Gustave Courbet


 Γάλλος ζωγράφος, μια από τις επιβλητικότερες μορφές της Γαλλικής τέχνης του 19ου αιώνα. Θεωρείται από τους πρωτεργάτες του Ρεαλισμού. Συνέβαλε επίσης στη μετέπειτα εξάπλωση του Ιμπρεσιονισμού, καθώς υποστήριξε την δημιουργική ελευθερία του καλλιτέχνη, τάχθηκε υπέρ της αυτονομίας του και προώθησε τις εκθέσεις τους. Στους πίνακές του φιλοτέχνησε μια σειρά από εντυπωσιακά έργα, με εικόνες και από την αγροτική ζωή, πράγμα που τον χαρακτήρισε κι ως επαναστατική μορφή, ειδικά όταν πήρε μέρος στη Γαλλική Κομμούνα του 1871. Με το τέλος της Κομμούνας συνελήφθη, δημεύτηκαν οι πίνακές του κι έπειτα εξορίστηκε και πέθανε στην Ελβετία.Γεννήθηκε στο μικρό αγροτικό χωριό Ορνάν (Ornans), κοντά στην Μπεζανσόν του Νομού Φρανς-Κοντέ (Franche-Compté) το 1819, από εύπορους αγρότες και πήρε τη βασική του εκπαίδευση εκεί. Το 1837 ξεκινά νομικές σπουδές στο Βασιλικό Κολέγιο της Μπεζανσόν και δύο χρόνια μετά πηγαίνει στο Παρίσι να σπουδάσει ζωγραφική. Βελτιώνει την τεχνική του φιλοτεχνώντας αντίγραφα γνωστών έργων. Το 1847 αποκτά γιο με τη Βιρζινί Μπινέ. Δύο χρόνια μετά εκθέτει τρεις μεγάλους πίνακες στο Σαλόν. Το έργο Ενταφιασμός Στο Ορνάν ήταν αυτό που τον ανέδειξε. Το 1855 διοργανώνει τη δική του έκθεση με τίτλο Ρεαλισμός και χωρίζει με τη Βιρζινί.Το 1865 εκδίδεται το βιβλίο Η Προέλευση Της Τέχνης και Ο Κοινωνικός Προορισμός Αυτής που συνέγραψε με τον Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν. Τέσσερα χρόνια αργότερα κερδίζει δυο διακρίσεις από τον Βασιλικό Οίκο της Βαυαρίας. Το 1871, μετά τη Γαλλική Κομμούνα, κατηγορείται πως κατέστρεψε την Στήλη της Πλας Βαντόμ και καταδικάζεται σε εξάμηνη φυλάκιση. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο γιος του και το 1873 του ζητούν να πληρώσει για την ανακατασκευή της Στήλης, αλλά, φοβούμενος τη χρεωκοπία, εγκαταλείπει τη Γαλλία και καταφεύγει στην Ελβετία. Πεθαίνει εκεί εξόριστος το 1877, σε ηλικία 58 ετών.

 Self-portrait (Man with a pipe)

Gustave Courbet:Self portrait

''Είμαι πενήντα χρονών και μέχρι σήμερα έζησα ελεύθερα. Αφήστε με να τελειώσω τη ζωή μου ελεύθερος. Όταν πεθάνω ας ειπωθεί μόνο αυτό για μένα: δεν ανήκε σε καμία σχολή, καμία εκκλησία, κανένα θεσμό, καμία ακαδημία και κυρίως σε κανένα καθεστώς, παρά μόνο στο καθεστώς της ελευθερίας''.
Το παραπάνω απόσπασμα από τις επιστολές του Γάλλου ζωγράφου και ''πατέρα'' του Ρεαλισμού Γκυστάβ Κουρμπέ (1819-1877), αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο όχι μόνο τον ανατρεπτικό χαρακτήρα του ως καλλιτέχνη αλλά και την επαναστατική του φύση που εκδηλώθηκε σε όλη την πορεία της ζωής του. Το κίνημα του Ρεαλισμού που στην πρώτη γραμμή του βρισκόταν ο Κουρμπέ μαζί με τους, επίσης Γάλλους, Ντομιέ και Μιλέ, αποτέλεσε τη γέφυρα μεταξύ του Ρομαντισμού και του Ιμπρεσιονισμού. Οι Ρεαλιστές αναζητούν στην τέχνη τους την αντικειμενική ως και ωμή πραγματικότητα χωρίς ωραιοποιήσεις και εξιδανικεύσεις και διατυπώνουν τολμηρά κοινωνικά σχόλια μέσα από τα θέματα που επιλέγουν - θέματα που μέχρι τότε θεωρούνταν ''χυδαίου γούστου'' όπως η ζωή και οι συνθήκες δουλειάς των κατώτερων κοινωνικών τάξεων 

''After Dinner at Ornans'' 


''The village maidens''

''The gift'' 


''Dressing the Bride''

''The Stonebreakers''
Στους «Εργάτες που σπάζουν πέτρες» είναι φανερό το συναίσθημα της κοινωνικής επαναστάσεως και η πρόθεση του Κουρμπέ να εξάρει τους ταπεινούς της κοινωνίας, αποδεικνύοντας τα αντιαριστοκρατικά του συναισθήματα

''Gypsy and Her Children''


''Poachers in the Snow'' 

''Peasant Wearing Madras'' 

''Landscape''


''A Burial at Ornans''

Στην «Κηδεία», πίνακα τεραστίων διαστάσεων, τον οποίο ο Κουρμπέ αναγκάστηκε να ζωγραφίσει υπό δυσμενείς συνθήκες, χωρίς να έχει τον απαραίτητο χώρο για να απομακρυνθεί και να δει τη συνολική εντύπωση του έργου από κάποια απόσταση, δημιούργησε μια μεγάλη σύνθεση με προσωπογραφίες εκ του φυσικού κατά τον ολλανδικό τρόπο.

''Jo, la belle Irlandaise''

''The Homecoming''

 ''Harbour of Ostende''

 ''The Hunt Breakfast'' 

αλλά και άκρως ερωτικές σκηνές όπως η περίφημη ''Καταγωγή του κόσμου'' (1866): ένα πολύ ''ιδιαίτερο'' πορτρέτο της Ιρλανδής ερωμένης του Κουρμπέ το οποίο κρυβόταν πάνω από έναν αιώνα σε ιδιωτικές συλλογές - μόλις το 1988 εμφανίστηκε για πρώτη φορά δημοσίως, σε έκθεση στη Νέα Υόρκη  

''Courbet  Sleep''

''Woman with White Stockings''

''Woman with a Parrot''


''La femme a la vague''

 ''Les Trois Baigneuses''

''Les Baigneuses''
Το 1853, οι «Λουόμενες», θεωρήθηκαν έργο απρεπές και προκάλεσαν την περιφρόνηση του αυτοκράτορα.

''El origen del mundo''


''Sleeping nude''

''The Source''

'''Woman With Mirror''


Αμετανόητα προκλητικός αποφάσισε με μια σειρά αισθησιακών σκηνών να περάσει στην αντεπίθεση των καθωσπρέπει αστών της παρισινής μπουρζουαζίας. Οι τρεις σταθμοί αυτής της τάσης του ήταν όταν ζωγράφισε τον πίνακα ''Sleep'', εννοώντας την ξεκούραση που μπορούν να απολαύσουν δύο γυναίκες ομοφιλόφυλες, θέμα που προκάλεσε εκρήξεις αντιδράσεων.  


Η λεπτομέρεια που απεικονίζεται εδώ, είναι το κεντρικό τμήμα μιας μεγάλης συνθέσεως στην οποία ο Κουρμπέ έχει ζωγραφίσει καλλιτέχνες και συγγραφείς που συμμετέχουν στην κοινή μάχη για την υπεράσπιση του ρεαλισμού. Στη σύνθεση υπάρχουν επίσης, ένας εργάτης και μια Ιρλανδή. Έχουμε μια σύνθεση, από πνευματικές και τεχνικές εμπειρίες της ώριμης ηλικίας του καλλιτέχνη, στην οποία βρίσκουμε ακόμα ίχνη από τη ρομαντική και φιλολογική νεότητά του. Η γνωριμία του με το έργο του Βελάσκεθ, του Ριμπέρα, των Ολλανδών του 17ου αιώνα και του Καραβάτσιο είναι φανερή στο «Ατελιέ». Αλλά οι ποικίλες αυτές επιδράσεις συγχωνεύονται σε ένα στυλ, που διαχωρίζει τον Κουρμπέ από το παρελθόν και τους συγχρόνους του. Η δύναμη και η ζωντάνια της εικόνας κρύβουν μια αργή επεξεργασία επιλογής και κατανοήσεως. Η διαδικασία αυτή έχει γίνει με νοημοσύνη και διαίσθηση. Καλλιέργεια και αίσθηση της πραγματικότητας, πάθος για μια γενναία, φλογερή συμμετοχή στη ζωή, ενώνονται και αλληλοσυμπληρώνονται.
Ο Κουρμπέ, αρνείται να υποταχθεί σε κανόνες. Στη φιγούρα του παιδιού και στο γυμνό που ενσαρκώνει την ιδανική γυναίκα του Κουρμπέ, στο κέντρο της συνθέσεως φιγουράρει ο καλλιτέχνης, απομονωμένος στον κόσμο του ονείρου του, έναν κόσμο που βρίσκεται ωστόσο πολύ κοντά στις αιώνιες αξίες της ζωής.

 ''L'Atelier du Peintre'' 


Ας δούμε όμως, ποιος ήταν ο Κουρμπέ:

 γεννημένος στο χωριό Ορνάν, προερχόταν από μια εύπορη αλλά αντιμοναρχική οικογένεια - ο παππούς του συμμετείχε στη Γαλλική Επανάσταση. Όταν έφτασε σε νεαρή ηλικία στο Παρίσι δεν σπούδασε ζωγραφική με τον κλασικό τρόπο: ήταν ουσιαστικά αυτοδίδακτος αφού καλλιέργησε το έμφυτο ταλέντο του μελετώντας και αντιγράφοντας τους μεγάλους Ισπανούς, Φλαμανδούς και Γάλλους δασκάλους στο Λούβρο. 

Self portrait with a black dog-1841



''THE DESPERATE MAN''

Αρχικά επηρεάστηκε από τον Ρομαντισμό, όπως φαίνεται στις πολλές αυτοπροσωπογραφίες του την περίοδο 1843-49 
(εξαιρετικές η ''Αυτοπροσωπογραφία με τον μαύρο σκύλο'' και εκείνη με τον τίτλο ''Απελπισμένος άντρας''), αλλά η εξοικείωσή του με την τέχνη του Ρέμπραντ και του Χαλς, έστρεψε το ενδιαφέρον του στην καθημερινή ζωή.

Μεταξύ 1849-1851 θριαμβεύει στις Εκθέσεις στο Παρίσι με σημαντικά έργα όπως ''Εργάτες που σπάζουν πέτρες'', ο οποίος καταστράφηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τον βομβαρδισμό της Δρέσδης και ''Η ταφή στο Ορνάν'', όπου απεικονίζει την κηδεία του παππού του. Η διασημότητα που απολάμβανε του έδωσε το βήμα να εκφράζει δημοσίως τις σοσιαλιστικές του ιδέες, τις οποίες εφάρμοζε και στην πράξη: αρνήθηκε τον σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής από τον Ναπολέοντα τον τρίτο, ενώ κατά την εξέγερση της Παρισινής Κομμούνας το 1871 συμμετείχε ενεργά και τέθηκε υπεύθυνος όλων των μουσείων, τα οποία και προστάτευσε πολλές φορές από την οργή του πλήθους. Με την επάνοδο όμως του παλαιού καθεστώτος, ο Κουρμπέ βρέθηκε σε δυσχερή πολιτική θέση, κυρίως γιατί κατά τη διάρκεια της Κομμούνας, εμπνεύστηκε και εφάρμοσε το σχέδιο μεταφοράς της στήλης της πλατείας Vendοme, συμβόλου της μοναρχίας, σε άλλο σημείο. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών και σε ένα τεράστιο χρηματικό πρόστιμο, το οποίο αδυνατώντας να πληρώσει, κατέφυγε αυτοεξόριστος στην Ελβετία, όπου και πέθανε σε ηλικία 58 ετών.(*),(**)


 ''The Corn Sifters''

 ''Το κοσκίνισμα του σταριού'' (1854, Musée des Beaux-Arts de Nantes) 
ή σε μια πιο ελεύθερη και ποιητική απόδοση
 ''Ξεχωρίζοντας την ήρα από το στάρι''

Tο έργο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα καθαρού ρεαλισμού: στο λιτό σκηνικό μιας αγροτικής αποθήκης, με τα τσουβάλια στο βάθος στηριγμένα στους βρώμικους τοίχους, μια οικογένεια χωρικών κοσκινίζει το στάρι της χρονιάς. Προσέξτε πώς δουλεύει ο Κουρμπέ: δεν ωραιοποιεί τίποτα, ούτε προσπαθεί να δημιουργήσει μια υψηλής αισθητικής εικόνα. Θέλει τα πρόσωπα απλά και αληθινά, όπως είναι οι άνθρωποι στην καθημερινή ζωή, την ώρα της εργασίας τους.

Η κούραση στο πρόσωπο της μεγαλύτερης γυναίκας με το γκρίζο φόρεμα, τα άγρια μαλλιά του αγοριού, τα πρόχειρα ρούχα που φορούν όλοι - κοιτάξτε ακόμα και τα άκομψα, χοντροφτιαγμένα παπούτσια της νεαρής κοπέλας στο κέντρο: όλα φωνάζουν ''αληθινή ζωή'' και αληθινή ζωή σημαίνει όχι μόνο δουλειά αλλά και άγχος για την επιβίωση. Το αγόρι ανοίγει το ξύλινο μηχάνημα που κάνει το πρώτο ξεδιάλεγμα του σταριού και κοιτάζει αν υπάρχει άλλο μέσα - αλλά δεν υπάρχει παρά ελάχιστο ακόμα, που δεν αρκεί να γεμίσει το πλεκτό καλάθι στο δάπεδο. Η έκφρασή του μοιάζει καθαρά να λέει ''αυτό ήταν μόνο;''. Στην άλλη πλευρά, η καθιστή γυναίκα μοιάζει υποταγμενη στη μοίρα της, ξέρει ότι πάντα το στάρι θα είναι λίγο και ότι το ψωμί δεν θα είναι ποτέ αρκετό για να χορτάσουν. Όλη η σκηνή αποδίδει την αγωνία για τον επιούσιο: Θα τα καταφέρουμε;


Κι ανάμεσα στο παιδί που αγωνιά για το αύριο και την μεγαλύτερη γυναίκα που δεν αγωνιά γιατί ξέρει ότι και πάλι θα είναι μια δύσκολη χρονιά, ο Κουρμπέ τοποθετεί αριστοτεχνικά στο κέντρο του πίνακα τη νεαρή με το κόκκινο φόρεμα: με την πλάτη γυρισμένη στον θεατή, είναι εντελώς απορροφημένη στη δουλειά της. Τα δυνατά της χέρια, τα μαζεμένα μαλλιά της στη βάση του λαιμού και το μαντήλι που τον στολίζει όχι από κοκεταρία αλλά για να σκουπίζει τον ιδρώτα της, δηλώνουν την κοινωνική της θέση: μια εργάτρια της γης. Αλλά το κλειδί εδώ είναι το χρώμα του φορέματος και τα υψωμένα της χέρια: κόκκινο είναι το χρώμα της επανάστασης ενώ τα υψωμένα χέρια δηλώνουν αποφασιστικότητα να αγωνιστούν όχι μόνο για την επιβίωση αλλά και για ένα καλύτερο αύριο, για να έρθουν μέρες που το ψωμί δεν θα λείπει από κανένα σπίτι. Αλλά ο Κουρμπέ δεν αρκείται στο κοινωνικό μήνυμα του πίνακα. Γιατί η ηρωίδα του, η γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα, είναι ένα σύμβολο πολύ αρχαιότερο των σοσιαλιστικών του ιδεών. Σκεφτείτε λίγο τη στάση της: γειωμένη στο έδαφος, με τους καρπούς της γης απλωμένους γύρω της, με τα χέρια της ψηλά σε μια κίνηση ιεροτελεστίας, ντυμένη με το κόκκινο χρώμα του αίματος και της ζωής...


Αν η αρχαία ελληνική μυθολογία δεν σας είναι παντελώς άγνωστη, θα αναγνωρίσατε ήδη τη Δήμητρα, τη θεά της γεωργίας και της γονιμοτητας της γης, από την οποία τα δημητριακά πήραν το όνομά τους. Ο Κουρμπέ ενσαρκώνει στην ανώνυμη νεαρή αγρότισσα τόσο τη γυναίκα ως πηγή της ζωής, όσο και τη θεά εκείνη που μπορεί με τη μαγική της δύναμη να αυξήσει τη σοδειά, να την κάνει όχι μόνο να φτάσει ίσα-ίσα αλλά και να χορτάσει όλα τα πεινασμένα ανθρώπινα στόματα. Η εργάτρια, η κοινωνική αγωνίστρια, η γυναίκα, η θεά, η μάνα-γη: όλα τα σύμβολα συμπυκνωμένα σε μια μορφή, από έναν αληθινά μεγάλο ζωγράφο και άνθρωπο, τον Γκυστάβ Κουρμπέ
.(*)
(...) 


'' The Hunt Breakfast''





 ''A Thicket of Deer at the Stream of Plaisir-Fontaine''




 ''Dog from Ornans''

 ''Battle of the Stags''


  ''Dead deer''



 '' Landscape with a Hunter''





''Portrait of a Hunter''




Ο Κουρμπέ ήταν ο πρωταγωνιστής του ρεαλισμού. Με την παθιασμένη αγάπη του για τον φυσικό κόσμο, δεν ανεχόταν τις φαντασίες των ρομαντικών ή τις συμβατικότητες των κλασικιστών. Στη ζωγραφική του κυριαρχούν οι αδάμαστες φυσικές μορφές, ζώα, δάση, ρεματιές, βράχοι, θαμνοτόπια και θάλασσα. Με απαράμιλλη αμεσότητα και δύναμη, ζωγράφιζε τον όγκο και την υφή της ύλης. Ο Κουρμπέ αγαπούσε το κυνήγι και συχνά ακολουθούσε τα κυνηγόσκυλα στα βουνά της πατρίδας του. Στον πίνακά του «Το θήραμα» (1857), έχει ζωγραφίσει τον εαυτό του με το νεκρό ελάφι ακουμπισμένο σε ένα δέντρο του δάσους. Περιμένοντας τον ερχομό των κυνηγών, κοιτάζει τα κυνηγόσκυλα που γκρινιάζουν, ακούγοντας συνάμα τη μακρόσυρτη νότα του κυνηγετικού κέρατος.
Όπως έγραψε ο Κάρλο Ραγκιάντι, «ο ζωγράφος διάλεξε και συνέλαβε τις πιο στοιχειώδεις και πιο γόνιμες μορφές και όψεις του κόσμου, τη στιγμή που αποδεσμεύονται οι πρωταρχικές, απλές και άπειρες δυνάμεις του. Με έναν έκτακτο τρόπο, ο Κουρμπέ κατορθώνει να μεταμορφώσει τη ζωγραφική τεχνική του και να δώσει την εντύπωση της απόλυτης δυνάμεως χάρη στην απόλυτη απλότητα, χωρίς να μπορεί κανείς, να συνδέσει αυτό που πραγματοποιεί ο καλλιτέχνης με ότι είχε πραγματοποιηθεί πριν από αυτόν».








''The Source of the Loue River''

Στο έργο του «Η σπηλιά της Λου», (1865), βλέπουμε με τη δεξιοτεχνία ο καλλιτέχνης έχει προσδιορίσει το βάθος της σπηλιάς που χάνεται σε μια αβυθομέτρητη σκοτεινιά, καθώς σβήνουν οι τελευταίες ανταύγειες του φωτός πάνω στον καθρέπτη των νερών. Από τον πίνακα αυτόν, αναδίνεται μια μαγική και αβυσσαλέα ειρήνη, που καμιά φιλολογική ερμηνεία δεν μπορεί να την ταράξει. Κάθε αναφορά, κάθε ανάμνηση, χάνονται μπροστά στην ανθρώπινη πληρότητα της τέχνης του Κουρμπέ. Είναι μια ζωγραφική που ξεχειλίζει από ζωτικό χυμό, θρεμμένη με πυκνό υλικό, πλούσια σε αντιθέσεις και σε φώτα, αλλά χωρίς κανένα στοιχείο παραπλανήσεως. Σε μια ατμόσφαιρα πρωτογονισμού, που μόλις ανακαλύπτεται, ο καλλιτέχνης κατορθώνει να δώσει μια όψη φυσικότητας σε αυτή τη σκηνή με την αληθινά αυστηρή δομή της.


''Bonjour, Monsieur Courbet''

Στον πίνακα «Η συνάντηση» ή «Καλημέρα, κύριε Κουρμπέ» (1854), παριστάνει τον εαυτό του να περπατά στην εξοχή, με τα σύνεργα του ζωγράφου στην πλάτη, την ώρα που τον χαιρετά ο φίλος και πελάτης του. Εδώ δεν υπάρχουν ούτε χαριτωμένες πόζες, ούτε γραμμές αρμονικές, ούτε εντυπωσιακά χρώματα. Η ιδέα ενός ζωγράφου που παριστάνει τον εαυτό του με πουκάμισο, σαν αλήτη, θα πρέπει να φάνηκε, προσβολή για τους αξιοπρεπείς ζωγράφους και τους θαυμαστές τους. Ο Κουρμπέ ήθελε να είναι τα έργα του μια διαμαρτυρία εναντίον των καθιερωμένων συμβάσεων της εποχής του, να σοκάρει την αστική τάξη, να την αφυπνίσει από την αυταρέσκειά της και να διαλαλήσει την αξία της ασυμβίβαστης καλλιτεχνικής ειλικρίνειας, ως αντίθεση στον επιδέξιο χειρισμό των παραδοσιακών κοινοτοπιών. Η ηθελημένη αποκήρυξη από τον Κουρμπέ των εύκολων εφέ και η επιμονή του να αποδίδει πάντα τον κόσμο όπως τον έβλεπε, ενθάρρυναν πολλούς άλλους να απορρίψουν τις συμβάσεις και να ακολουθήσουν αποκλειστικά τη δική τους καλλιτεχνική συνείδηση.






















  















 















 






Άκρα εμπειριστής, ο μόνος δάσκαλος για τον Courbet ήταν η φύση. Μέσα από τη φύση αντλούσε τα θέματα των έργων του. Απεικόνισε την ασχήμια των χωρικών, την παχυσακρία και τη χυδαιότητα της αστικής τάξης. «Δεν ήθελε την ομορφιά, αλλά την αλήθεια» Σε ένα γράμμα του το 1851 ανέφερε: «Όχι μονάχα είμαι σοσιαλιστής, αλλά είμαι  λαοκράτης και δημοκράτης επίσης, κοντολογίς υπέρμαχος της επανάστασης και προπάντων ρεαλιστής, δηλαδή ειλικρινής φίλος της πραγματικής αλήθειας» 








ΠΗΓΕΣ
(*)
http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=SPG1639
(**)
http://www.artmag.gr/art-history/artists-faces/item/628-gustave-courbet