''Ida'' ...



1.

 Οι ζωντανοί συναντούν τις ψυχές των απόντων 

Η Ida του Πάβελ Παβλικόφσκι είναι η ταινία της χρονιάς, από τώρα· σφραγίζει την ευρωπαϊκή ευαισθησία όπως την σφράγισε πέρυσι η Grande Belezza του Πάολο Σορεντίνο. Πρόκειται για ταινίες-σπουδές, που μιλούν για την ψυχή των λαών και των ανθρώπων, για την αξεδιάλυτη συνύφανση του ατομικού με το συλλογικό, για το βάρος της μνήμης και της ιστορίας, για την Ευρώπη των νεκρών και των φαντασμάτων.

Στην πολωνική ταινία πρωταγωνιστούν δύο γυναίκες, δύο γενιές, δύο κόσμοι. Η νεαρή δόκιμη μοναχή Αννα, και η ώριμη δικαστίνα Βάντα. Η Αννα είναι η Εβραία Ιντα, ορφανό πολέμου που μεγάλωσε σε μοναστήρι Καθολικών. Η θεία της, αδελφή της μητέρας της, είναι η κομμουνίστρια Κόκκινη Βάντα, πρώην εισαγγελέας, αλκοολική. Η μία πιστεύει, η άλλη όχι. Οι διαφορές σταματούν εδώ. Οι ομοιότητες είναι βαθύτερες: δεν έχουν ρίζες, δεν έχουν οικογένεια, οι ζωές τους ξετυλίγονται πάνω στην έλλειψη, την απουσία, τα θαμμένα μυστικά, τη λήθη. Την παραμονή της κουράς της μοναχής, οι δύο γυναίκες θα ανταμώσουν για πρώτη φορά και θα ξεκινήσουν το μοναδικό κοινό τους ταξίδι, σε αναζήτηση του κοινού τους παρελθόντος. Αναζητούν τους νεκρούς τους, γονείς και παιδιά, τα οστά των δολοφονημένων και χαμένων του Ολοκαυτώματος.

Ολη η ταινία είναι η κάθοδος στον Αδη με τη μορφή ενός road movie στην άχρονη πολωνική ύπαιθρο· σε έναν κάμπο που συμπυκνώνει κάτω από την ακινησία του τον καθολικισμό, τον εβραϊσμό, τη γενοκτονία, τον πόλεμο, τον υπαρκτό σοσιαλισμό, και πάνω απ’ όλα τον ανελέητο, διαρκή αγώνα των ανθρώπων για επιβίωση. Η περιπλάνηση των δύο γυναικών μοιάζει εξωτερικά με τις υπαρξιακές περιπλανήσεις ταινιών του Βέντερς ή του Αντονιόνι, αλλά εδώ το δράμα δεν περιέχει καμία διαφυγή από τη μοίρα, ούτε καν σύγκρουση, το δράμα αντηχεί περισσότερο τις ηθικές και μεταφυσικές δονήσεις του Μπέργκμαν και του Ταρκόφσκι, του Κισλόφσκι και του Ζανούσι.

Στο τέλος του δρόμου υπάρχει πάλι κενό, συν την πικρή επίνοια του ταξιδιού.

Ο Παβλικόφσκι μιλώντας για το υπαρξιακό κενό στη Μεσευρώπη του ’60, κατορθώνει να μιλήσει βαθιά και σπαρακτικά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα· μάλλον για τη βαριά κληρονομιά του Ευρωπαίου ανθρώπου της νεωτερικότητας, κληρονομιά φρίκης και αναμέτρησης με τα όρια.

Η Ευρώπη της Ida είναι στοιχειωμένη από κρυμμένα οστά, ανεύρετους τάφους, πεισματική αμνησία, ηθική απογύμνωση. Ο αγρότης-φονιάς κουλουριάζεται μες στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο, ο θύτης είναι το ίδιο τελειωμένος όσο και τα θύματα. Εχει χαθεί η ιερότητα της ζωής, η ζωή σαν θαύμα.

Η Ιντα ρωτάει τον κούκλο σαξοφωνίστα τι μπορούν να κάνουν μαζί, αφού παίξουν Kολτρέιν σε συναυλίες, αφού παντρευτούν και κάνουν παιδιά. Απλώς, θα ζήσουμε, λέει ο Λις. Η Ιντα, αφιερωμένη του Χριστού, έμπειρη πλέον του θανάτου και της φρίκης, σηκώνεται από το κρεβάτι του παρθενικού έρωτα, φοράει το ράσο της δόκιμης και ακολουθεί την σκολιά οδό. Η κάμερα για πρώτη φορά κινείται σωματικά, και για πρώτη φορά η μουσική που ακούει ο θεατής δεν είναι η μουσική που ακούν οι ήρωες.

Ο Παβλικόφσκι κατορθώνει μια κινηματογραφική αφήγηση λάμπουσα, άρτια, προσωπική, συγκινούσα, χωρίς φορμαλιστική εκζήτηση, αλλά και χωρίς παραχωρήσεις στο τηλεοπτικό γούστο. Τα κάδρα του είναι γεωμετρημένα έτσι ώστε να υπηρετούν ψυχικά πυκνώματα και κενά, να αναδεικνύουν τα πρόσωπα ενώπιον της μοίρας τους· το ασπρόμαυρο είναι στιλπνό και πλούσιο, καταγραφικό και αφαιρετικό μαζί· η φόρμα, παρότι τολμηρή, υπηρετεί και αναδεικνύει, δεν επιδεικνύεται.

Ο Παβλικόφσκι πετυχαίνει μια ευτυχή κράση φόρμας και περιεχομένου, επειδή έχει κάτι να πει· για τη ζωή, τις ζωές των ανθρώπων, για τον πυρήνα της ύπαρξης, εκεί που συμφύρονται η ελπίδα, η αφέλεια, η απάθεια, η ερήμωση. Αν πρέπει να περιγράψουμε με μια λέξη την τέχνη του, θα ήταν: οικονομία. Τίποτε δεν λείπει, τίποτε δεν περισσεύει.

Η Ida –όπως και η Grande Belezza, αλλιώς– είναι αφήγηση για το μεταίχμιο της Ευρώπης, και είναι συναναστροφή με τους νεκρούς. Είναι αποδοχή της πολυπλοκότητας και του χάους, χωρίς κρίσεις και διδάγματα. Οι ζωντανοί συναντούν τις ψυχές των απόντων, αγγίζονται, κι ύστερα αποτραβιούνται. Η Βάντα, άδεια, πικρή, επιλέγει το κενό· η Ιντα δακρύζει, λοξοδρομεί, ωριμάζει σε 82 φιλμικά λεπτά, επιλέγει τον όρκο της αναχώρησης.

9-11-2014
NIKOΣ ΞΥΔΑΚΗΣ
http://www.kathimerini.gr/790895/opinion/
epikairothta/politikh/oi-zwntanoi-synantoyn-tis-yyxes-twn-apontwn







2.

IDA (ΙΝΤΑ)

Η σπάνιας ομορφιάς ταινία του Πολωνού Πάβελ Παβλικόφσκι - γεννημένου στην Πολωνία το 1957, ριζωμένου από νωρίς στην Αγγλία - θα πρέπει οπωσδήποτε να ιδωθεί στον κινηματογράφο. Μόνο σε συνθήκες κινηματογραφικής αίθουσας μπορεί να ανθήσει η οπτική της δυναμική: λόγω χρήσης του παλιού 4:3 φορμά που μαρκάρει έτσι το χρόνο της ευφυούς ασπρόμαυρης παλέτας και ιδίως σύνθεσης της εικόνας, στο πλαίσιο της οποίας, πολύ συχνά, «συμβαίνουν πράγματα» μόνο στο κατώτερο τρίτο της. Δηλαδή, στο κάτω μέρος της εικόνας υπάρχουν κεφάλια που κινούνται κι από πάνω αέρας... Κάθε πλάνο αυτού του road movie, έργο τέχνης, ποίηση σε κίνηση. Το φως αυθεντικό, η σκιά, μυριάδες αποχρώσεις του γκρίζου και η σύνθεση... κάθε πλάνο από μόνο του, αν παγώσει, συνιστά φωτογραφία Τέχνης. Η αυστηρή ασπρόμαυρη ταινία του Παβλικόφσκι φλερτάρει με τη νοσταλγική νοητική εικόνα του ευρωπαϊκού σινεμά τέχνης της δεκαετίας του '60. Με τον Μπρεσόν και τον Ντράγιερ. Η πρωτοεμφανιζόμενη Αγκατα Τρζεμπουκόφσκα λάμπει στο σιωπηλό ρόλο της Ιντα, ακόμα περισσότερο η έμπειρη Αγκατα Κουλέζα, παρουσία αποφασιστική με αυτοσαρκασμό χολή, στο ρόλο της θείας της «κόκκινης Βάντα», ωστόσο ο απόλυτος πρωταγωνιστής είναι η κάμερα, ή μάλλον, η όλη δουλειά με την εικόνα σε αυτό το «μετά - Jedwabne» φιλμ!
Η Αννα, λίγο πριν καρεί μοναχή στο καθολικό μοναστήρι που μεγάλωσε, ορφανή από γονείς που έχασε στον πόλεμο, πληροφορείται ότι έχει μια θεία εν ζωή που πρέπει να γνωρίσει προτού πάρει την οριστική της απόφαση. Η θεία Βάντα, κομμουνίστρια, δικαστίνα σήμερα, υπήρξε γενικός εισαγγελέας κάποια χρόνια πριν. Δυναμική, χειραφετημένη, κυνικά ειλικρινής, αλκοολική, καπνίζει αλυσιδωτά και φροντίζει να έχει ανδρική συντροφιά τις νύχτες. Η Αννα μαθαίνει από τη θεία ότι το όνομά της είναι Ιντα Λεμπενστάιν και ότι είναι Εβραία. Η ιστορία της όμως δύσκολα αναγιγνώσκεται από τις οικογενειακές φωτογραφίες, τις γεμάτες μαύρες τρύπες και επικίνδυνες ερωτήσεις... Η Ιντα και η Βάντα συμφωνούν να ταξιδέψουν οι δυο τους στον τόπο που εξαφανίστηκαν τα ίχνη των δικών τους, να ανακαλύψουν πάση θυσία την αλήθεια για το τι έγινε τότε... Ηδη, μια δεκαετία νωρίτερα, το '49 - ' 50, έγινε γνωστή η μαζική σφαγή των Εβραίων στο χωριό Jedwabne της Πολωνίας κι έγιναν και δίκες.
Τον Ιούλη του '41 στο Jedwabne δολοφονήθηκαν άγρια 340 με 400 Εβραίοι. Στην αρχή όλοι νόμιζαν ότι πρόκειται για πογκρόμ των ναζιστών των Einsatzgruppen. Αποδείχτηκε ότι οι δράστες ήταν Πολωνοί αγρότες μεταμφιεσμένοι σε ναζί. Το '49 και το '50 κάποιοι εξ αυτών σύρθηκαν στα δικαστήρια με την κατηγορία της «συνεργασίας με τους ναζί». Ενας, καταδικάστηκε σε θάνατο, 9 σε φυλάκιση και 12 αθωώθηκαν. Αργότερα, άρχισε να κατακτά έδαφος η θέση ότι «ένοχοι ήταν οι ίδιοι οι Εβραίοι», γιατί «αγκάλιασαν» τον Κόκκινο Στρατό, ότι οι δολοφόνοι του Jedwabne ήταν κάποιοι κακοί Πολωνοί και ότι, ο πολωνικός λαός ουδεμία ευθύνη φέρει για το γεγονός και δεν υποχρεούται να ζητήσει συγγνώμη... Τελικά, αποδείχθηκε ότι μικρά ή μεγάλα Jedwabne υπήρξαν αρκετά... Ο νοικοκύρης αγρότης που σταυροκοπιέται και ζητά να τον ευλογήσει η μοναχή ομολογεί - με την προϋπόθεση ότι δε θα του ζητήσουν πίσω το σπίτι - ότι σκότωσε την Εβραία μητέρα και τον μικρό αδελφό της Ιντα - για να τους πάρει το σπίτι, για να γίνει ιδιοκτήτης... Και «νοικοκυραίοι» είναι δυστυχώς η πλειοψηφία...
Ζαλιστικό το ταξίδι. Διασχίζει τη μνήμη, ατομική και συλλογική κι εκείνο το μέρος της συμπυκνωμένης μεγάλης Ιστορίας που εγγράφεται μέσα στη μικρή των ανθρώπων Ιστορία. Πληγές, τύψεις και απωθημένα τραύματα για την τύχη των Εβραίων δοσμένα με υπαρξιακή διαύγεια. Η αφήγηση ποιητική στην κλίμακα του γκρίζου, του άγονου και παγωμένου, με γλώσσα που εναλλάσσει τον ωμό ρεαλισμό και την απεικονιστική κομψότητα της δεκαετίας του '60... με μουσική λιγοστή αλλά με εξαίρετη χρήση. Το σουξέ του Τσελεντάνο «24 mila baci» μάς θύμισε το «Ποιος θυμάται τη Ντόλι Μπελ» (1981), την πρώτη ταινία του Κουστουρίτσα...
Αφήγηση με μύρια όσα θρησκευτικά σύμβολα να ξεφυτρώνουν πανταχόθεν. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί καταγγελτική διάθεση για τον «υπαρκτό τους σοσιαλισμό» στο υφάδι και για τον «ναζισμό» στο στημόνι... Η στιλιστική συνέπεια της εικόνας λέει περισσότερα από χίλιους σεναριογράφους... Και η κάμερα σταθερή, κλειδωμένη στη θέση της, με εξαίρεση λιγοστές σκηνές όταν ακολουθεί τις κινήσεις ενός προσώπου, τις εξωτερικές και τις εσωτερικές.
Το μεγάλο κτίριο που κυριαρχεί στα εισαγωγικά πλάνα - το γυναικείο μοναστήρι που βρίσκεται στα θεμέλια του υπαρξιακού δράματος - στοιχείο έξω και πέρα από το χρόνο, ίσως να βρίσκεται στο τέλος του προορισμού της Ιντα, που κατόπιν «ελεύθερης βούλησής» της, φόρεσε ξανά τη θρησκευτική μαντήλα και προχωρά αποφασιστικά προς τα μπρος...
Με τους: Αγκατα Κουλέζα, Αγκατα Τρζεμπουκόφσκα, Ντάβιντ Ογκρόντνικ, κ.ά.
Παραγωγή: ΠΟΛΩΝΙΑ, ΔΑΝΙΑ (2013)

30-10-2014
http://www.rizospastis.gr/
wwwengine/story.do?id=8171295



3.

Από την αθωότητα στην εμπειρία    

Η Ιντα είναι μια 18χρονη κοπέλα που, στην Πολωνία του ’60, μεγαλώνει ως ορφανή σε μοναστήρι. Πριν δώσει τους όρκους της και αφοσιωθεί στον Θεό για πάντα, θα γνωρίσει, για πρώτη φορά, τη θεία της και, μαζί της, θ’ αναζητήσει την τύχη των γονιών της. Σ’ αυτήν την περιπλάνηση, η Ιντα θα συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει κάτι που λέγεται ζωή στον έξω κόσμο και θα τολμήσει να το δοκιμάσει. Ο Πάβελ Παβλικόφσκι, του «My Summer of Love» και της «Γυναίκας του Πέμπτου», σκηνοθετεί την καλύτερη, μακράν, ταινία του, ένα υπέροχο, ιδιαίτερο κι εξαιρετικά γοητευτικό δείγμα σινεμά. Τα μέσα του είναι όσο γίνεται πιο λιτά και στοιχειώδη, ασπρόμαυρη εικόνα, το παλιομοδίτικο τετράγωνο academy κάδρο, γι’ αυτό και πολύ πιο απαιτητικά και δύσκολα για να στήσει μια ταινία που είναι, ταυτόχρονα, φιλοσοφική, πολιτική και ευαίσθητη, με μια ζηλευτή διακριτικότητα και φινέτσα.
Στην αρχή της ταινίας, μια μικρή ομάδα καλογριών μεταφέρει με προσοχή ένα άγαλμα του Ιησού για να το τοποθετήσει μέσα στην εκκλησία, όσο η κάμερα τις παρατηρεί από ψηλά – αυτό το βλέμμα του Θεού ακολουθεί συχνά την Ιντα μέσα στην ταινία, παρατηρώντας την στο πέρασμά της από την απόλυτη αθωότητα σ’ ένα ίχνος «εμπειρίας». Με τον ίδιο τρόπο ο Παβλικόφσκι μοιράζει την εικόνα και το σενάριό του ανάμεσα σε μια θρησκευτική αφαιρετικότητα, που θυμίζει Μουρνάου, και σε μια αχνή αναπαράσταση των εγκόσμιων, μ’ ένα ελαφρύ χιούμορ, μια αφοπλιστική ευθύτητα και μια προσγειωμένη τραγικότητα των ανθρώπινων.
Οι δύο κεντρικές ηρωίδες του, η Ιντα, ρομαντική, αφελής, με οδηγό της την Πίστη, και η θεία της, η Βάντα, προδομένη από τους ανθρώπους, κυνική, πικρή κι αυτοκαταστροφική, εκπροσωπούν στο εξελιγμένα «γυναικείο» μυαλό του Παβλικόφσκι τις δύο πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, που αναζητά την αλήθεια (καμουφλαρισμένη, εδώ, σε μια ιστορία μυστηρίου) και, στη σύγκρουσή τους, ο Παβλικόφσκι δεν μοιάζει αισιόδοξος για την κατάσταση των ανθρώπων και για τη δυνατότητά τους για καλοσύνη. Αντίθετα, τα μαύρα μάτια της Ιντα, που σημαδεύουν το κάθε αχνό πλάνο, διαπιστώνουν ολοένα ότι η ζωή η ίδια είναι μια μεγάλη απόφαση, που πρέπει να παρθεί με προσοχή και σκέψη.
Με εκπληκτική χρήση της μουσικής, ειδικά της κλασικής, και μ’ έναν εξαιρετικά πετυχημένο συνδυασμό εικαστικής τελειότητας και σεναριακής ευστοχίας, η «Ιντα» φορτώνει στους λεπτεπίλεπτους ώμους της ηρωίδας της μια κομψή αναφορά στην αναζήτηση της ταυτότητας της σύγχρονης Πολωνίας, με τις ολοζώντανες μνήμες της Κατοχής, των θρησκευτικών στιγμάτων, του ανατολικού μπλοκ, των διαψευσμένων ιδανικών. Και της δίνει την κινηματογραφική δύναμη και την πνευματική σοφία ώστε να το κάνει περήφανα.

Σκηνοθεσία: Πάβελ Παβλικόφσκι
Ηθοποιοί: Αγκάτα Κούλεζα, Αγκάτα Τσεμπουκόφσκα, Γιοχάνα Κούλιγκ

30.10.2014   
Λήδα Γαλανού

http://www.efsyn.gr/arthro/apo-tin-athootita-stin-empeiria






















ΣΧΕΤΙΚΑ