τον Ρicasso να έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στο θέμα αυτό. Ό Σάμιος συμπυ­κνώνει μερικά από αυτά τα αιτήματα με τη μορφή προο­πτικών παραμορφώσεων κα’ι δυσαναλογιών στην κλίμακα των σωμάτων ή των αντικειμένων: τα γυναικεία πόδια καί λεκάνη μεγεθύνονται αφύσικα (φετιχιστική εμμονή ή γεωμε­τρικό παιχνίδι;) ενώ οί γόβες, leitmotiv του καλλιτέχνη, στα­θερά αποκτούν γιγαντιαία διάσταση. «Οση καί ή γυναικεία παρουσία (το γυναικείο εγώ;) στο καλλιτεχνικό σύμπαν του Παύλου Σάμιου. Εφόσον λοιπόν το αίτημα της ρεαλιστικής αναπαράστασης καί της προοπτικής απεικόνισης δεν υφίστα­ται πλέον, ανοίγει ό δρόμος για μία διαφορετική, μετά από πολλούς αιώνες, ανάγνωση παλαιών ευρωπαϊκών τεχνών, όπως ή ρωμανική καί (δυνητικά) ή βυζαντινή. Ανήκει όμως ή βυζαντινή τέχνη στο σώμα της δυτικής; Ό μϋθος της συνέχει­ας της δυτικής τέχνης, ήδη πριν από τον μοντερνισμό, κατα­σκευάστηκε πάνω σε μία σειρά οικειοποιήσεις, ξένων προς αυτήν μορφών, με πιο καθοριστικό παράδειγμα την «έπανανακάλυψη» της ελληνορωμαϊκής τέχνης από την Άναγέννηση. Σέ αυτό το πολύπλοκο, είναι ή αλήθεια, θέμα, ό Σάμιος δί­νει, εδώ και δεκαετίες, πειστικές προτάσεις για συζήτηση.

Μια άλλη ενότητα. Μια γυναίκα σχεδόν αναγνωρίσιμη αύτη τη φορά, σε ρεαλιστική απόδοση, μόνη, ευάλωτη πλέον…

Σέ κάποιο έργο ή παρουσία του αδιάκριτου ζωγράφου απο­καλύπτεται μέσα από το είδωλο του στον καθρέφτη. «Ολα προσφέρονται στο βλέμμα (μας). Αδιάκριτοι ήδονοβλεψίες, παρεισδύουμε, εισβάλλουμε στην ιδιωτική ζωή ενός (δύο) ανθρώπου (-ων). Ό θεατής μπορεί να γίνει μάρτυρας αυτής της σχέσης, όμως δεν μπορεί να κάνει πολλά παραπάνω: αναγκάζεται να αναγνωρίσει πώς δεν είναι παρά ένας παρεί­σακτος. Είναι δύσκολο να πειστεί πώς αυτή ή γυναίκα γδύνε­ται γι” αυτόν. Δεν μπορεί να τη μετατρέψει σε (πραγματική) γυμνή. Νιώθουμε ενοχή. Είμαστε μάρτυρες στιγμών και εικό­νων πού δεν θα “πρεπε να μας είναι διαθέσιμες. «Ομως ή τέ­χνη το έκανε πάντα. Ή απλούστερη και πιο προφανής πηγή ενθουσιασμού για τον άνδρα ήδονοβλεψία, γράφει ο Edward Lussie-Smith είναι μια γυναίκα γυμνή και το γυναικείο γυμνό είναι ένα από τα μόνιμα θέματα της ευρωπαϊκής τέχνης. Το παμπάλαιο μοτίβο, ή Αφροδίτη παρατηρούμενη: δλη ή ιστο­ρία της ζωγραφικής θα μπορούσε να γραφεί με βάση αυτό το στοιχείο. «Οτι ό άνδρας καλλιτέχνης είναι ήδονοβλεψίας και το μοντέλο-γυναΐκα είναι το αντικείμενο της ήδονοβλεψίας. Σέ αυτά τα έργα, συχνά στο επίπεδο του non-finito, ό Παύλος Σάμιος Ικανοποιεί τον αδιάκριτο άνδρα θεατή της ζωγρα­φικής του ξεδιπλώνοντας δλο το οπλοστάσιο του γυναικείου αισθησιασμού, χωρίς όμως ποτέ να γδύνει το μοντέλο του. Ταυτόχρονα όμως, και εδώ όπως και στις προηγούμενες πιο θριαμβικές ενότητες αυτής της δουλειάς, ή γυναίκα παραμέ­νει απόλυτα κυρίαρχος του παιχνιδιού. Γιατί όπως έγραφε ό Σαίξπηρ «είναι σοφή, αν μπορώ να κρίνω, και ωραία είναι, αν βλέπουν στ” αλήθεια τα μάτια μου, και αληθινή είναι, όπως έχει αποδείξει, και άρα όπως είναι σοφή, ωραία και αληθινή, θα είναι συνεχώς μέσα στην ψυχή μου».

 Θανάσης Μουτσόπουλος.
 “Και τελικά έμεινε μόνη…: γι` αυτή τη γυναίκα στη ζωγραφική του Παύλου Σάμιου.” 
Στο Samios: Και Τελικά Έμεινε Μόνη… 
Αθήνα: Έκφραση Γιάννα Γραμματοπούλου, 2006. (Κατ. ατ. έκθ.).
http://www.samiospavlos.gr/anafores/kai-telika-emeine-moni/









 













  ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ…

Τι περιμένουν άραγε αυτές οι έγκλειστες γυναίκες; Τα πρόσωπα τους περισσότερα κρύ­βουν και λιγότερα αποκαλύπτουν από την έκ­φραση τους. Τα ημίγυμνα σώματα τους μοιά­ζουν διαθέσιμα, σαν φτιαγμένα για να περιμέ­νουν. Γύρω τους όλος αυτός ο χορός από τα ετερόκλητα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, σαν να έχουν χάσει την βαρύτητα τους, σαν να αιωρούνται στη ρευστότητα του χώρου, που καταργεί τις αποστάσεις και παραμορφώνει τις προοπτικές.
Μήπως είναι ο χώρος του ονείρου, η κατά Φρόυντ επικράτεια του υποσυνείδητου; Μή­πως οι γόβες δεν είναι γόβες; Μήπως η τσάντα δεν είναι τσάντα; Μήπως τα αντικείμενα έχουν αναγορευθεί σε φετίχ; Μήπως κάποιος γνώ­στης των γραμματοσυντακτικών κανόνων της ψυχανάλυσης θα μπορούσε να σου εξηγήσει με ακρίβεια γιατί βρίσκεται εκεί που βρίσκεται εκείνο το χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ, ποιο σύμπλεγμα τοποθέτησε σ” αυτήν ακριβώς τη θέση την κασετίνα των τσιγάρων;
Μήπως η γοητεία του πίνακα εξαντλείται στη συμβολική δυναμική των προσώπων, των αντικειμένων, του ίδιου του χώρου; Η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά, αν ήταν μόνον έτσι.
Γιατί στο σημείο αυτό αρχίσει το πραγματι­κό ενδιαφέρον της δουλειάς του Παύλου Σάμιου, στο σημείο ακριβώς όπου η συμβολική δυ­ναμική του υποσυνείδητου συναντιέται με μιαν άλλην, τη συμβολική δυναμική αυτής της τέχ­νης που καλείται ζωγραφική, που έχει τους δικούς της γραμματοσυντακτικούς κανόνες, που έχει τους δικούς της τρόπους για να μεταμορ­φώνει πρόσωπο και πράγματα, που παραμορ­φώνει τον χώρο με τον εντελώς δικό της τρόπο.
Το ερωτικό βλέμμα πάντα λειτουργεί σαν παραμορφωτικός καθρέφτης, διαστέλλει, συρρικνώνει, πλατειάζει, συμπυκνώνει, ακολουθεί τους δικούς του αφηγηματικούς χρόνους. Ακό­μη κι όταν δεν μπορεί να βρει την έκφραση του. Η φωνή στον έρωτα χάνει τα λόγια της, γίνεται ψίθυρος, βογγητό, αναστεναγμός. Το βλέμμα δε διακρίνει χαρακτηριστικά και αναλογίες. Το βλέμμα εντοπίσει σημεία έντασης, καρφώνεται, παγιδεύεται.
Και η ζωγραφική έρχεται να συλλάβει αυτό το βλέμμα τη στιγμή που το παγιδεύει ο κόσμος του, όταν τα σώματα θυσιάσουν τις αναλογίες τους στον βωμό μιας έντασης, που βρίσκει το σχήμα της και τη μορφή της στην επιφάνεια του πίνακα. Τα σώματα των γυναικών διαγράφονται μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη ενός βλέμματος που αγγίζει τις επιφάνειες για να ομολογήσει την εσωτερικότητα του, σαν εκείνη την μισάνοιχτη πόρτα στο βάθος απ” την οποία μπαίνει λίγο φως. Κι αυτή είναι η ομορφιά τους.
Όσο για το θαύμα -γιατί δεν υπάρχει δημι­ουργία χωρίς κάποιο θαύμα-, αυτό πια είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού: ο χρόνος ταυτί­ζεται με το χώρο, στο χώρο των σωμάτων που παραμένουν έγκλειστα, μαζί με την ονειρική γραμματική τους αντιστοιχεί ένας χρόνος κλειστός, ένας χρόνος φτιαγμένος μόνον από πα­ρόν. Τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν ούτε παρελ­θόν ούτε και μέλλον. Είναι φτιαγμένα μόνον από παρόν. Το θαύμα είναι το παρόν.
Κάποιος άλλος θα μπορούσε να πάει πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα ή και παλιότερα ακόμη, για να βρει αυτήν τη γυναι­κεία τσάντα, αυτές τις γόβες, την ατμόσφαιρα του μπουρδέλου. Θα μπορούσε να μιλήσει για το άγχος της πρώτης φοράς, για τη σχετική συστο­λή, για τις κινήσεις που επαναλαμβάνονται μη­χανικά. Κάποτε ο νεορεαλισμός προσπάθησε να τα δραματοποιήσει όλ” αυτά. Έδωσε κάτι έργα που ενδεχομένως να συγκίνησαν, όμως πάντα έμοιασαν να μιλάνε για κάτι άλλο, πάντα κοιτού­σαν αλλού, σαν για να κρύψουν την αμηχανία τους απέναντι σ” αυτούς τους κλειστούς χώρους, απέναντι στο απόλυτο παρόν του χρό­νου, στη διαθεσιμότητα του σώματος, στις μη­χανικές κινήσεις.
Κατά κάποιον τρόπο, όλα εκεί μέσα είναι κα­θαρά κι όταν πας να τα εξηγήσεις, αρχίζεις και τα λερώνεις με υποθέσεις που τους είναι ξένες.
Μπορεί και να “χαν δίκιο οι αρχαίοι ημών που έπαιρναν τα μπουρδέλα για ναούς και τις γυναίκες για ιέρειες της Αφροδίτης. Κι αυτήν την ιερότητα προσπαθεί να εντοπίσει το βλέμμα του ζωγράφου. Η ζωγραφική δεν εξηγεί, ούτε ερμηνεύει, σε πείσμα της conceptual πλήξης. Η ζωγραφική αρπάζει στιγμές του βλέμματος, για να αναδείξει τη σημασία τους. Κι αυτή είναι η ιερότητα της.
Γιατί εν τέλει, αυτό που μένει από την δου­λειά του Παύλου Σάμιου, πέρα από το αίσθημα αυτών των γυναικείων σωμάτων, αυτού του χώ­ρου που διαγράφεται στο μεταίχμιο της εσωτε­ρικότητας, αυτού του χρόνου που μένει έγκλει­στος στο παρόν, αυτό που μένει είναι η βεβαι­ότητα μιας στιβαρής ζωγραφικής, μιας ζωγρα­φικής που ανακαλύπτει τις μορφές της με την απλότητα του βλέμματος που βυθίζεται στον κόσμο του ονείρου.
Σε μια σύντομη ανασκόπηση του έργου του Παύλου Σάμιου είναι αδιαμφισβήτητο ότι ανήκει στους λιγοστούς βιωματικούς ζωγράφους του 21ου αιώνα, κουβαλώντας με τόλμη και σεβασμό το εικαστικό του όραμα καθώς και τη ζωγραφική παράδοση του τόπου.

Μια γρήγορη ματιά στα 30 ακρυλικά έργα που παρουσιάζονται αρκεί για να διαπιστώσει ο θεατής ότι ο ξεχωριστός χαρακτήρας της έκθεσης αυτής οφείλεται στο ότι αποτελεί μια σύνοψη, έναν προσωπικό απολογισμό του καλλιτέχνη, μια αναγνώριση, ένα κοίταγμα πίσω σε μια μακριά εικαστική πορεία που συνεχώς γεννούσε εικόνες, σύμβολα, ιδέες, συναισθήματα.

Αυτό με τη σειρά του γεννά την ανάγκη του ζωγράφου για μία ενδοσκόπηση όπου συνειδητά επανερμηνεύει βιώματα και σύμβολα, επαναδιαπραγματεύεται παλαιότερη θεματογραφία και επανεκτιμά τις εμμονές του για τις μικρές, επαναλαμβανόμενες, καθημερινές στιγμές, που συχνά αποτελούν αφορμή και αφετηρία για το θέμα και για τη δημιουργία ενός έργου, «που όμως οι ζωγραφικές προεκτάσεις ξεπερνούν το θέμα και το καθημερινό γίνεται περιγραφικό, μεταφυσικό και αιώνιο».

Στο θεμελιώδες ερώτημα αν στη ζωγραφική προηγείται η σκέψη ή το συναίσθημα, στην περίπτωση του Π. Σάμιου είναι προφανές ότι κάθε ενότητα δουλειάς είναι συναισθηματικά φορτισμένη με ένα έρωτα για την ζωή, ένα έρωτα για τις μικρές καθημερινές ιστορίες, έναν έρωτα μιας εποχής που η μνήμη της μπορεί να συνοψίζεται σε ένα μικρό κόκκινο, λατρεμένο ραδιοφωνάκι χωρίς μπαταρίες μέσω του οποίου προσπαθούσε ο καλλιτέχνης να ακούσει όπερα. Το ραδιοφωνάκι, ή το οποιοδήποτε αντικείμενο όπως οι γόβες ή οι τσάντες που συχνά εμπεριέχονται και επαναλαμβάνονται στα έργα του Σάμιου, αποτελούν τα σύμβολα μιας εποχής, μιας κατάστασης, ενός συναισθήματος. Ο ζωγράφος πρέπει να παγιδεύσει τα συναισθήματα, τη φόρτιση, την αύρα μιας κατάστασης και να την μεταδώσει στον θεατή. Ο Σάμιος προσπαθεί και επιτυγχάνει να μεταδώσει τους παλμούς μιας ιστορίας, να ενεργοποιήσει την αίσθηση, να την διευρύνει, να την ολοκληρώσει. Όπως οι επικολλήσεις του R. Montherwell συνιστούσαν ένα είδος προσωπικού ημερολογίου μέσω των απεικονίσεων των αντικειμένων, έτσι και τα αντικείμενα ή ακόμα και οι ανθρώπινες μορφές στα έργα του Π. Σάμιου αποτελούν αφετηρία για μια βιωματική αφήγηση, που κάνει τη δημιουργία αληθινή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η σκέψη και η φαντασία του καλλιτέχνη χαρακτηρίζονται από σχετικότητα όμοια με τη σχετικότητα του χωροχρόνου. Συχνά η ερμηνεία των έργων συμπληρώνεται ή εξαρτάται από τη νοητική διαδρομή του θεατή ο οποίος με τη σειρά του δίνει την «ολοκλήρωση» που επιθυμεί. 

Τάκης Θεοδωρόπουλος. “Για μια βραδιά…
http://www.samiospavlos.gr/anafores/gia-mia-vradia/












 ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, ΜΕΣΑ ΚΙ ΕΞΩ

Όταν το πολυπρισματικό ζωγραφικό εργαστήριο εκρήγνυται από το παράθυρο στον έξω κόσμο κι΄ αφηγείται αρχέτυπες ιστορίες.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ: 
ΟΠΟΥ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ ΕΠΙΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΙΑ ΕΝΟΣ ΠΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΟΡΜΩΝΤΑΣ ΑΝΤΙΚΡΥΖΕΙ ΕΚΡΥΘΜΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Το βλέμμα του θεατή μοιάζει σα να κατεβαίνει από μια πτήση στον αέρα του δωματίου, να ακουμπά σχεδόν στο τραπέζι που βρίσκεται στο μέσον και να ξεχύνεται έξω απ” τα ανοιγμέ­να φύλλα της πόρτας, για να συναντήσει ένα φάρο, στο ακρωτήρι, στο βάθος του τοπίου. Αυτή η τροχιά είναι σταθερή στα περισσότερα έργα. Και αφήνει το κρυφό συναίσθημα ότι είναι παλινδρομική, ότι δηλαδή επιστρέφει πίσω στην αφετηρία της, αφού κινηθεί ως εκκρεμές στε­ρεωμένο στην οροφή του παράδοξου αυτού δωματίου όπου διαδραματίζονται οι ζωγραφιές.

Αυτά που αντικρίζει το βλέμμα μας καταγράφονται καθαρά. Ένα τραπέζι στο κέντρο σχε­διασμένο σαν από βυζαντινό ζωγράφο, έτσι που να το βλέπουν με σχεδιαστική προοπτική από κάθε γωνιά του δωματίου. Πάνω του, αντικείμενα γνώριμα και οικεία – μπουκάλια κρασιού, ποτήρια γεμάτα ή άδεια, κουτιά με τσιγάρα και σπίρτα, μαχαιροπήρουνα, ένα βιβλίο, γυαλιά ανάγνωσης κ.α. – αλλά επίσης και άλλα που η ύπαρξη τους ξαφνιάζει, όπως κομμένα κλαδιά, μικρές φλόγες κεριών που ξεπροβάλλουν απ” το ξύλο του τραπεζιού και σκιές από ανθρώπι­να κεφάλια ή χέρια που θα πρέπει να βρίσκονται λίγο πιο πίσω στο δωμάτιο. Στο πάτωμα, τέλος, γυναικεία γοβάκια ή ακουμπισμένες φόρμες από φως νέον που θυμίζει νυχτερινό μπαρ, συμπληρώνουν όλα όσα συναντά το διαγώνιο βλέμμα που διατρέχει τον πίνακα.

Μια κατάσταση εμφανώς έκρυθμη. Τι να συμβαίνει;

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ:
 ΟΠΟΥ ΟΙ ΕΚΡΥΘΜΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΕΣ

Η κατάσταση στο δωμάτιο που μας περιγράφει ο Σάμιος είναι πολύ διαταραγμένη. Σαν όλα τα αντικείμενα να σηκώθηκαν και να ξανακάθισαν όπου βρήκαν, οδηγημένα από μια μυστήρια δύναμη. Να ήταν άραγε ένας δυνατός σεισμός που ταρακούνησε το τραπέζι – κι ό,τι βρισκόταν επάνω του – που έριξε στο πάτωμα το ροζ σωλήνα από νέον, που κάνει το ξύλο να βγάζει φλόγες και τις σκιές απ” τις ανθρώπινες φιγούρες να προδίδουν τόση ανησυχία και ταραχή, σχεδόν τρόμο;

Μ” αυτή τη σκέψη, το δωμάτιο γίνεται κλειστοφοβικό και το βλέμμα ψάχνει διέξοδο στο άνοιγμα της πόρτας, απ” όπου παίρνει μια πρώτη απάντηση: Όχι δεν είναι σεισμός, αφού ο ψηλός φάρος στην άκρη της στεριάς δεν γκρεμίστηκε και εξακολουθεί να φωτίζει και να μας επιτρέπει να βλέπουμε τη θάλασσα ήρεμη. Μ” εξαίρεση ένα – δύο πίνακες όπου βλέπουμε σημά­δια πυρκαϊάς, ο έξω κόσμος δε μοιάζει να έχει κάποιο μεγάλο πρόβλημα. Έτσι, επιστρέφου­με στο δωμάτιο με αυξημένη την περιέργεια.

Προσέχουμε λεπτομερέστερα και επιχειρούμε άλλη εξήγηση: Αν λοιπόν δεν είναι φυσικό φαινόμενο, μήπως είναι ψυχικό;

Τότε βλέπουμε ότι ένα κεφάλι κι ένα χέρι ξεφυτρώνουν απ” το τραπέζι, ενώ σ” άλλο έργο, βλέπουμε τη μια πλευρά του να λυγίζει στο σημείο που την ακουμπά ένα ραβδί. Βλέπουμε τη σκιά απ” το γυναικείο κεφάλι να συναντά το πραγματικό κολιέ πάνω στο τραπέζι και να μοιάζει σα να το φορά. Παρατηρούμε και τις δύο άλλες σκιές – άντρας και γυναίκα στο ίδιο έργο, γυμνοί – να έχουν παράξενες ιδιότητες, αυτή ένα κεφάλι που καίγεται (χωρίς να φθεί­ρεται) και αυτός κάτι σα μικρά κέρατα.

«Η Νύμφη και ο Πάνας» βιαζόμαστε να καταλήξουμε. Μια ερωτική συνεύρεση με νόημα αρχέτυπο, μυθολογικό, διαχρονικό. Άρα η όλη διαταραχή στο περιβάλλον δεν είναι άλλο παρά μια έντονη προσωπική, μια ερωτική μάλλον συνάντηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ένταση και ερωτισμός.

Όμως όχι, η όλη ατμόσφαιρα μπορεί να έχει σύμβολα καθημερινής οικειότητας και ευω­χίας, αλλά προδίδει μια κατάσταση μεταφυσική, εκτός βιωμένων ορίων. Οι σκιές δημιουργούν αινίγματα, υπαινιγμούς, διάλογο φανερού και κρυμμένου. Σα να προκαλούνται όχι από γνώ­ριμη φωτεινή πηγή αλλά από μια άλλη, ανεξερεύνητη. Οι καταστάσεις που απεικονίζει και δραματοποιεί ο ζωγράφος, μοιάζουν ανεξέλεγκτες.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: 
Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΜΙΣΟΔΕΙΧΝΕΙ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΟΥ

… Όχι όμως και αδιέξοδες, αφού στην τέχνη ένα σύνολο από αινίγματα και υπαινιγμούς είναι η ίδια η ουσία της, όσο σ” ένα επιστημονικό κείμενο ουσία είναι η ίδια η ορθολογική αντι­παράθεση των αποδεικτικών επιχειρημάτων.

Τι κάνει τότε ο ζωγράφος μας;

Αφηγείται τις συνέπειες μιας φυσικής καταστροφής, που έγινε ή που φοβάται ότι επίκει­ται;

Αφηγείται μια έντονη ερωτική συνάντηση που τον κάνει να βλέπει τον κόσμο σε κομμάτια που θα ξαναμονταριστούν ίσως αργότερα;

Αφηγείται μύχιους φόβους, εφιάλτες και εμμονές που ήλθαν στο φως απ” το ψυχικό βάθος και ταράζουν τη φυσική όψη της πραγματικότητας;

Το κουβάρι μοιάζει μπλεγμένο, μας αναγκάζει να κοιτάξουμε έξω απ” το άνοιγμα του δωμα­τίου, στον ανοιχτό αέρα, όπου οι καταστάσεις μοιάζουν πολύ πιο ήρεμες. Κι εκείνος ο φάρος στην άκρη του κόσμου τί ρόλο παίζει; Γιατί φωτίζει σαν από εικονογράφηση σε παιδικά μυθι­στορήματα του Ιουλίου Βερν; Γιατί θυμίζει λαϊκές θρησκευτικές γκραβούρες; Γιατί εμένα μου μοιάζει σαν τον αποχωρούντα ήλιο στη «Μελαγχολία» του Ντύρερ; Μια αίσθηση μεταφυσικής αποκάλυψης υπαι-νίσσονται όλ” αυτά. Αποκάλυψης;

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ):
 ΜΙΑ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΑΠ’ΤΟ ΒΑΘΥ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Η περιγραφικότητα στις εικόνες που παρουσιάζει ο ζωγράφος μας δεν πρέπει να είναι παρά ένα προσωπείο, σκέφτομαι καβαλώντας πάλι την τροχιά του βλέμματος που περιέγρα­ψα στο πρώτο μέρος, πίσω – μπρος, στο εκκρεμές που διαγράφεται νοητά. Η αφήγηση των καταστάσεων στις οποίες με οδήγησαν όσα βλέπω πάνω στους πίνακες, έχει κρυφά σημεία. Ο φίλος ζωγράφος στήνει παγίδες για να τα διέλθουμε λάθρα. Αλλού έγκειται η δραματουργία των περιγραφόμενων κατά-στάσεων. Πού;

Μα, στην έννοια «Παράθυρο στον Κόσμο». Στην έννοια του ανοίγματος που δημιουργεί η πόρτα, και εμμέσως σ” όσα έλεγαν στα χρόνια της Αναγέννησης: ότι ένας πίνακας είναι σαν ένα παράθυρο στον τοίχο που μας ανοίγει έναν άλλο κόσμο. «Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων» γίνεται ο θεατής, έστω και αν στους πίνακες αυτούς του Σάμιου οι περιπετειώ­δεις παραδοξότητες βρίσκονται στην απ” εδώ πλευρά των πραγμάτων και όχι στην άλλη.

Οι πίνακες αυτοί μας μιλούν για την ίδια τη ζωγραφική: Ότι η ζωγραφική είναι μια πόρτα ή ένα παράθυρο που μας οδηγεί στο όνειρο, σε όσα ο ψυχισμός μας φυλάει στο βάθος του.

Πλατωνισμός; Οι σκιές των ξόανων που απεικονίζουν ανθρώπους και καταστάσεις, αλλά που παραμένουν φευγαλέα και προσωρινά, εκτός εάν αναχθούν πίσω, στα αρχέτυπα, στην Ιδέα;

Στο σημείο αυτό αισθάνομαι το ζωγραφισμένο φως του φάρου να σημαδεύει τις δικές μου κρυφές σκέψεις.

Θυμάμαι την ξενάγηση που μου έκανε πριν μήνες στο Μοναστήρι της Ιερής Πάτμου και μου εξηγούσε την εικονογραφία του ναού, σ” ένα διάλειμμα του συμποσίου που γινόταν στο νησί, στο οποίο συμμετείχαμε και οι δύο. Ο Σάμιος μιλούσε για ένα ιδεατό ναό με ανοίγματα στον φυσικό χώρο, ποιητικό και όχι παραδοσιακό – τυπολατρικό. Λίγο μετά, με την Ευφροσύνη Δοξιάδη κουβεντιάζαμε για το πως το Βυζάντιο μετεξέλιξε την αρχαιοελληνική ζωγραφική και την μετέδωσε στη δυτική Ευρώπη, στα χρόνια του Τζιότο, ενώ από τον Αλέκο Λεβίδη ακούγαμε το πως οι πλατωνικές αντιλήψεις περί χρωμάτων ζούσαν στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, μαζί βέβαια με τις θεωρίες για τον ρόλο της αναπαράστασης, δηλαδή της ίδιας της ζωγραφικής.

Αφού έτσι θυμήθηκα ότι ο Σάμιος δεν είναι μόνο ένας από τους σημαντικότερους ζωγρά­φους της γενιάς του, αλλά και πετυχημένος αγιογράφος, ξαναγύρισα το βλέμμα μου στους πίνακες αυτής της νέας δουλειάς.

Και όταν ξαναείδα την πολυπρισματική βυζαντινή προοπτική του τραπεζιού στο κέντρο του δωματίου, ξέχασα όσα είχα σκεφτεί προ ετών περί Σεζάν και ορθολογισμένου προοπτι­κού χώρου και ένοιωσα το φως αυτού του στερεότυπα ζωγραφισμένου φάρου να αυξάνει, να φωτίζει περισσότερο τους πίνακες αλλά και των παράμεσα δικό μου ψυχικό κόσμο.

Τότε πρόσεξα περισσότερο τον χρωματισμό των έργων, ειδικότερα την εναρμόνιση των τόνων, το χαμηλό κοντράστ. Οι υπαινικτικές σκιές των πινάκων δεν εξαφανίσθηκαν μεν, αλλά συντονίστηκαν από ένα πιο αποκαλυπτικό φως. Και όσο αφορά σ” εμένα τον θεατή και ως προς τον Σάμιο, τον δημιουργικό επεξεργαστή και φανερωτή των εικόνων κάθε πίνακα.

Τώρα οι ζωγραφιές του δε μου φάνηκαν να αφηγούνται ιστορίες προσωπικού ενδιαφέρο­ντος μόνο, ούτε απλώς και το τι συμβαίνει σ” ένα ζωγραφικό εργαστήριο, αλλά μια παραβολή πολύ σχετική με το Σπήλαιο των Ιδεών του Πλάτωνα. Πως η ψυχή του ζωγράφου ψάχνει το βάθος της, στα χρόνια της ωριμότητας και της καταξίωσης. Το πως αναζητά τον ενθουσιασμό (εν – θεός), την άδεια για να ποιήσει ομοίωμα και σύμβολο του κόσμου.

Ο Σάμιος μ” αυτά τα έργα του ζωγραφίζει τη φιλοσοφία της τέχνης. Και ταυτόχρονα δηλώ­νει το πολιτισμικό του στίγμα, ένα στίγμα ιστορικό και διαχρονικό, το οποίο μας αφορά συλ­λογικά.

Χάρης Καμπουρίδης. “Ονειρική Αποκάλυψη Μέσα κι Έξω.” 
http://www.samiospavlos.gr/anafores/oneiriki-apokalupsi-mesa-ki-ekso/


























Γκράφιτι, μύθοι, αρχαία μάρμαρα.
  
«…γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς». Αυτή η φράση από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Ο ηδονικός Ελπήνωρ» μοιάζει να αποκρυσταλλώνει το νόημα και την ουσία της έκθεσης «Broken History – Σπασμένη ιστορία» ή σε ελεύθερη απόδοση «Ιστορία σε θρύψαλα», του ζωγράφου Παύλου Σάμιου στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. «Με κινητοποίησε συναισθηματικά και μου προκάλεσε μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση», λέει γι’ αυτό τον στίχο ο καλλιτέχνης. «Ηταν η σπίθα που έδωσε το έναυσμα και άνοιξε την οπτική για τη δημιουργία της έκθεσης. Ολο το παρελθόν, η ιστορία αναδύθηκαν μέσα μου και ήρθε πικρή η διαπίστωση για το πού ήμασταν και πού φτάσαμε. Νιώθω ότι τα σπασμένα αγάλματα σήμερα είμαστε εμείς. Μαζί με εμάς, έχουν γίνει όλα κομμάτια: ιστορία, παρελθόν, παρόν, μέλλον».

Η έκθεση περιλαμβάνει συνολικά 66 έργα μεγάλων διαστάσεων, μερικά μάλιστα ξεπερνούν τα 3 μέτρα. «Θα έλεγα ότι σε αυτή την έκθεση τα σύμβολα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, σε αντίθεση με τις προηγούμενες δουλειές μου», σχολιάζει ο ζωγράφος και καθηγητής Βυζαντινής Νωπογραφίας στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο εισαγωγικό του σημείωμα. Ακριβώς αυτό το στοιχείο, μια οξεία παρατήρηση πάνω στα δεδομένα της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας στην τέχνη και στην κοινωνία, αναδεικνύεται μέσα από το έργο που εκτίθεται. «Σε μια εποχή που η αντοχή της ιστορικής μνήμης δοκιμάζεται σκληρά, ο Παύλος Σάμιος δεν εφησυχάζει ούτε σιωπά. Γράφει μια νέα εικαστική ιστορία με έναν συμβολικό τίτλο: «Σπασμένη ιστορία». Για την αφήγησή του επιλέγει τον διάλογο εμβληματικών έργων της αρχαιοελληνικής τέχνης με βυζαντινές – μεταβυζαντινές χριστιανικές απεικονίσεις, όπως η γεμάτη συμβολισμό εικόνα της «Ακρας Ταπείνωσης». Κυκλαδικά ειδώλια, αρχαϊκοί κούροι, κόρες και σφίγγες, κλασικά γλυπτά από τον Παρθενώνα και αγάλματα όπως η Νίκη της Σαμοθράκης και η Αφροδίτη της Μήλου αποδίδονται με νέο τολμηρό τρόπο συνδυάζοντας σε «εγκατάσταση» τη ζωγραφική, τη γλυπτική και το γκράφιτι», αναφέρει η δρ Αικατερίνη Π. Δελλαπόρτα, διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. 
 
Με αυτόν το τρόπο παρουσιάζεται μια νέα αφήγηση της ελληνικής ιστορίας και των αρχαίων μύθων, στοιχεία εμπεδωμένα στη μέχρι τώρα ζωγραφική πορεία του καλλιτέχνη. Διαλέγοντας ένα υλικό ευτελές –χρησιμοποιημένες χάρτινες κούτες που ο ίδιος περισυνέλεξε από τον δρόμο– φορτίζει συναισθηματικά και ιδεολογικά τα έργα του δημιουργώντας μια γέφυρα επικοινωνίας από το παρελθόν στο παρόν.

Για να χρησιμοποιήσουμε τον λόγο του ίδιου του καλλιτέχνη: «Κατέφυγα στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και στο πολύχρωμο, ανεικονικό γκράφιτι, χρησιμοποιώντας σπρέι στο τελείωμα των έργων, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να μεταφέρω την αίσθηση των δρόμων της Αθήνας στις συνθέσεις. Το αρχαίο πνεύμα συναντά έτσι την καθημερινότητα σε μια αέναη ανταλλαγή και επαναφόρτιση».

Αυτή η διάθεση αναστοχασμού που διέπει την έκθεση δεν είναι όμως απαισιόδοξη. Το αισιόδοξο μήνυμα ολοκληρώνεται με το τρίτο μέρος της έκθεσης, τα «Πέτρινα χαμόγελα», όπου, πάνω σε κομμάτια μαρμάρου τα οποία ο καλλιτέχνης βρήκε στην Πεντέλη, οι γοητευτικές κόρες της Ακρόπολης συνεχίζουν να μας χαμογελούν.

​​Παύλος Σάμιος, «Broken History – Σπασμένη ιστορία». Εως 15/6.

Μάρω Βασιλειάδου


16/3/2019